του Π. Λαφαζάνη, από το Άρδην τ. 23, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2000
Δυστυχώς, η «ολοκληρωτική» προπαγάνδα -η οποία σαρώνει ο’ όλα τα μείζονα θέματα-δεν επέτρεψε και στην περίπτωση της Συνόδου Κορυφής στο Ελσίνκι μια ουσιαστική συζήτηση επιχειρημάτων, για όλα όσα διημείφθησαν εκεί. Οι «κλειδοκράτορες», κυρίως των δια-πλεκόμενων μέσων ενημέρωσης, εμφάνισαν τις αποφάσεις του Ελσίνκι, σχετικά με την υποψηφιότητα της Τουρκίας από «εθνική επιτυχία» έως «εθνικό θρίαμβο», ενώ τ’ άλλα εξίσου σημαντικά, ίσως και σημαντικότερα θέματα, που απασχόλησαν τη Σύνοδο Κορυφής και αφορούν στη θεσμική μεταρρύθμιση της Ένωσης και τη δημιουργία «ευρωπαϊκού στρατού», στην ουσία και για ευνόητους λόγους αποσιωπήθηκαν.
Η «ολιγαρχική» Ευρώπη
Κατ’ αρχάς το Συμβούλιο Κορυφής στο Ελσίνκι αποφάσισε να ξεκινήσει επισήμως η Διακυβερνητική Διάσκεψη για τη θεσμική μεταρρύθμιση στην Ενωση τον ερχόμενο Φλεβάρη και να ολοκληρώσει το έργο της το Δεκέμβριο του 2000, εγκρίνοντας «θεμελιώδεις τροποποιήσεις των Συνθηκών». Η θεσμική αυτή μεταρρύθμιση εκκρεμούσε από καιρό, ενόψει, όμως, της διεύρυνσης με 13 νέες χώρες έγινε απόλυτα επιτακτική για τους κυρίαρχους κύκλους της Ένωσης. Η διακυβερνητική Διάσκεψη, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Ελσίνκι, θα «εξετάσει το μέγεθος και τη σύνθεση της Επιτροπής, τη στάθμιση των ψήφων στο Συμβούλιο και την ενδεχόμενη επέκταση της λήψης αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο καθώς και άλλες τροποποιήσεις των Συνθηκών, που αφορούν τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα». Οι κατευθύνσεις αυτών των θεσμικών αλλαγών έχουν ήδη προετοιμαστεί με σχετική έκθεση της Προεδρίας της Ένω-σης από τον κ. Πρόντι και περιλαμβάνουν: Την αναβάθμιση των ψήφων των χωρών μελών στα Ευρωπαϊκά συμβούλια με κεντρικό κριτήριο τον πληθυσμό κάθε χώρας, αντί του σημερινού σαφώς πιο αναλογικού συστήματος κατανομής των ψήφων (π. χ σήμερα η Ελλάδα διαθέτει 5 ψήφους έναντι 10 της Γερμανίας, ενώ αν ληφθεί υπόψη το πληθυσμιακό κριτήριο η αναλογία θα γίνει 5 προς 40 αντιστοίχως!). Την ανάθεση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή
ενός πιο αποφασιστικού ρόλου στις Ενωσιακές κατευθύνσεις, μαζί με ένα νέο τρόπο ορισμού των επιτροπών στη βάση του οποίου θα περιορίζεται, στο όνομα «αξιοκρατικών κριτηρίων», η αρχή της αντιπροσωπευτικότητας από τα κράτη μέλη. Τη γενικευμένη, σχεδόν, κατάργηση του βέτο και τη λήψη των αποφάσεων με σχετική ή ειδική πλειοψηφία. Την καθιέρωση. τέλος, των αρχών της «ευελιξίας» (εφαρμογή πολιτικών από περιορισμένο αριθμό χωρών) και της «εποικοδομητικής αποχής», κυρίως για θέματα δράσεων στην εξωτερική πολιτική και στο στρατιωτικό πεδίο.
Αν αυτές οι αλλαγές επιβεβαιωθούν στην επικείμενη Διακυβερνητική Διάσκεψη, όπως πρέπει να θεωρείται, περίπου βέβαιο, τότε η Ευρωπαϊκή Ένωση μετατρέπεται σ’ ένα «κλαμπ» των μεγαλύτερων και πλουσιότερων χωρών, οι οποίες θα μονοπωλούν διακυβερνητικός τις αποφάσεις. Το πρόβλημα μιας μεγαλύτερης πολιτικής συνοχής της Ένωσης επιλύεται, έτσι, αλλά με τον πιο αντιδημοκρατικό τρόπο: Η Γερμανία και ο Γερμανογαλλικός άξονας θα ηγεμονεύουν και θα υπερκαθορίζουν θεσμοθετημένα, πλέον, την πορεία της Ένωσης, ενώ οι περισσότερες χώρες εκ των υπολοίπων, που θα φθάσουν αισίως, σε μια προοπτική, τις 28 ή και παραπάνω (βλ. Ουκρανία κλπ), απλώς θ’ ακολουθούν. Η εξέλιξη θα είναι άκρως σημαντική για την Ευρώπη τουνέου αιώνα. Η υπόθεση μιας δημοκρατικής, ισότιμης, πολιτικής Ένωσης της Ευρώπης σε υπερεθνική βάση, με τη συγκρότηση Ενωσιακών δημοκρατιών και αντιπροσωπευτικών πολιτικών θεσμών, στους οποίους θα λαμβάνονται οι αποφάσεις, όχι μόνο εγκαταλείπεται, μάλλον οριστικά, αλλά και ενταφιάζεται με όλες τις τιμές!
Η «στρατιωτικοποίηση» της ένωσης
Η άλλη σημαντικότατη πλευρά των αποφάσεων του Ελσίνκι είναι όσα συνομολογήθηκαν για την «αυτόνομη» στρατιωτική δράση της Ενωσης. Ετσι, σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις, διαμορφώνεται, μέχρι το 2003, μια πολυεθνική στρατιωτική δύναμη της Ένωσης, των 50-60 χιλ. ανδρών, που θα μπορεί να συγκεντρώνεται σ’ ένα μήνα και να στηρίζεται για ένα έτος. Στόχος αυτής της δύναμης, που το επιτελείο της θα βρίσκεται στις Βρυξέλλες, κατά τα συμπεράσματα του Ελσίνκι είναι «ι/α διεξάγει στρατιωτικές επιχειρήσεις υπό την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς αντιμετώπιση διεθνών κρίσεων σε περίπτωση που το NATO δεν συμμετέχει σ’ αυτές ως σύνολο».
Η ουσία είναι σαφέστατη. Διαμορφώνεται, για να το πω σχηματικά και λίγο περιπαιχτικά, ένα «ΕΥΡΩ-ΝΑΤΟ» με το οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση, λαμβάνοντας αυτόνομες αποφάσεις, θα μπορεί να παρεμβαίνει στρατιωτικά σ’ όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, εκεί που το αυθεντικό NATO δεν θέλει να αναμιχθεί, προκειμένου να «προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα, να σώζει ή να επιβάλλει την ειρήνη»!
Το γεγονός αυτό δεν έχει φυσικά, ουδεμία σχέση με την ανάγκη να διαμορφώσει η Ένωση μηχανισμούς εγγύησης και πραγματικής άμυνας και ασφάλειας των εξωτερικών συνόρων της από τις, τυχόν, απειλές τρίτων. Αντιθέτως, ενώ τέτοιοι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί και εγγυήσεις δεν υπάρχουν, η Ένωση ετοιμάζεται, να εξορμήσει «αυτόνομα» σε εξωτερικές περιπέτειες τύπου Γιουγκοσλαβίας!
Ο αρνητικός χαρακτήρας της διεύρυνσης
Πολλοί θεωρούν θετικό το γεγονός της προοπτικής διεύρυνσης της Ένωσης με 13 νέες χώρες, η οποία οριστικοποιήθηκε στο Ελσίνκι και συνοδεύεται καθόλου τυχαία, με αντίστοιχη διεύρυνση του NATO. Τραγικό λάθος ή σκόπιμη προπαγάνδα! Η διεύρυνση, αντιθέτως, έτσι όπως προωθείται, με καθηλωμένο τον Κοινοτικό Προϋπολογισμό στο 1,27% του κοινοτικού ΑΕΠ, χωρίς δηλαδή πρόσθετους και μάλιστα ουσιαστικούς πόρους, χωρίς, επίσης, να έχει προηγηθεί δημοκρατική πολιτική ενοποίηση, ενώ αντιθέτως προβλέπεται «ολιγαρχική» θεσμική μεταρρύθμιση της Ένωσης και με μια Ένωση, τέλος, όπου κυριαρχούν οι μονεταριστικές νεοφιλελεύθερες επιλογές της ΟΝΕ, των απορυθμίσεων και του «συμφώνου σταθερότητας», συνιστά μια άνευ προηγούμενου οπισθοδρόμηση για την Ευρώπη. Η διεύρυνση, μ’ αυτό τον χαρακτήρα που πάει να συντελεστεί, θα είναι εξουθενωτική για όλες τις χώρες και τους λαούς που πρόκειται σε κάποια φάση να ενταχθούν (συμπεριλαμβανομένων της Τουρκίας και της Κύπρου), των οποίων οι οικονομίες θα υποστούν, τόσο στη φάση της προσαρμογής αλλά και μετέπειτα, μια βίαιη απορύθμιση και σκληρά σταθεροποιητικά προγράμματα, χωρίς στοιχειωδώς ικανοποιητικούς αντισταθμιστικούς πόρους. Για παράδειγμα, η Ελλάδα, η οποία εισήλθε στην Κοινότητα όταν αυτή δεν είχε ξεκινήσει τη νεοφιλελεύθερη απογείωσή της, έχει λάβει μέχρι σήμερα, χωρίς να εί-γείτονα, θεωρώ, τουλάχιστον, ως αυταπάτες τις ως άνω εκτιμήσεις, οι οποίες αποκρύπτουν την ουσία. Ασφαλώς, κάποια δημοκρατική βιτρίνα θα γίνει προσπάθεια να εξασφαλιστεί στη Τουρκία, πράγμα που και η ίδια, ανεξαρτήτως της υποψηφιότητας της, θα επιδίωκε για ευνόητους λόγους. Ωστόσο, τόσο οι ΗΠΑ όσο και οι κυρίαρχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεωρούν απαραίτητο το ρόλο του τουρκικού στρατού στη διαμόρφωση των πολιτικών εξελίξεων, ο οποίος είναι Συνταγματικά κατοχυρωμένος, προκειμένου η Τουρκία να παραμένει Ατλαντική, Δυτική και με σχετική «σταθερότητα». Επομένως το καθεστώς της γείτονος οφείλει να παραμείνει, ανεξαρτήτως ευρωπαϊκών προσδέσεων, μια στρατιωτικά επιτηρούμενη, περιορισμένη και ελεγχόμενη Δημοκρατία. Ταυτόχρονα, οι «όροι» του Ελσίνκι, που προβλήθηκαν από την Ελλάδα ως επιτυχίες, αν δεν υπήρχαν, μάλλον θα ήταν προτιμότερο για την ελληνική πλευρά, όσο κι αν αυτό ακούγεται ως παράδοξο. Διότι, αυτό που στο Ελσίνκι απεδέχθη η Ελλάδα ήταν η για πρώτη φορά αναγνώριση και μάλιστα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ότι υπάρχουν συνοριακές και άλλες παρεμφερείς διαφορές με την Τουρκία, οι οποίες οφείλουν να επιλυθούν με διάλογο και κάποτε, αορίστως, ίσως, να παραπεμφθούν, αν δεν λυθούν με συζητήσεις, στη Χάγη, με ότι αυτό μπορεί, εφόσον κάποτε επισυμβεί, να έχει ως συνέπειες (βλ. και επιστολή Λιπόνεν). Αυτό σημαίνει ότι το επόμενο διάστημα η Ελλάδα θα υποχρεωθεί σε ένα άνευ προϋποθέσεων και εφ όλης της ύλης διάλογο με την Τουρκία, ο οποίος ανεξαρτήτως κατάληξης, θα νομιμοποιεί στα μάτια της διεθνούς Κοινότητας την περαιτέρω απροσδιοριστία του Αιγαιακού χώρου. Αρνητικό, επίσης, θεωρώ αυτό που στο Ελσίνκι εμφανίστηκε ως επιτυχία για την Κύπρο. Η προοπτική, δηλαδή, της ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς την προηγούμενη επίλυση του πολιτικού προβλήματος. Πέρα από το γεγονός οτι ούτε αυτή η προοπτική κατοχυρώνεται, η τυχόν ένταξη της Κύπρου, χωρίς λύση του Κυπριακού, κατά πάσα πιθανότητα θα επισημοποιήσει τη διχοτόμηση (κι ας μη λησμονούμε ότι ένταξη στην Ένωση σημαίνει και παράλληλη ένταξη στο NATO, σύμφωνα με τα ατύπως συνομολογηθέντα περί της διεύρυνσης). Το χειρότερο, όμως, είναι ότι δι’ αυτού του τεχνάσματος, η πρόοδος στη λύση του Κυπριακού. στη βάση των αρχών και των αποφάσεων του ΟΗΕ, δεν τέθηκε ό). μόνο, όπως ανέφερα, ως προϋπόθεση, αλλά ούτε καν ως όρος για τη. περαιτέρω πορεία της Τουρκίας προς την ένταξή της στην Ένωση. Που οδηγούμαστε; Είναι πλέον βέβαιο Στην βήμα προς βήμα συνδιαχείριση και συνεκμετάλλευση του Αιγαίου και στη «ντε γιούρε» διχοτόμηση της Κύπρου ή το πολύ σε λύση Συνομοσπονδίας δύο ανεξάρτητων κρατών υπο νατοϊοική ομπρέλα και εγγύηση. Σ’ αυτες τις κατευθύνσεις ήδη έχουν δρομολογηθεί σοβαρότατες εξελίξεις. 0 ίδιος ο υπουργός Εξωτερικών κ. Παπανδρέου σε συνέντευξή του. που όλως τυχαίως πέρασε απαρατήρητη στην «Ημερησία» (24/12/99) ταχθει υπέρ του εφ’ όλης της ύλης διαλόγου με την Τουρκία, ενώ ο σύμβουλος τύπου του πρωθυπουργο. κ.Πανταγιάς, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να προκριθεί, στο όνομα της ευρωπαϊκής προοπτικής και λυση Συνομοσπονδίας στην Κύπρο. Τα αποτελέσματα του «θριάμβου» του Ελσίνκι ήδη είναι ορατά και θα γίνουν ακόμα περισσότερο εμφανή μετα τις εκλογές στην Ελλάδα!