Αρχική » 30 χρόνια μετά τη λήξη της πολιορκίας

30 χρόνια μετά τη λήξη της πολιορκίας

από Θανάσης Τζιούμπας

του Θ. Τζιούμπα, από το Άρδην τ. 44, Νοέμβριος 2003

ΓΝΩΡΙΣΑ ΤΗΝ ΜΑΡΙΝΑ πριν μάθω το όνομα της, μέσα απ’ τις γεμάτες παράσιτα και παρεμβολές συχνότητες της Ντόυτσε Βέλλε, άνοιξη του ’74, ακούγοντας σε πρώτη ραδιοφωνική μετάδοση το «κατάσταση πολιορκίας» σε μουσική Θεοδωράκη.

«…πώς να μετρήσω την πορεία μου τεθλασμένη, την απρόβλεπτη τροχιά της απουσίας σου, μέσα σε τούτο το αμείλικτο διαστημόπλοιο, μες’ την καρδιά της πόλης που ήταν κάποτε δική μας

και τώρα την εξουσιάζουνε τα τανκς. Εφτάπυλο το χάος, στεγανό πολιορκημένο μέσα κι έξω από το φόβο με τα χίλια πρόσωπα

Οι φωνές των ανιάτων κοπάζουν κάθε βράδυ στις πεντέμισυ

Οι σειρήνες λεηλατούν κάθε βράδυ τη σιωπή Οι κοιμισμένοι κάθε βράδυ ανεξιχνίαστοι νεκροί

Και πάλι, πάντα, που να’ναι τα χέρια σου; Η φωνή σου πού;

θ’ αντέξουν κι απόψε τα τοιχώματα ; Η θά χυμήξει το σκοτάδι; Πώς να μετρήσω;

Καθώς η πρώπι γνώση της μοναξιάς που σημαδεύει- έφηβο κιόλας το παιδί

η απουσία σου καρφώθηκε μαχαίρι κατακόρυφο στον χωρόχρονο μου άνοιξε από παντού ξετρελλαμένα στόματα η ασχήμια, που ενεδρεύει να με καταβρόχθιση.

ο πληγωμένος χρόνος σπαρταράει, μ’ αφύσικα τινάγματα η μελλοθάνατη είμ’ εγώ Και γύρω μου, παντού, καταμεσίς, κατάστηθα στο χάος, στην καρδιά μου, αιμόσυρτες οι τροχιές τος από την αθωότητα στο φόνο, κι απ’ τον φόνο στην τύψη, στο μοιρολόι κι’ από κεί στον άλλο φόνο…»

Κι ήταν η κραυγή από την ταράτσα των φυλακών Αβέρωφ, παραμορφωμένη από την απόσταση , ήταν η οργή της πεσμένης πόρτας του Πολυτεχνείου, ήταν η απόγνωση μπροστά στον «κανονικόν ρυθμόν της ζωής όστις επα-νήλθεν εις την πρωτεύουσαν»

«…Μακρυά, πολύ μακριά, ακούγεται η ζωή ψηλά, πολύ ψηλά λάμπουν τα φώτα -ίσως-τα φώτα που μας έκλεψαν, της πολιτείας που μας έκλεψαν

κι’ η θύμιση απ’ το τελευταίο λιόγερμα και τα βουνά γύρω δικά μας.

Μακρυά, πολύ μακριά, υπάρχης. πρέπει να υπάρχης

Σα να μπορώ ν’ αφουγκραστώ το γέλιο σου, ξανθό, πίσω απ’ τους λεκιασμένους τοίχους Κάποτε όλα θα μαθευτούνε που θ’ αναλυώσει το παγωμένο κέντρο της μνήμης -τώρα, παντού, «η κατάθεσή μου, να θυμάμαι τι είπα στην κατάθεσή μου»-και θα ξανάρθουνε τα χρώματα – ίσως-κάποτε που θ’ ανοιχτούν οι πόρτες των τάφων, των

σπιτιών, των φυλακών, των νόμων να λογαριάσουμε τους νεκρούς μας, να μοιραστούμε τα

καινούργια μας τραγούδια Κάποτε

θα μάθης κι εσύ τα υπόλοιπα, θα θυμηθης κι εσύ…»

Αυτό που θελήσαμε να εξορίσουμε από την μνήμη μετά την μεταπολίτευση ήταν η πικρή γεύση της ήττας, η απελπισία μπροστά στη σιωπή των πολλών, η βεβαιότητα ενός επικείμενου θανάτου, η καταθλιπτική αίσθηση της ερπύστριας πάνω στα όνειρά μας, τις μέρες μας, η λεηλασία των δεκαοκτώ μας χρόνων, ο φόβος που δεν ταίριαζε με το προφίλ των ηρώων των σχολικών εορτών.

«…Καθώς το παίδι, που σημαδεύεται απ’ την πρώτη γνώση της μοναξιάς ο καιρός κι η απαντοχή θα κάνουνε συντρίμμια την καρδιά μου

και θάχω χάσει για πάντα τους δρόμους, τους δρόμους μου, σαν θα μ’ αφήσουνε να βγω από δώ Θα γυρίζω γυρεύοντας σε παντού, στα ισοπεδωμένα τοπία, στα κομματάκια εκείνου του καθρέφτη, στις σπαταλημένες ματιές, να βρώ ξανά το πρόσωπο σου, την καρδιά μου γυρεύοντας και θα μιλώ, και θα μιλώ τούτη τη γλώσσα, που ήταν κάποτε δική μας,

που ήταν κάποτε το μόνο δικό μας που μας είχε απομείνει

μέσα στους ίσκιους των νεκρών χρωμάτων, των νεκρών εικόνων

όταν οι νύχτες μας ήταν απλά επεισόδια της μεγάλης νύχτας που άρχισε πριν- πόσο καιρό; Πώς να μετρήσω τον καιρό εδώ μέσα, τις σεληνιακές σου διαλείψεις, τ’ αστρικά σου πηδήματα πώς να μετρήσω την πορεία μου τεθλασμένη, την απρόβλεπτη

τροχιά της απουσίας σου, μέσα σε τούτο το αμείλικτο διαστημόπλοιο, μες’ την καρδιά της πόλης που ήταν κάποτε δική μας

και τώρα την εξουσιάζουνε τα τάνκς. Εφτάπυλο το χάος, στεγανό πολιορκημένο μέσα κι έξω από το φόβο με τα χίλια πρόσωπα

Οι φωνές των ανιάτων κοπάζουν κάθε βράδυ στις πεντέμισυ Κι ύστερα, σαν σε βίντεο σε γρήγορο ρυθμό η μαχαιριά στο κορμί της Κύπρου, η μεταπολίτευση, το μεθύσι της ελευθερίας και αναπάντεχης νίκης μέσα από την απόλυπ] όπως έμοιαζε στο μυαλό μας ήπας.

Κι ύστερα, καθώς η ζωή ξανάφερνε την ελπίδα και οι πεισιθάνατοι ίσκιοι τραβιόντουσο. στο πίσω μέρος του κεφαλιού, ήρθε η ώρα τω. ρητόρων και της εξαργύρωσης, όλα αυτά μοιάζαν πια σαν μνήμες κινηματογραφικής ταινίας κι όχι σαν βιώματα, τόσο αταίριαστα με μια πραγματικότητα που ερχόταν θαρρείς από κάπου

Οι σειρήνες λεηλατούν κάθε βράδυ τη σιωπή Οι κοιμισμένοι κάθε -βράδυ ανεξιχνίαστοι νεκροί

Και πάλι, πάντα, που να’ναι τα χέρια σου; Η φωνή σου πού;

Θ’ αντέξουν κι απόψε τα τοιχώματα ; Η θά χυμήξει το σκοτάδι; Πώς να μετρήσω;

Καθώς η πρώτη γνώση της μοναξιάς που σημαδεύει- έφηβο κιόλας το παιδί

η απουσία σου καρφώθηκε μαχαίρι κατακόρυφο στον χωρόχρονο μου άνοιξε από παντού ξετρελλαμένα στόματα η ασχήμια, που ενεδρεύει να με καταβρόχθιση.

ο πληγωμένος χρόνος σπαρταράει, μ’ αφύσικα τινάγματα η μελλοθάνατη είμ’ εγώ Και γύρω μου, παντού, καταμεσίς, κατάστηθα στο χάος, στην καρδιά μου, αιμόσυρτες οι τροχιές τος από την αθωότητα στο φόνο, κι απ’ τον φόνο στην τύψη, στο μοιρολόι κι’ από κεί στον άλλο φόνο, Να σου τραγουδήσω;

Μα κι η φωνή μου π’ αγαπούσες, μαχαιρωμένη.

φύκια των ουρανών μεσ’ την αγρύπνια τα μαλλιά μου π’ αγαπούσες, τα χέρια μου πλοκάμια απελπισμένα κι όπου κι αν ψάξω δε σε βρίσκω πια. Τετράγωνα κομμάτια σκοταδιού πίσω απ’ τα σίδερα

Η ρωμιοσύνη προδομένη, προδοσία, μαχαίρι στην καρδιά

Το πληγιασμένο φως μετά τις δέκα, οι θόρυβοι ανεξήγητοι, οι ανάσες Η δίχως νόημα θυσία, η πολιορκία, η απουσία, το τσιγάρο του φρουρού. Και θα μιλώ τούτη τη γλώσσα…»

Το μίσος για τους ανθρώπους της καθημερινότητας που περνούσαν από τη Μπουμπουλίνας δίχως να σηκώσουν το βλέμμα, νοιώθοντας κι εμείς τα κάγκελα να περισφίγγουν τις μέρες μας.

«…Ο χρόνος παραμορφώθηκε

Τα χρόνια που έρχονται παραμορφώθηκαν

Ξερεις που θα με βρεις

Εγώ ο φόβος. Εγώ ο θάνατος .Εγώ η μνήμη,

ανήμερη

Εγώ η θύμιση της τρυφεράδας του χεριού σου. Εγώ ο καυμός της χαλασμένης μας ζωής.

0α πολιορκώ το»κοίταζε τη δουλειά σου» με την αγωνία μου

0α θρυματίζω τον ύπνο τους μ’ άσεμνα, φρικιαστικά Βεγγαλικά

Σφαίρες αμέτρητες θα πέφτουν στους αδιάφορους διαβάτες ώσπου ν’ αρχίσουν να σφαδάζουν

ώσπου ν’ αρχίσουν ν’ αναρωτιούνται…» Η Απουσία, η Απουσία αυτού του μυστικού αγγίγματος τις στιγμές που η οργή, ο φόβος κι η ελπίδα μας έφερνε όσο πιο κοντά μπορούν να φτάσουν οι άνθρωποι, αυτή η Απουσία προσωποποιημένη σε Μορφές, υπαρκτές ή πλασμένες από τα σκοτάδια που μας τύλιξαν. . «… κι αν τώρα σε γυρεύω απελπισμένα στα πελώρια κύματα της αγρύπνιας μου κι αν τώρα κάθε που ανασαίνω βγαίνει τα’ όνομά σου όταν θ’ αρχίσω να γυρίζω στους σκοτεινούς δρόμους του κόσμου, με μια μόνο χούφτα φεγγαρόπετρες να μ’ οδηγούν

τυφλώνοντας τον κόσμο μ ε τις λάμψεις του τρελλού γέλιου σου, της καλόγριας που κρατούσε τα κλειδιά κουφαίνοντας τον κόσμο με τους ήχους της ταράτσας, με τις

κραυγές αυτών που βασανίστηκανκι αυτών που βασανίζουν

τραντάζοντας τον κόσμο με τη γλώσσα τούτη του θανάτου

Ισως τότε θάχης βρή το δρόμο στον δικό σου το λαβύρινθο

Ισως εσύ τότε να στέκεσαι περήφανο δεντρί, στο σταυροδρόμι του κόσμου

μ’ όλους τους ποταμούς να φτάνουν μυστικά στις ρίζες σου…»

Η αίσθηση της δύναμης μέσα από την επίγνωση της μοναξιάς, τότε που το Τρομερό είχε πια συμβεί. Η ελπίδα, το αγαπημένο πρόσωπο έξω από τον παραμορφωμένο μας χωροχρόνο, «τα παιδιά», κάποιος, να πιάσει το νήμα από κεί που κόπηκε, διασώζοντας τα λόγια, τα αισθήματα και τα νοήματα, ότι ορίζαμε σαν ύπαρξη τις μέρες εκείνες της υπέρβασης του Εγώ

«…Όμως θαρρώ, οι μόνοι που -ίσως-κατα-λάβουν θάναι τα παιδιά, πλούσια απ’ την κληρονομιά μας, πρώτη φορά τα παιδιά, σκληρά στη μνήμη, σκληρά σε μάς

θα διαβάσουν -ίσως -έγκαιρα τα’ αδέξια μηνύματα

των προτελευταίων ναυαγών

διορθώνοντας τα λάθη, σβήνοντας τα ψέματα

ονοματίζοντας σωστά, χωρίς ρομαντισμούς τα

παιδιά, χωρίς

αναγραμματισμούς ηλικίας

σημαδεμένα από την αστραπή, τη γνώση της

μοναξιάς,

της δύναμης , που σε μας άργησε τόσο πολύ ναρθη…»

Δεν βρήκα, τόσα χρόνια, καλύτερη ιστόρηση των ωρών εκείνων της πολιορκίας από το ποίημα της Μαρίνας, την «Κατάσταση πολιορκίας». “

αλλού, σε απόλυτη ασυνέχεια με το χθες.

Για χρόνια άκουγα και ξανάκουγα τα τραγούδια της κάτι τέτοιες Νοεμβριάτικες μέρες «ανεξήγητης» λύπης, παλεύοντας ανάμεσα στην επιθυμία να την ψάξω, να τη γνωρίσω, να ακούσω την φωνή που μπόρεσε και ζωγράφισε τη νύχτα με τόσα χρώματα, κι απ’ την άλλη το φόβο μην χάσω την εικόνα μιας πραγματικότητας ανάλλαχτης, έστω και σαν παλιά φωτογραφία παρελθούσας νιότης, μέσα σε έναν κόσμο που ισοπέδωνε τα όνειρα με μια σκληρότητα πιο μεγάλη απ’ αυτή μιας ερπύστριας.

Φέτος, 30 χρόνια μετά, είπα να κάνω το βήμα. Είχα αργήσει κάτι μήνες. Την πήρε το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας. Την έλεγαν Ρένα Χατζηδάκη.

Θανάσης Τζιούμπας

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ