Ο πρώην καγκελάριος Γκ. Σρέντερ, μέλος διοίκησης αρκετών ενεργειακών κολοσσών της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
του Βασίλειου Σιταρά, απόσπασμα (σσ. 108-118) από το βιβλίο του, Η Ρωσία του 21ου αιώνα
σε 10 μαθήματα, που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις.
Η δομή του ρωσικού εξαγωγικού εμπορίου παραπέμπει σχεδόν σε τριτοκοσμική χώρα, καθώς εξάγει προϊόντα χαμηλής προστιθέμενης αξίας και εισάγει το αντίθετο. Επίσης, λόγω της συγκεκριμένης δομής των εξαγωγών της, η χώρα είναι ευάλωτη στις έντονες διακυμάνσεις τιμών (volatility) που χαρακτηρίζουν τα βασικά προϊόντα (commodities), στα οποία εξακολουθεί να στηρίζεται. O μέγιστος κίνδυνος ελλοχεύει για τη Ρωσία στην περίπτωση καθίζησης της διεθνούς τιμής του αργού, όπως συνέβη με την ΕΣΣΔ από το 1986 και εξής. Αυτά τα δύο σημαντικά χαρακτηριστικά δεν πρέπει να διαφεύγουν την προσοχή μας, παρά το θετικό εμπορικό ισοζύγιο (εξαγωγές 425 δισ. USD το 2023, έναντι εισαγωγών 285 δισ.). Ετησίως, οι φυσικοί πόροι εν γένει –ορυκτά καύσιμα και μέταλλα– αντιπροσωπεύουν σταθερά ποσοστό άνω του 80% επί των συνολικών εξαγωγών της Ρωσίας, πολύ μεγαλύτερο ποσοστό από το αντίστοιχο της ύστερης Σοβιετικής Ένωσης! Μόνο οι υδρογονάνθρακες και τα υποπροϊόντα αυτών προσεγγίζουν ετησίως το 60% των εξαγωγών, ήτοι περίπου 30% το αργό πετρέλαιο, 20% το διυλισμένο πετρέλαιο και σχεδόν 10% το φυσικό αέριο. Το 2023, η αξία τους ήταν 260,1 δισ. USD (61% επί του συνόλου)[1].
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2017 οι ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου άγγιζαν τα 9 εκατ. βαρέλια ημερησίως, αλλά στις αρχές του 2025 είχαν μειωθεί, εν μέρει και λόγω των διεθνών κυρώσεων ένεκα της εισβολής στην Ουκρανία, στα 7,3 εκατ. βαρέλια ημερησίως (11% των παγκόσμιων εξαγωγών, από 14% που ήταν το 2005), εκ των οποίων 4,7 εκατ. αργό πετρέλαιο και το υπόλοιπο διυλισμένο. Ως προς το φυσικό αέριο, από το ιστορικό υψηλό του 2021 (702 δισ. κυβικά μέτρα), το 2024 παρήχθησαν 685 δισ. κ.μ., με μεγάλο ποσοστό αυτού –σε αντίθεση με το πετρέλαιο– να διατίθεται για εγχώρια κατανάλωση: πάνω από 450 δισ. κ.μ. ή 66%. Μια κρίσιμη παράμετρος για το μέλλον της ρωσικής παραγωγής αργού είναι πόσο θα μπορέσουν να λάβουν χώρα οι αναγκαίες επενδύσεις για εμπορική αξιοποίηση νέων κοιτασμάτων, καθώς η δυτική τεχνολογία εξόρυξης ήδη λείπει από τη Ρωσία. Σημαντικές είναι και οι εξαγωγές δημητριακών, με αξία περ. 15 δισ. USD το 2023: μολονότι ο κύριος σιτοβολώνας ολόκληρης της ΕΣΣΔ ήταν η εύφορη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ουκρανίας, και η ίδια η Ρωσία παράγει περισσότερα δημητριακά από όσα καταναλώνει, επομένως είναι σε θέση να εξάγει 10-15% (ανάλογα με τη σοδειά) του παγκόσμιου εμπορίου δημητριακών. Αξιόλογη είναι και η ξυλεία, καθώς και το παραγόμενο από αυτή χαρτί, με αξία 10 δισ. USD το 2023. Τα υψηλής προστιθέμενης αξίας τεχνουργήματα, όπως λ.χ. τα μηχανήματα, τα οχήματα και αεροσκάφη, πολιτικά και στρατιωτικά, κατέχουν αθροιστικά μονοψήφιο ποσοστό επί των εξαγωγών της Ρωσίας (μόλις 5,4% το 2023), με αξία 22,9 δισ. USD. Να γιατί η χώρα έχει να επιδείξει δυσμενείς «όρους εμπορίου» (terms of trade), ήτοι μέση αξία εξαγόμενης μονάδας προϊόντος, προς μέση αξία εισαγόμενης.[2]
Η μονοδιάστατη ρωσική παραγωγική βάση συνιστά περίτρανη επιβεβαίωση του δυσάρεστου εκείνου φαινομένου το οποίο η διεθνής βιβλιογραφία έχει αποκαλέσει «κατάρα των φυσικών πόρων» (resource curse): η υπερβολική εξάρτηση από μια τέτοιου είδους πρόσοδο (rent) δεν συνάδει με πραγματική, σύμμετρη και στέρεη οικονομική ανάπτυξη και λειτουργεί, τελικά, ως αντικίνητρο για μεταρρυθμίσεις. Η ανεπαρκής διαφοροποίηση, στα 25 έτη του πουτινισμού, της ρωσικής οικονομίας σε σχέση με τη «ναυαρχίδα» της εξορυκτικής βιομηχανίας, έχει άσχημες παράπλευρες συνέπειες. Και ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου επικεντρώνεται στην εξόρυξη, σε μονάδες που μεταποιούν φυσικούς πόρους (π.χ. διύλιση) και σε βιομηχανίες χαμηλής προστιθέμενης αξίας, εις βάρος των υπολοίπων κλάδων. Ο Κυρκιλής προ 15ετίας είχε συνοψίσει την κακοδαιμονία της ρωσικής οικονομίας:
Η διεύρυνση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου χωρίς τον συνυπολογισμό των ενεργειακών εξαγωγών είναι ένδειξη του προβλήματος ανταγωνιστικότητας της μη ενεργειακής βιομηχανίας της Ρωσίας, αλλά και ένδειξη του χαμηλού βαθμού διαφοροποίησης πέραν της ενεργειακής βιομηχανίας.[3]
Όπως εξομολογήθηκε στον Δημήτρη Τριανταφυλλίδη ο προαναφερθείς Αλεξάντρ Αουζάν, η δεδομένη στασιμότητα της ρωσικής οικονομίας από το 2014 και εξής αποτελεί «συστημική κρίση», ως «αποτέλεσμα της επιλογής ανάμεσα στην πρόσοδο και την καινοτομία», καθώς «σε εμάς η επιχειρηματική τάξη είναι προσανατολισμένη στην πρόσοδο».[4] Η παραγωγικότητα της εργασίας βρίσκεται στο 40% εκείνης των ΗΠΑ, ενώ ο μέσος όρος 39 σημαντικών χωρών τις οποίες εξέτασε σχετική έρευνα του 2023 ήταν στο 77% των ΗΠΑ. Η υστέρηση της Ρωσίας ως προς την καινοτομία είναι εντυπωσιακή: στον έγκριτο Global Innovation Index 2024 του Παγκόσμιου Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας / WIPO καταλαμβάνει μόλις την 59η θέση παγκοσμίως (Ελλάδα: 45η), ενώ βρίσκεται πάρα πολύ χαμηλά (126η) στον επί μέρους υποδείκτη, από τους 6 συνολικά, «Θεσμοί». Εκεί που τα πηγαίνει σχετικά καλά (39η) είναι μόνο στον επί μέρους υποδείκτη «Ανθρώπινο Κεφάλαιο». Ομοίως στην έρευνα και ανάπτυξη (R&D), η Ρωσία βρίσκεται χαμηλά σε σχέση με άλλες χώρες και δη τις ανεπτυγμένες. Το ποσοστό της R&D επί του ΑΕΠ υπολογίζεται σε 0,925% σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της UNESCO (2022), μειωμένο μάλιστα σε σχέση με μια πενταετία πριν (2017), όπου ήταν 1,11%. O κύριος όγκος της R&D διοχετεύεται στην αμυντική και αεροδιαστημική βιομηχανία. Και τα ρωσικά στατιστικά στοιχεία του 2023 φαίνεται να συμφωνούν, αναφέροντας δαπάνη για R&D 1,65 τρισ. ρούβλια και ΑΕΠ 156 τρισ. ρούβλια (συνεπώς ποσοστό 1,05%). Για σύγκριση, οι ΗΠΑ, μια οικονομία 15 φορές μεγαλύτερη από τη ρωσική, δαπανούν για R&D το 3,5% του ΑΕΠ.
Το 2021, δηλαδή πριν ακόμη ξεκινήσει η Έξοδος των Ρώσων λόγω του πολέμου, ο επικεφαλής της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, Νικολάι Ντολγκούσκιν, είπε ότι ο αριθμός των Ρώσων επιστημόνων και στελεχών υψηλής ειδίκευσης είχε μειωθεί κατά 30.000 μέσα σε τρία χρόνια. Δήλωσε επίσης ότι, ενώ η Ρωσία είχε μεγαλύτερο αριθμό επιστημόνων από οποιαδήποτε χώρα –σχεδόν 1.000.000– το 1990, έως το 2021 αυτός είχε μειωθεί 65%, σε μόλις 348.000! Πάντως, σύμφωνα με τις επίσημες ρωσικές στατιστικές, το 2023 εργάζονταν στον τομέα R&D 670.000 άτομα. Ανησυχητική τα τελευταία χρόνια είναι και η μείωση των νέων αποφοίτων πανεπιστημίων, πολυτεχνείων και λοιπών ιδρυμάτων ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης: από 1.160.000 το 2016, ήταν μετά βίας 800.000 το 2023, δηλαδή σε 7 έτη υπήρξε πτώση 31%.
Στη διεθνή κατάταξη των οικονομιών με βάση τον επιχειρηματικό κίνδυνο (business risk) η Ρωσία βρισκόταν ψηλά, ήδη πριν το 2022: το επιχειρηματικό περιβάλλον (business environment) εγκυμονεί πλείστους όσους κινδύνους για ξένους επενδυτές. Ένας λόγος είναι ρυθμιστικός: τo 2008, λ.χ., επεβλήθη διά νόμου απαγόρευση στους αλλοδαπούς επενδυτές να αποκτούν πλειοψηφικό πακέτο σε επιχειρήσεις 42 κλάδων κρίσιμων για την εθνική ασφάλεια, στους οποίους δεν συμπεριλαμβάνονταν μόνο η άμυνα και οι φυσικοί πόροι, αλλά ακόμη και οι εκδόσεις (περιοδικά και εφημερίδες με κυκλοφορία άνω του 1 εκατ. τευχών). Δεύτερος λόγος είναι η επικών διαστάσεων διαφθορά, πρόβλημα που εξακολουθεί να μαστίζει όλο τον μετασοβιετικό χώρο, πλην των τριών Βαλτικών Δημοκρατιών. Σύμφωνα με τον Δείκτη Αντίληψης Διαφθοράς της Transparency International για το 2023, η Ρωσία βρίσκεται στην 141η θέση παγκοσμίως με επίδοση (βαθμολογία διαφάνειας) μόλις 26 στα 100.
Στη Ρωσική Ομοσπονδία δεν υφίσταται, επί της ουσίας, διαχωρισμός της πολιτικής από την οικονομική σφαίρα δραστηριότητας. Σε ένα σύστημα πατρωνίας γνωστό ως «κρατικός καπιταλισμός της παρέας» (state crony capitalism), οι έμπιστοι του Προέδρου απολαμβάνουν καθεστώς ασυλίας και νέμονται ανενόχλητοι τους σημαντικούς τομείς οικονομικής δραστηριότητας. Μόνο τέτοια πρόσωπα μπορούν να είναι επικεφαλής των στρατηγικής σημασίας κλάδων της οικονομίας, λ.χ. ενέργεια, εργοληπτικές εταιρείες δημοσίων έργων, τραπεζική και ό,τι αξιόλογο έχει απομείνει από τη βαριά βιομηχανία, ήτοι ο επονομαζόμενος «επάνω όροφος» (upstairs) της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Εκεί κυριαρχούν τα μονοπώλια-ολιγοπώλια και είναι στην πράξη αδύνατο να λειτουργήσει ανταγωνισμός. Ο κρατικός πατερναλισμός είναι έκδηλος: ακόμη και μεγάλες ιδιωτικές, υποτίθεται, επενδύσεις αποφασίζονται σύμφωνα με τα κελεύσματα του ίδιου του Προέδρου. Αντίθετα, στον «κάτω όροφο» (downstairs) της επιχειρηματικής δραστηριότητας, δηλ. σε κλάδους δευτερεύουσας εθνικής σημασίας όπως η εστίαση, οι μικρές κατασκευαστικές, τα γυμναστήρια, τα ινστιτούτα αισθητικής και το λιανεμπόριο, υπάρχουν ακόμη πολλές ανεξάρτητες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, δηλαδή λειτουργεί ένας σχετικός, έστω, ανταγωνισμός.
[1] Οι μεγαλύτεροι παραγωγοί πετρελαίου στη Ρωσία είναι οι εταιρείες-κολοσσοί Rosneft, Surgutneftgass, GazpromNeft και LukOil, ενώ το 82% της παραγωγής μεταφέρεται από το δίκτυο αγωγών της Transneft, μήκους 67.000 χλμ.
[2] Μάλιστα, όπως αποκαλύφθηκε τον Δεκέμβριο του 2024 από τον αεροδιαστημικό κολοσσό UAC (United Aircraft Corporation), μετά την εισβολή στην Ουκρανία στις αρχές του 2022, η χώρα κατασκεύασε, μέσα σε τρία έτη, μόλις 7 από τα 108 πολιτικά αεροσκάφη τα οποία προέβλεπε ο προπολεμικός σχεδιασμός για το συγκεκριμένο διάστημα!
[3] Στο Μάνος Καραγιάννης (επιμ.), Η Ρωσία σήμερα, σελ. 83 επ.
[4] Στο Δημήτρης Τριανταφυλλίδης, Ρωσία Pro et Contra, σελ. 23.
