Αρχική » Γιατί η Μέρκελ έμεινε τόσα χρόνια στην εξουσία;

Γιατί η Μέρκελ έμεινε τόσα χρόνια στην εξουσία;

από Άρδην - Ρήξη

Η καγκελαρία της χτίστηκε πάνω στην δυναμική της Γερμανίας στην ευρωζώνη και στο πτώμα της σοσιαλδημοκρατίας

Του Βόλφγκανκ Στρέεκ | πρώτη δημιοσίευση spiked-online.com, 30 Ιουλίου 2021

Τώρα που η θητεία της Άνγκελα Μέρκελ ως καγκελάριος της Γερμανίας φτάνει στο τέλος της, μπορεί να αναρωτηθεί κανείς πώς μπόρεσε να διατηρήσει αυτό το αξίωμα για τουλάχιστον 16 χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, έφτασε κοντά στο να μετατρέψει μία κοινοβουλευτική δημοκρατία σε προεδρική, για να μην αναφέρουμε την ανάδειξή της σε κάτι σαν την ανεπίσημη πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σε αυτό το σύντομο δοκίμιο, μόνο ελάχιστα θα αναφερθώ τις προσωπικές και πολιτικές συγκυρίες που της άνοιξαν τον δρόμο για την εξουσία κατά την δεκαετία του 1990 και τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Αντί αυτού, θα επικεντρωθώ σε ορισμένες από τις συνθήκες που επέτρεψαν στη Μέρκελ να κερδίσει την καγκελαρία μετά από επτά χρόνια συγκυβέρνησης των Σοσιαλδημοκρατών με τους Πρασίνους, υπό τους Γκέρχαρντ Σρέντερ και Γιόσκα Φίσερ, διαδόχους του Καγκελάριου της Ενότητας, Χέλμουτ Κολ –πολιτικού πατέρα της Μέρκελ, του οποίου την διάρκεια παραμονής στην εξουσία θα ισοφαρίσει η Μέρκελ, ενώ μπορεί και να τον ξεπεράσει εάν καθυστερήσει ο σχηματισμός της νέας κυβέρνησης, για να γίνει η μακροβιότερη καγκελάριος μετά τον Μπίσμαρκ.

Η Άνγκελα Μέρκελ μεγάλωσε στο κομμουνιστικό μισό της μεταπολεμικής Γερμανίας, τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, η οποία κατέρρευσε όταν ήταν 35 ετών. Ως πολιτικό πρόσωπο, είναι προϊόν της περιόδου 1989-90, όταν ο σοβιετικός κομμουνισμός διαλύθηκε και της δεκαετίας του 1990, όταν οι εθνικές οικονομίες αποεθνικοποιήθηκαν υπό τη Νέα Παγκόσμια Τάξη του Τζόρτζ Μπους, των παγκόσμιων αγορών και ενός οιονεί παγκοσίου κράτους, τις Ηνωμένες Πολιτείες, ακόμα της Αμερικής, σύντομα ολόκληρου του κόσμου.

Η ιδρυτική στιγμή της νέας εποχής ήταν, ή επρόκειτο να γίνει, ο Πόλεμος του Κόλπου του 1991, που εξαπέλσαν οι ΗΠΑ με εντολή του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, που τότε ελεγχόταν σταθερά από τη «Δύση». Τόσο εντυπωσιάστηκε η Άνγκελα Μέρκελ από αυτό, ώστε το 2002, ως ηγέτης της αντιπολίτευσης στο γερμανικό κοινοβούλιο, πίεσε την κυβέρνηση Σρέντερ να συμμετάσχει η Γερμανία στην αμερικανική εισβολή στο Ιράκ σε συμμαχία με τον Τζόρτζ Μπους τον νεώτερο. Πράγματι, αν υπάρχει κάτι σαν μια σταθερά στην πολιτική της Άνγκελα Μέρκελ, είναι ο βαθύς θαυμασμός της για τις ΗΠΑ και η αποφασιστικότητά της να γίνουν η Γερμανία και η Ευρώπη μέρος ενός δυτικού κόσμου που θα καθοδηγείται από την Ουάσινγκτον.

Η πολιτική του CDU κατά την δεκαετία του 1990, όπως η κεντροδεξιά συντηρητική πολιτική στη Δύση γενικά, ήταν προϊόν ενός ιστορικού συμβιβασμού αναμεταξύ του συντηρητισμού –πατριαρχικές ‘οικογενειακές αξίες’, πατερναλισμός του κοινωνικού δόγματος της Καθολικής Εκκλησίας– και του μοντερνιστικού καπιταλισμού που επιδιώκει τον εξορθολογισμό μέσω μιας «δημιουργικής καταστροφής» των παραδοσιακών τρόπων ζωής –μια  αδιάκοπη επανάσταση όχι μόνο στην οικονομία αλλά και γενικότερα της ζωής. Αυτά τα δύο ήταν σε γενικές γραμμές συμβατά μέχρι τη δεκαετία του 1980, υπό την προϋπόθεση ότι η πολιτική έριχνε σωστά τα χαρτιά της –όπως έκανε ο Κολ για μεγάλο χρονικό διάστημα, λανσάροντας τον εαυτό του ως νονό ενός «γερμανικού μοντέλου» καπιταλισμού της Ρηνανίας, μιας πιο «φροντιστικής», συνεταιρικής εκδοχής του καπιταλισμού, και ως ανταγωνιστής της Θάτσερ και του Ρήγκαν.

Στη δεκαετία του 1990, ωστόσο, κάτω από τις πιέσεις μιας εντατικοποιημένης παγκοσμιοποίησης, αν όχι, υπερ-παγκοσμιοποίησης, η κλασική μεταπολεμική φόρμουλα της κεντροδεξιάς πολιτικής άρχισε να φθίνει καθώς ο διεθνής ανταγωνισμός απαιτούσε μια βαθιά «αναδιάρθρωση» των εθνικών οικονομιών, της κοινωνικής πολιτικής, των καθεστώτων της αγοράς εργασίας, των εκπαιδευτικών συστημάτων και, κυρίως, της οικογενειακής ζωής. Στη Γερμανία, οι κλιμακούμενες εντάσεις μεταξύ των παραδοσιακών τρόπων ζωής, των πολιτικών που τις προστάτευαν, και του νέου κύματος καπιταλιστικής προόδου ήρθε στο προσκήνιο με το ατελείωτο Standortdebatte της δεκαετίας του 1990, όπου το ένα talk show διαδεχόταν το άλλο, με διαμάχες για το αν η Γερμανία θα μπορούσε να παραμείνει μια ευημερούσα χώρα, εάν δεν γινόταν πιο ανταγωνιστική και επιχειρηματική, πιο διεθνής, λιγότερο σοσιαλιστική και πιο οικονομικά και κοινωνικά φιλελεύθερη.

Αυτό είναι το υπόβαθρο της πολιτικής έκλειψης του Κόλ. Μετά την ενοποίηση του 1990, προσπάθησε να κρατήσει τον παλιό κόσμο ζωντανό, συνεχίζοντας να αναζητά συμφωνίες μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας, να χτίζει γέφυρες μεταξύ του ζωώδους ενστίκτου των επιχειρήσεων και του αναδιανεμητικού ενστίκτου των συνδικάτων. Το 1995 ο Κολ προσπάθησε για άλλη μια φορά να δημιουργήσει μια συμμαχία μεταξύ συνδικάτων και εργοδοτών, μια τριμερής Bündnis für Arbeit (Συμμαχία για την εργασία), για την καταπολέμηση της ανεργίας, ειδικά στην πρώην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Αυτό όμως υπονομεύτηκε από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ανερχόμενο ηγέτη της νεοφιλελεύθερης μεταρρυθμιστικής πτέρυγας του CDU, ο οποίος συνωμότησε με το Φιλελεύθερο Κόμμα (FDP), τον εταίρο του Κολ στην συγκυβέρνηση.

Η Μέρκελ με τον Χέλμουτ Κολ σε μια κοινωνική εκδήλωση το 2005.

Λίγο πριν από τις ομοσπονδιακές εκλογές του 1998, ο Κολ κατάφερε να αποτρέψει τον Σόιμπλε από το να αναλάβει την προεδρία του CDU και να οριστεί υποψήφιος του κόμματος για την καγκελαρία, ανακοινώνοντας μονομερώς ότι θα είναι ξανά υποψήφιος. Στη συνέχεια, όμως, έχασε από τον Σρέντερ, με το SPD να κερδίζει το 40,9 % των ψήφων, ενώ το CDU έμεινε κολλημένο στο 35,1 %. Ο Σρέντερ, όπως φάνηκε, θεωρήθηκε πιο «μοντέρνος» από τον Κολ, με την αναχρονιστική, παρασκηνιακή του πολιτική, από ένα εκλογικό σώμα που φαινόταν πρόθυμο να δοκιμάσει κάτι νέο για να διατηρήσει το παλιό –εκσυγχρονισμός για λόγους διατήρησης.

Επτά χρόνια αργότερα η Μέρκελ ανέλαβε τη θέση του Σρέντερ, ο οποίος έπρεπε να διακόψει τη δεύτερη θητεία του όταν έχασε την υποστήριξη, αν όχι των ψηφοφόρων, τότε του κόμματός του. Το ότι η Μέρκελ, που τότε θεωρούνταν απ’ όλους ως επίδοξη αντικαταστάτρια κάποιου υψηλόβαθμου πολιτικού του CDU, θα ηγούνταν τεσσάρων διαδοχικών ομοσπονδιακών κυβερνήσεων, οφείλεται σε μια σειρά ευνοϊκών συνθηκών που δημιουργήθηκαν πριν από την εποχή της και είχε την καλή τύχη να κληρονομήσει. Τα επόμενα χρόνια, η Μέρκελ αποδείχθηκε πολύ καλή στην εκμετάλλευσή τους για να παραμείνει στην εξουσία.

Τρεις τέτοιες προϋποθέσεις, θα έλεγα, ξεχωρίζουν: η Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) του Κολ, που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1990· οι μεταρρυθμίσεις του Σρέντερ για την κοινωνική πολιτική και την αγορά εργασίας στο πλαίσιο της «Ατζέντας 2010», και το γερμανικό σύστημα βιομηχανικών σχέσεων, το λεγόμενο Sozialpartnerschaft. Το τελευταίο, στη σύγχρονη εκδοχή του, ξεκίνησε στη Δυτική Γερμανία τις δύο πρώτες δεκαετίες μετά το 1945 και η Μέρκελ σύντομα έμαθε να το χρησιμοποιεί ως πολιτικό πλεονέκτημα, ακόμη και στον νεοφιλελεύθερο κόσμο της δεκαετίας του 2000, ή μάλλον ιδιαίτερα μέσα σε αυτόν.

Η ΟΝΕ και η Ατζέντα 2010 ήρθαν στη Μέρκελ χωρίς κόστος. Ο Σρέντερ και αργότερα το SPD συνολικά πλήρωσαν την τελευταία, ενώ τα μεσογειακά κράτη-μέλη της ΟΝΕ έπρεπε να πληρώσουν το λογαριασμό για το πρώτο –καθώς το σκληρό γερμανικό νόμισμα αποδείχθηκε μια πολύ δύσκολη συμφωνία γι’ αυτούς. Για τη Μέρκελ, ωστόσο και τα δύο υπήρξαν ανεπιφύλακτα μια ευλογία. Οι μεταρρυθμίσεις της Ατζέντας 2010, που εφαρμόστηκαν πριν από την εποχή της, την γλίτωσαν από την ανάγκη να αντιμετωπίσει τα συνδικάτα ενώ η ΟΝΕ μετατράπηκε σε πηγή αιώνιας ευημερίας για την ολοένα και περισσότερο εξαρτημένη από εξαγωγές γερμανική οικονομία. Στην πραγματικότητα, το SPD, όπως ήταν σε σύγχυση μετά την εμπειρία του Σρέντερ, συμφώνησε κατά την κοινοβουλευτική θητεία του 2005-09 σε μια απότομη αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης, συμβάλλοντας περαιτέρω στον περιορισμό των κρατικών δαπανών, με αντάλλαγμα μικρές τροποποιήσεις στην Ατζέντα 2010.

Επιπλέον, επειδή είχε υπό τον έλεγχο του το Υπουργείου Εργασίας, το SPD έπρεπε να αναλάβει την ευθύνη για την ανάπτυξη ενός σημαντικού μεριδίου επισφαλών και χαμηλόμισθων θέσεων εργασίας, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα, χωρίς ικανότητα αποτελεσματικής δημόσιας πολιτικής για την εξειδίκευση των εργαζομένων και την αναβάθμιση της εργασίας με στόχο την υψηλότερη παραγωγικότητα.

Το σημαντικότερο από όλα, ωστόσο, ήταν η ευνοϊκή συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ, με το ισορροπημένο συνολικό ισοζύγιο της ευρωζώνης να συγκαλύπτει και να ουδετεροποιεί ένα τεράστιο και αυξανόμενο γερμανικό εμπορικό πλεόνασμα. Τα επόμενα χρόνια, η ΟΝΕ έγινε ένα πραγματικό ελ ντοράντο για τη Γερμανία και τις μεταποιητικές βιομηχανίες της. Οι αυξανόμενες εισπράξεις από την φορολογία , που συνοδεύονταν από υψηλά κέρδη και αύξηση της απασχόλησης επέτρεψαν στην κυβέρνηση να περιορίσει τα δημόσια ελλείμματα και με την πάροδο του χρόνου, ακόμη και να μειώσει το δημόσιο χρέος, παρέχοντας σε άλλες χώρες μέλη ένα παράδειγμα «καλής», συμβατής με το ευρώ οικονομικής συμπεριφοράς.

Στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2009, μετά από τέσσερα χρόνια κυβέρνησης συνασπισμού υπό τη Μέρκελ και έχοντας ξεπεράσει μαζί της την οικονομική κρίση του 2008, το ποσοστό ψήφων του SPD μειώθηκε από 34,2 % σε 23,0 % –απώλεια 11,2 ποσοστιαίων μονάδων– ενώ το CDU της Μέρκελ έχασε μόλις 1,4%, πέφτοντας στο 33,8%. Αυτό επέτρεψε στη Μέρκελ να εγκαταλείψει το SPD και να συμμαχήσει με το FDP, το οποίο είχε κερδίσει ένα συγκλονιστικό 14,6 % των ψήφων –κυρίως υποσχόμενο τεράστιες φορολογικές περικοπές. Με τον Σόιμπλε υπουργό Οικονομικών, και τον Γάλλο πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί στο πλευρό της, η Μέρκελ ηγήθηκε της διάσωσης του ευρώ και ανταμείφθηκε πολύ από τους Γερμανούς ψηφοφόρους, οι οποίοι φαίνεται να είχαν κατανοήσει ότι το θεμελιώδες εθνικό συμφέρον της Γερμανίας θα εξασφαλίζονταν καλύτερα σαν ένα «ευρωπαϊκό πρότζεκτ», ιδωμένο σαν μια ένωση γύρω από ένα σκληρό νόμισμα.

Τέσσερα χρόνια αργότερα, στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2013, το CDU/CSU συγκέντρωσε 41,5 % (αύξηση κατά 7,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2009), ενώ το FDP, υπονομευμένο από τη Μέρκελ και τον Σόιμπλε, πλήρωσε για τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση με την κοινοβουλευτική του ύπαρξη, λαμβάνοντας ποσοστό κάτω από το όριο του 5 %. Έτσι, η Μέρκελ συγκυβέρνησε ξανά με το SPD, το οποίο είχε ανέβει ελαφρώς στο 25,7 %.

Δύο χρόνια αργότερα, προετοιμάζοντας μια νέα αλλαγή στη συγκυβέρνηση, αυτή τη φορά με τους Πράσινους, η Μέρκελ άνοιξε τα γερμανικά σύνορα σε περίπου ένα εκατομμύριο Σύριους και άλλους αιτούντες άσυλο, όχι μόνο σαν χάρη προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Γι’ αυτήν της την κίνηση τιμωρήθηκε αυστηρά στις κάλπες το 2017, όταν το ποσοστό της μειώθηκε κατά 8,6 ποσοστιαίες μονάδες στο 32,9 %. Το SPD ωστόσο συρρικνώθηκε ακόμη περισσότερο στο πενιχρό 20,5 % –μια εκλογική καταστροφή από την οποία δεν ανέκαμψε ποτέ– ενώ ένα νέο δεξιό κόμμα, η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), κέρδισε 10,7 %. Μετά από πολλές διαβουλεύσες, γεννήθηκε ένας ακόμα μεγάλος συνασπισμός με το SPD –ο επονομαζόμενος Μέρκελ IV– καθώς το αναγεννημένο FDP αρνήθηκε την τελευταία στιγμή να συμμετάσχει σε μια σύμπραξη με το CDU/CSU και τους Πράσινους, φοβούμενο ότι θα καταστραφεί ξανά από την Μέρκελ, αυτή τη φορά με τη βοήθεια των νέων της φίλων, των Πράσινων.

Το ότι για τη Μέρκελ ήταν δυνατό να επιστρέψει σε ένα συνασπισμό με τους Σοσιαλδημοκράτες, ακόμα και δοκιμάζοντας για άλλες εναλλακτικές λύσεις, τονίζει αυτό που μπορεί να θεωρηθεί ως το μεγαλύτερο πολιτικό της επίτευγμα: τη δημιουργία ενός κυρίαρχου κοινωνικού μπλοκ, που συμπεριλάμβανε την κεντροδεξιά και τη κεντροαριστερά, επιχειρήσεις και συνδικάτα, κεφάλαιο και εργασία –ένα κοινωνικό μπλοκ στο οποίο το συρρικνωμένο SPD θεώρησε ότι έπρεπε να αποτελεί μέρος, σαν τον τελευταίο λόγο ύπαρξής του.

Ο λόγος που κατέστη δυνατό αυτό το μπλοκ ήταν η τρίτη πολιτική κληρονομιά που η Μέρκελ είχε την τύχη να παραλάβει: τους θεσμούς και τις παραδόσεις των «κοινωνικών εταιρικών σχέσεων» που απέμειναν από την βυθισμένη πολιτική οικονομία της Δυτικής Γερμανίας. Δεν άργησε η Άνγκελα Μέρκελ να καταλάβει την τεράστια πολιτική αξία αυτής της κληρονομιάς, κάνοντάς την να ξεκινήσει μια πορεία που οι υπόλοιποι συντηρητικοί στο κόμμα της σύντομα καταδίκασαν ως «σοσιαλδημοκρατικοποίηση του CDU» –ενώ στην πραγματικότητα ήταν μια επιτυχημένη προσπάθεια κατάκτησης των συντριμμιών του αποσυντιθέμενου SPD.

Όχι ότι ήταν πάντα η πρόθεσή της. Στο εκλογικό της πρόγραμμα το 2005, η Μέρκελ είχε υποσχεθεί να εξαπολύσει μια πλήρη επίθεση κατά των συνδικαλιστικών οργανώσεων, των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της εκπροσώπησης των εργαζομένων στα διοικητικά συμβούλια. Στο πνεύμα του Standortdebatte της δεκαετίας του 1990, η Μέρκελ αυτοσυστήθηκε σαν την Γερμανίδα Θάτσερ, η οποία τελικά θα έκανε αυτό που δεν είχε τολμήσει να κάνει ο Κολ στην δική του εποχή. Ωστόσο, τις τελευταίες εβδομάδες της προεκλογικής εκστρατείας, ο Σρέντερ την έφτασε στις δημοσκοπήσεις, παρουσιάζοντάς την ως νεοφιλελεύθερη ιδεολόγο. Την ημέρα των εκλογών, το CDU/CSU της Μέρκελ έλαβε μόλις 35,2 %, μόνο οριακά πάνω από το SPD με 34,2 %. Αυτό το ποσοστό ήταν μικρότερο και από του Κολ το 1998 (38,1 %) και του Έντμουντ Στόιμπερ το 2002 (38,5 %).

Έχοντας κερδίσει ένα βαθιά διχασμένο SPD για τον μεγάλο συνασπισμό του 2005, με την ίδια ως καγκελάριο, η Μέρκελ έκανε μια στροφή για να γίνει οπαδός της γερμανικής κοινωνικής σύμπραξης. Δεν είχε καταλάβει μόνον ότι ο νεοφιλελεύθερος αντισυνδικαλισμός δεν έβρισκε έρεισμα στο γερμανικό εκλογικό σώμα. Είχε επίσης συνειδητοποιήσει ότι οι εποχές άλλαξαν και μετά από σχεδόν τρεις δεκαετίες, ο θατσερισμός ήταν ξεπερασμένος, τουλάχιστον για τη Γερμανία. Η βρώμικη δουλειά είχε ήδη γίνει, πρώτα, με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ τους αυστηρούς δημοσιονομικούς της περιορισμούς, ιδίως σε ό,τι έχει να κάνει με τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμού· με τις διεθνείς υποχρεώσεις για την ιδιωτικοποίηση δημόσιων υπηρεσιών· και την ελεύθερη κυκλοφορία όχι μόνο των αγαθών αλλά και των υπηρεσιών, του κεφαλαίου και της εργασίας κ.λπ. Και, δεύτερον, με την επανασχεδίαση του γερμανικού κράτους πρόνοιας υπό τον Σρέντερ, μεταρρύθμιση που είχε λανσαριστεί ως ένα πρόγραμμα απασχόλησης αλλά ήταν ουσιαστικά ένας δημοσιονομικός ελιγμός για να δώσει τη δυνατότητα στη Γερμανία να παραμείνει εντός των ορίων της Συνθήκης του Μάαστριχτ.

Άλλοι ηγέτες του κόμματός της μπορεί να μην το είχαν καταλάβει, καθώς ήταν πολύ ιδεολογικά δεμένοι με το ουτοπικό όραμα της εποχής μιας ελεύθερης από τον συνδικαλισμό, φιλελεύθερης κοινωνίας της αγοράς. Αλλά η Μέρκελ, τότε, όπως και σήμερα, δεν είχε καμία ιδεολογική προκατάληψη –ούτε ανάγκη, ούτε γούστο, ούτε ένστικτο για ιδεολογία, ούτε αίσθηση για το τι θα μπορούσε να είναι, ή ίσως θα μπορούσε να αποβεί αυτή καλή. Αυτό που είδε πιο ξεκάθαρα από τους άλλους ήταν ότι ο διεθνής ανταγωνισμός και οι ευκαιρίες που παρείχε ένα υποτιμημένο σκληρό νόμισμα έκαναν τη δουλειά που είχε κάνει για τη Θάτσερ η θεσμική καταστροφή, και ότι η γερμανική κληρονομιά των κοινωνικών εταιρικών σχέσεων, είχε την δεκαετία του ’90 κάτω από τις πιέσεις της «παγκοσμιοποίησης» μεταβληθεί από μια μορφή συγκρουσιακής συνεργασίας, σε εκείνην της συνεργασίας δίχως συγκρούσεις, που σκοπό είχε την προάσπιση των γερμανικών εξαγωγικών βιομηχανιών, μέσω μιας πολιτικής συγκρατημένων μισθολογικών αυξήσεων, που στηριζόταν στην τεχνολογική τους υπεροχή.

Αντί για να μπω σε λεπτομέρειες, θα εξηγήσω με μια προσωπική ανάμνηση πώς η Άνγκελα Μέρκελ χρησιμοποίησε και καλλιέργησε τις κοινωνικές εταιρικές σχέσεις ως πολιτικό κεφάλαιο. Στις αρχές του 2010, ο Μπέρτχολντ Χούμπερ, τότε πρόεδρος της IG Metall, της ισχυρής συνδικαλιστικής οργάνωσης που οργανώνει τους βασικούς κλάδους παραγωγής της γερμανικής οικονομίας, έκλεισε τα 60. Η Μέρκελ του παρέθεσε επίσημο δείπνο στην αίθουσα του γραφείου της Καγκελαρίας, κάτι που πολύ σπάνια κάνει. Στον Χούμπερ είχε επιτραπεί να φέρει αρκετούς φίλους στην περίσταση, και επειδή μερικές φορές είχα βοηθήσει αυτόν και το σωματείο, ήμουν ένας από τους προσκεκλημένους. Υπήρχαν περίπου 30 άτομα εκεί: η καγκελάριος και ένας μικρός αριθμός στενών βοηθών· μερικοί αλλά όχι πάρα πολλοί συνδικαλιστές· μερικές από τις κορυφαίες εταιρείες όπως η Volkswagen, η Mercedes, η Porsche και η Bosch· και στελέχη των επιχειρήσεων και των ενώσεων εργοδοτών της βιομηχανίας μετάλλου. Ανταλλάχθηκαν δώρα και ο Χούμπερ έβγαλε έναν λόγο υπενθυμίζοντας την καταστροφή του συνδικαλιστικού κινήματος από τους Ναζί, τη συμβολή των συνδικάτων στην ανοικοδόμηση της δημοκρατίας μετά το 1945 και την ανάγκη μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας να έχει ένα ισχυρό και ανεξάρτητο συνδικαλιστικό κίνημα. Καθώς μιλούσε φάνηκε ότι αυτό ήταν κάτι για το οποίο είχαν συνεννοηθεί αυτός και η Μέρκελ προηγουμένως, με τη Μέρκελ να γνέφει καταφατικά αρκετές φορές.

Αργότερα, κατά τη διάρκεια του λόγου της στο δείπνο, η Μέρκελ αναφέρθηκε εκτενώς στα οφέλη της γερμανικού τύπου ελεύθερης συλλογικής διαπραγμάτευσης. Σε αυτό το πλαίσιο, ανέφερε ένα τηλεφώνημα που είχε λάβει πριν από λίγες ημέρες από την Κριστίν Λαγκάρντ, τότε υπουργό Οικονομικών της Γαλλίας. Στη συνομιλία, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο εκτεταμένων εικασιών από τον τύπο, η Λαγκάρντ είχε παροτρύνει τη Μέρκελ να διασφαλίσει ότι στον επόμενο γύρο μισθολογικών διακανονισμών, η αγοραστική δύναμη στη Γερμανία θα αυξηθεί γρηγορότερα από ό,τι στο παρελθόν αποσκοπώντας σε υψηλότερες εισαγωγές –αλλά και να ξεχάσει για μια φορά τη γερμανική εμμονή με τον πληθωρισμό. Η Μέρκελ το ανέφερε, περίμενε λίγα δευτερόλεπτα και στη συνέχεια είπε ότι είπε στη Λαγκάρντ πόσο χαρούμενη ήταν που σε αντίθεση με τη γαλλική κυβέρνηση, η γερμανική κυβέρνηση δεν είχε κανένα ρόλο να διαδραματίσει στον καθορισμό των μισθών. Στη Γερμανία, συνέχισε η Μέρκελ, αυτό ήταν μόνο για τους «κοινωνικούς εταίρους» και πρόσθεσε ότι δεν είχε καμία πρόθεση να το αλλάξει αυτό. Όλοι ξέσπασαν σε χειροκρότημα γύρω από το τραπέζι, από όλες τις πλευρές.

Όσο περνούσε το βράδυ, ένας από τους καλεσμένους από την αυτοκινητοβιομηχανία έφερε στην συζήτηση την αμφιλεγόμενη μετάβαση από κινητήρες καύσης σε ηλεκτροκινητήρες –ήδη 10 χρόνια πριν! Είπε ότι αυτό θα ήταν δύσκολο να επιτευχθεί χωρίς εγχώρια παραγωγή μπαταριών, επαρκείς σταθμούς φόρτωσης, αυξημένη και ασφαλή παροχή ηλεκτρικής ενέργειας, προνόμια για αγοραστές ηλεκτρικών αυτοκινήτων κ.ο.κ. Η Μέρκελ απάντησε ότι αυτό μπορεί να αποτελέσει βάση για μια «βιομηχανική πολιτική», μια έννοια που ήταν και εξακολουθεί να είναι ανάθεμα για την πτέρυγα της ελεύθερης αγοράς του κόμματος της και για τους οικονομολόγους που ακολουθούν την πεπατημένη. Και πάλι, αυτό προκάλεσε πολλά χειροκροτήματα από όλους τους παρόντες. Καθισμένος δίπλα σε έναν υψηλόβαθμο δημόσιο υπάλληλο από το γραφείο της καγκελαρίου, τον κοίταξα και του ψιθύρισα κάτι σαν «αλήθεια;» –μόνο και μόνο για να λάβω διαβεβαιώσεις ότι δεν υπήρχαν προετοιμασίες για το γεγονός και ότι το υπουργείο Οικονομικών δεν είχε καμία συμμετοχή στο γράψιμο της ομιλίας του δείπνου…

Μετάφραση: Αναστάσης Μπαλτατζής

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ