Αρχική » Γαλλία, το 1997 δεν είναι 1981

Γαλλία, το 1997 δεν είναι 1981

από Άρδην - Ρήξη

του Κ. Βεργόπουλου, από το Άρδην τ. 9 Ιούλιος-Αύγουστος 1997

Η πρόσφατη επάνοδος της γαλλικής αριστεράς στην κυβέρνηση εμπνέει, όπως πάντα σ’ αυτήν τη χώρα, τα πιο παράδοξα και αντιφατικά συναισθήματα. Ἡ νίκη του Ζοσπέν και των συµµά- χων τοῦ έφερε σε αμηχανία τον πολιτικό κόσµο και τους αναλυτές, τους κύκλους του χρήματος και της εξουσίας, αλλά και μεγάλο τµήµα των διανοουμένων της αριστεράς: όχι µόνο διότι ήταν απροσδόκητη, αλλά κυρίως διότι ήταν ενοσλητική. Η λειτουρία του δημοκρατικού πολιτεύµατος επέτρεψε να εκφρασθεί µια ευρύτατη και βαθιά αποδοκιμασία των λαϊκών στρωμάτων προς ό,τι εμφανίζεται κατά τα τελευταία έτη ὡς φιλελεύθερος οικονομικός πειραµατισµός. Ταυτόχρονα, εκφράσθηκε πανηγυρικά η ανάγκη να δοθεί απόλυτη προτεραιότητα στα εσωτερικά προβλήµατα της απασχόλησης και της κοινωνικής συνοχής. Με τους όρους αυτούς, το πρόσωπο του ζοσπινισμού θεωρήθηκε από το σύνολο σχεδόν των σχολιαστών ως ιδιαιτέρως «αρχαϊκό»: ο πολιτικός λόγος του νέου ηγέτη της γαλλικής αριστεράς αγνοεί επιδεικτικά την προβληµατική της ευελιξίας και της απορρύθµισης, δεν κατέχεται από το σύμπλεγμα της συρρίκνωσης του δημόσιου τοµέα και των ιδιωτικοποιήσεων, έχει ταχθεί εναντίον των απολύσεων εργαζομένων είτε στο δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τοµέα, υποστηρίζει την ανάγκη ανάκαμψης της οικονομίας µε μοχλό την τόνωση της εσωτερικής ζήτησης και καλεί τους εργαζόµενους γ΄ αντισταθούν στις πιέσεις και στην 1δεολογία της παγκοσμιοποίησης. Όμως, µετά τη νίκη του Ζοσπέν͵ όλοι οι ενοαχληµένοι απ’ αὐτήν έχουν βαλθεί µε Κάθε τρόπο να την ερμηνεύσουν ως δικαίωση της πολιτικής των αντιπάλων του. Μετά από σύντομη ανάπαυλα, έχουν επανέλθει οι θεωρίες περί υποχρεωτικού µονόδροµου στην οικονομία, ποικίλες πιέσεις ασκούνται υπό τα προσχήματα της παγκοσμιοποίησης και της ᾱνταγωνιστικότητας, του εξωτερὶκού και του δημοσιονομικού ισοζυγίου, του γαλλογερμανικού άξονα, της ειρήνης στη Γηραιά ήπειρο. Το σύνολο σχεδόν των οἱκονοµικών και πολιτικών κύκλων πιέζουν σήµερα ώστε να θεωρῃθεί «σοβαρότητα» η αθέτηση των προεκλογικών δεσμεύσεων του Ζοσπέν και «δηµαγωγία» η ενδεχόµενη προσπάθειά του να φανεί συνεπής µε τις υποσχέσεις του. Ἐφημερίδες όπως ο Monde και η Liberation, µε λιγότερες προφυλάξεις απ’ ό,τι ο Figaro, ὑποστηρίζουν ότι οποιαδήποτε Ιδέα περί άλλης πολιτικής είναι απλή απάτη, ότι και ο Ζοσπέν θα ὕποχρεωθεί, αργά ή γρήγορα, να επανέλθει στη γραµµή του δεξιού προκατόχου του, Ζυππέ. Σ΄ επίρρωση της συλλογιστικής αυτής ᾱναφέρεται ότι ο Μιτεράν υπέκυψε σε δύο χρόνια, ο Σιράκ σε έξη µήνες: για τον Ζοσπέν, οἱ πιο γενναιόδωροι αναλυτές δεν προβλέπουν πάνω από ένα µήνα αντίστασης.

Όμως αυτό που συστηματικά παραγνωρίζουν οἱ μονοπωλούντες το δηµόσιο λόγο είναι ότι η Γαλλία του 1991 δεν είναι εκείνη του 1981: στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 π ανεργία ήταν 6% του πληθυσμού, ενώ σήµερα ῃ γαλλική κοινωνία αιµορραγεί µε 13% επίσηµη ανεργία και Φαινόμενα πολλαπλής κοινωνικής κατάτµῃσης και απελπισίας. Οἱ λαϊκές προσδοκίες έχουν σήµερα συγκεκριµμένο χαρακτήρα, και όχι ρητορικό. Οι εργαζόµενοι µπορούν βέβαια και σήµερα να εξαπατηθούν, όµως πολύ πιο δύσκολα απ’ ότι στο παρελθόν. Το 1981, μετά από µια περίοδο ύφεσης των κοινωνικών αγώνων, δόθηκε ψήφος πολιτικής εμπιστοσύνης στην αριστερά. Σήμερα, η αριστερά επιστρέφει µετά από µια πρόσφατη περίοδο έντασης των Κοινωνικών αγώνων, σαν φορέας όχι της πολιτικής εμπιστοσύνης αλλά της κοινωνικής απόγνωσης των εργαζομένων. Ἀυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι η αθέτηση των υποσχέσεων δεν είναι Και πάλι πιθανή, αλλά τη φορά αυτή θα εἶναι δυσκολότερη και µε δραματικό πολιτικό κόστος γι αυτούς που ενδεχομένως την επιχειρήσουν. Παράλλπλα, το κύμα δυσαρέσκειας και της απαισιοδοξίας εκδηλώνεται σε ευρεία έκταση σε ολόκληρη την Ευρώπη και Κατά πρώτο λόγο στη Γερμανία. Ἑνώ οἱ ιθύνοντες της Ευρωπαϊκής Όλοκλήρωσπς κάνουν ότι µπορούν για να την εμφανίσουν ως αντιδραστική δικλείδα ασφαλείας για τις επί µέρους κοινωνίες, αρχίζει σήμερα ν΄ αναφαίνεται η δυνατότητα να συμβάλει θετικά το ευρὠπαϊκό πλαίσιο, στην αλληλεγγύη μεταξύ των εργαζόμενων και στην στήριξη µιας διαφορετικής πολιτικής. Βέβαια, η Γερμανία, ακόµη και αν αλλάξει κυβέρνηση, δεν φαίνεται να μεταβάλει πολιτική. Υπ’ αυτούς τους όρους, οἱ ευρωπαίοι εταίροι θα τείνουν να διαφοροποιπθούν στο άµεσο µέλλον µε βάση το βαθµό ευαισθησίας τους μπροστά στο πρόβλημα της απασχόλησης αφ’ ενός και του σκληρού νομίσματος αφ’ ετέρου.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ