Αρχική » Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής: Τομή με την υπέρμετρη πολιτική βία ή απλώς αγρανάπαυσή της;

Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής: Τομή με την υπέρμετρη πολιτική βία ή απλώς αγρανάπαυσή της;

από Γιώργος Ρακκάς
Στιγμιότυπο από την δίκη της Χρυσής Αυγής

Του Γιώργου Ρακκά

Η απόφαση του δικαστηρίου για την καταδίκη της Χρυσής Αυγής αποτελεί όντως σταθμό για την μετέπειτα πορεία της ελληνικής δημοκρατίας. Όχι πάντως γιατί είναι η αφετηρία μιας κατεστημένης εκδοχής «αντίφα». Αυτήν την άποψη εκφράζουν σημαντικοί πυλώνες του συστήματος, το Ίδρυμα Ωνάση, σημαίνοντες παράγοντες της κυβέρνησης, διαμορφωτές της κοινής γνώμης κ.ο.κ. Εν ολίγοις το εθνομηδενιστικό κατεστημένο, που με τους αφορισμούς του δεν γυρεύει να ξεπλυθεί μόνον, αλλά και να επιδιώξει την συνέχεια της εργαλειοποίησης του ναζιστικού φαινομένου, το οποίο και χρησιμοποιούσε ως μπαμπούλα για να ποινικοποίηση κάθε έκφρασης πατριωτικού αισθήματος από την ελληνική κοινωνία.

Αυτή όμως είναι μια επιφανειακή ανάγνωση των πρόσφατων γεγονότων. Υπάρχει και μια άλλη, πιο ουσιαστική. Με την απόφαση του δικαστηρίου, το κράτος δικαίου στην Ελλάδα φαίνεται αποφασισμένο να θέσει πλευρικά όρια εν γένει στην πολιτική βία. Και αυτό δεν αφορά μόνο στην εμφυλιακή ακροδεξιά, αλλά και τους έτερους προπαγανδιστές της στην άλλη άκρη του πολιτικού φάσματος, την εμφυλιακή αριστερά.

Η «θεωρία των δυο άκρων», είναι ιδιαίτερα απεχθής στην αριστερά, καθώς θεωρεί ότι στην βάση της ελλοχεύει μια διάθεση εξίσωσης του κομμουνισμού με τον φασισμό. Όντως, ο παγκοσμιοποιητικός υπερφιλελευθερισμός, θα θέσει από το 1999 κι έπειτα αυτό το αφήγημα στην αιχμή της πολιτικής του τοποθέτησης. Σκοπός του ήταν, μέσω αυτού, να επιβάλει το δικό του ιδεολογικό μονοπώλιο, αφορίζοντας ως ύποπτη ολοκληρωτισμού κάθε κάθε κριτική προς αυτόν.

Έτσι, διαστρέβλωσε μια ολόκληρη συζήτηση που διεξήγετο κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 περί των πολιτικών ολοκληρωτισμών που ταλάνισαν τον 20ο αιώνα. Το πως δηλαδή μεσσιανικές πολιτικές ιδεολογίες μεταβλήθηκαν σ’ ένα είδος άκαμπτων κοινωνικών θρησκειών που τροφοδότησαν ολοκληρωτικά καθεστώτα. Μετέβαλαν λοιπόν αυτή τη γόνιμη συζήτηση σε κεντρικό επιχείρημα περί του ‘τέλους της ιστορίας’.

Μόνο που το επιχείρημα του υπερφιλελευθερισμού ήταν εντελώς ανιστόρητο, και εξέθετε και τις παρελθούσες επιλογές του ίδιου του ‘ελεύθερου κόσμου’ της Δύσης: Διότι αν ο κομμουνισμός και ο φασισμός ήταν «το ίδιο», τότε γιατί ο δυτικός και ο κομμουνιστικός κόσμος συμμάχησαν κατά την διάρκεια του πολέμου εναντίον του Χίτλερ, και γιόρτασαν μαζί την απελευθέρωση της Ευρώπης το 1945;

Ωστόσο, ενώ η «θεωρία των δυο άκρων» είναι εν τέλει άστοχη, η συνομολογία του ακροαριστερού και του ακροδεξιού αντισυστημισμού στην πολιτική βία είναι ένα φαινόμενο πραγματικό.

Στην Ελλάδα υπάρχουν δυο τρόποι προσέγγισης του φαινομένου της πολιτικής βίας. Ο συνήθης είναι ο ιδεολογικός, όπου έχουμε οπτικές οι οποίες ανάλογα με την δική τους πολιτική ευαισθησία καταγγέλλουν την πολιτική βία του αντιπάλου. Είτε την ‘αριστερή ανταρσία’ του εμφυλίου, καθώς και την ένοπλη πάλη και την τρομοκρατία της μεταπολίτευσης, είτε εκείνην των ταγμάτων ασφαλείας, του μετεμφυλιακού παρακράτους, της δικτατορίας, και της χρυσαυγήτικης αναζωπύρωσής τους.

Υπάρχει και η ιστορική σκοπιά, που βλέπει πως λειτούργησε έμπρακτα η πολιτική βία για την ελληνική πολιτική ζωή. Πως συναρτάται το φαινόμενό της με την όξυνση των εμφυλιακών παθών, και τον διχασμό της ελληνικής κοινωνίας, που οδηγεί με τη σειρά του στην κατάρρευση της νομιμοποίησης του κράτους, των θεσμών, και του εκάστοτε πολιτεύματος· και εν τέλει, στην αποδυνάμωση της εσωτερικής εξουσίας και την ενίσχυση των εξωτερικών επεμβάσεων και των μηχανισμών προστασίας.

Ένα μοτίβο που μένει ίδιο και απαράλλακτο από την εποχή της δολοφονίας του Καποδίστρια. Ή που κυριάρχησε με τον Εθνικό Διχασμό, τους Επίστρατους και τα Οκτωβριανά του 1915. Τον κύκλο των πολιτικών αντεκδικήσεων που οδήγησε διαδοχικά στην απόπειρα δολοφονίας του Ελ. Βενιζέλου, στην δολοφονία του Ιώνος Δραγούμη, και παρεπόμενα, στην διάρρηξη της εθνικής συσπείρωσης εν μέσω της μικρασιατικής εκστρατείας και εν τέλει στην καταστροφή.

Τον Εμφύλιο του ’45-’49, και τα προανακρούσματά του μέσα στην Κατοχή, ιδίως στην Αθήνα, όπου ο εθνικός αγώνας υποβιβάζεται εκατέρωθεν. Για να δώσει τη θέση του, στην ελέω αντικομμουνισμού συνδιαλλαγή των ταγμάτων ασφαλείας με τους Γερμανούς κατακτητές, ή από την άλλη, στις δολοφονίες μη-σοβιετόφιλων αγωνιστών του δημοκρατικού πατριωτικού χώρου, με αποκορύφωμα εκείνη του Κίτσου Μαλτέζου, απογόνου του Στρατηγού Μακρυγιάννη από την ΟΠΛΑ του ΚΚΕ. Το τελευταίο ήθελε να μονοπωλήσουν μέσα στην αντίσταση μόνον οι οργανώσεις εκείνες που έθεταν σε προτεραιότητα τη ‘σοσιαλιστική’ έναντι της ‘κοινής’ πατρίδας (sic!). Και ιδίως, να βγάλει από τη μέση εκείνες που αυτοδύναμα, και ελληνοκεντρικά (δηλαδή, δίχως αναφορά σε ξένα κέντρα) έθεταν διπλό ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης και εθνικής ανεξαρτησίας. Για να μην μιλήσουμε για την Κύπρο, και το πως το πάνδημο κίνημα για την αυτοδιάθεση και την Ένωση του ελληνισμού κατέληξε μέσα από τις εμφυλιακές περιπέτειες στην τουρκική εισβολή και την κατοχή του 1974.

Τραγωδία Marfin: Δέκα χρόνια μετά - DailyPost.gr

Κράτος – ακρίτας ή παραταξιακό κράτος;

Η απόφαση του δικαστηρίου για την Χρυσή Αυγή, θα μπορούσε να αποτελέσει μια αφετηρία για την χειραφέτηση της ελληνικής πολιτικής ζωής από το ιστορικό βάρος της διχαστικής πολιτικής βίας. Υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, βέβαια, ότι θα ολοκλήρωνε την νέα οριοθέτησή της αμφίπλευρα, με την διαλεύκανση της υπόθεσης Μαρφίν.

Ωστόσο αυτό δεν φτάνει.  Η πολιτική βία δεν αντιμετωπίζεται κατασταλτικά, αλλά δημιουργικά, με την ανάδειξη ενός νέου οράματος για την ελληνική κοινωνία, που να την υπερβαίνει, και να την κάνει να φαίνεται παράταιρη και περιθωριακή.  Απαιτείται λοιπόν, η ανασυγκρότηση της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Να αποκτήσει αυτή ένα ‘νέο κέντρο’, το οποίο θα συνέχει πραγματικά την κοινωνία, διασφαλίζοντας έτσι την πολιτική ενότητα του έθνους.

Οι κοινωνικοί και πολιτικοί ανταγωνισμοί είναι όντως απαραίτητοι για την απρόσκοπτη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ειδάλλως ελλοχεύει ο κίνδυνος της διολίσθησης στην μονολιθικότητα, σε καθεστώτα όπου καταλήγουν να διώκουν την ελεύθερη γνώμη, την κριτική, την αντιπολίτευση και την αμφισβήτηση. Η συζήτηση αυτή δεν είναι παρωχημένη: Ο κόσμος μας σήμερα βρίθει τέτοιων παραδειγμάτων. Και δεν μιλάμε μόνον για τα αντιπλουραλιστικά καθεστώτα της Ανατολής. Αλλά και για τα υπερφιλελεύθερα καθεστώτα που αναδύθηκαν εντός της Δύσης μέσα στην παγκοσμιοποίηση. Αυτά τα καθεστώτα περιόρισαν τον πλουραλισμό τους επιβάλλοντας τον τεχνοκρατικό μονόδρομο της διεθνοποίησης, πράγμα που οδήγησε στον defacto πολιτικό αποκλεισμό όλων των τάξεων που παρέμειναν ριζωμένες στο έδαφος και την εκάστοτε εθνική πραγματικότητα.

Ο πολιτικός πλουραλισμός, επομένως, η σύγκρουση και ο ανταγωνισμός που αυτός συνεπάγεται είναι απαραίτητος όρος για την διαφύλαξη της δημοκρατίας. Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι δεν θα παροξυνθεί σε βαθμό που να υπονομεύει την ενότητα της πολιτικής κοινότητας. Μιλάμε επομένως για μια λειτουργική και όχι για μια καταστροφική εκδοχή της αντιπαράθεσης. Αυτή υπάρχει όταν η αντιπαλότητα μετριάζεται από την ύπαρξη κοινών τόπων, που δίνουν τροφή στην συνεργασία, και συσπειρώνουν το όλον της πολιτικής ζωής γύρω από ορισμένες κεντρικές αξίες.

Στο πλαίσιο του ‘τέλους της Ιστορίας’ ο υπερφιλελευθερισμός αποπειράθηκε να δημιουργήσει ένα τέτοιο περιεκτικό καθεστώς, το οποίο υποτίθεται ότι θα λειτουργούσε εις το διηνεκές θέτοντας τέλος στην αγωνιώδη, και ενίοτε τραγική για τα αποτελέσματά της αναζήτηση του βέλτιστου πολιτεύματος. Η αστοχία του έγκειται στο ότι εγκατέστησε στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής, μια ‘ψυχρή ιδεολογία’ που επικαλούνταν το ιδεώδες της αέναης οικονομικής ανάπτυξης, της καταναλωτικής συσσώρευσης και της εξατομικευμένης υλικής ευημερίας. Εντούτοις «ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος», ενώ αποδείχθηκε εν τέλει ότι η άνοδος των παγκοσμιοποιητικών τάξεων σήμαινε την καταβαράθρωση των υπολοίπων, πράγμα που διέψευδε την υπόσχεση της ευημερίας.

Για τον Αριστοτέλη η ενότητα της Πόλης επιτυγχάνονταν γιατί εν τέλει επρόκειτο για μια πολιτική κοινότητα με ισχυρή φαντασιακή θέσμιση. Η κοινή καταγωγή και κοινή μοίρα, δηλαδή το αίσθημα της ιστορικής συνέχειάς της, καθώς και η κοινή αντίληψη περί του δέοντος, δηλαδή οι αξίες της, ήταν τα στοιχεία που θεμελίωναν την ενότητα της πόλεως. Κάτι πολύ παραπάνω, δηλαδή, από την συνισταμένη των κοινωνικών, ή χειρότερα των ατομικών συμφερόντων, που υπόσχεται η υπερφιλελεύθερη εκδοχή. Γι’ αυτό και στο πλαίσιό της, η δημοκρατία εργαλειοποιείται, υποβαθμίζεται σε μια διαδικασία, με τους τεχνοκράτες της πλανητικής οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης να βάφουν με το γκρίζο τους, πάνω στο γκρίζο της πραγματικότητας.

Αυτό είναι το πραγματικό υπόβαθρο της εκ πρώτης όψεως περίεργης ομοφωνίας του παγκοσμιοποιητικού κατεστημένου, που εκφράστηκε με τον κυριλέ ακτιβισμό ιδρυμάτων όπως εκείνο του Ωνάση, στη βίαιη παρέκκλιση που αντιπροσώπευε η Χρυσή Αυγή. Κι το κατεστημένο αυτό δείχνει μεγαλύτερη ανοχή στην πολιτική βίαια του εμφυλιακού εθνομηδενισμού σε σχέση με την εμφυλιακή πατριδοκαπηλία, αυτό έγκειται στο γεγονός ότι σε τελευταία ανάλυση, διατηρούν μαζί του την ίδια και διόλου ‘κεντρώα’ ατζέντα της διάρρηξης κάθε εθνικής και κοινωνικής συνοχής στο όνομα της ριζικής διεθνοποίησης.

Στην συγκυρία, ωστόσο, που διάγει σήμερα ο ελληνισμός του παρέχεται μια ευκαιρία μοναδική ώστε θεσπίσει ένα ‘νέο κέντρο’ που θα είναι ολότελα διαφορετικό από την ψυχρή αναφορά στο ολότελα επίπλαστο ‘παγκόσμιο χωριό’. Την δυνατότητα αυτήν την παρέχει ο… τουρκικός επεκτατισμός καθώς με τις απειλές του για την εκ νέου δορυφοριοποίηση της Ελλάδας, είναι εκείνος που διέλυσε τις εθνομηδενιστικές ψευδαισθήσεις και τίναξε στον αέρα την προσπάθεια αποδόμησης της ιστορικής και πολιτιστικής συνέχειας των Ελλήνων.

Από την ίδια την εξέλιξη των γεγονότων, η Ελλάδα εξαναγκάζεται πλέον να μεταβληθεί από μια παρασιτική απόφυση – επαρχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σe ένα ακριτικό ευρωπαϊκό κράτος. Που μάχεται στην πρώτη γραμμή για την ανάσχεση της τουρκικής επέκτασης, του ολοκληρωτισμού που αυτή αντιπροσωπεύει τόσο ως προς τον τρόπο που οργανώνεται εσωτερικά, όσο και στον τρόπο που χειρίζεται τις εξωτερικές τους σχέσεις. Κάτι που ο ελληνισμός καλείται να κάνει όχι μόνον για τον εαυτό του, αλλά και που λόγω της θέσης του ‘στα σύνορα των κόσμων’ θα λειτουργήσει εκ των πραγμάτων για ολόκληρο τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Με αυτόν τον τρόπο λύνεται επί της ουσίας, και το ερώτημα της σχέσης που έχει ο Ελληνικός εθνισμός με την οικουμενικότητα.

Ιδού, λοιπόν, το ‘νέο κέντρο’ στη βάση του οποίου μπορεί να αναδιοργανωθεί η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία. Έμπρακτα, καθώς οι ανάγκες της αντιμετώπισης του τουρκικού επεκτατισμού, συνάμα διπλωματικές και στρατιωτικές, προϋποθέτουν να υπάρχει επί της ουσίας πανεθνική συσπείρωση και πολιτική συνεργασία για την διαμόρφωση και την προώθηση της εθνικής στρατηγικής. Να λοιπόν ποιος μπορεί να είναι ο κοινός τόπος, που εξαναγκάζει σε σχετικοποίηση την πολιτική αντιπαλότητα, και εμποδίζει την πολιτική βία να διολισθήσει σε ανοιχτό διχασμό του κοινωνικού σώματος: Η αντίσταση στην διαχρονική εξωτερική απειλή που αντιπροσωπεύει ο επεκτατισμός των γειτόνων. Και δι’ αυτής, η επανασύνδεση με την μεγάλη ιστορία και παράδοση της ελληνικότητας. Με αυτόν τον τρόπο, το κράτος ‘επανεδαφικοποιείται’, παύει δηλαδή να είναι ουδετερότροπο  και εχθρικό ως προς κάθε μορφής εθνική φόρτιση, όπως ήθελε η παγκοσμιοποίηση και ο ψευδεπίγραφος, παρασιτικός εκσυγχρονισμός.

Στο μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας του 20ου αιώνα, ήδη από τις στιγμές του ‘εθνικού διχασμού’ το κράτος και οι θεσμοί στην Ελλάδα εργαλειοποιήθηκαν στο πλαίσιο της διχαστικής διαμάχης. Μεταβλήθηκαν σε λάφυρο του πόλου που το κατακτούσε, και το χρησιμοποιούσε ως όπλο εναντίον του άλλου. Η συνθήκη αυτή παρέμεινε απαράλλακτη και μέσα στην μεταπολίτευση με τον δικομματισμό, όπου η υψηλή πόλωση και η χουλιγκανοποίηση της πολιτικής ζωής υπήρξε στην πραγματικότητα μια softσυνέχεια του εμφυλίου.

Το γεγονός αυτό παρήγαγε πάντοτε την αποστασιοποίηση της κοινωνίας απ’ το κράτος –εξ ου και το ‘αγαπάω αυτό το έθνος και μισώ αυτό το κράτος’ του Ίωνα Δραγούμη. Σήμερα, για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες, έχουμε την δυνατότητα να υπερβούμε αυτούς τους ορίζοντες. Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής, θα συστήσει τομή στην ελληνική πολιτική ζωή μόνον αν πάρει αυτό τον χαρακτήρα. Και για να τον πάρει πρέπει αφ’ ενός να έχει συνέχεια με την διαλεύκανση της υπόθεσης της Μαρφίν, που έχει και εκείνην πολύ έντονο συμβολικό φορτίο, αλλά και να αλλάξει επί της ουσίας ως προς την δυσανεξία που έχει απέναντι σε κάθε τι εθνικό. Ειδάλλως, να είμαστε σίγουροι ότι η μαμή της πολιτικής βίας, είναι έτοιμη να ξαναπιάσει και πάλι δουλειά.

ΣΧΕΤΙΚΑ

1 ΣΧΟΛΙΟ

αττικ 11 Οκτωβρίου 2020 - 12:43

ειναι απολαυση να διαβαζει κανεις
την αναλυση σας

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ