Αρχική » Το όραμα του Ρήγα

Το όραμα του Ρήγα

από Άρδην - Ρήξη

του Δ. Γαρούφα, από το Άρδην τ. 27, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2000

Το όραμα του Ρήγα Φεραίου για συνεργασία των βαλκανικών λαών και οι σημερινοί διαβαλκανικοί φορείς

Τον Ιούνιο του 1998, συμπληρώθηκαν 200 χρόνια από τον μαρτυρικό θάνατο του Ρήγα Βελεστινλή ή Φεραίου, ο οποίος πριν δύο αιώνες είχε οραματισθεί την συνεργασία των βαλκανικών λαών για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού και την ειρηνική συμβίωσή τους στο πλαίσιο ενός πολυεθνικού κράτους που θα είχε δημοκρατικό πολίτευμα και σαφώς ελληνικό χαρακτήρα.

Το όραμα του Ρήγα εκδηλώθηκε σε πολλά επίπεδα και απέβλεπε στην πνευματική χειραφέτηση των λαών των Βαλκανίων με την διάδοση, εκλαϊκευμένων, των ιδεών του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, και πέρα από την εθνική απελευθέρωση στην πολιτική και οικονομική απελευθέρωση, στον σεβασμό των ατομικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στην συμβίωση πολλών εθνών μέσα σε ένα σύγχρονο κράτος. Δηλαδή, η ιδιαιτερότητα του οράματος του Ρήγα ήταν κυρίως ο προγραμματισμός δημιουργίας και λειτουργίας ενός πολυεθνικού κράτους το οποίο θα λειτουργούσε με πολίτευμα βασισμένο στις αρχές της Γαλλικής επανάστασης1. Το όραμά του αυτό παρουσιάζεται κυρίως με ένα φυλλάδιο του που τυπώθηκε το 1797 στη Βιέννη με τίτλο “Νέα Πολιτική Διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης, της Μ. Ασίας, των Μεσογείων νήσων και της Βλαχομπογδανίας. Υπέρ των νόμων Ελευθερία, Ισοτιμία, Αδελφότης και της Πατρίδος” που είχε ουσιαστικά τέσσερα επιμέρους θέματα: 1) μία προκήρυξη, 2) μία διακήρυξη των Δικαίων του Ανθρώπου, 3) ένα σχέδιο Συντάγματος και 4) τον θούριο.

0α μπορούσαμε να πούμε ότι ο Ρήγας στα σχέδιά του αυτά έλαβε υπ’ οψιν την τότε υφιστάμενη πραγματικότητα. Το γεγονός δηλαδή, ότι οι εθνότητες που ζούσαν στα Βαλκάνια δεν κατοικούσαν σε περιοχές με σαφή γεωγραφικό διαχωρισμό, το γεγονός ότι κοινός πόθος όλων ήταν η αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού και το γεγονός ότι οι μικρές ηγετικές τάξεις όλων αυτών των εθνών είχαν ελληνική παιδεία. Γι’ αυτό οραματίστηκε την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού με επανάσταση των βαλκανικών λαών, την δημιουργία και λειτουργία σύγχρονου πολυεθνικού κράτος το οποίο θα λειτουργούσε δημοκρατικά με σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με πολίτευμα που θα βασιζόταν στις αρχές της Γαλλικής επανάστασης και με ελληνικό προσανατολισμό. Πιθανώς, στους σχεδιασμούς του αυτούς ο Ρήγας να είχε επηρεασθεί από ιστορικά παρόμοια πρότυπα λειτουργίας πολυεθνικών κρατών όπως ήταν η ίδια η Βυζαντινή αυτοκρατορία, που μπορεί να περιελάμβανε πολλά έθνη αλλά είχε ελληνικό χαρακτήρα, και από την ίδια την Οθωμανική αυτοκρατορία που στα όριά της συμβίωναν ως υποτελείς πολλές εθνότητες. Νομίζω όμως, ότι ο Ρήγας έλαβε περισσότερο υπ’ όψιν την καθημερινότητα της εποχής του, έβλεπε την συμβίωση, ως υποτελών, πολλών εθνοτήτων, στο πλαίσιο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας διάσπαρτων τις περισσότερες φορές, την κοινή επιθυμία αποτίναξης του οθωμανικού ζυγού, την ελληνική παιδεία των ηγετικών τάξεων και τις ανάγκες της εποχής για φιλελεύθερο δημοκρατικό πολίτευμα, προσαρμοσμένο στα πρότυπα των αρχών της Γαλλικής επανάστασης.

Τα κείμενα του Ρήγα αποτελούσαν σε κάποιο βαθμό παράφραση της γαλλικής Διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη και των μετέπειτα επαναστατικών Συνταγμάτων και επαγγέλλονταν τον δημοκρατικό χαρακτήρα του ιδρυθησόμενου κράτους, την λαϊκή κυριαρχία, πρωτοποριακή οργανωτική δομή του κράτους με καθολική ψηψοφορία, νομοθετικά δημοψηφίσματα, εκλογή δικαστών από τον λαό, διεξαγωγή δημοψηφισμάτων και αναγνώριση για τους πολίτες των δικαιωμάτων αντίστασης και επανάστασης όταν “η δισίκησις βιάζει, αθετεί, καταφρονεί τα δίκαια του λαού”.

0 έντονα προοδευτικός χαρακτήρας του πολιτεύματος αυτού προβάλλει πιο έντονα στο κείμενο της “Νέας Πολιτικής Διοίκησης” που έχει ως επίγραμμα το τρίπτυχο “Ισοτιμία-Ελευθερία-Αδελφότης” όπου κατοχυρώνονται η θρησκευτική ελευθερία, η προσωπική ελευθερία και ασφάλεια, η απαγόρευση αναδρομικότητας των ποινικών νόμων, η ελευθερία του επαγγέλματος και τα κοινωνικά δικαιώματα για εργασία, περίθαλψη, το δικαίωμα στην εκπαίδευση κ.λπ.

Η έντονη προβολή και κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ατομικών ελευθεριών εξηγείται και από το γεγονός ότι επεδίωκε συνύπαρξη ανθρώπων διαφόρων εθνοτήτων μέσα σε ένα πολυεθνικό κράτος και γι’ αυτό έπρεπε να διασφαλίζεται η ελευθερία όχι μόνο των εθνοτήτων αλλά κάθε ατόμου ανεξαρτήτως θρησκείας ή εθνικής καταγωγής.

Όσο περισσότερο μελετά κανείς τα κείμενα του Ρήγα τόσο διαπιστώνει ότι έλαβε σοβαρά υπ’ όψιν την τότε πραγματικότητα. Ακόμη και ο ελληνικός χαρακτήρας που έδινε στο κράτος εξηγείται από το γεγονός ότι σ’ όλο τον χώρο των Βαλκανίων υπήρχαν διάσπαρτες ελληνικές κοινότητες, μέσω των Ελλήνων τα άλλα έθνη έρχονταν σε επαφή με τις φιλελεύθερες αρχές της Δύσης, ελληνικά ήταν κυρίως τα σχολεία και τυπογραφεία, στα χέρια Ελλήνων ήταν κυρίως το εμπόριο και όλες οι ηγετικές τάξεις των Βαλκανικών εθνών εγνώριζαν την ελληνική γλώσσα η οποία, τηρουμένων των αναλογιών, ήταν κάτι όπως η αγγλική γλώσσα σήμερα, η γλώσσα εργασίας για τα Βαλκάνια.

Ο Ρήγας απέβλεπε σε λειτουργία μοναδικού πολυεθνικού κράτους και όχι ομοσπονδιακού γιατί μάλλον διέβλεπε ότι οι εθνότητες δεν ζούσαν σε χώρους σαφώς διαχωριζόμε-νους γεωγραφικά αλλά μερικές φορές ήταν διάσπαρτες σε όλη τη Βαλκανική και γι αυτό, στο πολυεθνικό κράτος, όλοι οι πολίτες ως άτομα ασχέτως εθνικών, θρησκευτικών, ή γλωσσικών ιδιαιτεροτήτων θα συμμετείχαν στην άσκηση της εξουσίας. Γι’ αυτό προέβαλλε με έμφαση τα δικαιώματα του ατόμου χωρίς να προβλέπει κανένα θεσμό ρύθμισης σχέσεων μεταξύ εθνοτήτων.

Στους σχεδιασμούς του Ρήγα θα μπορούσε κάποιος να πει ότι υπήρχε μια αντιφατικότητα, με την έννοια ότι όλο το οικοδόμημα στηριζόταν στις αρχές της Γαλλικής επανάστασης που όμως είχε σημάνει το τέλος των πολυεθνικών κρατών και έφερε κύμα εθνικών επαναστάσεων. Όμως ο Ρήγας, για λόγους που προαναφέραμε, επειδή μάλλον έβλεπε ότι στα Βαλκάνια δεν υπήρχαν σαφώς γεωγραφικά όρια στα οποία να ζούσε συγκεκριμένη εθνότητα αλλά ότι στον ίδιο χώρο ζούσαν πολλές εθνότητες, επεδίωξε την συνύπαρξη των εθνοτήτων μέσα σε ένα πολυεθνικό κράτος με πλήρη εξασφάλιση των δικαιωμάτων των πολιτών ανεξαρτήτως εθνικής προέλευσης.

Το όραμα του Ρήγα ήταν μεγαλεπήβολο και είχε στόχο να φέρει την συμφιλίωση και συνεργασία των βαλκανικών λαών με στόχο την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση και την ειρηνική συνύπαρξη και θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Ρήγας υπήρξε μεγάλος οραματιστής της βαλκανικής συνεργασίας και οι ιδέες του επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τις προσπάθειες βαλκανικής συνεργασίας όπως θα δούμε στην συνέχεια2.0 Ρήγας είχε όραμα που αφορούσε όλους τους λαούς των Βαλκανίων3 και γι’ αυτό η μνήμη του έμεινε ζωντανή στους λαούς των Βαλκανίων και η λαϊκή μούσα τον ύμνησε, ειδικά στη Σερβία όπου μαρτύρησε4. Χαρακτηριστικά, ο Σέρβος ποιητής Βοϊσλάβ Ίλιτς, στο ποίημα του “Μαντατοφόροι; της Ελευθερίας”, λέει για τον Ρήγα:

“μαντατοφόρος έγινε και ο’ όλα

τα Βαλκάνια / για τους λαούς προμήνυσε μια άγια αυγή απ’ τα ουράνια.

Όπου θα πέσουν τα παλιά παλάτια και θα γίνει / νέο ξεκίνημα ζωής στην ποθητή ειρήνη”.

Μεταγενέστερες προσπάθειες συνεργασίας

Την ανάγκη συνεργασίας των βαλκανικών χωρών και λαών ενστερνίσθηκαν κατά καιρούς μερικοί χαρισματικοί πολιτικοί των βαλκανικών χωρών, χωρίς αποτέλεσμα όμως, με κύριο εμπόδιο κάθε φορά το πρόβλημα των μειονοτήτων5 με την έννοια ότι υπήρχαν περιοχές τις οποίες διεκδικούσαν σχεδόν όλα τα εθνικά βαλκανικά κράτη που δημιουργήθηκαν τον 19ο αιώνα γιατί σ’ αυτές τις περιοχές ζούσαν αρκετές εθνότητες.

Το 1912 επιτεύχθηκε η συνεργασία των βαλκανικών χωρών στο πλαίσιο εθνικοαπελευθερωτικής προσπάθειας και θα μπορούσαμε να πούμε ότι επετεύχθη αυτή η σύμπραξη γιατί αφέθηκε σε εκκρεμότητα η τύχη αρκετών περιοχών που θα απελευθερώνονταν από την Οθωμανική αυτοκρατορία και έτσι όλες οι χώρες ήλπιζαν ότι, διαλύοντας την Οθωμανική αυτοκρατορία, θα μπορούσαν να διεκδικήσουν μεγάλο κομμάτι από τις περιοχές που θα απελευθερώνονταν. Στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας υπήρχαν πάλι οραματιστές πολιτικοί που πίστευαν ότι αυτή η συνεργασία των βαλκανικών χωρών θα μπορούσε να συνεχιστεί και μετά την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού και να φτάσει μέχρι την δημιουργία Βαλκανικής Ομοσπονδίας. Έτσι, μιλώντας στην Ελληνική Βουλή την 13-8-1917, ο Ε. Βενιζέλος για τους Βαλκανικούς πολέμους είπε επί λέξει: “Επίστευα λοιπόν ότι ηδυνάμεθα να αρκεσθώμεν εις εκείνα τα οποία εθεώρουν απαραιτήτως αναγκαία, δια να φθάσωμεν εις ειρηνικήν διευθέτησην μετά της Βουλγαρίας, ότι ηδυνάμεθα εν τω παρόντι να αρκεσθώμεν εις ταύτα, επιτυγχάνοντες μίαν ουσιωδεστάτην μεγέθυνσιν της Ελλάδος και αποβλέποντες εις τούτο, ότι η ιδέα της συμπήξεως μίας Βαλκανικής Ομοσπονδίας θα ηδύνατο να αποδειχθεί κατορθωτή, οπότε θα ηδυνάμεθα να αδιαφορήσωμεν αν η έκτασις του εδάφους μας ήταν κατά 8 ή 10 χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα μεγαλύτερα ή μικρότερα, εφ’ όσον θα κατορθούτο δια της συμπήξεως της ομοσπονδίας να δημιουργηθεί εκ των Βαλκανικών κρατών μία μεγάλη δύναμις η οποία να δύναται να προστατεύει τα συμφέροντα αυτών”6.

Βλέπουμε ότι το όραμα της συνεργασίας στα Βαλκάνια ενστερνίζεται ο Ε. Βενιζέλος ως συνεργασία χωρών και κρατών διότι τα εθνικά κράτη είναι μία πραγματικότητα πλέον και πιστεύει ότι η εθνικοαπελευθερωτική συνεργασία του 1912 θα συνεχισθεί και θα οδηγήσει σε δημιουργία Βαλκανικής Ομοσπονδίας αντί του πολυεθνικού κράτους του Ρήγα (…)

Έκτοτε μεσολάβησαν πολλά γεγονότα στα Βαλκάνια, ο εσωτερικός διχασμός στην Ελλάδα και η Μικρασιατική καταστροφή και όλα αυτά οδήγησαν στην ενίσχυση των εθνικών κρατών, που είχαν πλέον ομοιογένεια με τις ανταλλαγές πληθυσμών που\ακολούθησαν μετά την συνθήκη του Νεϊγύ και την συνθήκη της Λωζάνης.

Σε κάποιους πολιτικούς ωρίμαζε η ιδέα διαβαλκανικής συνεργασίας σε προχωρημένο στάδιο αλλά όχι μόνο μεταξύ κυβερνήσεων και κρατών αλλά και μεταξύ λαών. Πρωτεργάτης ήταν ο Α λ. Παπαναστασίου ο οποίος με στήριξη του Ε. Βενιζέλου προχωρεί στην οργάνωση των Βαλκανικών Διασκέψεων. Η πρώτη Βαλκανική Διάσκεψη έγινε το 1930 στην Αθήνα και σε αυτή εξαγγέλθηκε ως στόχος η “δημιουργία βαλκανικής ένωσης με στόχο την ειρήνη, την ασφάλεια, την ενωμένη Ευρώπη και τη βαλκανική συνεννόηση”. Εδώ τονίζω ότι ο Παπαναστασίου από το 1910 εξήγγειλε την καλλιέργεια φιλικών σχέσεων με τα κράτη του Αίμου “επί σκοπώ προαγωγής των εις συμπολιτειακάς” και το 1924 μιλά για την αναγκαιότητα δημιουργίας Βαλκανικής Ομοσπονδίας. Η δεύτερη Βαλκανική Διάσκεψη γίνεται το 1931 στην Κωνσταντινούπολη, η τρίτη το 1932 στο Βουκουρέστι και η τέταρτη και τελευταία τον Νοέμβριο του 1933 στη Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με τον ψηφισθέντα κανονισμό, η “Βαλκανική διάσκεψη” ήταν ένας διαρκής οργανισμός με τον τίτλο αυτό και είχε ως σκοπό, σύμφωνα με το πρώτο άρθρο του καταστατικού, “να συντελέσει εις την προσέγγισιν και την συνεργασίαν των βαλκανικών λαών εις τας οικονομικός, κοινωνικός, πνευματικός και πολιτικός σχέσεις με τελικήν κατεύθυνσιν την ένωσιν τον βαλκανικών κρατών (Αλβανίας, Βουλγαρίας, Ελλάδος, Ρουμανίας, Τουρκίας, και Γιουγκοσλαβίας)” .Οι αποτελούντες την αντιπροσωπεία κάθε χώρας δεν ήταν άτομα με επίσημη κρατική ιδιότητα αλλά εκπρόσωποι διαφόρων οργανώσεων, πρυτάνεις πανεπιστημίων, εκπρόσωποι επιστημονικών φορέων, παραγωγικών τάξεων, κ. λπ. (…) Ενδεικτικά, για το κλίμα που δημιουργήθηκε, αναφέρω ότι η επιτροπή πνευματικής συνεργασίας είχε ζητήσει 1) τη σύσταση στα βαλκανικά πανεπιστήμια εδρών συγκριτικού Δικαίου, 2) την ίδρυση βαλκανικών φοιτητικών γραφείων για την ανάπτυξη των πνευματικών σχέσεων και με ανταλλαγές καθηγητών και φοιτητών, 3) τη μετάφραση σε όλες τις γλώσσες των Βαλκανίων των δημοτικών τραγουδιών κάθε χώρας, 4) την ίδρυση βαλκανικής εταιρείας τύπου, 5) τη διδα-σκαλία σε κάθε βαλκανικό πανεπιστήμιο και μιας γλώσσας άλλης βαλκανικής χώρας, 6) τη χρήση του ραδιοφώνου και του κινηματογράφου για εμπέδωση της βαλκανικής φιλίας.

Η πρώτη βαλκανική διάσκεψη ολοκλήρωσε τις εργασίες της στους Δελφούς όπου εγκρίθηκε ο κανονισμός της και το αποχαιρετιστήριο διάγγελμα που έλεγε “Δεν εξαρτάται παρά μόνον από εμάς τους ιδίους να είμεθα πραγματικώς ανεξάρτητοι, να αποκτήσωμεν μέγα κύρος ε/ς τον κόσμον, να καλυτερεύσωμεν τας τύχας μας και ακόμη να βοηθήσαμε ν τους άλλους λαούς όπως υπερνικήσουν τας δυσχερείας που τους πιέζουν. Τίποτε δεν ημπορεί να μας εμποδίσει να ακολουθήσομεν τον δρόμον που εχαράξαμεν. Η ένωσίς μας, ιδού το νέον ιδανικόν όλων των βαλκανικών λαων7”. Βλέπουμε σ’ αυτό το κείμενο να ξεπροβάλλει ολοζώντανο το όραμα του Ρήγα για συνεργασία των βαλκανικών λαών, για ειρήνη, φιλία και ενότητα και βλέπουμε ότι σ’ αυτές τις διασκέψεις, που μιλούν όχι εκπρόσωποι κυβερνήσεων αλλά εκπρόσωποι φορέων των διαφόρων χωρών, βλέπουμε ότι ζητούν συνεργασία λαών, ένωση των βαλκανικών λαών, αυτό δηλαδή που ζητούσε και ο Ρήγας προφητικά πολύ πριν.

Δυστυχώς οι Βαλκανικές διασκέψεις δεν επέτυχαν να δώσουν το ποθούμενο αποτέλεσμα γιατί ως τροχοπέδη λειτουργούσε πάντα το μειονοτικό που έθετε συνέχεια η βουλγαρική αντιπροσωπεία απειλώντας με αποχώρηση αν δεν προτασσόταν, και γι’ αυτό με δυσκολία το 1932 συντά-ξανε προσχέδιο βαλκανικού συμφώνου όπου τα άρθρα από 21 μέχρι 26 αναφέρονταν στην αντιμετώπιση του θέματος των μειονοτήτων. Αυτή τη δυσκολία καταλάβαινε καλά ο Ε. Βενιζέλος ο οποίος, στις αρχές Οκτωβρίου 1930 στην Αθήνα, μιλώντας ως Έλληνας πρωθυπουργός στις αντιπροσωπείες των άλλων χωρών στην βαλκανική διάσκεψη, τόνισε ότι “πριν από την επίλυση του προβλήματος των μειονοτήτων καμία βαλκανική ομοσπονδία δεν είναι δυνατή”.

Βεβαίως, στην αποτυχία των Βαλκανικών διασκέψεων αυτής της εποχής συνετέλεσαν και άλλοι λόγοι αλλά κυρίως οι εργασίες ναρκοθετήθηκαν από τους Βουλγάρους που ζήτησαν να θεωρηθούν ως Βούλγαροι όλοι οι σλαβόφωνοι στην Ελλάδα και την νότια Σερβία, την σημερινή περιοχή των Σκοπίων, ζητώντας για όλους αυτούς πολιτιστική αυτονομία και παιδεία βουλγαρική. Έτσι, μπορούμε να κατανοήσουμε τώρα γιατί ο Ρήγας ζητούσε δημιουργία πολυεθνικού κράτους και όχι ομοσπονδία βαλκανικών κρατών, διότι ήξερε ότι η διασπορά των εθνοτήτων στα Βαλκάνια θα είχε ως αποτέλεσμα αλυτρωτικές βλέψεις και έριδες των εθνικών κρατών με στόχο προστασία των ομοεθνών τους, κάτι που το ζούμε έως σήμερα, ειδικά στις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας όπου βλέπουμε φαινόμενα γενοκτονίας εθνικών μειονοτήτων.

Οι σημερινοί διαβαλκανικοί φορείς

Βλέπουμε ότι το όραμα του Ρήγα για συνεργασία των λαών στα Βαλκάνια ήταν πάντα επίκαιρο’ και πάντα το ενστερνίζονταν πολιτικοί από όλες τις βαλκανικές χώρες. Το όραμα άντεξε στο χρόνο και εμπνέει και σήμερα ακόμη.

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και την εγκαθίδρυση κομμουνιστικών καθεστώτων στις περισσότερες βαλκανικές χώρες, δεν μπορούσε να γίνει λόγος για συνεργασία των λαών, για ελεύθερη επικοινωνία, κ.λπ. Μετά το 1989 όμως που κατέρρευσαν τα κομμουνιστικά καθεστώτα, το όραμα του Ρήγα έγινε πάλι επίκαιρο. (…) Η Ελλάδα μπορούσε να λειτουργήσει ως παράγοντας ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή, παίρνοντας πρωτοβουλίες και παίζοντας τον ρόλο του διαιτητή όπου ανέκυπταν προβλήματα.

Μπορούσε η χώρα μας, με επίκεντρο τη θεσσαλονίκη, που είναι πόλη πιο οικεία στα Βαλκάνια, να ασκήσει μια άλλη βαλκανική πολιτική στηριγμένη στους άξονες που προανέφερα, πιστή στο όραμα του Ρήγα για φιλία, ειρήνη και συνεργασία στα Βαλκάνια. Ο Ρήγας ξεπερνούσε το πρόβλημα των μειονοτήτων οραματιζόμενος πολυεθνικό κράτος με πλήρη σεβασμό των ελευθεριών των πολιτών. Τώρα, θα έπρεπε να πεισθούν οι χώρες όπου εγκαταβιούν μειονότητες ότι πρέπει να αντιμετωπίζουν τις μειονότητες ως γέφυρα φιλίας με γειτονικές χώρες και όχι ως θέμα προστριβής, ότι τα σύνορα στα Βαλκάνια είναι απαραβίαστα αλλά ότι οι μειονότητες, όπου υπάρχουν και εκδηλώνονται, θα προστατεύονται σε ό,τι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα που εγγυώνται οι διεθνείς συνθήκες.

Από το επίσημο ελληνικό κράτος έγιναν μερικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, συνήθως με καθυστέρηση, κι έτσι είδαμε κάποιες διαβαλκανικές συναντήσεις ηγετών των χωρών της Βαλκανικής και συμφωνίες για συνεργασίες σε επιμέρους θέματα. Όμως ήταν βήματα άτολμα που απέβλεπαν σε συνεργασίες κορυφής ερήμην των λαών, ενώ η ιστορική αναγκαιότητα επέβαλλε δημιουργία στενού πλέγματος σχέσεων στη βάση, μεταξύ των λαών, για να μπορούν να σταθούν στο χρόνο και συμφωνίες ηγεσιών και κρατών8.

Με την πίστη στην αναγκαιότητα της δημιουργίας αυτού του πλέγματος σχέσεων, επιστημονικοί φορείς από τον βορειοελλαδικό χώρο και μη κυβερνητικές οργανώσεις πήραν την πρωτοβουλία δημιουργίας διαβαλκανικών φορέων που στοχεύουν στην γνωριμία των λαών, στην δημιουργία κλίματος φιλίας και ειρήνης στα Βαλκάνια και την προσαρμογή των άλλων βαλκανικών χωρών στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Έτσι, τα τελευταία χρόνια, με πρωτοβουλία της ΕΣΗΕΜΘ δημιουργήθηκε η Ομοσπονδία δημοσιογραφικών οργανώσεων των Βαλκανικών χωρών, με πρωτοβουλία του Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων, Ένωση ειδησεογραφικών πρακτορείων της περιοχής, με πρωτοβουλία του Δικηγορικού Συλλόγου θεσσαλονίκης ή “Ένωση Βαλκανικών Δικηγορικών Συλλόγων”, με πρωτοβουλία του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, η “Ένωση Οικονομικών Πανεπιστημίων Βαλκανικών χωρών” κλπ. (…)

Ο ελληνισμός -αν και συρρικνωμένος- σ’ όλες τις χώρες έχει μακρά παράδοση και τα απομεινάρια του ελληνισμού διαπρέπουν σ’ αυτές τις χώρες και τον θέλουν ως κοινότητα αξιών στην οποία όλοι μπορούν να κοινωνούν. 0α αναφέρω χαρακτηριστικά ότι με έκπληξη διαπιστώσαμε όταν αρχίσαμε την προσπάθεια δημιουργίας της Ένωσης Βαλκανικών Δικηγορικών Συλλόγων ότι πρόεδρος των δικηγόρων Γιουγκοσλαβίας ήταν ο ελληνικής καταγωγής Θωμάς Φιλώτας από το Μοναστήρι, βλαχόφωνος, με καλή γνώση της ελληνικής, και πρόεδρος των δικηγόρων Ρουμανίας ο ελληνικής καταγωγής Βίκτωρ Αναγνώστες…)

Τελειώνοντας θα ήθελα να τονίσω ότι το όραμα του Ρήγα για συνεργασία των βαλκανικών λαών κατά καιρούς συνήγειρε φωτισμένους πολιτικούς και πνευματικούς ανθρώπους από τις χώρες αυτές και έγιναν πολλές προσπάθειες για δημιουργία θεσμοθετημένων μορφών και φορέων συνεργασίας. Στις βαλκανικές διασκέψεις του μεσοπολέμου αυτή η συνεργασία είχε προχωρήσει σε βάθος αλλά ναρκοθετήθηκε από την ύπαρξη και διεκδίκηση μειονοτήτων, μια αδυναμία που έγκαιρα είχε επισημάνει ο Ρήγας και γι’ αυτό μιλούσε για πολυεθνικό βαλκανικό κράτος. Τώρα που τα θέματα των μειονοτήτων αντιμετωπίζονται ως θέματα σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ίσως πετύχουν αυτοί οι διαβαλκανικοί φορείς συνεργασίας διότι ανταποκρίνονται σε απαίτηση όλων των λαών, εξυπηρετούν την αναγκαιότητα προσαρμογής στην πραγματικότητα της Ε.Ε. και στη. ανάγκη ειρηνικής συνύπαρξης. Κι ο ελληνισμός καλείται να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτην την προσπάθεια δικαιώνοντας το όραμα του Ρήγα. να αποτελέσει τον συνεκτικό ιστό σε κάθε μορφής συνεργασία, να λειτουργεί ως ο παράγοντα: ειρήνης στην περιοχή και να οδηγήσει την περιοχή στην Ευρώπη

Σημειώσεις-Παραπομπές

1.            Α. Μάνεση, “Το πολίτευμα του Ρήγα περ. Αντί, τ. 652, 16-1-98.

2.            Π. Κιτρομηλίδη, Ό Ρήγας κα.ἶ τα σημερινά προβλήματα στα Βαλκάνια, Αντί, τ. 652.

3.            Γ. Κορδάτου, Ρήγας Φεραίος -Βαλκανική Ομοσπονδία. Αθήνα 197-

4.            Π. Σπυρούδη, “Η Σερβική Λογοτεχνία και η ποίηση ξαναζωντανεύουν το τραγικό τέλος του Εθνομάρτυρα Ρήγα, ΕΝΔΟΧΩΡΑ, τ. 51, σελ.60-62 και Ι. Παπανδριανού, “Πως είδε το τραγικό τέλος του Ρήγα ο Σέρβος Νομπελίστα; Ίβο Αντριτς”, περ. Ελλοπία, τ. 35

5.            Α. Τούντα-Φεργάδη. Μειονότητες στα Βαλκάνια – Βαλκανικές διασκέψεις 1930-1934. εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1994

6.            Σ. Μαρκεζίνη, Πολιτική Ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος, τ. 3ος, σελ. 209

7.            Α, Τούντα-Φεργάδη, Θέματα ελληνικής διπλωματικής ιστορίας Ί912-1934, εκδ. Παρατηρητής, Θεσ/νίκη 1986.

8.            Δ. Γαρούφα. “Διαβαλκανική στην πράξη”, εφ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 2-11-97.

*0 Δημήτρης Α. Γαρούφας είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου θεσσαλονίκης και πρόεδρος της επιτροπής των ‘Εθνικών Θεμάτων”. Το κείμενο δημοσιεύτηκε σε πλήρη μορφή στη; επιστημονική επετηρίδα του Δικηγορικού Συλλόγου θεσ/νίκης του 1998. τ 19

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ