του Χαράλαμπου Γ. Βλάχου, από το Άρδην τ. 40-41, Ιανουάριος-Μάρτιος 2003
1.
Δηλαδή η Ιστορία-θα κλείνει υποτίθεται τους κύκλους της, και κανείς δεν θα ξεφεύγει από τη μοίρα του -κι απ’ όλες τις μοίρες μαζί;
Κι όμως. Μια χούφτα γνήσιοι αντιστασιακοί εκείνα τα χρόνια -χρόνιοι, εκμεταλλεύτηκαν τις συμπτώσεις της ελληνικής μεταπολίτευσης (γιατί μέσω των συμπτώσεων συνήθως φτάνουμε εκεί που θέλουμε – δεν αρκεί η φλεγόμενη επιθυμία, ούτε η λογική) και απέδειξαν συν τω χρόνω το αντίθετο. Το “γλέντησαν”, με το παραπάνω.
Βέβαια, λίγα χρόνια πριν, κάποιοι άλλοι βάζαν κι εκείνοι βόμβες, ενώ σκόπευαν να γίνουν πρωθυπουργοί (!). Τη διαφορά την έκανε η άβυσσος. Η τιμιότητα και το ακμαίο δίκαιο, και από κει και πέρα ο… σοσιαλισμός (η επώδυνη ιστορία του).
Μια και ποτέ δεν κόστιζε τσάμπα να παίρνεις τα όπλα. Ούτε τώρα. Αλλάζουν όλα. Να παρατάς για πάντα τις σπουδές σου. Και να στήνεις μια μηχανή του απόλυτου.
Αλλιώς, θα γινόντουσαν όλοι καθηγητές πανεπιστημίου. *
Αυτό που σήμερα θεωρείται κουταμάρα έως αυτοκτονία, το “επαναστάτης” δηλαδή, και πώς να μην είναι, αντίκρυ στην Ιερά Μητρόπολη της αναγκαστικής Οικονομίας (την προτεσταντική τουλάχιστον…) και την παγκόσμια δικτατορία της Αμερικής, πριν δυόμισι μόλις δεκαετίες ήταν κλισέ, για να μην πούμε υπέρτατη αξία των μαζών. (Άσχετα που, λίγοι ήσαν πάντοτε εκείνοι που το ‘λεγε η ψυχή τους)… Και άγιος και πολεμιστής και ιδιοφυής (το τριαδικό πρότυπο των Νέων χρόνων).
Βέβαια ο προηγούμενος αιώνας είχε ήδη αποδείξει αναντίρρητα, δηλαδή με ποταμούς αίματος, ότι η επανάσταση δεν είναι και καμιά συνωμοτική επιχείρηση. Αλλά ούτε και καμιά αθώα ή, χωρίς έμμηνο ρύση πλέον Υπηρέτρια, νόμιμη κι αναμάρτητη καθ’ όλα.
Η μήτρα άλλωστε της μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης, εκτός απ’ τους Μπαμπέφ, γέννησε και τους Μπλανκί. Και κάπου αλλού, ανατολικά, τον άπληστο Λένιν. Για να μην πούμε για τους επιγόνους του.
Είναι πιθανόν λοιπόν, οι ιστορικοί του μέλλοντος να μας “εξηγήσουν” κάποτε -επιπλέον, ότι οι πρωτεργάτες του ένοπλου στη μεταπολιτευτική Ελλάδα ήσαν τίποτα αμετανόητοι τροτσκιστές, κάνας κρυφοπασόκος Βελουχιώτης, έξαλλοι μαοϊκοί, ή κάποιοι αιρετικοί βέβαια -κομμουνιστές πάντοτε- που περίμεναν, όπως πολλοί τότε, τη Δευτέρα Παρουσία. Μπορεί.
Και εν πάση περιπτώσει κάποιοι αφόρητα αποφασισμένοι, αφόρητα ιδεολόγοι.
Όμως λίγη σημασία θα έχουν πια όλ’ αυτά. Οι εποχές άλλαξαν. Και νόημα δεν έχει τόσο, πού ακριβώς πίστευε κανείς ή τι πιστεύει. Αλλά το υπέδαφος (του πυθμένα των ιδεολογιών). Της γνώσης, ή της εμμονής.
Τι ακριβώς βασάνισε κάθε φορά, ιδίως μετά τα πρώτα χρόνια. Ποιος θρίαμβος της θέλησης, ή ευπάθεια. Και τι συνέχισε να βασανίζει τον δράστη. Όσο τον βασάνισε.
Καθότι, μέσω αυτής, της κάθε φορά συνείδησης, κοινώνησαν και κοινωνούσαν.
*
Καταδικασμένοι πλέον. Από μια κοινή, κι από μια κατόπιν εορτής λογική, οι 17Ν, εξόριστοι επιτέλους κι απ’ το μέσα μας, δεν δικαιολογούνται.
Ίσως και διότι, εκεί που βρίσκονται, συμβιβασμένοι -όπως όλοι- με την ξεχωριστή, την προδιαγραμμένη (;) μοίρα τους, δεν μας χρησιμεύουν και σε τίποτα πια.
Μόνο στα καθεστώτα.
Εξάλλου, ούτε και για αυτή την “πρώτη” τους -ή μήπως τελευταία- εμφάνιση, δικαιολογούνται.
Πράγματι.
Γιατί και τις οργανώσεις, είναι δεν είναι στο σκοτάδι, τις απαρτίζουν πρόσωπα.
Μόνο που εδώ, τα αναμενόμενα (;) – και πάντως όχι όλοι, μας προέκυψαν… ανθρώπινα.
Έως ενοχικοί. Και μερικοί μεταμοντέρνα τραγικοί με τα σκυμμένα τα κεφάλια.
*
0 φόνος όμως (όταν κάνεις πολιτική, και ιδίως όταν γίνεται μηχανή) φλερτάρει ριψοκίνδυνα με την προαιώνια, αλλά και με την τωρινή μανία του εχθρού: κατέχεις την Εικόνα; έχεις και τον Λόγο.
Που κάποτε προσγειώνεται. Και να, που θεωρείται αυτό που ήταν πάντοτε. Το ταμπού, η απαρχή, η ρίζα των μυθολογιών και προπαντός των νόμων: ως έγκλημα, ένα αδίκημα. Σε όλους τους πολιτισμούς σ’ όλες τις κοινωνίες. Ακόμα κι όταν σπας το μονοπώλιο. Του τωρινού ιδιοκτήτη του, του κράτους δηλαδή.
Γιατί άλλο να οπλίζεις το πιστόλι, κι ύστερα να ρίχνεις, για το κοινό (μονίμως ανεκπλήρωτο) περί δικαίου αίσθημα, να παίρνεις την πρωτοβουλία της αγανάκτησης – σε περιόδους έξαρσης κοινωνικού οργασμού. Κι άλλο να μην υπάρχει καν κοινότητα, παρά μόνο κοινό.
Κι εσύ να καπακώνεις -μόνος σου- το όποιο κοχλάζον φαντασιακό, στα τοιχώματα ενός θεαματικού ταξικά έως πατριωτικού “σχεδίου”.
Μοιραία ένα απολίθωμα.
Του επαναστατικού (!). Δεν φτάνει. Δεν θυμίζει.
Ιδίως σε περιόδους τσιγκουνιάς, που το “κοινωνικό” σημαίνει κάτι άλλο. Αφασικές. Και που οι ταχύτητες της αγοράς εύκολα σε αφήνουν πίσω. Και σένα και την ιδεολαγνεία σου.
Γιατί θα σε κατηγορήσουνε μετά όχι βέβαια ότι δεν “έφτασες” αλλά, επειδή δεν το’ χε καν προεξοφλήσει η πράξη σου κι αυτό σε νοιάζει!, σαν παρανοϊκό, μηδενιστή, σαν δολοφόνο. Σαν κάποιο που δεν ήξερε. Για να μην πούμε τίποτα χειρότερο.
Οι 17Ν ανήκαν σ’ ένα ρεύμα που αποθεωνόταν απ’ τους “κάτω” προς τα πάνω. Όχι στο αντίθετο. (Φανταστείτε ένα χωριατόπαιδο απ’ την Ήπειρο ας πούμε, τη στιγμή που ιερουργεί-σκοτώνει τον εσαεί ατιμώρητο μεγαλόσχημο στα “λημέρια” του, στην Αθήνα πάντα). Κι αυτό το ρεύμα είναι που θα τους κρίνει κάποτε, δεν εννοούμε νομικά. Εάν το κάνει. Το γνήσιο, όσο κι ο συλλογικός βυθός.
Που ξεχυνόταν, δίπλα το αίμα, απ’ το Σκότος. Στην επιφάνεια, στο φως. Αν μη τι άλλο της… δημοσιότητας. Του φόβου.
Γιατί τρομοκρατία, σ’ αυτούς που είχαν τους λόγους τους, υπήρξε. Και θα υπάρξει, όσο κάτι αλλοπαρμένοι με μεστωμένα μυαλά θα αντιστέκονται, κι οι ίδιοι θα υπενθυμίζουν το -διαρκώς αγριότερο- διαρκές έγκλημα της Εξουσίας.
Ζ.
Στερνοπαίδι του Εμφυλίου, και ταυτόχρονα -κυρίως λόγω της δικτατορίας- γόνος της κοσμοπολίτικης οικογένειας των γκεβαριστών, η 17Ν κατάφερε να συντηρεί 27 ολόκληρα χρόνια επί σκηνής, να βάζει και να ξαναβάζει στο παιχνίδι το Κοινωνικό Ζήτημα. Δηλαδή τα όρια της νομιμότητάς του.
Τώρα που αποδεκατίστηκαν, τουλάχιστον ας τους το αναγνωρίσουμε: Τα λιγοστά μέλη της (εργάτες και μικροαστοί όταν πήραν σύνταξη) πέτυχαν κι εξασφάλισαν, αν μη τι άλλο, χρησιμοποιώντας το “όπλο” ενός επιλεκτικού ούτως ή άλλως θανάτου, την άμεση και αυτεξούσια συμμετοχή τους στην ολιγαρχική – δυτική μας δημοκρατία. Γεγονός απαγορευμένο φυσικά. Στο ποσοστό της βίας που τους “αναλογούσε” (!) βέβαια: Αυτό δεν είναι που πέτυχαν εν τέλει;
Ως αντίπαλο δέος στην προκάτ συμμετοχή, στην αναπόφευκτη δημοκρατία της αιμορραγίας (αυτή κι αν είναι πραγματική), και χαρά στη δημοκρατία εδώ που τα λέμε:
καλύτερα του αίματος λοιπόν; Παρά του πλαστικού.
Δύσκολη δουλειά δηλαδή.
Διότι πράγματι. Εάν αφήσουμε κατά μέρος τις “επαναστατικές” θεωρίες, τις προσδοκίες ή τις εξηγήσεις -ενός κυρίως, ξεπεσμένου Λενινισμού (που άλλωστε εκείνο που έκανε ανέκαθεν, άλλοτε το πετύχαινε, ήταν να υποκαθιστά την ανημπόρια και τις αδικίες της μπουρζουαζίας στη διαχείριση του Κράτους)… ή, πολλώ δε μάλλον τη στρατιά των μύθων που, όλοι φαίνεται το είχαν ζωτική ανάγκη (κομμάτι του εαυτού μας) να συνοδεύουν την ύπαρξη-δράση μιας τέτοιας αμαρτωλής οργάνωσης, τότε τι μένει;
Ίσως, εκτός από την ακατάσχετη αιμορραγία, η άσχετη, αυτή η “άλλη” συμμετοχή. Η, παραλυτικά, τηλεοπτική.
*
Ο άνθρωπος είναι ζώον πολιτίκόν, έλεγε ο Σταγειρίτης. Της πόλεως εννοούσε -έστω κι αντάρτης δηλαδή ;
Και πάντως του πάθους, όχι μόνο της λογικής.
Γιατί τόσο ακριβά φαίνεται κόστιζε τα τελευταία 28 χρόνια (τόσο κοστίζει;), αυτή η περί ης ο λόγος αμεσότητα.
3 .
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Η 17Ν, και θα μιλάμε στον αόριστο πια, γιατί τίποτα δεν θα ‘ναι το ίδιο έστω και αν επανεμφανιζόταν, ευτύχησε σε δύο πράγματα.
Το πρώτο ήταν ότι γεννήθηκε πράγματι στην πλέον ζωοποιό περίοδο της νεώτερης ελληνικής ιστορίας. Και αποτέλεσε, λόγω της αποφασιστικότητας μιας χούφτας, μία απ’ τις πλέον μυθικές της (λόγω του πρώτου “δίκαιου αίματος”) διαστάσεις. Μύθος που ξεπερνούσε ξεπέρασε κατά πολύ τους δράστες.
Γιατί εκείνη η Ελλάδα (όπως και η σημερινή, απλώς αλλάξαν τα δολώματα), αν και βασιζόταν στον εαυτό της πιότερο απ’ ό,τι τώρα, ήταν επίσης καταδικασμένη στα οράματα και τις οφθαλμαπάτες , και την ελπίδα. Αν και τελείως διαφορετικές. Οι ουτοπίες του σήμερα υλοποιούνται κιόλας, νάτες.
Κι ορίστε, να, στις μέρες μας, που δεν συνεννοούμαστε πια με… ιδέες, ο 20ός αιώνας πέρασε, πιο πρακτικοί – καλύτερα, δεν τις χρειαζόμαστε κιόλας (μόνο στη Διαφήμιση). Καθόλου. Άρα χαλάλι τους.
*
Είχαν απ’ την υπερσυμπίεση – από αυτό το σύγχρονο άλλοθι, Σοσιαλιστών και Κράτους: τη δικτατορία, ανοίξει οι ασκοί.
Και θα ήμασταν εκτός πραγματικότητας, ανιστόρητοι, εάν αποσιωπούσαμε τους λιγοστούς τότε αριστοκράτες της σκέψης -το επάγγελμα αναρχικοί-, που πολλαπλασιαζόντουσαν, που έσπειραν στην Αθήνα την ιδέα, σε πείσμα του Έγελου της Δύσης και της τεράστιας γκουλάγκ φρεναπάτης της Ανατολής (δύσκολη δουλειά κι εκείνη εξίσου, τότε), να ξανα-αποκατασταθούν οι ιδέες μόνο ως επικίνδυνες. Οι μόνοι άλλωστε που κατήγγελλαν τις “μεγάλες” ιδεολογίες (προαναγγέλλοντας το τέλος τους) – αλλά και όλων των ειδών.
Κι ήταν η εποχή, που η κοινοβουλευτική αριστερά ζητιάνευε. 0α εξαργύρωνε το μαράζι της για Εξουσία, να πιει επιτέλους κι αυτή νερό. Και που ως γνωστόν καλά τα κατάφερε.
Μέχρι που η “Δεκατηεβδόμη Νοέμβρη”, όχι η παράνομη οργάνωση, ούτε οι “300 προβοκάτορες”, αλλά η άλλη, η… νόμιμη (!), μάζεψε υπογραφές κι έγινε καθεστώς.
Και στην Οικονομία. Και στον Πολιτισμό. Και έγινε και κυβέρνηση.
Γιατί πώς αλλιώς θα χώραγε στα κανάλια και θα ψεύτιζε (απ’ το εξ Εσπερίας εργασιακό πακέτο ελέγχου -στον Όμηρο σημαίνει καταισχύνη, μια βρισιά- και την ίδια την Αριστερά φυσικά, δοκιμασμένες τεχνικές) η κυριαρχούσα αριστερή μέχρι και αντιεξουσιαστική συνείδηση του Έλληνα ;
Και έτσι το Πασόκ, από λαθρεπιβάτης της (της αριστεράς), μοιραία έγινε επιβάτης, κανονικός αυτή τη φορά (με εισιτήριο), του νεοφιλελευθερισμού.
*
Δηλαδή, μ’ εκείνα και με τ’ άλλα, εκτός απ’ τα… κορόιδα, ηττήθηκαν κι οι ιδεολογίες;
Άμ’ δε ! Ακόμα το παιδεύουν οι ιδιοκτήτες τους , όλες χρειάζονται. Και η αντιτρομοκρατία (κι όποιος πιστέψει), και η νομότυπη αρπαχτή. Και η αναπαλαιωμένη arbeit macht frei πύλη: ο εκσυγχρονισμός. Και η “Ευρώπη”.
*
Η αληθινή, λένε, σπουδαιότητα του φαντασιακού βρίσκεται στο ότι ο κοινωνικός ιστός βασίζεται και βασιζόταν πάντα σε μια πίστη – στην κάθε πίστη. Και στην εμπιστοσύνη. (Έτσι δεν λειτουργεί κι η αγορά;)
Δηλαδή ακόμα και ο Νομικός, και ο Πολιτικός κόσμος, παιδί του κάθε Μύθου είναι κι αυτοί;
Έ, ας το αναγνωρίσουμε λοιπόν !
Έτσι κι αλλιώς εμείς οι ίδιοι του δίνουμε πνοή. Εμείς και το προικίζουμε με ενέργεια.
Δεν φταίνε μόνο οι άλλοι. Για λογαριασμό μας.
Μόνο που, αυτός ακριβώς, ο συγκεκριμένος εφιάλτης της Ιστορίας, λίγες πολύ λίγες φορές άκουσε ή ακούει και το ξυπνητήρι.
Έτσι και με το “αντάρτικο πόλης”. Ξύπναγε και ξενοκοιμότανε στα καφενεία κα: τα ουζερί.
Δυο χούφτες αποφασισμένοι πάντοτε δεν τα ξεκινούσαν όλα;
Και το πατάρι του Λουμίδη δηλαδή, και τα Εξάρχεια.
Αλλά και τη στερνή, μπασταρδεμένη από τη Δύση, επανεμφάνιση ενός ασίγαστου εμφυλίου.
4-
Προικοδοτημένοι με την καλύτερη δυνατή παράδοση, ενός σχεδόν παράνομου λενινισμού (λόγω μετεμφυλιακής Δεξιάς, αλλά και του ΚΚΕ φυσικά), χώρια η δικτατορία, ξεροκέφαλοι, προικισμένοι σε σχέση με τις άλλες ένοπλες οργανώσεις, οι αντάρτες της 17Ν συνέχισαν για δέκα ακόμα χρόνια και κάτι -μια χούφτα αντιπρόσωποι- να τιμούν την καταγωγή τους.
Ήσαν παιδιά ενός κοινωνικού κινήματος. Ίσως και επαναστατικού. Αυτού που τείνει προς εξαφάνιση κατά περιόδους – αν εξαιρέσεις, εκτός από τις οιονεί “μόδες” (των… άνεργων λενινιστών ας πούμε, που τρέξαν να γίνουν οικολόγοι), την τωρινή “κατά της παγκοσμιοποίησης” εκδοχή του.
Και εάν αγνοήσεις βέβαια το μεταφραστικό λάθος, που μπερδεύει ακόμα και σήμερα το κοινωνικό με το σοσιαλιστικό (και την εκβιομηχάνιση). *
Κι ύστερα, στη συνέχεια, οι επιλογές τους δεν άρεσαν που δεν άρεσαν και πολύ, μερικές καθόλου, άρχισε το σούσουρο – αλλά να εξηγούμαστε. Η 17Ν δεν διαβρώθηκε κατά τη γνώμη μας από τίποτα μυστικές υπηρεσίες. Η διάβρωση επήλθε στο κεφάλι της, όταν το “αποφάσιζε” να μεταμορφωθεί σε μια ολιγάριθμη, παράνομη έστω, πλην αναγνωρισμένη (!) παράταξη στην παραλυτικά πολιτική Σκηνή του θεάματος.
Και ένα αμαρτωλό “κόμμα” ειδικά στην Ελλάδα, όσο μικρό κι αν είναι, τις βρίσκει τις άκρες που χρειάζεται. Ώστε να γίνει και πιστευτό ότι μετέχει : επί ίσοις όροις. Στα ίσια.
Μια και το δεύτερο, για να μην ξεχνιόμαστε, στο οποίο “ευτύχησε” αυτή η οργάνωση, ήταν απ’ ό,τι φαίνεται ότι σκοτώθηκαν νωρίς δύο σημαίνουσες προσωπικότητες του αντάρτικου πόλης στην Ελλάδα, οι δύο Χρηστοί, ο Κασσίμης και ο Τσουτσουβής.
Η ρότα όμως είχε “χαραχτεί”. Δεν ρώτησε ποτέ κανείς τη γνώμη τους.
*
Και πράγματι.
Βγαλμένοι από μια άλλη εποχή, που διεθνώς έκλεινε τον κύκλο της, της θυσίας (να θυσιάσουν η και να θυσιαστούν), κι ενόσω αντίθετα η κοινωνία ειδικευόταν ήδη στην εξατομίκευση, οι εκσυγχρονισμένοι αριστεριστές μας, θυσιάζοντας την τριτοκοσμική τους ουτοπία μες στο ναό της Επικαιρότητας – στο κυνήγι της, σύντομα εγκλωβίστηκαν στα μεγάλα σαλόνια του κράτους. Στη γιορτή της Δημοκρατίας. Απρόσκλητοι στην αρχή, φαντάσματα πάντα.
Στα πνιγηρά σκοτάδια των αρχείων του και στα μεγάλα εγγενή του σκάνδαλα – μέχρι και τα κομματικά. Σαν μια αντιπολίτευση, εν τέλει, στο κλαμπ της (αόρατοι εκπρόσωποι αόρατων λαϊκών τάξεων και εργατών, που… -πού ήσαν ;). Κι απόμενε το να κατοχυρώνουν, ακόμα και με “εκλογικά” ποσοστά ή γκάλοπ !, να… νομιμοποιούν το εκτός σχεδίου μετερίζι της εξουσίας τους -μη χάσουν.
Μόνο που, άλλο τα ψευδώνυμα, χρειάζονται. Και άλλο τα ψευδώνυμα της πολιτικής.
Ήδη άλλωστε στην Ελλάδα (τουλάχιστον στα μεγάλα αστικά κέντρα), το ουσιαστικό δεν παιζόταν εκεί. Οι παλαιές τάξεις γίνονταν σκόνη και μαγιά, κι η κατεργαοία – η ενδοσκόπηση κάλπαζε. Σε χρόνους πολύ πιο εσωτερικούς, της ατομικής ενδοχώρας: Γι’ αυτό χρειαζόταν το ΠΑΣΟΚ, έπιανε τόπο (περισσότερο πάντως απ’ ό,τι η εθνική του “ανεξαρτησία”).
Κι η αλλαγή αφορούσε πλέον, ως καρκίνος, κάθε εξατομικευμένο μόσχευμα μέχρι τον “εξανθρωπισμό”… του κράτους : Τι να το κάνεις και να το παιρνες, λέμε τώρα. Χώρια που η Βαστίλη δε θα χε καν διεύθυνση πια (πόσο μάλλον το παλάτι του τσάρου).
*
Η 17Ν περίμενε το Πασόκ στη γωνία: ανήκε ήδη στις παρατάξεις, που ανέκαθεν κολάκευαν τα αιχμάλωτα λαϊκά στρώματα (λες και χρειάστηκαν ποτέ κανέναν) – τον κρύφιο… προορισμό τους. Αποσιωπώντας τις σειρήνες, την αλλοίωση, την ηθική της ανταμοιβής, ή τη μετάλλαξή τους: τα διεκδικούσε; Τουλάχιστον ως κοινό πια, για τις ιερουργίες της.
Βίοι παράλληλοι. Μια και τα δύο αυτά ρεύματα, όσο άνιση κι αν ακούγεται η σύγκρισή τους, ξεκίνησαν σχεδόν μαζί. Νομίζουμε όμως, σε αντίθεση με ό,τι σιγοψιθυρίζει ή υποψιάζεται σήμερα η μισή Ελλάδα, ότι στην πραγματικότητα η 17Ν το Πασόκ απλώς το ζήλευε. Δηλαδή και το μισούσε (Είχε ελαφρυντικά η εκπόρνευσή του;)! Ζήλεψε και κυνήγησε τις χίμαιρες – τ’ άσφαιρα λαοπλάνα συνθήματα του, το πήρε τοις μετρητοίς.
Και ότι κατά κάποιον περίεργο κι ανομολόγητο τρόπο, αυτή και ήταν η σχέση τους.
*
Ετσι, ενώ είχαν καθιερώσει και σχολή δημοσιογραφίας, πολυγραφότατοι, τη μόνη γνήσια είν’ η αλήθεια, ελευθερόστομη, αντιπολιτεύτηκαν μεν τα σκάνδαλα ή τα κόμματα, ποτέ όμως τις μεγάλες αλλαγές, γιατί τότε θα ‘πρεπε να ξεκινήσουν απ’ τον εαυτό τους πρώτα.
Αλλά εκεί αυτοί. Ψωνισμένοι απ’ τη δικιά τους (επιχειρησιακή) δεινότητα, νόμισαν κι ότι τα λίφτινγκ Νομιμότητας (της διαφθοράς: εκλαϊκευόταν) οδηγούν, εκτός από το χαρτομάνι της κάλπης, και στην ανατροπή. Το κατεπείγον της – η μίμηση της. Ιδού και η παρωδία της.
Κι ενόσω η επικράτεια του πλαστού απλωνόταν πλέον παντού (κι η 17Ν απαντούσε στις πλαστές προκηρύξεις, αναγκαστικά), το βλέμμα πια κατακλυζόταν ακατάσχετα απ’ την αγορά, απ’ την Εικόνα της, κι όχι απ’ τους ίδιους…
Γιατί λες και μας έφταιξε η 17Ν για το που
φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.
*
Πράγματι.
Μετά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90, ο όψιμα αχαλίνωτος νεοφιλελευθερισμός, στο πέρασμά του, τους εξάντλησε. Οι άνθρωποι μεταλλάχτηκαν.
Άλλοι τρελάθηκαν.
Τώρα πια, η πλειοψηφία της κοινωνίας ονειρευόταν και να μοιάσει στους υποψήφιους “στόχους”-σύμβολα.
Κι εκείνοι, ξαναπόνταραν, έγιναν και τουρκοφάγοι (ως έσχατη – συλλογική αλήθεια). Σαν τις καλαμιές στον κάμπο του… κοινοβουλευτισμού, φύτρωσαν και στα χωράφια των “υπουργείων” του (εξωτερικών; δικαιοσύνης;).
Λες και θα προέκυπτε ποτέ χημεία, από εμπάργκο στο άδικο. Από μια -ταξική- μισή αλήθεια (η άλλη “μισή” ψηφιακή)… Στο ζαβλακωμένο (και λόγω Νέας Τάξης), από την επιπόλαιη εικόνα του θανάτου Ασυνείδητο – και όπου δεν θα αποτελούσε την εξαίρεση πια, αλλά τον κανόνα. Και όπου τίποτα δεν θα φαινόταν αυτονόητο όπως παλιά, κανένα ρίγος. Σε καμιά πτυχή της ζωής. Παρά μόνο η επέλαση του ψεύτικου.
*
Κι αφού είχαν διατελέσει για μια πενταετία ίσως οι πιο σκληρά εργαζόμενοι ο’ αυτό τον τόπο, τα πανηγύρια τα μετά το Συκούριο και το Βύρωνα ξεθώριασαν. Αλλά όχι και το οικόσημο, το λάβαρο. Συρρικνωμένα. Σ’ ένα (ολιγομελές πάντοτε, κι αποκομμένο από τους εκσυγχρονισμούς) μικρό ένοπλο σχήμα. Που ονειρευόταν (;) την υγιεινή της Εξουσίας (και ούτε καν τον κόκκινο στρατό πια). Και στην οποία, με το αίμα που έχυνε, απλώς συμμετείχε.
Πού ήταν η δόξα του απλού, λαϊκού εκδικητή, του τιμωρού. Τουλάχιστον του συνειδητού, μηδενιστή και μόνο. Του καταστροφέα.
Μας προέκυψε προοδευτικός. *
Αλλά, όπως είπαμε, άλλο οι πολιτικές, η πράξη, έστω τα κείμενα (και τι ιδέα έχουμε για τον εαυτό μας) κι άλλο τα πρόσωπα. Γιατί τις “οργανώσεις” τις απαρτίζουν πρόσωπα. Ακόμα κι όταν ο σκοπός (ως συνήθως!) αγιάζει τα μέσα. Και ορισμένα απ’ όσα είδαμε, φιγούρες τραγικές, παρουσιάζουν πολύπλευρο ενδιαφέρον όχι για να τα κρίνει κανείς, αυτό είναι δουλειά άλλων. Ούτε γιατί αναγνωρίζεις, πλέον, τις φανερές και μύχιες προσωπικές διαδρομές, κανενός. Αλλά εκτέθηκαν. Κι όπως και να το κάνουμε, αυτά, τα ίδια αυτά τα πρόσωπα ήσαν τα σύμβολα (παρά οι “στόχοι” τους).
Κάτι βαθύτατα πραγματικού. Πέραν των άλλων επιθυμιών τους. Μιας (κατεπείγουσας) ανάγκης. Διάσπαρτης… Παροδικής.
Ενώ, οι όχι και τόσο αθώοι “στόχοι” τους, ποτέ δεν ξεπεράσανε τον πόνο κάποιων οικογενειών και μόνο.
Αν κι έτσι όπως μας τα εμφάνισαν, τόσο φτωχά (και πράγματι, πολλά απ’ αυτά πρέπει και να εί-
ναι), σου δίνεται η… εντύπωση ότι ουκ ολίγοι, θα ήσαν σε θέση τόσα χρόνια να φέρουν αυτά τα αποτελέσματα.
Ή και να επιτύχουν άλλα. Άλλα, σημαντικότερα οπωσδήποτε.
Παρότι δεν το κάνανε.
5.
Απαξιωμένα τώρα. Από την τηλεοπτική εξέδρα.
Απαξιωμένοι απ’ τον ίδιο τους τον εαυτό πρώτα και κύρια – το χειρότερο, παρά από την ενορχηστρωμένη αρλούμπα περί κοινών εγκληματιών, οι περισσότεροι απ’ τους συλληφθέντες, αυτοί οι λαϊκοί αντι-ήρωες πια, αρνήθηκαν στην πραγματικότητα αυτό που υπήρξαν όλοι τους: αδιόρθωτοι ιδεολόγοι.
Και ίσως, οί τελευταίοι (εκτός νόμου) κομμουνιστές. Απλοί αντάρτες. Ξέρετε εσείς. Για να μην πούμε Αριστεροί.
Αν και, βέβαια, όταν ξεκινούσαν (πολλοί απ’ αυτούς ήσαν δεν ήσαν είκοσι χρονών παιδιά), ο μαρξισμός δεν είχε ήδη ούτε νόημα ούτε μέλλον (εκτός απ’ τα μαθήματα πιθανόν, σταλινισμού, σε γραφειοκράτες και δικτάτορες τίποτα “καθυστερημένων” ακόμα σημείων του πλανήτη), και παρότι βέβαια… Η δικιά τους ιδεοληψία όμως δεν ήταν ακριβώς αυτή. Ήταν ο μύθος. Το φάντασμα απτό. Ο μύθος της οργάνωσης φάντασμα που ήδη προϋπήρχε. Αφοσιωμένοι. Δεν γίνεται αλλιώς.
Μία “σχολή” συνωμοσίας περισσότερο παρά παρανομίας. Που όρισε μάλιστα, άθελά της, και το επίπεδο εγκληματικότητας (και παρανομίας) στην Ελλάδα. Και που ως προς αυτό τουλάχιστον, διάφοροι, πρέπει να της χρωστούν ευγνωμοσύνη.
Οι νοικοκυρεμένες πράξεις της απέπνεαν λαϊκή σοφία, το θράσος την απλότητα και μια παλιομοδίτικη ηθική – η τύχη ερχόταν μόνη της, πολλές φορές χρειάστηκε, μετά.
(Μάλλον σεμνή και μαζεμένη για πουτάνα.)
Γιατί σίγουρα διέθεταν, δύο τουλάχιστον επιχειρησιακές ιδιοφυίες – φτάνουν. Κι αυτό ήταν που έκανε τη φήμη της να περάσει τα σύνορα της χώρας. Όχι τόσο δηλαδή οι επιλογές-“στόχοι” ή τα κείμενα, όσο η γελοιοποίηση ενός κράτους. Που επί δυόμισι δεκαετίες είχε με το μέρος του πλουσιοπάροχα τα πάντα (ακόμα και την “ανοχή” σίγουρα την ανικανότητα), εκτός από το αντιδικτατορικό του -“εξαργυρώστε το επιτέλους, όλοι”- παρελθόν.
Μία σχολή που δεν προέβλεπε και ήθος (κα-ταρρεύσανε), άλλο η ομαδική ηθική.
Ίσως διότι, άλλο παράνομος τελικά, κι άλλο συνωμότης. 0 δεύτερος χρειάζεται κοινό, ο πρώτος όχι.
*
Κι ωστόσο, αυτοί οι αντι-ήρωες δεν έστησαν κι εκείνο το ανολοκλήρωτο έργο τέχνης (τη σκύλευση στο Αστυνομικό Τμήμα του Βύρωνα ας πούμε);
Γιατί δεν χάσαν τον καιρό τους – σίγουρα. Με ακίνδυνες ανταλλαγές απόψεων (…) και τα τοιαύτα… ήξεραν ποιο είναι πιο μάταιο (;) Είχαν στα χέρια τους το εδώ, το τώρα. Το διαπραγματεύτηκαν. Κι άρχιζαν πάλι: Εκεί. Στα “τεχνικά”. Πώς θα τα βάλουν με το Κτήνος.
Φανταστείτε δηλαδή πόσοι ακόμα “στόχοι” πήραν αναβολή.
Κι αφού δοκίμασαν, και πέρασαν το κατώφλι της δυνατότητας, η απώλεια δεν ερχόταν απ’ το Κράτος, ούτε από την πρωτοφανή εξάπλωση των συστημάτων φύλαξης και ασφαλείας, αλλά απομέ-σα τους.
Όλα τα πάθη γίνονται θνητά.
Ακόμα και το να σκοτώνεις ; Ιδίως στο όνομα της πράγματι σικέ δικαιοσύνης, ή του “λαού”. Άφαντη η μεταμοντέρνα μας κοινότητα. Κι όσο είναι ακόμα διψασμένα, δίνουν χωρίς να παίρνουν τίποτα, σπατάλη.
(Με τι συναίσθηση ; ποια χρόνια αθωότητα.)
Ύστερα όμως;
Οι “στόχοι” αυγάτιζαν, εκθετικά.
Και δεν έχουμε καμιά αμφιβολία (δεν μοιάζουν κι οι καταλληλότεροι για πειράματα), ότι η σύμπραξη αυτή υπήρξε ιεραρχική. Και άπληστα βολονταριστική.
Δεν εννοούμε τίποτα “περίεργο”. Απλά, ότι επικράτησε -έτσι δεν συνηθίζεται;- ένας συνήθης δαρβινισμός (βάσει των γενεών, βάσει ενεργειών).
Βάλε και, παρά τα βέβαια ψέματα που ακούστηκαν, τα οικονομικά τους. Βάλε και την -καθαρή αλαζονεία- τρέλα της ενέργειας στο Σύνταγμα (κατά Παλαιοκρασσά). Βάλε και τσακωμούς, τους εγωισμούς… Αλλά όλ’ αυτά – δικά τους, βγαίνουν που βγαίνουν στη φόρα, εξηγούν κατά κάποιον τρόπο και την προδοσία (την αχώνευτη πίκρα της) και την κατάρρευση.
Γιατί λες και υπήρξε ποτέ ολόψυχος δεσμός, φιλία ή και επανάσταση, δίχως το φάντασμα της προδοσίας. Της όποιας προδοσίας: Πραγματικότητα.
Όχι τόσο γιατί τα λησμόνησαν όλα – το αντίθετο, εκεί ξεχωρίζει το πρόσωπο, ούτε γιατί η Ασφάλεια διαθέτει τις τέλειες τεχνικές. Όσο γιατί, το επώνυμο το φάντασμα (γιγάντειο -από λάστιχο- δυσβάσταχτα γνωστό), κι η γνήσια η αδηφάγος δύναμή του, ράγισε τον καθρέφτη τους, τον έσπασε, τον γέμισε φαντάσματα. Και μάλιστα οικογενειακά.
Άλλωστε τα χρόνια πέρασαν.
Κι εκείνο, αντί να εξαφανιστεί (!) πριν τους το εξαφανίσουν (να μετεξελιχθεί αποκλείεται), ανώφελα επαναλαμβανόταν.
Γιατί επιπλέον, τα ποσοστά εξουσίας του Ρωμιού είχανε γίνει νούμερα αριθμοί. Ιδιωτικοποιήθηκαν. Ή ακόμα, πλαστικοποιήθηκαν.
Κι όσοι απ’ αυτούς συνέχιζαν, άλλο κατάλαβαν.
Αφού υπάρχει που υπάρχει ο μηχανισμός (με
το ίδιο αυτό λογότυπο), δεν τα ‘χει φάει τα παλαιοκομματικά ψωμιά του, υπάρχει και το πείσμα.
Τι άλλο να κάνει κανείς;
*
Τα τελευταία χρόνια οι μόνες ανατρεπτικές “του” πράξεις ήσαν, εδώ που τα λέμε, αυτές που τώρα όλοι λοιδωρούν και που κι οι ίδιοι βέβαια απαρνιούνται: οι ένοπλες ληστείες τραπεζών.
Λες και θα γινόταν -οι επαγγελματίες δεν το ξέρουν;-, να πήγαιναν το πρωί στη δουλειά (δημόσιο; ιδιωτικός τομέας;) να κάνανε καμιά κοπάνα -και παρεμπιπτόντως… Το πρωί πόρνη το βράδυ σύζυγος δηλαδή.
Αλλά φαίνεται θα ‘θελαν, να τους πληρώνει κάποιος. Έτσι μάλιστα. Αλλά ποιος; Ακόμα και τις Υπηρεσίες που υποπτεύονται ορισμένοι δεν θα τις συνέφερε.
Κι ίσως τα λένε τώρα… αν μη τι άλλο, γιατί οι ληστείες (“πλούσια” ακόμη κι η παράδοση) επισφράγιζαν και μια επιλογή ζωής.
Μια και, ανέκαθεν, το χρήμα, σε κάποιον που ‘ρχεται τόσο συχνά αγκαλιά με τον θάνατο, αλλιώς μετράει. Πάντως λιγότερο.
Άσε που τράπεζες ήταν. Όχι παρεκκλήσια. Αυτές που, με τις ευλογίες του κράτους λεηλάτησαν μέσω χρηματιστηρίου και ευτέλισαν (στη μεγαλύτερη από ιδρύσεώς Του αναδιανομή, αυτό δεν θα ‘γράφε η “λευκή” προκήρυξη τους; πλήξη…) ένα έθνος ολόκληρο. Κι υποκρισία.
Γιατί ούτε καν μια αμαρτία της προκοπής, αδικαιολόγητοι, χωρίς κείμενο, αυτοί ειδικά, να μην κάνουν. Οι άτεγκτοι ! Λόγω του υποδειγματικού ήθους και της ηθικής των ιδιωτικών και δημοσίων κατηγόρων τους.
Το κυριολεκτικό κατηγορητήριο δηλαδή, θα ‘πρεπε έτσι κι αλλιώς να ξεκινά από την προοβολή της Δημοσίας Αιδούς πρώτα και κύρια (παρά απ’ τη διασάλευση της Τάξης, των τεχνικών κοινωνικής συναίνεσης).
Γιατί ο Λάμπρος, ο Λουκάς και ο Μιχάλης, χωρίς εισαγωγικά, αφοσιωμένοι της ήσαν (έξω απ’ τα τείχη – εκεί). Μαζί της.
5.
Το 1937 ένας Γερμανός ρώτησε τον Πικάσο για το γνωστό μεγάλο έργο του.
Την Γκερνίκα; του απάντησε. Μα… Είναι δικό σας έργο! Δεν το έκανα εγώ.
Βέβαια, η 17Ν δεν ήταν και κάνας Πικάσο. Αλλά ούτε και Εμίλ Ανρί.
Δεν χειρίστηκε παρά λίγη από την περισσή αγριότητα του προηγούμενου αιώνα, τους πολέμους του.
Κι όπως κι οι καλλιτεχνικές πρωτοπορίες. Τα ‘βαλε με τα σύμβολα. Ή όπως και οι λενινιστικές συνήθως, με την εξυγίανση του κράτους. *
Σήμερα όμως, στον αιώνα μας, η δυτική δικτατορία των ΜΜΕ (με ποσοστά 100% : των δημοσκοπήσεων, όπως και του… Σαντάμ δηλαδή) κατάφερε να βγάλει (προ πολλού) απαγορευτικό, πολλά μποφόρ, ακόμα και στο συναθροίζεσθαι.
Κι αφότου η φυσική παρουσία, λόγω οθόνης, κινητών, και χάι-τεκ αναγκών μας έγινε ακριβοθωρητη, η απουσία (άλλο που δεν ήθελε) ξέπεσε σε καθεστώς. Μέχρι που να θεωρείται κι αυτή φυσιολογική ως απασχόληση. Κι έχει και χειρότερα.
Γιατί ενόσω κάποιοι ριζοσπάστες, ή ακτιβιστές. πολλοί ή λίγοι, θα ψάχνουνε για την καρδιά του Κτήνους – να ξεμπερδεύαμε, εκείνο (αυτονομημένο: αντί για εμάς), πρόλαβε προ της πτώχευσης και ξανάγινε εμπόρευμα. Έτσι δεν ζούσε πάντα: έτσι θρέφεται.
Πρόλαβε και θρονιάστηκε στο κέντρο μας. Ως Επικοινωνία. Αυτό που εμείς πάντοτε είχαμε, ενώ εκείνο όχι.
Κι έγινε το καρκίνωμα (το τίμημα) – ο “χαφιές” του, στα άξια της ζωής μας επιτεύγματα.
0α μπορούσαμε άλλωστε ήδη (μερικοί το υπόσχονται, σε λίγα χρόνια), να ψηφίζαμε τις λίγο πολύ συμμορίες, τις ποικιλώνυμες Υπηρεσίες που μας κυβερνούν (κι αφήνοντας πίσω τη γερασμένη κι ανυπόληπτη αντιπροσωπευτική “δημοκρατία” μέσω των μηχανημάτων, μέσω της πιστωτικής μας κάρτας καλύτερα.
*
Μόνο που οι επαναστάσεις -απ’ ό,τι ξέρουμε- γίνονται επειδή, και όταν, φέρουν το καινούργιο.
Όχι το παλαιό. Τι να το κάνεις;
*
Δεν πα’ να σκοτώνεις εσύ… Να εκτελείς. Δεν έρχονται με το ζόρι.
Γιατί όπως και κάτι άλλοι απαγορευμένοι καρποί, ωριμάζουν ή παίρνουν φωτιά λόγω ακριβό:; του Άλλου. Αυτός σου λείπει.
Αν και καμιά φορά, επειδή αυτό δεν γίνεται επειδή ίσα ίσα δεν μπορείς να τον έχεις, εκτελεί; το δυνάστη -είναι κοινός;
Ή και απλώς τον Αντίζηλο.
Αθήνα, Δεκέμβριος 2002
* Το κείμενο του Μπάμπη Βλάχου είναι μερος από το βιβλίο του, “Οι ένοχοι της Τρομοκρατορίας” που θα εκδοθεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις