του Β. Στοϊλόπουλου, από το Άρδην τ. 40-41, Ιανουάριος-Μάρτιος 2003
Πριν από τρία χρόνια, ο γνωστός αρθρογράφος Ουίλιαμ Πφαφ έγραφε στους Τάιμς της Νέας Υόρκης ότι «ακόμη κι αν η πλειοψηφία των Ευρωπαίων δεν θα ήθελαν τη σύγκρουση με τις ΗΠΑ, κάποια στιγμή θα εξαναγκαστούν, παρά τη θέληση τους, να συγκρουστούν». Άποψη επίκαιρη που ίσως αποδειχθεί και προφητική, καθώς οι αιτίες της αντιπαλότητας Ευρώπης-Αμερικής προσλαμβάνουν ποιοτικά χαρακτηριστικά με μεγάλη ιστορική δυναμική (π.χ. η συνεχιζόμενη παγκόσμια α-πορρύθμιση της οικονομίας), που ξεπερνούν τις κυβερνήσεις.
Το ερώτημα που τίθεται, ενόψει της αντιπολεμικής στάσης των λαών της Ευρώπης για την προσχεδιασμένη επίθεση των ΗΠΑ στο Ιράκ, είναι αν έφθασε πράγματι η ώρα της σύγκρουσης ή αν η Ευρώπη θα αποδεχθεί τελικά τον ρόλο που προδιέγραψαν γι’ αυτήν οι Αμερικανοί: μια μεγάλη εσωτερική αγορά, υπό νατοϊκή προστασία και αμερικανική κηδεμονία. Κατά κάποιον τρόπο ένα τεράστιο Λουξεμβούργο, που θα διατηρήσει τα κεκτημένα της ελεύθερης αγοράς αλλά και που παράλληλα θα υπόκειται σε αμερικανικές πιέσεις που θα προέρχονται, για παράδειγμα, είτε από τις έμμεσες επιδοτήσεις των αμερικανικών επιχειρήσεων, που εξάγουν στην Ευρώπη, είτε από τους μεγάλους δασμούς που επιβάλλουν οι ΗΠΑ στον ευρωπαϊκό χάλυβα.
Όσα διαδραματίζονται τις ημέρες αυτές στη Βαγδάτη, τη Νέα Υόρκη και τις Βρυξέλλες δείχνουν ότι η δοκιμαζόμενη από συσπειρώσεις και αντισυσπειρώσεις Ευρώπη βρίσκεται όντως σ’ ένα σταυροδρόμι και ότι θα πρέπει να δώσει τη δική της απάντηση για τον ρόλο της στη διεθνή σκηνή, και μάλιστα σε μια περίοδο κατά την οποία η μετατόπιση του οικονομικού δυναμισμού προς τον ασιατικό χώρο είναι μια πραγματικότητα, το δημογραφικό της πρόβλημα αποκτά ανησυχητικές διαστάσεις και οι φυγόκεντρες δυνάμεις στο εσωτερικό της απειλούν το εύθραυστο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Η απάντηση της Ευρώπης ίσως όμως να είναι και μονόδρομος, καθώς οι προθέσεις για το πώς αντιλαμβάνονται οι ΗΠΑ τη Νέα Τάξη Πραγμάτων σ’ έναν μονοπολικό κόσμο είναι ηλίου φαεινότερες. Προθέσεις που απορρέουν από τον συγκερασμό δύο ιδεών: του Ντικ Τσέινι για μια αυτοκρατορική προεδρία του Μπους του Νεώτερου, με όσο το δυνατόν λιγότερο έλεγχο του Κογκρέσου, και της Κοντολίσα Ράις, για την ανάγκη, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αποδέσμευσης των ΗΠΑ από παλαιές συμφωνίες και δεσμεύσεις.
Για τη σταθεροποίηση της Pax Americana, η πολιτική των ΗΠΑ ακολουθεί πλέον μόνο δύο σταθερές: το πετρέλαιο και τον «αντιτρομοκρατικό» πόλεμο. Όλα τ’ άλλα είναι δευτερεύουσας σημασίας, ακόμη και θέματα όπως η λύση του Παλαιστινιακού, ιδιαίτερα μάλιστα τώρα που τα γεράκια της Ουάσιγκτον έχουν ταυτόσημες αντιλήψεις για την ασφάλεια με τους σιωνιστές, που επέλεξαν τον δρόμο της βαρβαρότητας για να επιβάλουν τα σχέδια τους. Σε αυτή τη στρατηγική των αυτοκρατορικών τους συμφερόντων εντάσσονται και όλες οι προσπάθειες παρεμπόδισης της εξέλιξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και κυρίως της Κίνας, σε μελλοντικές υπερδυνάμεις. Ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι και ο έλεγχος ή και η ιδιοποίηση των φυσικών πόρων της Κεντρικής Ασίας και των ενεργειακών πηγών της Μέσης Ανατολής από τη μόνη μιλιταριστική υπερδύναμη. Αυτό επιβεβαιώνεται, για παράδειγμα, και από την περίπτωση της Κίνας, η οποία εισάγει καθημερινά 600.000 βαρέλια πετρελαίου και, για να διατηρήσει την σημερινή εντυπωσιακή αναπτυξιακή της πορεία, εκτιμάται ότι το 2021 θα πρέπει να πενταπλασιάσει τις εισαγωγές πετρελαίου, κυρίως από τη Μέση Ανατολή.
Είναι πλέον πασιφανές ότι, ενώ ο Ψυχρός Πόλεμος ένωσε κάποτε όλο τον Δυτικό κόσμο, ο «αντιτρομοκρατικός» πόλεμος στη Μέση Ανατολή τον έχει διχάσει. Για ένα μέρος της ευρωπαϊκής πολιτικής ελίτ, τα όρια της νατοϊκής αλληλεγγύης ξεπεράστηκαν όταν διαπίστωσε πως το κύμα «εκδημοκρατισμού» που θέλει, με μεσσιανικό τρόπο, να επιβάλει η Ουάσιγκτον, παίρνει τα χαρακτηριστικά θεωρίας του ντόμινο που τελικά θα συμπαρασύρει όλο το καρτέλ του ΟΠΕΚ. Ήδη η αμερικανική πολιτική στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου, ακολουθώντας, προς το παρόν, μεθόδους παρασκηνίου, επιδιώκει συστηματικά τη μείωση της ισχύος του ΟΠΕΚ, από τη Βενεζουέλα ως τη Σαουδική Αραβία και από το Ιράν ως την Ινδονησία.
Σήμερα, παραμονές του Τρίτου Πολέμου του Κόλπου, η αντιπαλότητα Ευρώπης-ΗΠΑ έχει αποκτήσει πρωτόγνωρη ένταση και καταγράφηκαν πολιτικές «παράπλευρες απώλειες» για την Ευρώπη με αποκορύφωμα το ισχυρό πλήγμα που δέχτηκε η ευρωπαϊκή αντίσταση στα πολεμοχαρή σχέδια της Ουάσιγκτον για το «βενζινάδικο» του κόσμου της Μέσης Ανατολής, από 18 φιλοαμερικανικές κυβερνήσεις της Ευρώπης. Μια μάχη έχει ήδη κερδηθεί από τον Μπους: η επικείμενη «εκτέλεση από αέρος» του ιρακινού λαού μονοπωλεί το ενδιαφέρον της παγκόσμιας κοινότητας με αποτέλεσμα να εξαφανισθούν από την επικαιρότητα φλέγοντα θέματα όπως η παγκόσμια οικονομική ύφεση, η διόγκωση της φτώχειας και της εξαθλίωσης ή η συνεχιζόμενη οικολογική καταστροφή.
Τα μηνύματα του ηγεμόνα
Εάν θέλουμε να ερμηνεύσουμε τις αντιστάσεις των Γαλλογερμανών και ορισμένων χωρών του ευρωπαϊκού βορρά για τον πόλεμο στο Ιράκ και ν’ ανιχνεύσουμε τις νέες στρατηγικές που αναπτύσσονται στην Ευρώπη, θα πρέπει να σταθούμε με προσοχή στα τέσσερα ηχηρά μηνύματα που έρχονται από την Αμερική, ιδιαίτερα μετά την 11η Σεπτεμβρίου.
Το πρώτο μήνυμα για την Ευρώπη αφορά τον στρατιωτικό τομέα των ΗΠΑ. Η τεχνολογία της πληροφορικής, που ήταν ο βασικότερος ρυθμιστής της αμερικανικής οικονομικής συγκυρίας την περασμένη δεκαετία, αντικαταστάθηκε από τον στρατιωτικό τομέα, ο οποίος επηρεάζει ανοιχτά πλέον την πολιτική, με αποτέλεσμα να γίνεται λόγος για μια «αρρωστημένη» στρατιωτικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Ο προϋπολογισμός για τις ανάγκες του Πενταγώνου το 2003 ανέρχεται στα 379 δισ. δολάρια, όταν οι στρατιωτικές δαπάνες της Ρωσίας φθάνουν στα 60 δισ. δολάρια και της Κίνας στα 42. Πρόκειται για έναν προϋπολογισμό που είναι υψηλότερος κατά 29% σε σχέση με αυτόν του 2000 και 25 φορές μεγαλύτερος απ’ ό,τι αυτός των επτά κρατών που, κατά τον Μπους, συγκροτούν τον ευρύτερο «άξονα του κακού». Σε αυτόν τον προϋπολογισμό πρέπει να προστεθούν και άλλα 50 δισ. δολάρια που προβλέπονται για την έρευνα και ανάπτυξη οπλικών συστημάτων. Προβλέψεις έγκυρων αναλυτών αναφέρουν ότι μελλοντικά η ετήσια αύξηση του προϋπολογισμού του Πενταγώνου θα είναι της τάξης του 8-10%, γεγονός που σημαίνει ότι το 2009 οι στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ θα αγγίζουν τα 500 δισ. δολάρια.
Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι στις ΗΠΑ, απ’ όπου προέρχονται οι 7 από τις 10 ισχυρότερες πολεμικές βιομηχανίες του κόσμου, έχει διαμορφωθεί το λεγόμενο «σιδηρούν τρίγωνο», που αποτελείται από ένα μικρό αριθμό στρατιωτικών συμβούλων του Πενταγώνου, την πολεμική βιομηχανία και ορισμένους πολιτικούς. Το τρίγωνο αυτό καθορίζει τα θέματα στρατηγικής, τη διάθεση των πόρων και τα μελλοντικά οπλικά συστήματα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που η κυβέρνηση Μπους αποτελείται κυρίως από εκπροσώπους της πετρελαϊκής βιομηχανίας αλλά και της πολεμικής. Όπως γράφουν δε οι Times της Νέος Υόρκης, προκειμένου να ξεπεραστούν εμπόδια στις παρασκηνιακές συναλλαγές για τους εξοπλισμούς, οι αμερικανικές πολεμικές βιομηχανίες διέθεσαν από το μέσον του 2001 ως το τέλος του 2002 το ποσό των 90 εκατ. δολαρίων για την «εύνοια» γερουσιαστών, βουλευτών και άλλων σχετικών παραγόντων.
Η αγγλοσαξονική σταυροφορία στον Περσικό Κόλπο θα τονίσει την οικονομική και πολιτική σημασία που δίνει το επιτελείο Μπους στον στρατιωτικό τομέα, στην προσπάθειά του για οικονομική σταθεροποίηση των ΗΠΑ, ιδιαίτερα μάλιστα σε μια περίοδο επιχειρηματικών σκανδάλων και λογιστικών αλχημειών, όπου το οικονομικό έλλειμμα έφθασε στα 450 δισ. δολάρια, από τα 80 που ήταν πριν από μια δεκαετία. Πάντως, μέσα στο 2003, οι πολεμικές βιομηχανίες αναμένεται να καταγράψουν αύξηση του τζίρου τους από 8 έως 12%. Εξυπακούεται ότι σε αυτό θα συμβάλει και ο πόλεμος, το οικονομικό κόστος του οποίου εκτιμάται ότι θα φθάσει στα 200 δισ. δολάρια.
Το δεύτερο μήνυμα σχετίζεται με τη στρατηγική της επέκτασης του NATO προς την Ανατολική Ευρώπη, πριν από την ένταξη των κρατών της περιοχής αυτής στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η διεύρυνση του NATO ευνοεί πρωτίστως τους Αμερικανούς, που με τον τρόπο αυτό επισφραγίζουν τον ασφυκτικό πολιτικό έλεγχο της διχασμένης Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γι’ αυτό άλλωστε σχεδιάστηκε και επιβλήθηκε σε πείσμα των Γάλλων και των Γερμανών, που θέτουν τις καλές τους σχέσεις με τη Ρωσία υπεράνω της διεύρυνσης. Πρόκειται για έναν πολιτικό έλεγχο, παρόμοιο με αυτόν που ασκείται για παράδειγμα στον ΟΠΕΚ μέσω της Σαουδικής Αραβίας, και που στηρίζεται ήδη σε κράτη-δορυφόρους από τη λεγόμενη «Νέα Ευρώπη» τα οποία, μέσα από τη διαφορετική ιστορική τους πορεία, εκτιμούν ότι η ασφάλειά τους είναι σημαντικότερο αγαθό από τις ευρωπαϊκές επιχορηγήσεις και την οικονομική ανάπτυξη.
Είναι πασιφανές ότι η αμερικανική ηγεμονία έχει σοβαρούς λόγους, αντί για την επιζητούμενη πολιτική εμβάθυνσης της Ευρώπης, να διευρύνονται η δυσπιστία και ο διχασμός, να μεγιστοποιούνται οι υφιστάμενες αντιφάσεις και να χαλαρώνει, ακόμη περισσότερο η αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών. Ποτέ όμως μέχρι σήμερα, όπως παρατηρεί το περιοδικό Spiegel, «η ηγετική δύναμη του NATO δεν τόλμησε όχι μόνο να σπρώξει τους παλαιούς συμμάχους της στην ασημαντότητα αλλά και να συστήνει σε αυτούς τους πρώην αντιπάλους της σαν φωτεινά παραδείγματα συνεργασίας».
Βέβαια η καχυποψία των κρατών της Ανατολικής Ευρώπης προς τη Δύση είναι παλαιότερη και βαθύτερη από ό,τι οι υποτιμητικές ομολογίες αφοσίωσης τους στη νεοσυντηρητική κυβέρνηση Μπους, που ευχαρίστως συναλλάσσεται με πικραμένους, ταπεινωμένους και αδικημένους της ιστορίας. Γεγονός είναι πάντως ότι η Πολωνία προτιμά να υπερασπίζεται τα σύνορά της με 48 F-16, αξίας 3,8 δισ. δολαρίων, αντί με τα γαλλικά Mirage και ο «σοσιαλιστής» πρόεδρος της κολακεύεται που αφενός ο Μπους τον θεωρεί καλύτερο του φίλο στην Ευρώπη και αφετέρου επειδή προαλείφεται να γίνει ο μελλοντικός Γενικός Γραμματέας του NATO. Γεγονός είναι επίσης ότι οι Times της Νέας Υόρκης υποστηρίζουν ότι έφθασε η ώρα να μεταφερθούν αμερικανικά στρατεύματα από τη Δυτική στην Ανατολική Ευρώπη, και ότι σύντομα αναμένεται αύξηση των 725 αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων που είναι διασκορπισμένες σε όλη την υφήλιο.
Όμως, η αμερικανική στρατηγική της νατοϊκής διεύρυνσης ξεπερνά πλέον και τα ευρωπαϊκά σύνορα, καθώς η κυβέρνηση Μπους βλέπει υποψήφιες χώρες παντού όπου υπάρχει πρόσφορο έδαφος για τον «αντιτρομοκρατικό» της πόλεμο αλλά και για την ιδιοποίηση πηγών ενέργειας ή κατοχή δρόμων πετρελαίου.
Ο κατευθυνόμενος από τα αμερικανικά ΜΜΕ αντιευρωπαϊσμός είναι το τρίτο μήνυμα της Ουάσιγκτον. Το ρήγμα μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής μπορεί να έγινε ευρύτερα γνωστό με τις δηλώσεις του «αγροίκου» Ράμσφελντ περί παλαιάς και νέας Ευρώπης. Η στάση αυτή του Αμερικανού αξιωματούχου αποτελεί όμως το επιστέγασμα μιας πολύμηνης πολεμικής στα αμερικανικά ΜΜΕ, ιδιαίτερα κατά της Γαλλίας και της Γερμανίας.
Ο συνεχώς ογκούμενος αμερικανικός αντιευρωπαϊσμός είναι ένα κράμα αρνητικών γνωρισμάτων όπως: περιφρόνηση, χυδαιότητα, κόμπλεξ πολιτισμικής κατωτερότητας, ερεθιστική διάθεση και εχθρότητα απέναντι στην Ευρώπη. Οι Ευρωπαίοι (ή κατά τον αμερικανικό νεολογισμό, τα «ευρω-λουκάνι-κα») γενικώς θεωρούνται μαλθακοί, αδύναμοι, γκρινιάρηδες, ευρωευνούχοι, υποκριτές, αδελφές, διχασμένοι, αλλά πάνω απ’ όλα αντισημίτες. Ο ειδικός στα ευρωπαϊκά θέματα Ρόμπερτ Κάγκαν συμπυκνώνει την όλη σύγκρουση ανάμεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού με τη φράση ότι «οι Αμερικανοί είναι από τον Άρη και οι Ευρωπαίοι από την Αφροδίτη», δίνοντας σεξουαλικά υπονοούμενα στον αντιευρωπαϊσμό του. Η Post της Νέας Υόρκης δεν αναγνωρίζει στον γαλλογερμανικό
άξονα τίποτα περισσότερο από έναν «άξονα δειλών». Κάποιοι άλλοι αναλυτές είναι πεπεισμένοι ότι η Ευρώπη, μαζί με κάποια αραβικά κράτη, συγκροτούν έναν αντιαμερικανικό «άξονα του κατευνασμού», που διακατέχεται από τάση για συμβιβασμούς, κατευνασμούς και αθεράπευτη εμμονή σε διεθνείς θεσμούς. Υπάρχουν όμως και Αμερικανοί αρθρογράφοι που όχι μόνο δεν διστάζουν να εντάξουν την Γερμανία στον «άξονα του κακού» αλλά και που προτρέπουν την κήρυξη πολέμου εναντίον της με το «επιχείρημα» ότι γερμανικές εταιρείες εξόπλισαν τον Σαντάμ!
Το τέταρτο μήνυμα αφορά στο δόγμα του προληπτικού πολέμου που επικαλέσθηκε πρώτη η Ιαπωνία το 1941 για να επιτεθεί στο Περλ Χάρμπορ. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ εγκατέλειψε οριστικά την πολιτικής της ανάσχεσης που εφάρμοσε σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο και αναφέρεται πλέον στο δόγμα του προληπτικού πολέμου, με γνώμονα αποκλειστικά το εθνικό της συμφέρον. Από τις 20 Σεπτεμβρίου 2002, ημέρα που ανακοινώθηκε «η νέα πολιτική για εθνική ασφάλεια» των ΗΠΑ, στην ισχύ του παγκοσμιοποιημένου χρηματηστηριακού καπιταλισμού προστέθηκε και μια γιγαντιαία στρατιωτική δύναμη.
Με βάση το νέο στρατιωτικό τους δόγμα, οι θρησκόληπτοι στρατηγοί του Λευκού Οίκου και του Πενταγώνου επιδιώκουν την εξασφάλιση, και για τις επόμενες τουλάχιστον δεκαετίες, του ηγεμονικού ρόλου των ΗΠΑ, χωρίς αξιόλογο αντίπαλο. Η δραματική αλλαγή της αμερικανικής «πλανητικής πολιτικής» που αποφάσισε η διοίκηση Μπους έχει σαν αποτέλεσμα οι ΗΠΑ να θεωρούν άσκοπες πλέον τις διαβουλεύσεις, τις συναινετικές διαδικασίες και τις συμφωνίες με ισότιμους εταίρους. Γι’ αυτό και αναζητούν ως νέους «συμμάχους» χώρες που διακατέχονται από το «σύνδρομο της υποτέλειας».
Μια ιδιαιτερότητα του νέου στρατιωτικού δόγματος είναι και ο λεγόμενος πόλεμος ακριβείας σε εχθρικές πόλεις. Όσο και αν φαίνεται παράλογο, μια τέτοια πόλη είναι θεωρητικώς και η Χάγη, καθώς νόμος των ΗΠΑ προβλέπει την κατάληψη της Χάγης από Αμερικανούς στρατιώτες, εάν τυχόν οδηγηθούν στο Διεθνές Δικαστήριο Αμερικανοί πολίτες κατηγορούμενοι για εγκλήματα πολέμου. Το γεγονός ότι η Ουάσιγκτον καταφεύγει και σ’ ένα είδος προληπτικής νομοθεσίας δίνει την εντύπωση ότι πιθανόν να φοβάται μελλοντικές δικαστικές περιπέτειες σχετικές με εγκλήματα πολέμου.
Το τέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η άλλη Ευρώπη
Έχοντας υπόψη τα παραπάνω δυσοίωνα μαντάτα, δικαίως αναρωτιέται κανείς αν έφθασε η ώρα η Ευρώπη να αντιδράσει στην αμερικανική ηγεμονική στάση αλλά και ποιες είναι οι σημερινές της δυνατότητες για μια αυτοτελή, ισότιμη και αξιοπρεπή στάση στο διεθνές στερέωμα. Η απάντηση έχει δοθεί από τον Σιράκ: «Είναι ανάγκη η Ευρώπη να επιβληθεί σαν διεθνής παίκτης (…) Μια Ευρώπη που θα είναι ικανή να ενεργεί και στον στρατιωτικό τομέα, είναι αναγκαία για την ισορροπία του κόσμου». Σε μια Ευρώπη όμως των 25-30 κρατών-μελών, με διαφορετικές ιστορίες και ταυτότητες, και κυρίως με αποκλίνοντα συμφέροντα, ένας τέτοιος στόχος είναι πέρα για πέρα ανεδαφικός, τουλάχιστον στην παρούσα συγκυρία. Σε πολιτικό επίπεδο, επισημαίνουν κάποιοι αναλυτές, η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να είναι τίποτα περισσότερο από μια βάση για την οικοδόμηση μιας άλλης Ευρώπης, που θα διατηρεί, σε στρατηγικό επίπεδο, ισχυρούς δεσμούς με τη Ρωσία. Η πρόσφατη ταύτιση απόψεων Γαλλίας, Γερμανίας, Ρωσίας για την αντιμετώπιση της αγγλοσαξονικής επιθετικότητας στο Ιράκ ίσως να είναι η απαρχή μιας τέτοιας εξέλιξης.
Εκ των πραγμάτων πάντως η ηγεμονική στάση των ΗΠΑ προδιαγράφει και την αρχή μιας νέας πορείας της Γηραιάς Ηπείρου, η οποία δέχεται ισχυρότατες πιέσεις, σε όλα τα επίπεδα, από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Η μεταδιπολική τάξη πραγμάτων δεν μπορεί πλέον να χωρέσει το μέγεθος της μοναδικής υπερδύναμης, η οποία δεν διστάζει να εκβιάζει και να τρομοκρατεί, προκειμένου να επιβάλει τα ιμπεριαλιστικά της σχέδια. Γι’ αυτό και η ευρωπαϊκή χειραφέτηση περνά αναγκαστικά μέσα από την αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ. Μια αντιπαράθεση στην οποία θα δίνεται όλο και μεγαλύτερη πολιτισμική διάσταση, γεγονός που φάνηκε στην επιχειρηματολογία του Γάλλου Υπουργού των Εξωτερικών Ντε Βιλπέν στη συνδιάσκεψη του Συμβουλίου Ασφαλείας για τον αφοπλισμό του Ιράκ (και που ουσιαστικά δικαιώνουν τις ιδέες του Χάντινγκτον). Πέρα όμως από την πολιτισμική φόρτιση της αντιπαλότητας και την εμμονή στην τήρηση των αρχών του Διεθνούς Δικαίου, η Ευρώπη θα αποβλέπει πάντα σε πρακτικά θέματα εξωτερικής πολιτικής, όπως για παράδειγμα η αποκλιμάκωση της έντασης στη Μέση Ανατολή, τα οποία θα δυσκολεύουν τη διοίκηση Μπους στην εφαρμογή της νέας της στρατηγικής, που στηρίζεται στο δίκαιο του ισχυροτέρου αλλά και που διακατέχεται από μια μεγάλη αυταπάτη: την αυτάρκεια σε θέματα ασφαλείας σ’ έναν παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.
Πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι το υπό εκκόλαψη Ευρωπαϊκό Σύνταγμα θ’ αποτελέσει ένα μεγάλο βήμα στη μακρά πορεία προς την ευρωπαϊκή πολιτική χειραφέτηση και οικονομική ολοκλήρωση, αν και οι αντιδράσεις αναμένεται να είναι μεγάλες, ιδιαίτερα από τους «ατλαντιστές» πολιτικούς αλλά και τις κυβερνήσεις αμφιβόλου ηθικής, που συγκροτούν τον εξ ανατολάς «Δούρειο Ίππο» των ΗΠΑ. (Παρένθεση: Είναι απορίας άξιο γιατί οι αυτοαποκαλούμενοι «ευρωπαϊστές» της Ελλάδας πρωταγωνιστούν στις διαδικασίες εισόδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση μιας χώρας όπως η Τουρκία, η οποία μοιάζει με βόμβα στα θεμέλια της Ευρώπης, όχι μόνο λόγω πολιτισμικών, πολιτικών και οικονομικών παραμέτρων, αλλά γιατί θα είναι ο κατ’ εξοχήν αμερικανικός «Δούρειος Ίππος», ο οποίος, διαθέτοντας περισσή επιδεξιότητα, συμμορφώνεται, έναντι αδράς αμοιβής, στις αμερικανικές υποδείξεις. Δεν τους αρκούν η Βρετανία και η Πολωνία;) Το σίγουρο είναι πάντως ότι οι προσπάθειες για μια Ευρώπη έστω πιο «διακυβερνητικού χαρακτήρα», με δομές και θεσμούς που θα στοχεύουν στη διασφάλιση όχι μόνο της πολιτικής συνοχής, της λειτουργικότητας και της αποτελεσματικότητας της Ένωσης αλλά και στη διαμόρφωση κοινής εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας, δεν πρόκειται να σταματήσουν.
Η «Μεσευρώπη» και ο «σκληρός πυρήνας»
Πέρα όμως από το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και ανεξάρτητα από τον πόλεμο στο Ιράκ, εκείνο που πρέπει να αναλυθεί με ιδιαίτερη προσοχή είναι η επιχειρούμενη Γαλλογερμανική «ένωση» , που αποκτά πλέον στρατηγική διάσταση. Το ενδεχόμενο μιας γαλλογερμανικής ομοσπονδίας κρατών θα ήταν ασφαλώς η εκπλήρωση των οραμάτων του στρατηγού Ντε Γκωλ, που από το 1949 είχε προτείνει την άρση του Συμφώνου του Vardun (842 μλ) και την επανένωση των Φράγκων της Δύσης (Γαλλία) με τους Φράγκους της Ανατολής (Γερμανία).
Η γεωπολιτική επιβίωση της Ευρώπης, για το Παρίσι και το Βερολίνο, περνά μέσα από μια ισχυρή Μεσευρώπη, με σαφή κατεύθυνση προς την Ανατολή, για ιστορικούς και γεωπολιτικούς λόγους (Lebensraum) – βεβαίως μέσα σ’ έναν πολυπολικό κόσμο. Ο εκνευρισμός των Αμερικανών ηγετών και των δορυφόρων τους είναι μια ένδειξη ότι όσα, συμβολικά και ουσιαστικά, αποφασίσπικαν πρόσφατα στα Ηλύσια Πεδία προς την κατεύθυνση της πολιτικής ενοποίησης είναι πολύ περισσότερο από ένα διπλωματικό φύλλο συκής: δυνατότητα διπλής υπηκοότητας, συμμετοχή υπουργών στα υπουργικά συμβούλια της γείτονος χώρας, καθιέρωση του Γενικού Γραμματέα στις γαλλογερμανικές σχέσεις, κοινή εθνική γιορτή κ.α.
Η διαφαινόμενη πολιτική «ένωση» Γαλλίας-Γερμανίας θα της δώσει, εκ των πραγμάτων, πολιτική πρωτοκαθεδρία στην Ευρώπη, θ’ αλλάξει όμως εκ βάθρων τη σημερινή φύση της ευρωπαϊκής ιδέας. 0 φόβος του Μπρεζίνσκι, ότι δηλαδή «η Ευρώπη θα έπαυε να είναι το ευρασιατικό προγεφύρωμα της αμερικανικής δύναμης και το δυνητικό εφαλτήριο για την επέκταση του παγκόσμιου δημοκρατικού συστήματος στην Ευρασία», δεν θα επαληθευτεί από μια «εθνικιστική» Γερμανία, που ήδη από το 1995 έδειξε μεγάλα σημάδια κόπωσης, αλλά πιθανότατα από μια γαλλογερμανική «ένωση». Σε μια τέτοια περίπτωση, το προγεφύρωμα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού θα σταματά στη θάλασσα της Μάγχης. Κατά συνέπεια θα υποβαθμιστεί και ο ρόλος της Βρετανίας, που ως γνωστόν «υπονομεύει» εκ συστήματος όλες της προσπάθειες της ηπειρωτικής Ευρώπης για οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση.
Βεβαίως μια τέτοια, με βάθος χρόνου, εξέλιξη γεννά εύλογες ανησυχίες και σε πολλές μικρές ευρωπαϊκές χώρες, καθώς επανέρχονται πάλι στο προσκήνιο έννοιες όπως «μεταβλητή γεωμετρία» και «σκληρός ευρωπαϊκός πυρήνας». Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι λαοί της Ευρώπης δεν αντιλαμβάνονται ποιο είναι σήμερα το επιθετικότερο τμήμα του ιμπεριαλιστικού μπλοκ, και ποιους σκοπούς εξυπηρετεί πλέον το NATO. Για τους ευρωπαίους πολίτες, που πέρα από έναν ειρηνικό κόσμο επιθυμούν και έναν δικαιότερο, ο βασικός αντίπαλος δεν βρίσκεται εντός των τειχών, αλλά εκτός, στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού. Εξάλλου, η ανησυχία αλλά και η οργή της μεγάλης πλειοψηφίας της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης για όσα προετοιμάζει ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός είναι προφανής, έχουν προσμετρηθεί σε μια σειρά από δημοσκοπήσεις και έγιναν ορατές στις μεγαλειώδεις αντιπολεμικές διαδηλώσεις της 15ης Φεβρουαρίου.
Παρά τις όποιες επιφυλάξεις για τις πραγματικές διαθέσεις του Σρέντερ, ενός πολιτικού κατά τ’ άλλα «χωρίς αρχές και ιδιότητες», είναι ειρωνεία της τύχης που το όνομά του πιθανόν να συνδεθεί με το κλείσιμο ενός ιστορικού κύκλου, που επεδίωξε ανεπιτυχώς να κλείσει ένας πολιτικός του διαμετρήματος του Ντε Γκωλ, να αποδεσμεύσει δηλαδή την Γερμανία από την αμερικανική κηδεμονία. Ο “γερμανικός δρόμος”, το πετυχημένο προεκλογικό μήνυμα του Σρέντερ, ίσως αποδειχθεί πολύ σημαντικότερο από ένα ψηφοθηρικό τέχνασμα. Ένα σημαντικό μέρος της πολιτικής ελίτ, στη Γερμανία αλλά και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, δείχνει πάντως προδιάθεση να αναλάβει το ρίσκο της χειραφέτησης, μετρώντας προσεχτικά τις αντοχές της, και γνωρίζοντας ότι στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι λαοί της Ευρώπης, ανεξάρτητα από τις κυβερνήσεις τους, έστειλαν ήδη το δικό τους μήνυμα.
Επίλογος
Σε ό,τι αφορά τον πόλεμο, κανείς δεν αναμένει ότι στη παρούσα συγκυρία η Γαλλία και η Γερμανία μπορούν να τραβήξουν στα άκρα και να πετύχουν περισσότερα από μια καθυστέρηση της έναρξης του πολέμου στον Περσικό Κόλπο. Το γεγονός και μόνο ότι, την ώρα που οι ΗΠΑ και οι δορυφόροι τους θα ισοπεδώνουν το Ιράκ του παρηκμασμένου δικτατορίσκου Σαντάμ, 7000 γερμανοί στρατιώτες θα φρουρούν τις 95 στρατιωτικές εγκαταστάσεις των ΗΠΑ στη Γερμανία, δείχνει πως ο δρόμος της χειραφέτησης θα είναι πολύ μακρύς. Η καθυστέρηση αυτή δείχνει όμως ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν πλέον να στηριχθούν σε όλα τα μέλη του NATO. Γι αυτό άλλωστε και οι ανησυχίες του Χένρυ Κίσσιγκερ για την πιθανότητα διάλυσης του NATO και οι προσπάθειες των ΗΠΑ για σύναψη διμερών σχέσεων αυτοκρατορικού τύπου.
Τελικά, αυτό που πρέπει να αντιμετωπιστεί, σε πολιτικό επίπεδο, είναι μια εγκληματική, τυχοδιωκτική και αλαζονική νοοτροπία, πίσω από την οποία στέκεται ο με απόσταση ισχυρότερος στρατός του κόσμου. Γεγονός που εκ των πραγμάτων δυσχεραίνει πολύ τη λήψη αποφάσεων συγκρουσιακού τύπου και απαιτεί όντως σύνεση και ισορροπημένη στάση. Σε κάθε περίπτωση πάντως το μήνυμα αντίστασης που στέλνει η «παλαιά Ευρώπη» έφθασε και στην υπεροπτική Νέα Ρώμη, που στο μεταξύ θεωρεί κάθε αποκλίνουσα από τη δική της άποψη σαν πρόκληση. Αυτό που κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει είναι πώς αυτή θα αξιολογήσει αυτό το μήνυμα και κυρίως πώς θ’ αντιδράσει, όταν θα έχει πετύχει τους σκοπούς της στο Ιράκ αλλά και στ’ άλλα κράτη-μέλη του «άξονα του κακού», που πιθανότατα θα υποστούν την ίδια βάρβαρη μεταχείριση με τον ιρακινό λαό, που όχι μόνο στενάζει κάτω από μια σκληρή δικτατορία αλλά και αιμορραγεί από το εγκληματικό εμπάργκο που του επέβαλαν οι ΗΠΑ.
Αθήνα, 17-2-2003