Αρχική » Ρωσία, κράτος – εισοδηματίας (Α΄ μέρος)

Ρωσία, κράτος – εισοδηματίας (Α΄ μέρος)

από Άρδην - Ρήξη

του Βασίλειου Σιταρά, απόσπασμα (σσ. 108-118) από το βιβλίο του, Η Ρωσία του 21ου αιώνα
σε 10 μαθήματα
, που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις.

Ο πολλαπλασιασμός, στους ρωσικούς ενεργειακούς πόρους (και δη στο πετρέλαιο), της παραγόμενης ποσότητας, επί τη διεθνή τιμή πώλησης, είναι η πλέον θεμελιώδης παράμετρος για να κατανοήσουμε την πορεία της ρωσικής οικονομίας. Όπως έχει επισημάνει, μεταξύ άλλων, και ο Κυρκιλής, στη Ρωσία «υπάρχει μια στενή και θετικά ανάλογη σχέση μεταξύ εξαγωγών ενέργειας και αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ».[1] Το 1987, στο ιστορικό υψηλό της σοβιετικής παραγωγής με 12,66 εκατ. βαρέλια ημερησίως, η ΣΣΔ Ρωσίας παρήγαγε 11,5 εκατ. ή κάτι παραπάνω από 90%. Σημειωτέον ότι τότε η μέση τιμή είχε διολισθήσει σημαντικά, λόγω της κρυφής συμφωνίας ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας (μια ιδέα του Προέδρου Ρήγκαν για να «γονατίσει» τη Σοβιετική Ένωση). Η κοσμογονία του 1991 οδήγησε, κατά την περίοδο 1995-99, στο ιστορικό χαμηλό παραγωγής αργού των 6,2 εκατ. βαρελιών ημερησίως ολόκληρη εκείνη την πενταετία, ενώ η μέση τιμή ήταν ακόμη χαμηλότερη, με annus horribilis το 1998: μόλις 15,7 USD/βαρέλι (και δη σε δολάρια του 2005). Ακολούθησε σταδιακή άνοδος τόσο της παραγόμενης ποσότητας πετρελαίου (9,77 εκατ. βαρέλια ημερησίως το 2006 και 10,32 εκατ. το 2024) όσο και της τιμής, η οποία έφτασε τα 125 USD ανά βαρέλι, πλημμυρίζοντας τα ταμεία με πετροδολάρια.[2] Σημειωτέον ότι, σε αντίθεση με το τι πιστεύουν πολλοί, οι Ρώσοι επί σειρά ετών χρειάστηκαν τη συνδρομή εξειδικευμένων στις εξορύξεις εταιρειών (oil service companies) από τη Δύση, όπως λ.χ. η Halliburton και η Schlumberger, προκειμένου να μπορέσουν να εκμεταλλευθούν τα πιο δύσκολα κοιτάσματα και να αυξήσουν την παραγωγή στα ανωτέρω επίπεδα. Την 1/1/2004, ο Πρόεδρος Πούτιν συνέστησε το Σταθεροποιητικό Ταμείο της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ένα είδος στρατηγικής εφεδρείας που θα τροφοδοτούσε τον προϋπολογισμό σε περίπτωση δραματικής πτώσης της τιμής του αργού. Πρόκειται, επί της ουσίας, για Κρατικό Επενδυτικό Ταμείο (SWF), το οποίο το 2008 διαιρέθηκε περαιτέρω σε δύο επί μέρους Ταμεία, το μεν Εφεδρικό, που εξαντλήθηκε και έπαψε να υφίσταται το 2017, και το Εθνικό Ταμείο Ευημερίας. Τα διαθέσιμα κεφάλαια του δεύτερου, από 88 δισ. USD την 1/1/2009, ανήλθαν στο ιστορικό υψηλό των 201 δισ. USD την 1/8/2022, για να μειωθούν σε 116,8 δισ. USD –κάτι παραπάνω από 6% του ΑΕΠ– την 1/1/2025.

Παρά τη βελτίωση της κατάστασης μετά το 2000 χάρη στις υψηλές τιμές της ενέργειας, η ένδεια επιβιώνει σε σημαντικούς αριθμούς. «Ο λαός μας απολαμβάνει ακόμη ένα πολύ ταπεινό επίπεδο ζωής», εξομολογήθηκε μπροστά στην κάμερα το 2016 ο Πούτιν στον Αμερικανό σκηνοθέτη Όλιβερ Στόουν. Πράγματι, αν και το κατά κεφαλή ΑΕΠ των 13.750 USD το 2023 κατατάσσει τη Ρωσία στην 65η θέση παγκοσμίως, η διάμεση αξία των περιουσιακών στοιχείων (median net worth) που κατέχουν τα 110 εκατ. ενήλικοι κάτοικοι της Ομοσπονδίας είναι δραματικά χαμηλή: 8.595 USD, σύμφωνα με στοιχεία του 2022 (Ελλάδα: περίπου 55.000). Για σύγκριση, αναφέρουμε ότι η median net worth του ενήλικα Καζάχου είναι πάνω από 25.000 USD και ακόμη και του Μολδαβού, σε μια από τις φτωχότερες μετασοβιετικές χώρες, λίγο παραπάνω από 10.000 USD. Ακόμη χειρότερα, υπάρχει σημαντικότατο χάσμα ανάμεσα στη διάμεση και τη μέση (mean) αξία περιουσίας, ανερχόμενη σε 39.515 USD, ένα γεγονός που καταδεικνύει τη διαρκώς αυξανόμενη ανισότητα εντός της σύγχρονης Ρωσίας. Ο ειδικός δείκτης Gini, ο οποίος μετράει την ανισότητα με κριτήριο τη net worth, είχε φτάσει το 2021 στο εντυπωσιακό 0,88 (ΗΠΑ: 0,85, Ελλάδα: 0,68). Το 2008, βρισκόταν στο 0,69.[3] Το ποσοστό του πληθυσμού το οποίο προσπορίζεται εισόδημα κατώτερο του ελάχιστου αποδεκτού επιπέδου διαβίωσης έχει μειωθεί επισήμως στο 14% (20 εκατ.), αν και ανεξάρτητοι αναλυτές διαφωνούν, θεωρώντας το πραγματικό ποσοστό ένδειας υψηλότερο, γύρω στο 20%.

Βασική μέριμνα της κυβέρνησης είναι η εξασφάλιση συνθηκών πλήρους (σ.σ. το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο ιστορικό χαμηλό του 2,3% το 2024) απασχόλησης, όπως στη σοβιετική εποχή: περικοπές μισθών επιτρέπονται, απολύσεις όχι. Σύμφωνα με την οικονομική λογική του Κρεμλίνου, προτεραιότητα είναι η πλειοψηφία να προσπορίζεται ένα στοιχειωδώς αξιοπρεπές εισόδημα σε συνθήκες εργασιακής ασφάλειας, ακόμη κι αν πολλές θέσεις εργασίας δεν θα έπρεπε να υφίστανται, με βάση αμιγώς οικονομικά κριτήρια. Στην πράξη, το πλεονάζον εισόδημα ή «ενοίκιο» (rent), το οποίο προκύπτει από τις εξαγωγές πρώτων υλών, διοχετεύεται σε μη παραγωγικούς κλάδους της οικονομίας και δη σε «επιχειρήσεις-ζόμπι», προκειμένου να τις κρατά τεχνητά στη ζωή. Σημαντικό ποσοστό Ρώσων εργάζεται …επιδοτούμενο από το κράτος, διαφορετικά θα είχαμε βιώσει κοινωνικές αναταραχές και κρίση νομιμοποίησης. Επίσης, οι μέχρι πρότινος υψηλές εξαγωγικές τιμές, ειδικά στο φυσικό αέριο –που χρησιμοποιείται ως καύσιμο θέρμανσης σε ολόκληρη την πρώην ΕΣΣΔ– επέτρεπαν επιδοτήσεις στο εσωτερικό, ούτως ώστε οι εγχώριοι καταναλωτές να πληρώνουν την ενέργεια σε τιμή κόστους. 

Τα ανωτέρω συνιστούν την αναδιανεμητική πολιτική ενός «κράτους-εισοδηματία» (rentier state). Το κράτος-εισοδηματίας θέλει να βρίσκονται ψηλά οι διεθνείς τιμές του αργού, ούτως ώστε να μπορεί να χρηματοδοτεί τον κρατικό προϋπολογισμό με «πετροδολάρια». Όσο πιο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική εφαρμόζεται –όπως λ.χ. μετά το 2022 λόγω του πολέμου στην Ουκρανία– τόσο υψηλότερη θα πρέπει να είναι η διεθνής τιμή του αργού, για να είναι ο προϋπολογισμός ισοσκελισμένος (fiscal break-even price). Προοδευτικά, η ρωσική fiscal break-even price ανήλθε από τα 47 USD/βαρέλι το 2019 σε 92 USD/βαρέλι το 2023, δηλαδή μέσα σε μια τετραετία διπλασιάστηκε! Να γιατί τα δημόσια οικονομικά της χώρας, ενώ παραμένουν σε καλή κατάσταση με δημόσιο χρέος ίσο μόλις με 15% του ΑΕΠ το 2023, δεν είναι πλέον όπως παλιά: το 2018, ο προϋπολογισμός της χώρας κατέγραψε πλεόνασμα ίσο με 2,9% του ΑΕΠ, ενώ το 2023 ήταν ελλειμματικός (-2,3% του ΑΕΠ). Ομοίως το ρωσικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, καίτοι παραμένει πλεονασματικό, καταγράφει μειωμένο πλεόνασμα από 7% του ΑΕΠ το 2019 σε 2,5% του ΑΕΠ το 2023.

Η fiscal break-even price δεν πρέπει να συνδέεται με την actual break-even price, δηλαδή με το κόστος παραγωγής και μεταφοράς –μέχρι και το αλλοδαπό διυλιστήριο– του αργού. Αυτή ήταν γύρω στα 42 USD/βαρέλι, δηλαδή από το επίπεδο αυτό και πάνω οι Ρώσοι παραγωγοί αποκομίζουν κέρδος, ενώ διαφορετικά το πωλούν με ζημία. Αυτή τη στιγμή, ο κλάδος της ενέργειας στη Ρωσία και δη το στάδιο της έρευνας και εκμετάλλευσης μέσω εξόρυξης (upstream) τελεί υπό άμεσο ή, έστω, έμμεσο κρατικό έλεγχο, θεωρούμενος στρατηγικής σημασίας. Όπως είχε υποστηρίξει ο μέλλων Πρόεδρος το 1997 στη διδακτορική διατριβή του ενώπιον του Ινστιτούτου Μετάλλων της Αγίας Πετρούπολης, ο κρατικός έλεγχος του κλάδου δικαιολογείται στη βάση του δόγματος το οποίο ονομάζεται «εθνικισμός των φυσικών πόρων» (resource nationalism)[4]. Να γιατί κάποιες εταιρείες επανακρατικοποιήθηκαν στη δεκαετία του 2000, με προεξάρχουσα την Gazprom, τον μεγαλύτερο –τουλάχιστον μέχρι πρότινος– εξαγωγέα φυσικού αερίου μέσω αγωγών στον κόσμο. Επί της Gazprom, που μέχρι το 2005 τελούσε υπό ιδιωτικό έλεγχο, το κράτος συγκέντρωσε το 50,1% των μετοχών. Η Gazprom στα χρόνια του πουτινισμού αποτέλεσε, εκτός από πηγή εσόδων για το κράτος, «εργαλείο» εξωτερικής πολιτικής του Κρεμλίνου. Η Ρωσία ουδέποτε επικύρωσε τη Συνθήκη για τον Χάρτη Ενέργειας ή Energy Charter Treaty, την οποία είχε υπογράψει τον Δεκέμβριο του 1994 (σ.σ. τέθηκε σε ισχύ το 1998). Αυτός στόχευε στην απρόσκοπτη προώθηση των ενεργειακών επενδύσεων, του ενεργειακού εμπορίου και της διαμετακόμισης, καθώς και της ενεργειακής απόδοσης και συναφών περιβαλλοντικών ζητημάτων σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά κυρίως στην ευρεία περιοχή της Ευρασίας[5]. Πάνω από όλα, ο «Χάρτης» παρείχε ορισμένα θεμελιώδη δικαιώματα σε ξένους επενδυτές, όσον αφορά τις επενδύσεις τους στη χώρα υποδοχής. Οι τελευταίοι προστατεύονταν από τους πιο σημαντικούς πολιτικούς κινδύνους, όπως δυσμενείς διακρίσεις, απαλλοτρίωση και εθνικοποίηση, πρακτικές που η Ρωσία εφήρμοσε κατά κόρον, ειδικά επί Προεδρίας Πούτιν.


[1] Μάνος Καραγιάννης (επ.), Η Ρωσία σήμερα, Παπαζήσης

[2] Όσοι, λοιπόν, ομιλούν περί ρωσικής αναγέννησης τις πρώτες δύο θητείες του κ. Πούτιν, από το 2000 ως το 2008, παραβλέπουν πως ατμομηχανή της ρωσικής ανάπτυξης την  πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα υπήρξαν οι υψηλές τιμές των υδρογονανθράκων: ενώ επί Προεδρίας Γιέλτσιν (τέλη 1991-τέλη 1999) η μέση τιμή του αργού πετρελαίου δεν υπερέβαινε τα 17,5 USD ανά βαρέλι σε τρέχουσες τιμές, από το 2000 μέχρι και το 2018 που ο κ. Πούτιν εξελέγη για τέταρτη φορά Πρόεδρος βρισκόταν πάνω από τα 65 USD (και δη παρά μια συγκυριακή πτώση από τα μέσα του 2014 ως το 2017), το δε 2022 ξεπέρασε τα 100 USD!

[3] Ο διάμεσος (median) μισθός του 2021, τελευταίο έτος που υπάρχουν επίσημα ρωσικά στατιστικά στοιχεία, ήταν 40.000 ρούβλια το μήνα ή 540 USD, με βάση τη μέση τότε ισοτιμία.

[4] Αυτό το αναπτυξιακό δόγμα ανάγεται ιστορικά στο Μεξικό του (ύστερου) Μεσοπολέμου, με την εθνικοποίηση του κλάδου και την ίδρυση της πετρελαϊκής εταιρείας PEMEX το 1938.

[5] https://ypen.gov.gr/chartis-energeias/.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ