της Μαρίας Βεϊνόγλου, από το Άρδην τ. 12, Φεβρουάριος-Μάρτιος 1998
Λίγα πράγματα είναι γνωστά για τους Τουρκοκρήτες κι αυτά δεν ξεπερνούν χρονικά τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν πλέον, με την κορύφωση του Κρητικού ζητήματος , σχεδόν οι μισοί αναγκάστηκαν να εκπατριστούν. Οι άλλοι μισοί περίμεναν στην Κρήτη μέχρι το 1923, οπότε ανταλλάχτηκαν αναγκαστικά. Ελάχιστες οι αναφορές γι’ αυτούς από κει και πέρα. Ακόμα κι αυτές οι διεθνείς Συμβάσεις-ακολουθήματα της Συμφωνίας Ανταλλαγής του 1923 (η 9η Δήλωσις, η Σύμβασις Αγκύρας του 1925, η Συμφωνία Αθηνών του 1926) μήτε που τους κατονομάζουν. Κι όμως, αποτελούν τη θυελλώδη σκιά σε όλα τα τραπέζια συζητήσεων εκείνης της εποχής. Τι απέγιναν οι Τουρκοκρήτες; Ποια η δράση τους επάνω στην Κρήτη και αργότερα; Πού βρίσκονται σήμερα και τι σκέφτονται; Αυτοί τους οποίους κανείς δε συσχέτισε τη συνολική τους ιστορία και τύχη με την τύχη του μικρασιατικού ελληνισμού…
Στις μελέτες του Πανεπιστημίου Κολωνίας (1989), βλέπουμε ότι στις εθνικές ομάδες που σήμερα περικλείονται στα σύνορα της Δημοκρατίας της Τουρκίας (καταχωρούνται 47 γενικές κατηγορίες), οι Τουρκοκρήτες, μαζί με τους Τουρκοκύπριους και τους Πόντιους Οφλήδες, αποτελούν μειονότητα, tifl με τον τίτλο “Ελληνόφωνοι Μουσουλμάνοι εκτός Βαλκανίων”. Οι Τουρκοκρήτες είναι εξισλαμισμένοι Έλληνες, διευκρινίζει η μελέτη, που μιλούν τα “κρητικά”, μια ελληνική διάλεκτο του Νοτίου Αιγαίου, κι ενώ πολλοί απ’ αυτούς εμφανίζονται στη Σμύρνη (το 1965) ως Μπεκτασήδες, μέσα από δείγμα 898 ατόμων, οι 262 δηλώνουν Χριστιανοί!
Η δημιουργία μιας ταυτότητας
Οι πληροφορίες αυτές ανοίγουν τις πόρτες σε θέματα που μόνο εν κλειστώ συζητούνται. Όπως στην Αλβανία, στην Κύπρο, αλλά και σε τόσα άλλα μέρη, έτσι και στην Κρήτη, ο μουσουλμανικός πληθυσμός δημιουργήθηκε χωρίς τη συρροή ξένων στη χώρα αλλά με μόνη την αποστασία. Όλοι οι μουσουλμάνοι της Κρήτης είναι “μπουρμάδες”, εξωμότες ή παιδιά εξωμοτων, λεει το 1700 ο Τουρνεφόρ. Μαζικοί εξισλαμισμοί στην Κρήτη αρχίζουν πριν την πολιορκία του Χάνδακα. Το προσηλυτιστικό έργο των Δερβίσικων ταγμάτων, που συνεκστράτευαν με τους Γαζήδες, βοηθήθηκε από το εθνολογικό και κοινωνικό υπόστρωμα που βρήκαν στο νησί, μετά από αιώνες κατοχής, εκμετάλλευσης και μεταμορφώσεων από Σαρακηνούς, Βυζαντινούς και Ενετούς. Γιατί, και επί Αραβοκρατίας, πολυάριθμοι Κρητικοί αλλαξοπίστησαν, αν και επέστρεψαν στο Χριστιανισμό, όταν πήραν πίσω το νησί οι Βυζαντινοί, θέατρο μαχών για τη Μεγάλη Εκκλησία υπήρξε ανέκα
θεν η Κρήτη ,όπου κραταιό αντίπαλο της αποτέλεσαν τα εγκόσμια πλεονεκτήματα που πρόσφεραν συμφέρον και ισλαμισμός.
Μετά την κατάκτηση του νησιού από τους Τούρκους οι Ενετικές γαίες γύρω από το Ρέθυμνο, το Ηράκλειο, τα Χανιά και τους δρόμους συγκοινωνίας του νησιού, έγιναν τιμάρια για τους αρχηγούς σπαχήδες και τους εξισλαμισμένους Κρήτες που πολέμησαν στο πλευρό των Τούρκων -αν και γνωρίζουμε πως πολλοί Κρήτες πολέμησαν μες απ’ τα κάστρα, στο πλευρό των Ενετών. Ο πληθυσμός είχε κιόλας διαιρεθεί. Οι χριστιανοί απωθήθηκαν προς τα τρία μεγάλα βουνά και τις ακτές Σφακίων και Μιραμπέλου. “Ξεκουκούλωτους” αποκαλούσαν στις δυτικές επαρχίες αυτούς τους εξισλαμισμένους Κρητικούς γενίτσαρους, με την έννοια του αδιάντροπου, του ανθρώπου πέρα από τα όρια, χαρακτηρισμός που αγκάλιαζε κι απόψεις των Οθωμανών -ελάχιστων και πάντα περαστικών απ’ το νησί- γι’ αυτούς τους ιδιόρρυθμους μουσουλμάνους της Κρήτης. Περιγράφονται ως θρησκευτικά αδιάφοροι, να πίνουν κρασί (που άλλωστε παράγουν), να μην ξέρουν ούτε μια λέξη Τουρκικά. Από τους γάμους τους με χριστιανές προκύπτουν “μικτές” οικογένειες, γιατί οι γυναίκες τους δεν υποχρεώνονται ν’ αλλάξουν δόγμα. Βαφτίζουν παιδιά φίλων και συγγενών τους χριστιανών και αλληλοαποκαλούνται “σύντεκνοι”. Κυριολεκτικά ανεξέλεγκτοι από την Πύλη, μετέτρεψαν την Κρήτη στην πιο κακοδιοικούμενη επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ενδιαφέρουσα είναι η Ιστορία του Γενιτσαρισμού στο νησί και αποκαλυπτικές εκείνες οι σελίδες της που έχουν καταχωρισθεί στα Οθωμανικά Αρχεία του νησιού. Αδέλφια με διαφορετικό θρήσκευμα, οικογένειες ετερόθρησκες, δεμένες με κληρονομικούς και επιχειρηματικούς δεσμούς, με δεσμούς αίματος. Όλοι επιζητούσαν τη γνωριμία των Γενιτσάρων, γιατί έτσι αποκτούσαν προστασία, αλλά και… τη δυνατότητα να γραφτούν κι οι ίδιοι στον “Ορτά”, να απαλλαγούν δηλαδή από φορολογίες, να προωθήσουν τα συμφέροντά τους. Η Πύλη δεν τα έλεγχε όλα αυτά. Το 1813 επέλεξε έναν εξωμότη Χριστιανό, τον Χατζή Οσμάν Πασά, με μυστική εντολή, να καταπνίξει τους πιο ανυπότακτους γενίτσαρους, στηριζόμενος στη βοήθεια των ντόπιων χριστιανών. Η αποστολή του εντεταλμένου αξιοθαύμαστα εκτελέστηκε, με εξαίρεση το Ηράκλειο, όπου οι Τουρκοκρήτες δεν του επέτρεψαν να πατήσει ποτέ. Δεν ήταν άλλωστε δύσκολο στις τόσο ρευστές εκείνες εποχές να διαβάλουν το Χατζή Οσμάν Πασά που τελικά απαγχονίστηκε στην Προύσα. Πολλά έχουν γραφεί από περιηγητές και Χριστιανοκρήτες – πρέπει να ομολογήσουμε –
ως επί το πλείστον ιστορικούς για τις αυθαιρεσίες, τα αιμοβόρα εγκλήματα των γενιτσάρων Κρητών σε βάρος των χριστιανών, την εξαθλίωση των τελευταίων και την απώθηση τους μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα στις ορεινές περιοχές και στα ερημνά κορφοβούνια του νησιού με τα κρησφύγετα των Χαϊνηδων οι οποίοι έκαναν κλεφτοπόλεμο εναντίον των Γενιτσάρων. Η εικόνα όμως συμπληρώνεται υποχρεωτικά με τα εξίσου ειδεχθή εγκλήματα χριστιανών και με το φόβο, εντέλει, που ενέσπειραν στους φιλήσυχους αλλά ιδίως στους πλούσιους κατοίκους του νησιού, Μουσουλμάνους και Χριστιανούς, οι εξεγερμένες ομάδες των παλληκαράδων με το ζωηρό ταμπεραμέντο.
Κάτω από την Οθωμανική Διοίκηση, η Μεγάλη Εκκλησία αποκατέστησε τη θρησκευτική ιεραρχία, που είχαν καταλύσει οι Ενετοί, και η Κρήτη συνδέθηκε με την ιερή κοινότητα του Άθω, μέσω της οποίας η Ρωσία διατηρούσε επαφή με τους ορθόδοξους υπηκόους της Πύλης. Η προπαγάνδα αυτή συνοδευόταν από τα μηνύματα, τους θρύλους και τη μεγάλη προσδοκία για μια απελευθέρωση, που θα ερχόταν από το Μόσκοβο, αλλά και από προσφορά χρημάτων και πολεμοφοδίων. Ξεχώρισαν λοιπόν σύντομα οι Κρήτες οπλαρχηγοί και συγκέντρωσαν τα “παλληκάρια” τους και, όπως κάθε τόσο έφθαναν όπλα και άφθονα χρήματα απ’ τη Ρωσία στο νησί, οι οπαδοί της Προσδοκίας αυτής επαναστατούσαν με συχνότητα κάθε δέκα χρόνια. Η ιδιότητα του επαναστάτη δεν ήταν μόνο τιμητική αλλά και προσοδοφόρα. Κάτω από το πρίσμα αυτό θα πρέπει να ξαναδεί κανείς τη συρροή ενόπλων ομάδων και από άλλες περιοχές στην Κρήτη.
Η αναμέτρηση
Από τις αρχές του 19ου αιώνα αρχίζουν να συσσωρεύονται, η μια μετά την άλλη, οι αιτίες που εν τέλει θα οδηγήσουν τις δυο κοινότητες στην τελική αναμέτρηση: α) Τα μέτρα που έλαβε από το 1822 ο Μωχάμετ-‘Αλη της Αιγύπτου για την ιδιοκτησία και εκμετάλλευσή της, έβλαψαν ιδιαίτερα
και ποικιλότροπα τους Τουρκοκρήτες, ώστε, μετά το 1828-29, αλλάζει ο χάρτης εγκατάστασης των κοινοτήτων στο νησί. Οι Μουσουλμάνοι περιορίζονται στην • Κεντρική Κρήτη και στις μεγάλες πόλεις.
β) Στις πόλεις δημιουργείται ένας νέος αστικός πληθυσμός από μουσουλμάνους πρώην αγρότες που αποκτούν εμπορικά επαγγέλματα αλλά και από χριστιανούς των οποίων η εμπορική δραστηριότητα ευνοείται μετά τη Συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή.
Ενώ λοιπόν στις πόλεις, ανάμεσα στις δυο κοινότητες, κάτω από τους συνεχώς αυξανόμενους δεσμούς αίματος και συμφερόντων (μικτές οικογένειες, συνεταιρισμοί), δρουν συμφιλιωτικές δυνάμεις, οι μόνιμα επαναστατημένοι χριστιανοί της υπαίθρου συμβάλλουν στη σταδιακή συρρίκνωση της μουσουλμανικής κοινότητας. Η βιβλιογραφία προσφέρει τους παρακάτω αριθμούς: από 200-220.000 μουσουλμάνους και 60.000 χριστιανούς, το 1770, σε εκατό περίπου χρόνια υπάρχουν 65.000 μουσουλμάνοι και 250.000 χριστιανοί. Πρέπει ακόμα να σημειώσουμε ότι αδιευκρίνιστος αριθμός Τουρκοκρητών, κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του 1821, επέστρεψε στη χριστιανική πίστη, όπως για παράδειγμα η οικογένεια των κρυπτοχριστιανών Κουρμούληδων.
Η νέα πραγματικότητα συνοδευόταν από οράματα για οικονομική ανάπτυξη, αφού το νησί έμεινε για δυο περίπου αιώνες, υπό τη διακυβέρνηση της Πύλης, χωρίς έργα, συγκοινωνίες, σύγχρονη διοίκηση. “Οι Κρήτες δεν είναι μόνο παλληκάρια, έχουν κι άλλες φιλοδοξίες…” μάς βεβαιώνουν παρατηρητές. Οι μεγάλες πλουτοπαραγωγικές αλλά εγκαταλελειμμένες πεδιάδες του νησιού, ιδιοκτησίες των αγάδων ή μουσουλμανικών τεμένων , αποτελούσαν πειρασμό και οι Κρήτες χριστιανοί επιθυμούσαν την αξιοποίησή τους. Φυσικά απαιτούντο και τα κεφάλαια. Το σχέδιο για τη δημιουργία μιας Κρητικής κτηματικής Τράπεζας (που θα προκατέβαλε για τις μουσουλμανικές γαίες και θα τις διέθετε έναντι δανείου εξοφλητέου σε δεκαετία) ωριμάζει παράλληλα με τη σκέψη για αποδημία (ή και απέλαση) των μουσουλμάνων Κρητών.
Σε όλη την κρίσιμη περίοδο για το Κρητικό Ζήτημα από την επιβολή του Χάρτη της Χαλέ-πας(1868-1889)), οι Κρητικοί βρέθηκαν διαιρεμένοι σε δύο πολιτικά κόμματα, τους Συντηρητικούς και τους Φιλελεύθερους, με αντίστοιχους αρχηγούς τον I. Κούνδουρο και τον νεαρό δικηγόρο Ελευθέριο Βενιζέλο.” Ευρωπαϊστές ” θεωρήθηκαν οι Κρήτες που ονειρεύονταν μια οικονομική ανάπτυξη βασισμένη σε δανεισμό ευρωπαϊκών κεφαλαίων τα οποία ήδη εκδήλωναν το ενδιαφέρον τους. Στις τάξεις των Ευρωπαϊστών βέβαια ανήκαν και πολλοί μουσουλμάνοι και πάνω σ’ αυτήν την κοινή προσδοκία στηρίχτηκε αρχικά το κόμμα των Φιλελευθέρων το οποίο, όπως άλλωστε και η Αγγλική πολιτική, προωθούσε αυτονομιστικές λύσεις για την Κρήτη. Οι αυτονομιστές αποδέχονταν να παραμείνουν οι μουσουλμάνοι στην Κρήτη και να ζήσουν από κοινού ειρηνικά. Είναι αλήθεια ότι ο Βενιζέλος πολλούς μουσουλμάνους έκανε να πιστέψουν πως “θα συνευδαιμονήσουν ως τέκνα μιας και της αυτής γης”, εάν κάποτε υπαχθούν σε νόμους δίκαιους, ή ότι αυτό που αντιστράτευε μέχρι στιγμής τις δυο κοινότητες στην Κρήτη συνίστατο σε απλές “διαιρούσες προλήψεις”. Υπήρχε βέβαια και το παράδειγμα της Θεσσαλίας που, όταν το 1881 προσαρτήθηκε στην Ελλάδα, πολλοί μουσουλμάνοι άλλαξαν θρήσκευμα και παρέμειναν. Ίσως λοιπόν να επικρατούσε η εντύπωση ότι και στην Κρήτη θα συνέβαινε εύκολα το ίδιο με τους ελληνόφωνους μουσουλμάνους. Απεδείχθη ότι ήταν μια τακτική προσεταιρισμού, που όμως πολλά προβλήματα δημιούργησε ανάμεσα στους χριστιανούς που είχαν νοιώσει ότι αδικούνται από το φιλομουσουλμανισμό του Βενιζέλου. Αναμφίβολα μια μεγάλη μερίδα μουσουλμάνων της Κρήτης έψαχνε να βρει μια πολιτική έκφραση πότε στους Βενιζελικούς και πότε στους Ενωτικούς, χωρίς να το πετυχαίνει, γιατί η Αγγλική
πολιτική υπέθαλπε άλλοτε ταυτόχρονα τους στόχους της Πύλης και των Αυτονομιστών και άλλοτε προωθούσε θέσεις των Ενωτικών, σύμφωνα με το ρητό “διαίρει και βασίλευε”. Την εμπιστοσύνη τους στο Βενιζέλο απέσυραν οι μουσουλμάνοι Κρήτες, όταν κατά την προεδρεία του στη Συνέλευση των Αρχανών κατηγορήθηκε ως πράκτωρ της Εθνικής Εταιρείας (Οκτ. 1897). Αλλωστε μέχρι τα τέλη του 1898 ο Βενιζέλος απαιτούσε από τις Μεγάλες Δυνάμεις να εφαρμόσουν ανένδοτο αποκλεισμό των συγκεντρωμένων μουσουλμάνων που είχαν καταφύγει στις πόλεις και τις παραλίες του νησιού, με στόχο να τους κρατα μακριά από τις περιουσίες τους Το 1897, η διαιρετική τακτική της Πύλης έφερε τις Προστάτιδες Δυνάμεις στο νησί, για να επιβάλουν την ειρήνη και τα γεγονότα οδήγησαν την Κρήτη σε ένα είδος “καντονοποίησης “. Οι Αγγλοι που κατέλαβαν τότε το Κεντρικό τμήμα της βρήκαν ευκαιρία και υπέθαλψαν στο Ηράκλειο τον βασιβουζουκισμό (άτακτοι αντάρτες) των μουσουλμάνων που οπλίζοντο από τα Τουρκικά στρατόπεδα και κρατούσαν έτσι μόνιμα ταραγμένη την εικόνα που εμφάνιζε το νησί. Η “Διεθνοποίηση” του Κρητικού Ζητήματος αποτελεί έναν έξυπνο ελιγμό της Πύλης, μόλις διαπίστωσε ότι δεν είχε ελπίδες να κρατήσει για πολύ ακόμα την Κρήτη ία όλες οι παραπέρα ενέργειές της είναι αυτές μιας σοφής απαγκίστρωσης. Μετά την παραχώρηση του Χάρτη της Χαλέπας(1868) προσπάθησε να προωθήσει τα συμφέροντά της μέσα από πολιτικούς μηχανισμούς. Ενώ λοιπόν ο προσφερόμενος κοινοβουλευτισμός άνοιγε για τη χριστιανική κοινότητα τους ασκούς μιας λυσσαλέας κομματικής αντιπαλότητας (δεν ελειψαν οι μεταξύ των αρχηγών των κομμάτων αλληλοκατηγορίες ότι υποκινούντο από τη μια ή :ην άλλη αρχή), η Πύλη μεταμόρφωσε σε βουλευτές τους παλιούς μπέηδες και αγάδες έναντι μισθού. Ελάχιστη επιτυχία θα είχε πάντως χωρίς την παρελκυστική πολιτική της Αγγλίας η οποία για να απομακρύνει από την Αίγυπτο και τη Μ. Ανατολή το ενδιαφέρον των υπολοίπων Δυνάμεων συνέβαλε δραστήρια στη διαιρετική τακτική που έθεσε σε εφαρμογή η Πύλη. Δόλια η Πύλη, με τη βοήθεια των Μουσουλμανικών Κομιτάτων και διαφόρων δημεγερτών, εντόπιων, αλλά και ξένων γνωστής δράσης από τις σφαγές των Αρμενίων, φανάτισε και εκφόβισε τους μουσουλμάνους του νησιού, και τελικά κατάφερε να τους πείσει ομαδικά ότι έπρεπε να συρρεύσουν στις μεγάλες πόλεις. 60.000 μουσουλμάνοι εγκλωβίστηκαν στο Ηράκλειο (Αγγλικός τομέας κατοχής) καθώς και στις υπόλοιπες πόλεις. Περιεφέροντο εξαθλιωμένοι, εξαρτημένοι από τα συσσίτια τροφίμων που τους παρείχε η Τουρκική Κυβέρνηση, ενώ οι επίτηδες απλήρωτοι και δυσαρεστημένοι Τούρκοι χωροφύλακες τους παρέσυραν σε έκτροπα και εμπρησμούς.
Τα έκτροπα έδωσαν την αφορμή να καταπατηθούν μουσουλμανικές περιουσίες και να γίνουν οι πιο άγριες σφαγές με θύματα κυρίως μουσουλμάνους γεωργούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι χωρίς αιτία σφαγές των φιλήσυχων Τουρκοκρητών της Σητείας (μουσουλμανοφανείς). Στην Κεντρική Κρήτη καταστράφηκαν ολοσχερώς και τα 80 μουσουλμανικά χωριά. Τις σφαγές εκτέλεσαν ορεσίβιοι κατ’ εντολή χριστιανών εμπόρων και έτσι εξουδετερώθηκαν όλοι οι μουσουλμάνοι ελαιοπαραγωγοί του νησιού. Οι μελετητές χαρακτηρίζουν την εποχή αυτή ως “εποχή ασάφειας”, δεδομένου ότι οι Χριστιανοκρήτες, κινούμενοι ελεύθερα στην ύπαιθρο καταστρέφουν ή τροποποιούν κάθε είδους στοιχείο που επιθυμούν.
Τα αμοιβαία έκτροπα έδωσαν στην Πύλη επιχειρήματα για την ανάγκη διατήρησης μέρους του στρατού της στην Κρήτη για την προστασία των μουσουλμάνων. Οι χριστιανοί παραμέρισαν τα μαχαίρια και περιορίστηκαν στις πολιτικές διαπραγματεύσεις με τις Προστάτιδες Δυνάμεις ενώ συνέχιζαν να δρουν οι “άτακτοι” Τουρκοκρήτες με την κάλυψη και υποστήριξη των Αγγλων.
Αγνωστο είναι ποια εξέλιξη θα είχαν ευνοήσει οι Αγγλοι εάν δεν συνέβαινε το μοιραίο λάθος. Οι Τουρκοκρήτες αρχηγοί Κοτσιφόν, Κικιρίδας και Ντελή Αχμετάκης, προσπαθώντας να εμποδίσουν τη συνδιαχείρηση με χριστιανούς υπαλλήλους του πλουτοφόρου γι αυτούς Τελωνείου Ηρακλείου, τους κατέσφαξαν μαζί με τους Αγγλους στρατιώτες και τον Αγγλο Πρόξενο. Το περιστατικό εξόργισε τον Αγγλο Ναύαρχο και μέχρι τις 3 Νοεμβρίου 1898 δεν απόμεινε ούτε ένας Τούρκος στρατιώτης επάνω στο νησί. Η απομάκρυνση του Τουρκικού στρατού σηματοδότησε και την αποδημία του μισού περίπου μουσουλμανικού πληθυσμού (44.000 άτομα περ.), λίγο πριν φτάσει στην Κρήτη ο Πρίγκηψ της Ελλάδος Γεώργιος, ως Αρμοστής.
Η εγκατάσταση στη Μικρά Ασία
Πολλές συζητήσεις είχαν προηγηθεί μεταξύ των ενδιαφερομένων και των Δυνάμεων για τον τόπο μεταφοράς και εγκατάστασης των Τουρκοκρητών. Εναλλακτικά είχαν εξεταστεί η Ρ ό δ ο ς, που κατά τα 3/4 ήταν τότε έρημη κατοίκων, το Δ ά λ ι της Κύπρου -επαρχ. Λευκωσίας – πλάϊ στους επίσης ελληνόφωνους (και ελληνικής καταγωγής) μουσουλμάνους της Πελοποννήσου που είχαν μεταφερθεί εκεί μετά την επανάσταση του 1821, ενώ για τους μουσουλμάνους σφουγγαράδες της Σητείας ζητήθηκε η περιοχή της Βεγγάζης που όμως δεν εγκρίθηκε από τους Γάλλους. Τελικά, εκτός από όσους αμείφθηκαν με αξιώματα για τις υπηρεσίες που είχαν προσφέρει προς την Πύλη και κατοίκησαν στην Κωνσταντινούπολη, οι υπόλοιποι, πένητες και ταλαιπωρημένοι, εγκαταστάθηκαν κυρίως στη Σμύρνη και την ευρύτερη περιοχή της.
Όταν τελείωσε ο ρόλος των μουσουλμάνων Κρητών επάνω στο νησί, οι Τούρκοι, ταλαντούχοι στην μετακίνηση πληθυσμών,
τους εμφύτευσαν σαν μοχλό πίεσης ανάμεσα στους χριστιανικούς πληθυσμούς που ζούσαν στο Μικρασιατικό έδαφος. Η εγκατάσταση των Τουρκοκρητών, καθώς και άλλων προσφύγων μουσουλμάνων από τα Βαλκάνια στην περιοχή αυτή, άλλαξε ραγδαία τη φυσιογνωμία της και τη μετέτρεψε σε χώρο αντιπαλότητας με θύματα τους μικρασιάτες Ελληνες.
Ειδικότερα στη Μικρά Ασία μουσουλμάνοι Κρήτες έδρασαν:
1- ως μονάδες οικονομικής πίεσης: Κινδυνεύει ο Ελληνισμός της Ιωνίας από τους Τουρκοκρήτες και τον οικονομικό τους ανταγωνισμό, γράφει στις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις από τη Μ .Α. ο Α. Μ. Ανδρεάδης το 1909.
2- ως μέλη συμμοριών που εξόντωναν και τρομοκρατούσαν φιλήσυχους χριστιανούς αγρότες με σκοπό να εξαναγκαστούν σε φυγή, για να αλλοιωθεί η πληθυσμιακή φυσιογνωμία των παραλίων. Η δράση τους αυτή έγινε εντονότερη κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών και του Ά Παγκ. πολέμου. Γνωστό είναι οτι το 1911 σχεδίαζαν τη δολοφονία του Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου καθώς και του Μητροπολίτου Εφέσου, ενώ επίσης υπάρχουν μαρτυρίες οτι το 1916 πρωτοστάτησαν στον εμπρησμό της Ελληνικής συνοικίας της Νέας Εφέσου(Κουσάντασι).
3- ως προβοκάτορες για την προώθηση συγκεκριμένων σχεδίων. Για παράδειγμα καταγγέλλεται από το Πατριαρχείο στις 25 Φεβρ. 1914 ότι το Τουρκικό Κομιτάτο χρησιμοποιούσε Τουρκοκρήτες οι οποίοι παρίσταναν τους πράκτορες της Ελληνικής Κυβέρνησης που προέτρεπαν Έλληνες Μικρασιάτες να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να μεταναστεύσουν στις Νέες Χώρες της Ελλάδος (Μακεδονία, Οράκη).
Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι και οι Τούρκοι της Μικράς Ασίας τους αντιμετώπισαν με επιφύλαξη, σε πολλές περιπτώσεις με εχθρότητα αλλά και φόβο, γιατί διέκριναν σ’ αυτούς φανατισμό και εριστικό πνεύμα. Το στοιχείο του φανατισμού αξιοποιήθηκε από το Τουρκικό κράτος και με την αθρόα στρατολόγηση τους κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκ. πολέμου. Τους παρέταξαν στην πρώτη γραμμή στα Δαρδανέλια και στον Καύκασο με αποτέλεσμα πολλοί να σκοτωθούν. Ενώ λοιπόν αυτοί ιδιαίτερα ταλαιπωρήθηκαν και υπέφεραν, οι ειδήσεις και οι επιστολές που λάβαιναν από την Κρήτη μαρτυρούσαν πως οι αδελφοί και συμπατριώτες τους ευδαιμονούσαν.
Η δράση τους το 1922
Η στρατολόγηση πολλών Τουρκοκρητών στο Σύνδεσμο Εφέδρων Αξιωματικών από τον τότε Βαλή Σμύρνης Νουρεντίν Πασά, που το 1922 πρωτοστάτησε στη δολοφονία του Χρυσοστόμου Σμύρνης, τους συνέδεσε με τη δράση των Νεοτούρκων καθώς και των ομάδων των “τσετών”. Μαγνησία, Σώκια, Κουσάντασι, Μούγλα, Κιουλούκι… χάρη στη δράση αυτή απέβησαν κέντρα του αντιχριστιανικού κινήματος, ιδίως μετά το 1912, όταν η Κρήτη προσαρτήθηκε στην Ελλάδα και η Τουρκική Κυβέρνηση τους χαρακτήρισε επίσημα “πληγέντες”. Το βέβαιο λοιπόν είναι πως την προσάρτηση της Κρήτης την πλήρωσε ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας με άφθονο αίμα.
Οι βρακοφόροι Τουρκοκρήτες που το 1919, κάτω από τα πλατάνια της πλατείας Τιρκιλίκ στη Σμύρνη, υποδέχτηκαν σαν θεό τους τον Κρήτα βουλευτή Mix. Μακράκη (απεσταλμένο από τον Ελευθ. Βενιζέλο) και τον άκουσαν να τους συμβουλεύει να μην παρασύρονται από το Συνδικάτο των Νεοτούρκων και να μείνουν αμέτοχοι σε όσα συμβούν, ερευνητέο είναι το πώς σκέφτηκαν και έδρασαν κατά τη διάρκεια της Ελληνικής κατοχής. Πάντως στο στρατό που αποβιβάστηκε σε λίγο στη Σμύρνη θα αναγνώρισαν και παλιούς αντιπάλους τους να υπηρετούν στο 8ο Σύνταγμα Κρητών, ίσως όμως και φίλους και συγγενείς. Επίσης γνωστή τους ήταν και η σκαιά προσωπικότητα του Υπάτου Αρμοστή Σμύρνης Α. Στεργιάδη, έμπιστου του Ελ. Βενιζέλου, συνεργάτη του απ’ τον καιρό του Θέρισου, που έσπευσε να επανδρώσει τις οικονομικές και διοικητικές υπηρεσίες της Αρμοστείας Σμύρνης κατά προτίμηση με Κρήτες (Αρχείο Ροδά).
Όπως είναι γνωστό, η Σύμβαση Ανταλλαγής του 1923 περιέλαβε και τους υπόλοιπους μουσουλμάνους Κρήτες οι οποίοι μετεγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία. Δεν μας είναι γνωστός ο ακριβής αριθμός τους αλλά άγνωστος είναι ία ο αριθμός των προσφύγων μικρασιατών που σύμφωνα με την εν λόγω Σύμβαση εγκαταστάθηκαν κι αποκαταστάθηκαν αντίστοιχα στην Κρήτη. Η Κοινωνία των Εθνών στην επίσημη έκθεσή της του 1926 βεβαιώνει ότι στην Κρήτη τελικά εγκαταστάθηκαν μόνο 4000 οικογένειες προσφύγων, κυρίως στην περιοχή Χανίων, κοντά στην πόλη. Ο αριθμός αυτός είναι οπωσδήποτε δυσανάλογα μικρός σε σχέση με τον συνολικό αριθμό των Τουρκοκρητών που αποχώρησαν από το νησί από το 1897 μέχρι το 1923. Αυτό σημαίνει ότι από τις ιδιοκτησίες που εγκαταλείφθηκαν από αυτούς, ένα μικρό μόνο ποσοστό αποδόθηκε ως ανταλλάξιμη περιουσία στους Μικρασιάτες. “Ορθόν αληθεί αεί!”
Η σημερινή κατάσταση
Οι Τουρκοκρήτες είναι σήμερα ενταγμένοι στη σύγχρονη Τουρκική κοινωνία. Κατοικούν σε μεγάλο αριθμό πόλεων, κωμοπόλεων και χωριών που εκτείνονται από την Κωσταντινούπολη μέχρι τη Νοτιοδυτική επαρχία Χατάϋ. Σε πολλές από αυτές αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού, όπως χαρακτηριστικά στο Μαρμαρά, στο Αϊβαλί, τον Τσε-σμέ, το Δικιλί, το Νταβουτλάρ και τα χωριά Αχμέντιγε και Σελίμιγε της περιοχής Αντάλειας. Σε άλλες κωμοπόλεις αποτελούν μειονότητα, όπως στο Κουσάντασι, τα Σώιαα, τα Μούγλα, την Αλικαρνασσό (Μποντρούμ), το Τσανάκαλε και τη Μαρμαρίδα, ενώ ο αριθμός τους στις μεγάλες πόλεις (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Αδανα), αν και απροσδιόριστος φαίνεται αξιοσημείωτος.
Συχνά τους εντοπίζουμε στις παρυφές πόλεων, σε χωριστές συνοικίες, με μικρά λευκοβαμμένα σπίτια. Στα σπίτια αυτά ζουν από το 1913, όταν η Οθωμανική Κυβέρνηση τους θεώρησε επίσημα “πρόσφυγες” και τους παραχώρησε μικρές ιδιοκτησίες για την εγκατάστασή τους. Μια τέτοια συνοικία, γνωστή με το όνομα “τα Κρητικά”, συναντάμε στην είσοδο της πόλης των Σωκίων, ακριβώς απέναντι από την παλιά Ελληνική γειτονιά.
Παραδέχονται πως οι προγονοί τους ήταν ελληνικής καταγωγής, αφού άλλωστε κι οι περισσότεροι απ’ τους νεότερους μιλούν ακόμα τη χαρακτηριστική “κρητική” διάλεκτο ή το λιγότερο “καταλαβαίνουν” Ελληνικά. Σε συζητήσεις αποφεύγουν να θίξουν το ταραγμένο παρελθόν και τις ιδιαίτερες συνθήκες που οδήγησαν στη νέα τάξη πραγμάτων της ευρύτερης περιοχής. Δεν παραλείπουν πάντως μερικοί από αυτούς να εξάρουν το ρόλο των Τουρκοκρητών κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου στην περίθαλψη και διάσωση πολλών Ελλήνων που διέφευγαν μέσω Τουρκίας για την Παλαιστίνη.
Διακρίνονται για την ιδιαίτερη πολιτισμική τους ταυτότητα, χωρίς να αποτελούν βέβαια εξαίρεση για το λόγο αυτό, δεδομένου ότι και άλλες μειονότητες εμφανίζουν πολιτισμικές ιδιαιτερότητες μέσα στο πληθυσμιακό μωσαϊκό της Τουρκίας. Στην περίπτωση όμως των Τουρκοκρητών, πέρα από τα οικογενειακά ήθη κι έθιμα, τους τρόπους διασκέδασης, το χιούμορ, τις συνήθειες στο φαγητό, κλπ, αυτό που τους καθιστά μια ξέχωρη μειονότητα είναι ότι όλοι ανεξαιρέτως διατηρούν τη μνήμη της κρητικής τους καταγωγής και επιθυμούν να επισκεφτούν την Κρήτη και τα χωριά των παππούδων τους.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η ισχυρή εκτίμηση και ο σεβασμός που τρέφουν απέναντι στους δεσμούς αίματος, γι αυτό άλλωστε διατηρούν στενές τις οικογενειακές σχέσεις. Βέβαια οι ισχυροί οικογενειακοί δεσμοί παρατηρούνται σε όλες τις μειονότητες της Τουρκίας, γιατί αποτελούν “δύναμη συντήρησης” σε περιβάλλον όπου ασκούνται συνεχείς πιέσεις και είναι όλα επίσφαλή και ρευστά. Στην περίπτωση των Τουρκοκρητών οι οικογενειακοί δεσμοί ίσως υπήρξαν το αντιστάθμισμα στην αδυναμία τους να εκφραστούν συλλογικά όπως, για παράδειγμα, μέσα απο Συλλόγους και Σωματεία. Κα-_ από άλλες συνθήκες, κοινωνικές και πολιτικές, είναι βέβαιο ότι οι Τουρκοκρήτες θα είχαν οργανωθεί σε τέτοιους φορείς μνήμης, όπως οι Μικρασιάτες στην Ελλάδα.
Αθήνα, 1/2/1998