της Σ. Τοπαλίδου, από το Άρδην τ. 12, Φεβρουάριος-Μάρτιος 1998
Η εμπειρία της ενισχυτικής διδασκαλίας στα Πομακοχώρια
Τον τελευταίο καιρό ακούμε να γίνεται λόγος όλο και συχνότερα για την «Ενισχυτική Διδασκαλία» στα σχολεία. Εν αναμονή της έναρξης του μέτρου, την οποία εξήγγειλε πρόσφατα
η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, κυκλοφορούν ιδέες, κατατίθενται προτάσεις, υπάρχει λόγος και αντίλογος. Εκείνο που πολλοί αγνοούν είναι ότι Ενισχυτική Διδασκαλία διενεργείται στην Ξάνθη εδώ και πέντε χρόνια η οποία μάλιστα απευθύνεται στους μουσουλμάνους μαθητές του νομού. Η ιστορία και η σημασία του εγχειρήματος αυτού είναι μεγάλη και πρέπει να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Αυτό που θα μας απασχολήσει είναι η Ενισχυτική Διδασκαλία που παρέχεται στους μουσουλμανόπαιδες σε σχέση και με το γενικότερο ζήτημα της εκπαίδευσης τους. Ειδικότερα της εκπαίδευσης των Πομάκων, για την οποία έχουμε και προσωπική εμπειρία. Τα πομακόπουλα λοιπόν είναι υποχρεωμένα να διδαχτούν στο Δημοτικό Σχολείο τις μισές περίπου ώρες τα ελληνικά ως επίσημη γλώσσα της πατρίδας τους και τις άλλες μισές τα τουρκικά βάσει των μορφωτικών συνθηκών που ισχύουν, ενώ στο τζαμί για τις ανάγκες της ανάγνωσης του Κορανίου – προσευχής, διδάσκονται αραβικά. Και όλ’ αυτά, όταν ως μητρική γλώσσα την οποία μιλούν στα σπίτια τους έχουν την πομακική η οποία μέχρι πρόσφατα ήταν μόνο προφορική.
Στο Γυμνάσιο τα πράγματα γίνονται κάπως καλύτερα τουλάχιστον για όσους μαθητές ακολουθούν το “κανονικό” Γυμνάσιο και όχι το Μειονοτικό Γυμνάσιο όπου συνεχίζεται η διδασκαλία αρκετών μαθημάτων στα τουρκικά. Βέβαια τότε προστίθενται τα αρχαία ελληνικά, τα αγγλικά και τα γαλλικά. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς ότι μόνο παιδιά-θαύματα θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στις παραπάνω απαιτήσεις.
Είναι λοιπόν μοιραίο τα παιδιά να υστερούν σε κάποια ή κάποιες από τις παραπάνω γλώσσες. Και όταν αυτή η υστέρηση συμβαίνει στα αγγλικά ή στα γαλλικά δεν είναι και τόσο τρομερό. Όταν όμως τα παιδιά παρουσιάζουν αδυναμίες στην ελληνική γλώσσα, τότε τα αποτελέσματα είναι πολλά και άσχημα. Και δυστυχώς, για λόγους που θα φανούν παρακάτω, η πλειοψηφία των Πομάκων έχει ελλιπή γνώση των ελληνικών. (Αντίστοιχες δυσκολίες αντιμετωπίζουν και οι άλλες δύο ομάδες, οι Τουρκογενείς και οι Τσιγγάνοι, με τους πρώτους να είναι σε λίγο καλύτερη μοίρα, καθώς η μητρική τους γλώσσα συμπίπτει με αυτή που διδάσκονται ως δεύτερη στο σχολείο).
Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν αρκετά παιδιά να μη συνεχίζουν μετά το Δημοτικό ή να σταματούν στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. Ακόμη όμως και όσοι συνέχιζαν στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο δεν είχαν την ευκαιρία εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, διότι δεν μπορούσαν να συναγωνιστούν τους Χριστιανούς υποψήφιους. Έτσι ο μόνος δρόμος για κάποιον που ήθελε να σπουδάσει ήταν είτε να πάει στην Ειδική Παιδαγωγική Ακαδημία θεσσαλονίκης (Ε.Π.Α.θ.) και να γίνει δάσκαλος των τουρκικών ή να καταφύγει στην Τουρκία η οποία και τον καλοδεχόταν. Ευτυχώς τα τελευταία δύο χρόνια, μία γενναία όσο και σημαντική νομοθετική ρύθμιση του Υπουργείου Παιδείας, η οποία επιτρέπει στους μουσουλμάνους υποψήφιους να συναγωνίζονται μόνο μεταξύ τους για την εισαγωγή τους στο Πανεπιστήμιο ήρθε να αποκαταστήσει μια “αδικία” αλλά και να δώσει νόημα και προοπτική στη φοίτηση των παιδιών στο σχολείο. Από μόνη της όμως αυτή η απόφαση δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα.
Η ελλιπής γνώση της γλώσσας είναι η κυριότερη αιτία για την αποκοπή των Πομάκων από την υπόλοιπη Ελληνική κοινωνία. Τι κάνουμε λοιπόν εμείς γι’ αυτό; Κάποιοι τίποτε, άλλοι πολλά. Στη δεύτερη κατηγορία μια ομάδα πανεπιστημιακών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (Δ.Π.0.) και άλλοι πολίτες της Ξάνθης, ανάμεσά τους και ο κ. Γιώργος Παύλος, Επίκουρος Καθηγητής Φυσικής. Συνειδητοποιώντας πριν από πέντε χρόνια την ανάγκη μορφωτικής ενίσχυσης και άρσης της απομόνωσης των μουσουλμάνων, συνέλαβαν και έκαναν πράξη την ιδέα της Ενισχυτικής Διδασκαλίας. Έτσι στα πλαίσια των δραστηριοτήτων του Πολιτιστικού Αναπτυξιακού Κέντρου Θράκης (Π.Α.ΚΕ.ΟΡΑ.) αρχικά και του ΤΑΜΙΕΙΟΥ ΘΡΑΚΗΣ αργότερα, συνεργάστηκαν με μουσουλμάνους δασκάλους μειονοτικών Δημοτικών σχολείων και με την οικονομική ενίσχυση ιδιωτών χορηγών προχώρησαν στη δημιουργία ενός Φροντιστηρίου Ενισχυτικής Διδασκαλίας (Φ.Ε.Δ.), το οποίο παρείχε δωρεάν μαθήματα σε μουσουλμανόπαιδες Γυμνασίου και Λυκείου. Για τη διδασκαλία χρησιμοποιήθηκαν νεαροί καθηγητές με μεράκι και διάθεση προσφοράς οι οποίοι επιλεχθήκανε με κριτήριο αυτό κυρίως το προσόν. Έτσι ξεκίνησε το 1993 το Φ.Ε.Δ.,. αρχικά στην πόλη της Ξάνθης και λίγο καιρό αργότερα και στα μεγαλύτερα χωριά της ορεινής περιοχής του νομού (Πομακοχώρια), το οποίο για δύο χρόνια λειτούργησε στηριζόμενο οικονομικά σε ιδιώτες όπως η εταιρία Μηχανική Α.Ε. του κ. Εμφιετζόγλου, η Μινέρβα του κ. Λαδένη, η Αμφικτυονία ’92 κ.α.. Το 1995 η πολιτεία αναλαμβάνει τη χρηματοδότηση του Φ.Ε.Δ., το οποίο μπαίνει επίσημα υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας με την ανάληψή του από το Εθνικό Ίδρυμα Νεότητας (Ε.Ι.Ν.) το Καλοκαίρι του 1996.
Η εμπειρία μου στη Γλαύκη
Τον Αύγουστο του 1996 άρχισε η δική μου ενασχόληση στο Φ.Ε.Δ. ως φιλολόγου στο παράρτημα του χωριού Γλαύκη. Καταρχήν έπρεπε να βοηθήσουμε τους επανεξεταστέους μαθητές. Τότε ήταν που αντιλήφθηκα για πρώτη φορά το μέγεθος του προβλήματος. Είχαμε μαθητές οι οποίοι είχαν μείνει σε μαθήματα όπως η Γεωγραφία, η Βιολογία, ή η Ιστορία επειδή δεν μπορούσαν να διαβάσουν τα σχολικά βιβλία. Παιδιά Γ Γυμνασίου ή Α’ Λυκείου δυσκολεύονταν ακόμη και στην ανάγνωση.
Στη διάρκεια του ενός χρόνου που εργάστηκα στη Γλαύκη, νιώθω ότι μαζί με τους συναδέλφους καταφέραμε αρκετά πράγματα. Τα καταφέραμε με το αρμονικό δέσιμο που είχαμε μεταξύ μας, την καλή συνεργασία και την κοινή προσπάθεια καθηγητών και μαθητών, τις συμβουλές, την καθοδήγηση και την υποστήριξη των Υπευθύνων μας, καθώς και την παρουσία του μουσουλμάνου Διευθυντή του Δημοτικού σχολείου του χωριού. Εκ των πραγμάτων η βοήθεια δεν περιοριζόταν στο να λυθούν οι ασκήσεις ή οι απορίες του μαθήματος της επόμενης μέρας… Παράλληλα μ’ αυτά κάναμε ασκήσεις ορθογραφίας, λεξιλογικές και έκφρασης. Στην έκφραση και στο λεξιλόγιο οι ελλείψεις είναι τεράστιες. και στο Φροντιστήριο τα παιδιά είχαν τη δυνατότητα να μιλήσουν λίγες ώρες παραπάνω ελληνικά. Άλλωστε οι μόνες ώρες που μιλούν ελληνικά είναι οι ώρες του σχολείου και του Φροντιστηρίου. Επιπλέον καθώς δεν υπήρχε το άγχος του σχολείου, είχαν την ευκαιρία να μιλήσουν περισσότερο και για άλλα πράγματα. Συχνά τα ενθαρρύναμε να κουβεντιάζουν μαζί μας και μεταξύ τους μόνο και μόνο για να ασκήσουν τη γλώσσα τους, για να ψάξουν να βρουν λέξεις να εκφράσουν αυτό που είχαν στο μυαλό τους. Ιστορίες που είχαν ακούσει, γεγονότα από τη ζωή του χωριού, ειδήσεις της επικαιρότητας. Και ρωτούσαν. Συνέχεια ρωτούσαν. Για τα πάντα. “Πως είναι στη Θεσσαλονίκη;” “Τι παιχνίδια παίζουν τα παιδιά στο χωριό σας, κυρία]” “Γιατί μαθαίνουμε και ελληνικά και τούρκικα;”
Μαζεύανε πληροφορίες για τον “έξω κόσμο”. Και εμείς θέλαμε ακριβώς αυτό. Να τους φέρουμε σε επαφή με τον “έξω κόσμο”. Να βγουν λίγο παραέξω από το χωριό τους και να γνωρίσουν και την υπόλοιπη Ελλάδα. Να δουν ότι δεν είναι τόσο διαφορετική και ξένη όσο νομίζουν.
Αυτή ήταν η διαφορά του Φροντιστηρίου. Αυτό που επιδίωκε ήταν η επαφή με τον κόσμο της μειονότητας, η ουσιαστική και ανθρώπινη επαφή. Οι άνθρωποι αυτοί διψούν για ενδιαφέρον. Ανοίγουν την καρδιά τους σε αυτούς που τους δείχνουν ενδιαφέρον και που τους φέρονται σαν ίσος προς ίσο, σ’ αυτούς που δεν τους κοιτούν σαν αξιοθέατο και μετά τους ξεχνούν, που δε ζητούν, αλλά θέλουν να δώσουν. Η Λουτφιέ, μητέρα μιας μαθήτριάς μας, όταν κάποτε αρρώστησε η κόρη της και πήγαμε μαζί τους στο Νοσοκομείο, δεν ήξερε πως να με ευχαριστήσει. Και έγινε φίλη μας από τότε. Και αυτό γιατί παράλληλα με το εκπαιδευτικό μας έργο περάσαμε και πολλές ώρες με τους ανθρώπους του χωριού. Επισκεφτήκαμε οικογένειες, μιλήσαμε με τους γονείς, γνωρίσαμε τη φιλοξενία και τα έθιμα των Πομάκων, φάγαμε μαζί τους στο παραδοσιακό τραπέζι, το πάτωμα και πήραμε δώρα, τερλίκια, μαντίλες, αρώματα. Μαζί με τα παιδιά πήγαμε εκδρομές, κατεβήκαμε στο ποτάμι και παίξαμε όλοι μαζί, είδαμε βιντεοκασέτες και χορέψαμε μαζί τους παραδοσιακούς χορούς, που τους έμαθε ο Βαγγέλης, δάσκαλος του Δημοτικού, σε εκδηλώσεις στο χωριό και στην πόλη της Ξάνθης. Ήμασταν οι “κυρίες” και οι φιλενάδες….
Πρέπει επίσης ν’ αναφέρω και τους καθηγητές του Γυμνασίου και του Λυκείου. Είχαμε την τύχη στο σχολείο της Γλαύκης να βρούμε ανθρώπους με τους οποίους μπορούσαμε να συνεργαστούμε. Καταλάβαιναν ότι σε καμία περίπτωση δε σκοπεύαμε να υποκαταστήσουμε το κανονικό σχολείο. Βέβαια η κατάσταση δεν ήταν τόσο καλή σε όλα τα χωριά. Υπήρχαν αλλού αντιδράσεις από καθηγητές του σχολείου οι οποίοι διαφωνούσαν με την ύπαρξη του Φροντιστηρίου ή με τους ανθρώπους που ήταν υπεύθυνοι γι’ αυτό, και δημιουργούσαν συνέχεια προβλήματα.
Πόσο καλό είναι για τα παιδιά αυτά το Φ.Ε.Δ. ίσως να μην το καταλάβουμε ποτέ αρκετά. Ο Τζεμαλή, μαθητής μας που τώρα είναι φοιτητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, είπε σε κάποιους διπλωμάτες που ήρθαν επίσκεψη στο χωριό πως θα έπρεπε να λειτουργεί το Φροντιστήριο εδώ και πολλά χρόνια, γιατί έτσι θα ήταν όλοι οι μαθητές καλύτεροι. Σε μας μια μέρα που κουβεντιάζαμε μας λέει, “γιατί μαθαίνουμε τουρκικά στο Δημοτικό και να μη μαθαίνουμε καλύτερα την ελληνική; Ζω στην Ελλάδα, είμαι Έλληνας και θέλω να ξέρω την ελληνική τόσο καλά όσο κι εσείς”. Τι να του πούμε. Κουνήσαμε το κεφάλι. Και τώρα ακούμε πως στα πλαίσια της διαπολιτι-σμικής εκπαίδευσης σκέφτονται να βάλουν τα τουρκικά και στα Γυμνάσια. Γιατί; Αν θέλουν να τους διδάξουν και τη μητρική τους γλώσσα ας το κάνουν, διδάσκοντας τους Πομάκους πομάκικα και τους Τσιγγάνους τσιγγάνικα. Γιατί \ΐα τους βάζουμε όλους στην ίδια μοίρα. Οι Πομάκοι δεν γνώριζαν τουρκικά. Τους τα διδάξαμε εμείς με το ζόρι.
Το πρόβλημα ξεκινάει από το Δημοτικό. Οι Μουσουλμάνοι δάσκαλοι ως επί το πλείστον κάνουν καλά τη δουλειά τους και τα παιδιά μαθαίνουν τουρκικά. Εκείνοι που αδιαφορούν και συχνά πηγαίνουν για να ξεκουραστούν υπηρετώντας στα μειονοτικά δημοτικά είναι η πλειοψηφία των Χριστιανών δασκάλων. Ένας φίλος μας, ο Τζεμαλή, οικοδόμος και αγρότης, πατέρας δύο παιδιών, από ένα χωριό της ορεινής περιοχής, μας διηγούνταν πως, όταν ο μεγάλος του γιος ήταν στο Δημοτικό, ο χριστιανός δάσκαλος απουσίαζε συχνά ή δεν έκανε μάθημα και καθόταν στο καφενείο του χωριού. Όταν οι ίδιοι οι γονείς του ζήτησαν να κάνει μάθημα στα παιδιά, αυτός απάντησε “μη στεναχωριέστε και δεν πρόκειται να χάσουν την τάξη”.
Με το Φ.Ε.Δ. όλο και περισσότεροι γονείς το λένε αυτό, “να μάθει το παιδί γράμματα”. Ακόμη και για τα κορίτσια, που μέχρι τώρα τα περισσότερα σταματούσαν στο Δημοτικό. Ο αριθμός των μαθητριών αυξάνεται κι αυτό είναι μια πρόοδος. Στη Γλαύκη το 1996 αποφοίτησε το πρώτο κορίτσι από το Λύκειο και ήταν μαθήτρια και του Φροντιστηρίου. Και ήταν το πρώτο παιδί από το χωριό που περνούσε σε Πανεπιστήμιο. Σ’ αυτό βέβαια βοήθησε και ο νόμος που αναφέραμε παραπάνω. Σήμερα φοιτούν σε Πανεπιστήμια και Τεχνολογικά Ιδρύματα πάνω από 120 μουσουλμάνοι. Ίσως να μην κατορθώσουν όλοι να αποφοιτήσουν, αλλά και μόνο η φοιτητική ζωή, η ζωή σε άλλη πόλη, η συναναστροφή με άλλους ανθρώπους είναι ανεκτίμητες εμπειρίες. Έχει μεγάλη σημασία λοιπόν η ύπαρξη του Φροντιστηρίου καθώς θα χρειαστεί να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι την εποχή που τα παιδιά αυτά δε θα χρειάζονται επιπλέον και ιδιαίτερη βοήθεια.
Εκείνο όμως που πρέπει να προσεχτεί είναι κάποιες αλλαγές που διαφαίνονται στη φιλοσοφία λειτουργίας του. Αλλαγές που έχουν να κάνουν και με την απουσία κάποιων εκ των πρωτεργατών του και που κρύβουν τον κίνδυνο να χάσει το Φ.Ε.Δ. την ιδιαιτερότητα του. Ακούμε ότι φέτος προσφέρει βοήθεια μόνο για τα μαθήματα του σχολείου και δεν προχωρά παραπέρα. Λείπει αυτό το “κάτι άλλο”. Το λέγανε “Φροντιστήριο Ενισχυτικής Διδασκαλίας”. Και “φροντίζω” δε σημαίνει μόνο βοηθάω στα μαθήματα. Σημαίνει και ενδιαφέρομα νια κάτι. Σημαίνει όλα αυτά που ζήσαμεεμείς πέρσι, μεταξύ μας και με τους μαθητές και τους γονείς τους. Το μυστικό νομίζω, για να είναι πετυχημένο κάτι έχει πολλές και διαφορετικές πλευρές να είναι ευέλικτο, να προσθέτει και άλλες πλευρές. Τώρα δεν ξέρω. Το Φ.Ε.Δ. λέγεται Π.Ε.Δ., (Πρόγραμμα Ενισχυτικής Διδασκαλίας). 0 κ. Παύλος λείπει, τον βάλανε στην άκρη. Και αρκετοί που είχαν δουλέψει με μερακι και καρδιά μείνανε έξω. Και αρκετοί τους καθηγητές που δουλέψαμε πέρυσι δε δουλεύουμε φέτος. Επειδή, λέει δεν είμαστε Θρακιώτες. Κι έτσι φυσικά δεν μπορεί να ενισχυθεί πληθυσμιακά η Θράκη. Όταν στην ουσία διώκονται από αυτήν άνθρωποι που άφησαν τα σπίτια τους και τη ζωή τους και θέλησαν ναζήσουν και να δουλέψουν στην ακριτική αυτή περιοχή…
Όταν έγιναν οι πλημμύρες στην Ξάνθη, πέρυσι το Νοέμβριο, συζητούσαμε με τα παιδιά για τη Μύκη. το χωριό έπαθε τη μεγαλύτερη καταστροφή τα παιδιά μας είπαν ότι το τζαμί και το εκκλησάκι, ενώ ήταν σχεδόν μέσα στο ποτάμι που κατέστρεψε τόσα σπίτια δεν έπαθαν τίποτε. “Τα ιερά τα μέρη κυρία τα φυλάει ο Θεός”. Χαμογελάσαμε Με τα παιδιά αυτά είμαστε στον ίδιο δρόμο και περπατάμε παρέα.
Προς το τέλος της περσινής σχολικής χρονιάς αυτό που ακούγαμε συνέχεια απ’ όλους ήταν, “μη μας ξεχασετε”, “να έρθετε και του χρόνου ‘ κι αν δε δουλεύετε εδώ, να έρχεστε να μαςβλέπετε, εντάξει;”
“Μη μας ξεχάσετε:” Εμείς δεν το έχουμε σκοπό. Για τους άλλους δε ξέρουμε. Ελπίζουμε.
*Φιλόλογος – Ιστορκός
1 ΣΧΟΛΙΟ
Συγκλονιστικα οσα περιγραφονται. Αλλα τι εγινε μεχρι σημερα; Μπορει η συνταξη να μας ενημερωσει; Απλη αναφορα σε γεγονοτα προ 20ετιας δεν αρκουν. Υπαρχει Εθνικη Αναγκη.