Αρχική » Παγκοσμιοποίηση, αυτοκρατορία, ολοκληρωτισμός

Παγκοσμιοποίηση, αυτοκρατορία, ολοκληρωτισμός

από Άρδην - Ρήξη

του Δ. Κωσταντακόπουλου, από το Άρδην τ. 45, Ιανουάριος 2004

Η ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΙΚΗ, όσο και ανέλπιστη, ένοπλη αντίσταση του ιρακινού λαού, όπως επίσης των Παλαιστινίων και των Αφγανών, είναι το καινούργιο, θεμελιώδες δεδομένο του τελευταίου εξάμηνου. Μετά το μεγάλο, παγκόσμιο αντιπολεμικό κίνημα και την αντίθεση των περισσοτέρων μεγάλων δυνάμεων προς την αμερικανική πολιτική πριν από τον πόλεμο, που δεν κατάφεραν όμως να τον αποτρέψουν, η ιρακινή αντίσταση έχει στερήσει την Ουάσιγκτον από τις δάφνες μιας εύκολης νίκης και την έχει εμπλέξει σε ένα αδιέξοδο που αρχίζει να μοιάζει, τηρουμένων των αναλογιών, με αυτό που αντιμετώπισε στο Βιετνάμ – από μια άποψη είναι μάλιστα ακόμη πιο σημαντικό από το βιετναμικό, στο μέτρο που δεν υπάρχει πίσω από τους Ιρακινούς η υποστήριξη σε όπλα που είχαν οι Βιετναμέζοι από Σοβιετικούς και Κινέζους. Πρόκειται ουσιαστικά για ήπα των Αμερικανών, με την έννοια της εμπλοκής τους σε ένα αδιέξοδο – μια ήττα βεβαίως τακτική και όχι στρατηγική.

Με την αντίστασή τους οι Ιρακινοί αυξάνουν το πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό κόστος της κατοχής, ενισχύουν όσες δυνάμεις -σε Παρίσι, Βερολίνο, Μόσχα και Πεκίνο, μεταξύ άλλων-, επιδιώκουν μια πολιτική σχετικής τουλάχιστο ανεξαρτησίας απέναντι στην Ουάσιγκτον και δυσχεραίνουν την επέκταση των εκστρατειών στη Συρία, το Ιράν και άλλες χώρες-στόχους της Αμερικής. Δυσκολίες που επιβεβαιώνουν την ισχύ που εξακολουθεί να διαθέτει η ανθρώπινη ψυχή απέναντι στη στρατιωτική ισχύ, διαψεύδοντας εμπράκτως το πιο πειστικό από τα αμερικανικά πολιτικά επιχειρήματα-όπλα. Με μία έννοια, οι εξελίξεις ξανακάνουν επίκαιρο τον Κλαούζεβιτς, για τον οποίο μάλλον ο Πόλεμος είναι το εργαλείο της Πολιτικής, παρά το αντίστροφο.

Όσο σημαντικές κι αν είναι αυτές οι εξελίξεις, ο πόλεμος στο Ιράκ δεν είναι παρά ένα «επεισόδιο», πολύ σημαντικό ασφαλώς, αλλά μόνο επεισόδιο, μια μάχη, στον πόλεμο που όλο και σαφέστερα αποδεικνύεται ότι έχουν εξαπολύσει οι Ηνωμένες Πολιτείες, αφενός για λογαριασμό ιδίων και του Ισραήλ, αφετέρου του παγκόσμιου κεφαλαίου, εναντίον του Τρίτου Κόσμου, των εργαζομένων στις μητροπόλεις, των ατομικών, εθνικών και κοινωνικών δικαιωμάτων παγκοσμίως, αλλά και κάθε μεγάλης ή μικρής δύναμης που επιδιώκει οποιαδήποτε αυτονομία έναντι της Ουάσιγκτον. Οι όποιες διαμάχες στο ίδιο το αμερικανικό κατεστημένο γύρω από την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ δεν αφορούν την επιδίωξη της παγκόσμιας ηγεμονίας – αλλά τις μεθόδους, τα μέσα, τους ρυθμούς, τον ρεαλισμό και τις συμμαχίες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ συνεχίζουν, παρά τις δυσκολίες, την προετοιμασία του εδάφους για τις επόμενες εξορμήσεις σε Συρία και Ιράν. Όσο για την εκλογή του Ράμπο-Σβαρτσενέγκερ, στη θέση του κυβερνήτη του Καλιφόρνιας, συμβολίζει όσο τίποτα άλλο τη συνεχιζόμενη άνοδο των αυτοκρατορικών δυνάμεων και της κουλτούρας του θανάτου στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η σύγκρουση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και του Ισραήλ με τον αραβομουσουλμανικό κόσμο είναι και η πρώτη σοβαρή ιστορική ευκαιρία, και μαζί πρόκληση, μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, για την παγκόσμια αριστερά, ή ό,τι έχει απομείνει από αυτή, για μια πρώτη, στοιχειώδη ανασύνταξη των δυνάμεών της, μετά από τη σχεδόν έκλειψή της και την απίστευτη σύγχυση που της προκάλεσε η στρατηγική ήπα της στην εικοσαετία 1980-2000, με αποκορύφωμα την κατάρρευση, αν θέλετε αυτοκτονία από μια άποψη, της Σοβιετικής Ένωσης και την παλινόρθωση των αγριότερων μορφών του καπιταλισμού στις χώρες του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού». Μια ήττα που ξεκίνησε με την παρακμή και ήπα των κινημάτων του τρίτου κόσμου, συνεχίστηκε με την επικράτηση των νεοφιλελεύθερων δογμάτων και οδηγήθηκε στο αποκορύφωμά της με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Μια άλλη τέτοια ευκαιρία είναι ενδεχομένως ο αναβρασμός στη Νότιο Αμερική, που, μετά την καταστροφή που υπέστη από τον νεοφιλελευθερισμό, μπήκε τώρα σε μια φάση εκρηκτικής ανόδου των λαϊκών κινημάτων, που, αργά ή γρήγορα, θα οδηγήσει, πιθανώς, και σε μείζονες συγκρούσεις.

Ο αδίστακτος, απερίφραστος χαρακτήρας της αμερικανικής πολιτικής έχει το πλεονέκτημα να ξεκαθαρίζει επαρκώς τα πράγματα, ιδίως σε ένα φάσμα πολιτικών και διανοουμένων στην Ευρώπη (αλλά ακόμα τη Ρωσία, την Κίνα και την Ινδία, τον αραβικό κόσμο), οι οποίοι δυσφορούν μεν με την αυτοκρατορική επέκταση των ΗΠΑ, δεν επιθυμούν όμως να αντιτάξουν στην Ουάσιγκτον μια αντίσταση που θα οδηγούσε σε ρήξη μαζί της – ή, που, βαθιά ηττημένοι και απογοητευμένοι από την ιστορική ήπα της παγκόσμιας αριστεράς, έχοντας αποδεχθεί ότι, τι να κάνουμε, ζούμε στον καλύτερο «δυνατό κόσμο», διστάζουν προτού ξαναδιεκδικήσουν τα συνθήματα και προγράμματά της. Στο βιβλίο του π.χ. «Μετά την Αυτοκρατορία», ο Εμμάνουελ Τοντ μάς προτρέπει να διαχειρισθούμε την «παρακμή» της Αμερικής. Ο Έρικ Χομπσμπάουμ, σε ένα άρθρο του στην Μοντ Ντι-πλοματίκ, καταλήγει ότι πρέπει να «εκπαιδεύσουμε» την Αμερική. Ο Πέρυ Άντερσον δεν μας προτείνει τίποτα – υποστηρίζει ότι η Αμερική έχει ήδη νικήσει. Συνήθως, από αυτές τις εκτιμήσεις και τα πρακτικά συμπεράσματα στα οποία καταλήγουν, μαθαίνουμε περισσό-

τερα για την ψυχολογική προδιάθεση των συγγραφέων και λιγότερα για το τι πραγματικά συμβαίνει ή πρέπει να κάνουμε.

Ούτε όμως οι φιλελεύθεροι, ούτε οι μαρξιστές, έχουν ακόμη ολοκληρώσει μια επιστήμη ικανή να προβλέψει την κοινωνική εξέλιξη. Για την αριστερά έχει περισσότερη σημασία να αφομοιώνει θεωρητικά την πείρα του παρελθόντος και, κυρίως, να παρακολουθεί πρακτικά τη δράση των εθνικών και κοινωνικών δυνάμεων που αντιστέκονται, από το να προβάλλει άγουρα θεωρητικά σχήματα σε μεταβαλλόμενες πραγματικότητες.

Η πολύμορφη, πρακτική αλληλεγγύη προς τους ανθιστάμενους Αραβομουσουλμάνους μοιάζει σήμερα ο μοναδικός δρόμος για να αρχίσει μια πιθανώς μακρά διαδικασία ανασύνταξης της διεθνούς αριστεράς. Μοιάζει επίσης ο μοναδικός τρόπος για να αποτραπεί το χάσμα μεταξύ εργαζομένων στις καπιταλιστικές μητροπόλεις και Τρίτου Κόσμου, αλλά και να ενισχυθούν όσες, έστω λίγες δυνάμεις, αντιπαλεύουν τη ροπή του αραβικού κινήματος προς αντιδραστικές, φονταμενταλιστικές ιδεολογίες. Αν οι Αραβομουσουλμάνοι αντιλαμβάνονται τον υπόλοιπο κόσμο ως ένα ενιαίο μπλοκ που τους αντιμάχεται, τότε ποια άλλη λύση έχουν από το να προσφύγουν, να αναδιπλωθούν, σε ένα καθ’όλα σεβαστό, ελάχιστα όμως ελπιδοφόρο, μυθολογικό και ιστορικό παρελθόν και στις μεθόδους της τυφλής, αυτοκτονικής τρομοκρατίας εναντίον των καταπιεστών τους. Ιδιαίτερη σημασία από την άποψη αυτή έχει η καταδίκη της σιωνιστικής πολιτικής και η απαίτηση μιας καθαρής θέσης από όλους απέναντι στην πολιτική του Ισραήλ, που δεν είναι σήμερα ένας απλός σύμμαχος, έστω και πολύ σημαντικός, της Ουάσιγκτον. Αλλά που, χάρη στην επιρροή που διαθέτει στους κόλπους του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου και, κατ’ επέκταση, στα παγκόσμια ΜΜΕ, τα πανεπιστήμια κλπ., αλλά και χάρη σε μια εξαιρετικά επεξεργασμένη, μακροχρόνια στρατηγική και την αποφασιστικότητα να την εφαρμόσει, έχει πλέον καταστεί αναπόσπαστο τμήμα του ίδιου του αυτοκρατορικού πυρήνα, με μια συμμαχία χριστιανών και εβραίων φοντα-μενταλιστών να έχει αποκτήσει την εξουσία στην Αμερική.

Παγκοσμιοποίηση ή Αυτοκρατορία;

Ο όρος «παγκοσμιοποίηση» πρωτοχρησιμοποιήθηκε στις αρχές με μέσα της δεκαετίας του 1990, για να περιγράψει τον κόσμο που ανεδύθη μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου. Ενίοτε αμφισβητήθηκε στο καθαρά οικονομικό πεδίο, με την επίκληση π.χ. του ύψους των διεθνών εμπορικών ανταλλαγών ως ποσοστό του παγκοσμίου ΑΕΠ, που ορισμένοι υποστηρίζουν ότι είναι σήμερα κατώτερο από αυτό αμέσως πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μερικοί επέμειναν εξ άλλου στον «αιώνιο» χαρακτήρα και την ασυνήθιστη ικανότητα επιβίωσης του εθνικού, αν όχι και του θρησκευτικού, φαινομένου. Οι περισσότεροι αποδέχθηκαν πάντως τον όρο. Ακόμα και στο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης μια ισχυρή τάση τάσσεται σήμερα υπέρ της «εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης», πιθανώς γιατί δεν επιθυμεί στο βάθος μια πλήρη ρήξη με το υπάρχον διεθνές σύστημα.

Η αποδοχή των όρων δεν είναι ουδέτερη υπόθεση – συχνά υποδηλώνει και αποδοχή μιας ορισμένης πραγματικότητας. Ο όρος «παγκοσμιοποίηση» αντανακλά πιστά ορισμένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του κόσμου μας. Την ενοποίηση του σε μια διεθνή αγορά, με τη μερική εξαίρεση της Κίνας, την ιδεολογική του ενοποίηση, με την εξαφάνιση του κυριότερου πρακτικού παραδείγματος εναλλακτικής προς τον καπιταλισμό οργάνωσης της οικονομίας, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Την πολιτιστική του ενοποίηση, με την παγκόσμια κυριαρχία των αξιών της Αμερικής, του άκρατου ατομικισμού και ανταγωνισμού και τη μετατροπή των αγγλικών, όλο και περισσότερο, σε παγκόσμια γλώσσα. Την πολιτικο-στρατιωτική του ενοποίηση, με την ανάδυση μιας δύναμης που υπερέχει σημαντικά σε όλα τα πεδία ισχύος από όλες τις άλλες μεγάλες δυνάμεις, παρμένες ξεχωριστά.

Αν τον χρησιμοποιούσαν έτσι, ο όρος «παγκοσμιοποίηση» θα ήταν ίσως ακριβής. Πρακτικά όμως η «παγκοσμιοποίηση» χρησιμοποιείται συχνά μέχρι τώρα κατά τρόπο που συσκοτίζει τον άνισο χαρακτήρα της «ομοιογενοποίησης» ενός κόσμου, στον οποίο η απόσταση μεταξύ φτωχών και πλουσίων χωρών τείνει διαρκώς να αυξάνεται, όπως και η απόσταση μεταξύ πλουσίων και φτωχών στις μητροπολιτικές καπιταλιστικές κοινωνίες. Είναι αλήθεια ότι οι ΗΠΑ επηρεάζουν σήμερα τη Γκάνα όπως ίσως ποτέ στην ιστορία, είναι όμως αλήθεια ότι η Γκάνα επηρεάζει επίσης πολύ λιγότερο, απ’ότι στο παρελθόν, επί ψυχρού πολέμου αίφνης, τις ΗΠΑ. 0 όρος παγκοσμιοποίηση συσκοτίζει επίσης τον βίαιο, καταναγκαστικό χαρακτήρα του αναδυόμενου κόσμου, σαφή όχι μόνο στους πολέμους που έχουμε κιόλας δει να ξεσπούν και στις μεθόδους οικονομικού αποκλεισμού (εμπάργκο) χωρών, αλλά και στις καταρχήν ειρηνικές φαινομενικά οικονομικές, εμπορικές, πολιτικές σχέσεις, μετά το 1990. Οι κανόνες του ΠΟΕ μπορεί να είναι περισσότερο θανατηφόροι από τις βόμβες. Μια φωτογραφία αξίζει, λένε, όσο χίλιες λέξεις. Δεν υπάρχει ίσως καλύτερη απεικόνιση του πραγματικού χαρακτήρα του «παγκοσμιοποιημένου» κόσμου μας από τη φωτογραφία που δημοσιεύτηκε στην Ιντερνάσιοναλ Χέραλντ Τρίμπιουν, μεσούσης της σύγκρουσης στο Αφγανιστάν: ένα θωρακισμένο φρουρούσε ένα Μακ Ντόναλντ στο Ραβαλπίντι του Πακιστάν.

Όπως είπαμε προηγουμένως, λίγα πράγματα μπορούμε να μάθουμε από τους Ευρωπαίους διανοουμένους για τη φύση του κόσμου μας – ρέπουν συστηματικά προς την υποτίμηση ή την υπερτίμηση της αμερικανικής ισχύος, γιατί δεν θέλουν να της αντιπαρατεθούν. Στην Ευρώπη κυριάρχησαν για 10-15 χρόνια τα συνθήματα και οι θεωρίες της «ευτυχούς παγκοσμιοποίησης» ή μιας μόνιμης, καντιανής ειρήνης («Η Διαρκής Ειρήνη» είναι ο τίτλος ενός δοκιμίου του Γιούργκεν Χάμπερμας, ηλικίας ήδη δέκα ετών). Οι Ευρωπαίοι αγνόησαν στην πλειοψηφία τους, ή αντιμετώπισαν αφ’ υψηλού τους Αμερικανούς θεωρητικούς. Πολύ λιγότερο ικανοί και καταρτισμένοι ως θεωρητικοί, ίσως μάλιστα ελάχιστα άξιοι να φέρουν ένα τέτοιο τίτλο, οι Αμερικανοί όμως λένε, εδώ και πολλά χρόνια, πολύ σοβαρά πράγματα. Και λένε πιο σοβαρά πράγματα, γιατί είναι αυτοί που, με την πρωτοβουλία τους, προσπαθούν να διαμορφώσουν τον καινούργιο μετασοβιετικό, μετασοσιαλι-στικό, μεταουτοπικό κόσμο, τον νέο αμερικανικό (εβραϊκό θα έλεγαν μερικοί) αιώνα. Μάλιστα, όσο περισσότερο η Ουάσιγκτον στηρίζεται κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, στη βία, τόσο λιγότερο οι εκπρόσωποι της στον χώρο των ιδεών και της πολιτικής, δεν βρίσκουν λόγο να μασάνε τα λόγια τους. Νοιώθουν ότι έχουν μπει στον δρόμο της παγκόσμιας κυριαρχίας και διεκδικούν όλο και περισσότερο τον ρόλο αυτό, μιλάνε οι ίδιοι καθαρά για την υπό οικοδόμηση «Αυτοκρατορία» τους, την ώρα που, πολλοί Ευρωπαίοι και Ρώσοι, μάταια πασχίζουν να αποδείξουν ότι Αυτοκρατορία δεν υπάρχει κι ότι, αν υπάρχει, είναι μια παροδική τρέλα μιας ομάδας ψυχοπαθών, κι ότι ούτως ή άλλως θα πέσει από μόνη της, από τα δικά της αναπόφευκτα προβλήματα και όχι από τη δική τους αντίσταση και ρήξη. (Οι Κινέζοι, αν και λιγότερο αφελείς, παραμένουν δέσμιοι της παρακαταθήκης του Ντενγκ, να μη συγκρουστούν για πενήντα χρόνια με τους Αμερικανούς, και της ελπίδας τους να συνδυάσουν οικονομική ανάπτυξη και ειρήνη για τις δεκαετίες που έρχονται, αποβλέποντας ίσως, στο τέλος-τέλος, και σε ένα δικό τους, κινεζικό 22ο αιώνα).

Επιφανής ιδεολόγος των Ρεπουμπλικάνων, ο Τσαρλς Κραουτχάμερ υποστήριξε, πριν καλά-κα-λά τελειώσει ο ψυχρός πόλεμος, ότι η Αμερική βρίσκεται στη θέση της Ρώμης μετά την καταστροφή της Καρχηδόνας. Η εκτίμηση είναι πιθανότατα εσφαλμένη, η υιοθέτηση της όμως εξυπηρετεί την επιδίωξη της αμερικανικής άκρας δεξιάς να δώσει ώθηση στην αυτοκρατορική επέκταση. Λίγο αργότερα, ο Πωλ Γούλφοβιτς επεξεργάσθηκε μια στρατηγική αναθεώρηση για λογαριασμό του Πενταγώνου. Η έκθεση του παραμένει και σήμερα απόρρητη, σε αντίθεση με όσες ανάλογες εκπονήθηκαν πριν και μετά. Από τις διαρροές γνωρίζουμε ότι η κεντρική ιδέα του είναι η προληπτική δράση για να αποτραπεί η εμφάνιση ενός αντίπαλου δέους προς τις ΗΠΑ. Ο Σάμιουελ Χάντιγκτον υποσχέθηκε έναν βίαιο κόσμο προφητεύοντας τη σύγκρουση των πολιτισμών. Ο Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι θεώρησε, ούτε λίγο ούτε πολύ, περίπου αυτονόητη επιδίωξη την αμερικανική κυριαρχία στο… Ουζμπεκιστάν και το Καζακστάν και τη διάλυση της Ρωσίας. Ο Μπομπ Ντόουλ επανόρισε τα ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ ως περιλαμβάνοντα, όχι μόνο τη Μέση Ανατολή, αλλά, επεκτεινόμενα, την Κεντρική Ασία και τμήμα τουλάχιστον της… Σιβηρίας. Η Υπουργός Αεροπορίας του Κλίντον έθεσε ως επιδίωξη να μπορούν οι Αμερικανοί, μέσα σε είκοσι χρόνια, να εντοπίζουν, παρακολουθούν και καταστρέφουν οποιοδήποτε αντικείμενο στον αέρα, την επιφάνεια ή κάτω από το έδαφος της Γης. Τα σχέδια εισβολής και κατοχής του Ιράκ και των πετρελαίων του εκπονήθηκαν από τους Γούλφοβιτς, Περλ και Νετανιάχου προ πολλών ετών, μαζί με σχέδια εναντίον της Συρίας και του Ιράκ. Το 2002, οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις ασκήθηκαν με το σενάριο μιας ολοκληρωτικής σύγκρουσης με την Κίνα, τοποθετημένης χρονικά το 2017. Σήμερα, ακόμα και στο φιλελεύθερο Χάρβαρντ, έως πρόσφατα αλλεργικό στην έννοια της αποικιοκρατίας, μια θετική αναφορά στην αυτοκρατορία αποτελεί must. Το καλοκαίρι, το American Enterprise Institute, οργάνωσε μια ημερίδα με θέμα «Γιατί οι ΗΠΑ είναι και πρέπει να είναι Αυτοκρατορία». Δεν έπεφτε καρφί.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες διεκδικούν τώρα και ασκούν το δικαίωμα να παρεμβαίνουν με κάθε μέσο, και στρατιωτικά, οπουδήποτε στον κόσμο νομίζουν, τοποθετούν και τυπικά πάνω από το διεθνές, το αμερικανικό δίκαιο, θέλουν τους υπόλοιπους να υποτάσσονται στα οικονομικά τους συμφέροντα, αρνούνται όμως οι ίδιες να παίξουν ακόμη και με τους ραμμένους και κομμένους στα μέτρα τους νεοφιλελεύθερους κανόνες του ΠΟΕ. Ασφαλώς, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός υπήρξε ένα σχεδόν μόνιμο χαρακτηριστικό των ΗΠΑ, από τότε που στάθηκαν στα πόδια τους. Αυτό που ξεχωρίζει το σημερινό φαινόμενο, που μας επιτρέπει να χρησιμοποιούμε τον όρο «Αυτοκρατορία» για να περιγράψουμε το υπό διαμόρφωση διεθνές σύστημα, είναι το εξής: /. Δεν υφίσταται οποιοδήποτε, έστω και λίγο συγκρίσιμο, στρατηγικό αντίβαρο προς την Αμερική. Πρόκειται για φαινόμενο σπάνιο στην ιστορία, παρουσιάστηκε με την αρχαία Ρώμη, την Κίνα, μία ή δύο φορές στην ιστορία της, ή το εγχείρημα της μεγάλης Ισπανίας των Αψβούργων. Αυτό το γεωπολιτικό σχεδόν μονοπώλιο στρατηγικής ισχύος εξηγεί και τον απροσχημάτιστο χαρακτήρα της αμερικανικής πολιτικής, που καθιστά τη βία όχι μόνο εργαλείο, αλλά και σχεδόν το μοναδικό επιχείρημά της. Δεν χρειάζεται να μας αγαπάνε, αρκεί να μπορούν να μας προβλέψουν, έγραψε το γεράκι των Ρεπουμπλικανών Νιουτ Γκίνγκριτς αυτό το καλοκαίρι στο Φόρεϊν Πόλισυ, εννοώντας αρκεί να μας φοβούνται. Τα τελευταία χρόνια, η Αμερική, ο παγκόσμιος καπιταλισμός και το Ισραήλ πηγαίνουν από θρίαμβο σε θρίαμβο. Είναι λογικό να οδηγηθούν και σε υπερτίμηση των δυνάμεών τους και να μπουν στον πειρασμό να τις χρησιμοποιήσουν τώρα, στο ζενίθ τους. Η ανάδυση στην αμερικανική εξουσία μιας εμφανώς τυχοδιωκτικής, εξτρεμιστικής πολιτικής ομάδας δεν είναι ένα ατύχημα, αλλά μάλλον το καλύτερο σύμπτωμα μιας αυτοκρατορικής δυναμικής που αναπτυσσόταν μέχρι τώρα πρακτικά ανεμπόδιστη και που χρειάζεται τέτοιο ακραίο πολιτικό προσωπικό για να τη διαχειρισθεί.

2. Το μέγιστο γεωπολιτικής ισχύος της Αμερικής ενισχύεται από το ότι βρισκόμαστε σε ένα ιστορικό ελάχιστο αμφισβήτησης του καπιταλισμού. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, το 1991, μοιάζει να κλείνει μια ολόκληρη ιστορική περίοδο που ξεκίνησε με τη συγγραφή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου και τις επαναστάσεις του 1848 και μπορεί ίσως να συγκριθεί με την περίοδο που ακολούθησε την ήττα του Ναπολέοντα. Η Αμερική ενισχύεται ιδιαίτερα από το φαινόμενο, γιατί δεν δρα μόνο ως εκφραστής των δικών της συμφερόντων, αλλά ταυτόχρονα και ως θεματοφύλαξ των συλλογικών συμφερόντων του παγκόσμιου καπιταλισμού και ιδίως του «Λευκού Φρουρίου» των αναπτυγμένων οικονομιών του, εναντίον της Ρωσίας, του τρίτου κόσμου και της Κίνας. Ευνοείται επίσης περισσότερο από την επικράτηση παγκοσμίως των αξιών του άκρατου ατομικισμού και ανταγωνισμού, πάνω στις οποίες έχει η ίδια, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο, οικοδομηθεί.

3 – Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας ζούμε μια απίστευτη συγκέντρωση εξουσίας και πλούτου παγκοσμίως, που ισοπεδώνει όσο ποτέ άλλοτε άτομα, λαούς και κοινωνικές ομάδες και καθιστά ακόμη σημαντικότερο το όποιο στρατηγικό πλεονέκτημα στη διεθνή κατανομή ισχύος (αρκεί να ελέγξεις 30.000 ανθρώπους σε μια χώρα για να την ελέγξεις πλήρως). Κυρίως όμως ζούμε μια τεχνολογική επανάσταση που επιτρέπει, για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, στο αυτοκρατορικό κέντρο να αντιμετωπίσει μια κυριαρχία όχι μόνο εδαφική, γεωπολιτική, αλλά και μια κυριαρχία που να εκτείνεται σε όλες τις σφαίρες της ζωής, στο διάστημα, την πληροφορία, το περιβάλλον, το μυαλό και το DNA τελικά των ανθρώπων. Ένα τέτοιο περίπου σχέδιο είναι αυτό που εκπόνησε το Project for a New American Century, στο οποίο συμμετείχαν όλοι σχεδόν οι ηγέτες της πολιτικής τάσης που κυβερνά σήμερα την Αμερική.

Η δομή και οι προοπτικές της αυτοκρατορίας

Στο διάσημο βιβλίο τους «Αυτοκρατορία», οι Νέγκρι και Χαρντ περιγράφουν μια θεμελιωδώς καλή και ακέφαλη αυτοκρατορία. Όπως όμως μπορούμε να διαπιστώσουμε περίπου δια γυμνού οφθαλμού, η αυτοκρατορία και καθόλου καλή δεν είναι και κεφάλι έχει. Στο κέντρο της είναι ένα έθνος-κράτος, πολύ ιδιαίτερο ασφαλώς, απολύτως όμως υπαρκτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, που λειτουργούν υπό διπλή ιδιότητα, ως εκπρόσωποι των δικών τους (και εν πολλοίς των ισραηλινών) συμφερόντων και ως εκπρόσωποι των συμφερόντων του παγκόσμιου καπιταλισμού γενικά και του δυτικού κόσμου ειδικά. Η πραγματική Γερουσία, με τη ρωμαϊκή έννοια του όρου, της Αυτοκρατορίας είναι οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, οι περισσότερες αμερικανικές.

Η Αυτοκρατορία διαθέτει την ισχυρότερη στρατιωτική μηχανή της ιστορίας, το μονοπώλιο του παγκόσμιου νομίσματος, κυρίαρχη θέση στους διεθνείς θεσμούς, όπως οι G8, ο ΟΗΕ, το NATO, το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα, οι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί. Κυρίαρχη είναι επίσης η θέση της στην πληροφορική, στον έλεγχο της ενέργειας, στο διάστημα, τις

επικοινωνίες, τη βιοτεχνολογία, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση, τα μέσα. Η γλώσσα της είναι lingua franca. Αριθμός «ευρωατλαντικών» επιχειρήσεων και τραπεζών είναι κοντά στον αυτοκρατορικό πυρήνα, συνεισφέροντας στην υποτέλεια της Ευρώπης έναντι των ΗΠΑ. Το μεγαλύτερο τμήμα της ρωσικής «ολιγαρχίας», που ελέγχει τον αμύθητο φυσικό πλούτο της πρώην ΕΣΣΔ, συνδέεται στενά με την Αμερική και, κυρίως, με το Ισραήλ. Όχι μόνο υποστηρίζει την άνευ όρων, δηλαδή με τους πιο ταπεινωτικούς όρους, ενσωμάτωση της Ρωσίας στο διεθνές σύστημα, αναγκαίο όρο για τη μακροημέρευσή της στην ίδια τη Ρωσία, αλλά και συχνά συνιστά φορέα άμεσης επιρροής του Τελ Αβίβ και της Ουάσιγκτον στη ρωσική πολιτική. Ένα (μειοψηφικό και περιορισμένο) τμήμα του κινεζικού κατεστημένου συνδέεται στενά με αμερικανικά συμφέροντα-το Πεκίνο διαθέτει ένα ισχυρά αμερικανικό λόμπυ – και βασίζεται στην πληρέστερη δυνατή ενσωμάτωση στον δυτικό καπιταλισμό, ως εγγύηση επίσης για τα δικά του συμφέροντα.

0 κατάλογος των αυτοκρατορικών χαρακτηριστικών που προαναφέραμε, όσο εντυπωσιακός κι αν είναι, δεν συνεπάγεται κατά τη γνώμη μας ότι το παιχνίδι έχει κερδηθεί εκ των προτέρων για την Αμερική. Η αμερικανική ισχύς παραμένει σημαντικά κατώτερη του αθροίσματος της ισχύος των άλλων μεγάλων δυνάμεων και, συχνά στην Ιστορία, η προσπάθεια μονοπώλησης έχει συσπειρώσει τους αντιπάλους – έτσι ηττήθηκαν ο Ναπολέων και ο Χίτλερ. Η αμερικανική ισχύς έχει εν μέρει και χαρακτήρα «φούσκας», αντίστοιχης με τις χρηματιστηριακές – όσο οι θρίαμβοι διαδέχονται ο ένας τον άλλο, τόσο όλοι παραιτούνται από τη διάθεση να συγκρουστούν με την Αμερική, αλλά και τόσο πολλοί ονειρεύονται τη στιγμή που θα απαλλαγούν από τον ζυγό της (η Ουάσιγκτον έχει απωλέσει, σε ελάχιστα χρόνια, πολιτικό κεφάλαιο συμπάθειας που συσσώρευε επί δεκαετίες). Όταν κάποιος αμφισβητήσει επιτυχώς και εμπράκτως αυτή την ισχύ, το «μπαλόνι» κινδυνεύει να σκάσει – και εν μέρει, είναι αυτό που αρχίζει να συμβαίνει τώρα με το αδιέξοδο στο Ιράκ.

Αναφερθήκαμε κυρίως στη γεωπολιτική διάσταση της Αυτοκρατορίας, πάντα εξαιρετικά σημαντική όσο και παντοτινά εν ισχύ το του Ηρακλείτου «Πόλεμος πατήρ πάντων». Το «αυτοκρατορικό» φαινόμενο μπορεί όμως κανείς να το εντοπίσει σε όλες τις σφαίρες του κοινωνικού γίγνεσθαι. Οι φιλελεύθεροι, νέοι και παλιοί, υπογράμμισαν πάντα τη σχέση αγοράς και δημοκρατίας, είπαν ότι η ύπαρξη μιας πλειάδας ανεξάρτητων παραγωγών αποκλείει την εμφάνιση του μονοπωλίου, κέντρων δυσανάλογης ισχύος, όπως η ύπαρξη πολλών πολιτικών κομμάτων εξασφαλίζει τη δημοκρατία κατά την πλουραλιστική θεωρία της. Ιστορικά όλα αυτά είναι πολύ συζητήσιμα, αφού οι όποιες ελευθερίες και στοιχεία δημοκρατίας υπήρξαν αποτέλεσμα της συνέργειας πληβειακής οργής και ριζοσπαστισμού των διανοουμένων. Η όποια «δημοκρατία» προϋποθέτει την πολιτική «αγορά», τους ενεργούς πολίτες που αντιστέκονται στη διαρκή προσπάθεια των δυνάμεων της αγοράς να απαλλοτριώσουν τα δικαιώματα τους. Η ιστορία περιγελάει σήμερα τις νεοφιλελεύθερες θεωρίες, καθώς η επικράτηση τους όχι μόνο δεν οδηγεί στην ευημερία, αλλά συνεπάγεται όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωση παγκοσμίως πλούτου και εξουσίας, αλλά και συρρίκνωση ατομικών, δημοκρατικών, εθνικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Η πραγματική εξουσία απομακρύνεται με χίλιους δυό τρόπους όσο ποτέ άλλοτε από το έ-θνος-κράτος και όποιο υπόλειμμα δημοκρατικού ελέγχου – κάτι ιδιαίτερα σαφές στην επιχειρούμενη ευρωπαϊκή ενοποίηση που, υπό το πρόσχημα της μεταφοράς κυριαρχίας από το εθνικό στο υπερεθνικό επίπεδο, στραγγαλίζει τη νομοθετική εξουσία, την οποία ασκούν όλο και περισσότερο όχι κοινοβούλια, αλλά το Συμβούλιο των Υπουργών και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στα πλαίσια της αντιτρομοκρατίας, καταργούνται ατομικά δικαιώματα που ίσχυαν στην Ευρώπη από τον Μεσαίωνα, την ίδια ώρα που οι υπηρεσίες ασφαλείας ολοκληρώνονται υπό αμερικανικό έλεγχο και η τεχνολογία επιτρέπει για πρώτη φορά την εμφάνιση του Μεγάλου Αδελφού, με μια αποτελεσματικότητα που θα ζήλευαν οι ολοκληρωτισμοί και οι αυτοκρατορίες του παρελθόντος.

Η Αριστερά είναι ακόμα ανέτοιμη και απρόθυμη να ξαναδιεκδικήσει πειστικά τη δική της Ουτοπία. Το περίγραμμα όμως του Μεσαίωνα που μας ετοιμάζουν είναι έτοιμο. Τι θα λέγανε σήμερα όσοι διανοούμενοι όχι μόνο εξωράισαν τη νεοφιλελεύθερη επέλαση και ανακάλυψαν τρίτους δρόμους, αλλά αμφισβήτησαν ακόμη και την αξία της Γαλλικής Επανάστασης, όπως ο Φρανσουά Φυρέ, που συμπέρανε ότι όλες οι Επαναστάσεις είναι επιζήμιες «παραβιάσεις» της ιστορικής «κανονικότητας»; Ή οι σοβιετικοί διανοούμενοι, και συχνά πρώην υπάλληλοι του ΚΚΣΕ, που ανακήρυξαν στα χρόνια της περεστρόικα κάθε «ουτοπία» ως εγκληματική;

Ο εξωραϊσμός του καπιταλισμού και η αμφισβήτηση του σοσιαλισμού γρήγορα οδηγεί στην αμφισβήτηση του Διαφωτισμού και

η παραίτηση ή η καταδίκη των έστω και αποτυχημένων προσπαθειών για οικονομική και κοινωνική δημοκρατία στην αμφισβήτηση της αστικής δημοκρατίας. Οι Αμερικανοί, ο πιο πρακτικός λαός της Γης, ανέλαβαν σήμερα να μας δείξουν πού οδηγούν αυτές οι διατυπωμένες υπό το λάβαρο της ελευθερίας ιδέες, δημιουργώντας το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Γουαντάναμο.

Απευθυνόμενοι στους Ευρωπαίους, οι Αμερικανοί νεοσυντηρητικοί λένε: «Ζήστε εσείς στον καντιανό σας κόσμο, αφήστε μας όμως εμάς να ασχοληθούμε με τον βρώμικο κόσμο του Χομπς». Μια παραλλαγή του επιχειρήματος αυτού απευθύνεται στους εντός της Αυτοκρατορίας διαβιούντες πληβείους: «Αφήστε μας ήσυχους να σας εξασφαλίσουμε φτηνή βενζίνη».

Η ιστορική εμπειρία αποδεικνύει τα αντίθετα. Οι ελληνικές πόλεις, που γέννησαν τη δημοκρατία και που μπορούσαν αλλά δεν θέλησαν να αντισταθούν στους Μακεδόνες, κατέληξαν να χάσουν την αυτονομία τους και να παρακμάσουν οριστικά, μαζί με τον εκπληκτικό πολιτισμό τους. Ένα ανάλογο σενάριο επαναλήφθηκε αργότερα με τα ελληνικά ή ελληνιστικά κράτη και Συνομοσπονδίες (όπως η Ε.Ε. σήμερα!), κατά τη ρωμαϊκή άνοδο, που μετετράπησαν σε απλές επαρχίες της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, κίνδυνος τελείως ορατός για τα σημερινά ευρωπαϊκά κράτη. Η υπόσχεση της παξ ρομάνα μετετράπη τελικά σε ατέλειωτους πολέμους. Έχοντας νικήσει τους εξωτερικούς εχθρούς, οι Πατρίκιοι δεν είχαν πια ανάγκη τους Πληβείους. Και μόνο το γεγονός ότι, μετά την ιστορική νίκη της Δύσης στον ψυχρό πόλεμο, παρατηρούμε μια τέτοια υποχώρηση των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, μια τέτοια μείωση του ρόλου και της σημασίας των εργαζομένων στις Μητροπόλεις, πείθει για το μέλλον που τους ετοιμάζεται. Η λογική κατάληξη της αυτοκρατορικής δυναμικής, αν δεν ανατραπεί από τη δράση ανθρώπων και λαών, και δεν θα γίνει αυτό από μόνο του, αλλά με πολύ αίμα και καταστροφές, είναι η ολοκλήρωση μιας παγκόσμιας Αυτοκρατορίας, μια μορφή ολοκληρωτισμού που θα θυμίζει ίσως τις μαύρες ουτοπίες ενός Χάξλεϋ ή ενός Όργουελ.

*Εισήγηση του συγγραφέα στη συνάντηση του Άρδην, με θέμα: “Εναλλακτικές προτάσεις στην Παγκοσμιοποίηση”που πραγματοποιήθηκε στον Βόλο, στις 25-27 Οκτωβρίου 2003.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ