του Ρ. Ρινάλντι, από το Άρδην τ. 47, Ιούνιος 2004
Η ΤΕΛΙΚΗ ΦΑΣΗ επιβολής του σχεδίου Ανάν-Μπους στην Κύπρο σημαδεύτηκε από μια μη προβλεπόμενη (τουλάχιστον από τους εμπνευστές του σχεδίου και όσους εργάστηκαν για την επιβολή του) μαζική λαϊκή συνειδητοποίηση και καταδίκη του. Οι τεράστιες πιέσεις που ασκήθηκαν, οι εκβιασμοί, τα καλοπιάσματα και οι φοβέρες δεν έκαμψαν αυτή την διάθεση που εκφράστηκε με την συντριπτική καταδίκη του σχεδίου από το 76% του ελληνοκυπριακού πληθυσμού.
Το σχέδιο Ανάν-Μπους ήταν ένα ιμπεριαλιστικό σχέδιο που προωθούσε τα συμφέροντα του αμερικανοβρετανικού άξονα σε συνθήκες ιδιαίτερα δύσκολες για αυτόν: από την μια οι τεράστιες δυσκολίες των κατοχικών δυνάμεων στο Ιράκ από την παλλαϊκή αντίσταση του ιρακινού λαού, ο αναβρασμός όλων των αραβικών και ισλαμικών μαζών από την εντεινόμενη εθνική τους καταπίεση και πολιτιστική τους ταπείνωση από τους δυτικούς “σταυροφόρους”. Από την άλλη η προσπάθεια αναχαίτισης της επέκτασης προς ανατολάς (βλέπε διεύρυνση EE, ζώνη ευρώ κ.λπ.) και εκτόπισης των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών από τις θερμές περιοχές (Βαλκάνια, Βόρεια Αφρική, Μέση Ανατολή κλπ).
Οι δύσκολες συνθήκες εκφράζονται και με τους τριγμούς που εκδηλώθηκαν στον συνασπισμό των “προθύμων” μετά την πολιτική μεταβολή στην Ισπανία και την απόφαση της τελευταίας να αποσύρει τα στρατεύματά της από το Ιράκ.
Επομένως υπάρχουν οι όροι για ένα ρήγμα και μια ήττα της αμερικανικής στρατηγικής στην ευρύτερη περιοχή, σαν αποτέλεσμα της πολιτικής της ήττας και της απομόνωσής της από τις λαϊκές μάζες σε ολόκληρο τον κόσμο, και φυσικά σαν αποτέλεσμα της αντίστασης και της αυτοθυσίας του ιρακινού και παλαιστινιακού λαού.
Όποιος νομίζει ότι το “Όχι” στην Κύπρο είναι άσχετο και ξεκομμένο από το διεθνές πλαίσιο και τις ανάγκες και τις αντιπαραθέσεις των ιμπεριαλιστών, κάνει μεγάλο λάθος. Από την άποψη αυτή και η σημασία του “Όχι” αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα.
Το ερώτημα του τίτλου όμως επιζητά περισσότερους προσδιορισμούς.
Η Αριστερά, ο ιμπεριαλισμός και το “Όχι”
Α. Η ομοψυχία του αστισμού υπό την μπαγκέτα της αμερικανοποίησης
Στην Ελλάδα από την είσοδο στην Νέα Τάξη Πραγμάτων (αρχές δεκαετίας 90 μέχρι σήμερα) εκδηλώθηκε και φαίνεται να έχει βαθιές ρίζες μια λαϊκή αντιμπεριαλιστική και πατριωτική διάθεση και στάση.
Μάλιστα από το 1998 και ύστερα γίνονται ολοένα και πιο φανερά τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά του ελληνικού αστισμού, δηλαδή ο ραγιαδισμός του και η υποτέλεια του στα βασικά ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Και τούτο σε αντίθεση με τον “ήπιο εθνικισμό” που είχε επιλέξει στις αρχές της δεκαετίας του 90, όπως εκδηλώθηκε με το “μακεδονικό”.
Είναι αλήθεια πως όλες οι πλευρές του αστισμού (κόμματα, κράτος, εκκλησία, ΜΜΕ) ξέχασαν το ζήτημα, όπως είχε προφητεύσει ο Κ. Μητσοτάκης από τότε. Σήμερα η πλήρης ευθυγράμμιση με την ιμπεριαλιστική πολιτική και η πειθήνια μεταφορά των ντιρεκτίβων της έχει οδηγήσει τον ελληνικό αστισμό να βρίσκεται συστηματικά σε διάσταση με το αντιμπεριαλιστικό πατριωτικό αίσθημα του λαού: Ίμια, υπόθεση Οτσαλάν, πόλεμος στην Γιουγκοσλαβία, Δίδυμοι Πύργοι και ισοπέδωση Αφγανιστάν, αντιπολεμικό κίνημα και κατοχή στο Ιράκ, αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη, κυπριακό.
Το ξερίζωμα των αντιαμερικανικών-αντιιμπεριαλιστικών αισθημάτων του ελληνικού λαού είναι διαρκώς στο στόχαστρο της νεοταξικής πολιτικής στην Ελλάδα. Η αμερικανοποίηση της δημόσιας, κοινωνικής και πολιτικής ζωής προϋποθέτει την καταπολέμησή του.
Η πλέρια συμπόρευση του δικομματισμού σε θέματα όπως η καταπολέμηση της “τρομοκρατίας” και η καλλιέργεια της τρομοϋστερίας, η πολιτική της κατά παραγγελίαν “ελληνοτουρκικής φιλίας”, η συμπόρευση στην επιχείρηση “Ολυμπιάδα 2004” και το “Ναι” στο σχέδιο Ανάν-Μπους προδιαγράφει έναν δημόσιο και πολιτικό βίο διαφορετικό από αυτόν που ζήσαμε στα περισσότερα από τα 30 χρόνια της μεταπολίτευσης. Κόμματα, ΜΜΕ και εκκλησία, τήρησαν κοινή στάση στα παραπάνω, άλλα φλυαρώντας και άλλα σιωπώντας κραυγαλέα…
Μια ακόμα παρατήρηση. Ο αμερικανοευρωπαϊκός ανταγωνισμός είναι ενεργός αλλά διανύουμε μια περίοδο που οι κυρίαρχες ευρωενωσιακές δυνάμεις δεν συγκρούονται ανοικτά και άμεσα με τις ΗΠΑ, αφενός, και αφετέρου, οι νέοι συσχετισμοί από τις ανακατατάξεις και τους διχασμούς στην Ευρώπη (“Παλαιά” και “Νέα Ευρώπη”) δεν έχουν κατασταλάξει.
Επομένως οι φιλοευρωπαϊκές πτέρυγες της αστικής τάξης δεν είναι σε θέση να πάρουν πρωτοβουλίες και έτσι κυριαρχούν τα αμερικανοποιημένα τμήματα.
Β. Οι παλινωδίες της αριστεράς
Ορισμένα δεδομένα της πολιτικής αριστεράς: Δεν προσπάθησε να βαθύνει και να ουσιαστικοποιήσει τα αντι-ιμπεριαλιστικά πατριωτικά αισθήματα του ελληνικού λαού. Στην ουσία κινήθηκε μακριά από τον κόσμο και χωρίς επαφή με τις ανάγκες και τις επιθυμίες του. Ενδιαφέρθηκε για την πολιτική επιβίωση και αναπαραγωγή του μηχανισμού της και όχι για την απόκτηση δεσμών με τον λαό και την έκφραση σε ανώτερο επίπεδο των διαθέσεών του.
Γι’ αυτό και τα μεγάλα κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα (αυτά που σημαδεύτηκαν από την συμμετοχή και ενεργοποίηση των μαζών) είχαν βασικά αυθόρμητο χαρακτήρα και η πολιτική αριστερά δεν έκανε τίποτα ουσιαστικό για να τα βαθύνει και να τα αναπτύξει. Ας θυμηθούμε: απεργία της ΕΑΣ, μαθητικό και νεολαιίστικο κίνημα, αγροτικές κινητοποιήσεις, ασφαλιστικό, υπόθεση Οτσαλάν, αντιπολεμικό κίνημα, για να φθάσουμε σήμερα στο Κυπριακό.
Στο τελευταίο δεν υπήρξε ούτε μια προσπάθεια από τις δυνάμεις της πολιτικής αριστεράς να γίνουν μαζικές κινητοποιήσεις καταδίκης του σχεδίου Ανάν-Μπους και αλληλεγγύης στον κυπριακό λαό. Οι κομματικές συγκεντρώσεις δεν μπορούν να αντικαταστήσουν το λαϊκό κίνημα και τις διεργασίες του… (Για να μην θυμίσουμε την ένοχη σιωπή της επίσημης αριστεράς στο μίνι πραξικόπημα της επιβολής του Γιώργου Παπανδρέου στην αρχηγία του ΠΑ-ΣΟΚ λίγο πριν τις εκλογές).
Αιτία όλων των παραπάνω: Πολιτικά, η επίσημη αριστερά σημαδεύτηκε από δύο τοποθετήσεις που ναρκοθετούσαν την αντιιμπεριαλιστική πατριωτική διάθεση και στάση. Το μεν ΚΚΕ ερωτοτρόπησε για χρόνια με την άποψη πως η Ελλάδα δεν είναι εξαρτημένη χώρα αλλά μικρο-ιμπεριαλιστική και ξέχασε όλα τα συνθήματα και καθήκοντα για την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Μέχρι και σήμερα δεν έχει ξεκαθαρίσει τη θέση του γύρω από τον ενδοτισμό του ΑΚΕΛ και την ουσιαστικά φιλο-ιμπεριαλιστική στάση του.
Πρόσφατα, οι αυξημένες αντι-ιμπεριαλιστικές κορώνες συνδυάζονται με έναν πολιτικό μαξιμαλισμό (όλα θα πραγματοποιηθούν με μια άλλη πολιτική εξουσία και σε μια άλλη λαϊκή εξουσία) και μια έντονη σεχταριστική περιχαράκωση γύρω από τον κομματικό ιστό του.
Και τούτα σε συνθήκες που ενωτικές δημοκρατικές αντιιμπεριαλιστικές πρωτοβουλίες μπορούσαν να ανοίξουν δρόμους και να δημιουργήσουν πολύ ενοχλητικές καταστάσεις για την αστική και ιμπεριαλιστική πολιτική.
Αν γινόταν κάτι τέτοιο, αντικειμενικά θα προσφέραμε μεγάλες υπηρεσίες στο καθήκον να υποστεί πλήγματα ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός στην ευρύτερη περιοχή κάτω από την ανάπτυξη των λαϊκών κινημάτων.
0 δε ΣΥΝ, υιοθετώντας τον αστικό κοσμοπολιτισμό, γινόταν υποστηρικτής του γαλλογερμανικού άξονα σαν αντίβαρο στην αμερικανική αυτοκρατορία και πήρε ανοικτά φιλοϊμπεριαλιστικές θέσεις, όπως π.χ. τις σχετικές με την διεύρυνση της EE, τον ευρωστρατό και τέλος το κυπριακό.
Στην ουσία οι κυριαχούσες πλειοψηφίες στην ηγεσία του ΣΥΝ δεν ήθελαν να ξεκόψουν με την αστική πολιτική, έχοντας αναλάβει ειδικούς ρόλους, ενώ η διανόησή του θεωρεί ξεπερασμένο πράγμα τον αντιμπεριαλισμό ή ακόμα χειρότερα τον χαρακτηρίζει εκδήλωση του “εθνικισμού”.
Παράλληλα και οι δύο πτέρυγες της επίσημης Αριστεράς φρόντισαν να μην διαταραχθούν οι σχέσεις τους με τον αστικό κόσμο και είναι πολλαπλά τα νήματα που τις συνδέουν με τις οικονομικά και πολιτικά κυρίαρχες καταστάσεις…
Άρα η αίσθηση και η αντίληψη του λαού για τον ρόλο των μεγάλων δυνάμεων μένει χωρίς πολιτική έκφραση και διαδικασίες συμμετοχής και εμβάθυνσης, και αυτό είναι ένα βασικό πρώτο συμπέρασμα που χρωματίζει τις δυνατότητες το κυπριακό να λειτουργήσει ως δραστικός καταλύτης.
Παρόλα αυτά, το κυπριακό ταρακούνησε την πολιτική αριστερά και έφερε στην επιφάνεια πολλά ζητήματα που ξεχνιόντουσαν ή επίτηδες διαστρέφονταν.
Πρώτα απ’ όλα, το ζήτημα του ιμπεριαλισμού. Όπως το κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση ανάγκασε την αριστερά να σταματήσει -σε ένα βαθμό- τις φλυαρίες περί “αντικειμενικής και αναπόφευκτης διεθνοποίησης, άρα είναι ένα θετικό μάλλον γεγονός”, έτσι και η ένοπλη παγκοσμιοποίηση και οι πόλεμοι σε Αφγανιστάν και Ιράκ έθεσαν με πιο ωμό τρόπο το ζήτημα του ιμπεριαλισμού κουρελιάζοντας απόψεις για ανθρώπινη παγκοσμιοποίηση ή θεωρίες για “αυτοκρατορίες” όπου οι ένοπλες συγκρούσεις αποτελούν παρελθόν.
Δεύτερον, με τον πιο καθαρό τρόπο, επιβεβαιώνονται βασικές θέσεις της θεωρίας για τον ιμπεριαλισμό. Ιμπεριαλισμός σημαίνει ένταση της εθνικής και πολιτισμικής καταπίεσης. Μια χούφτα χωρών, μετατρέπονται σε έθνη που καταπιέζουν άλλα έθνη και συγκεκριμένα την πλειοψηφία των εθνών και λαών του πλανήτη.
Σε συνθήκες παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, ούτε το έθνος-κράτος εξαφανίζεται, όπως λένε οι απολογητές της νεοταξικής πολιτικής, ούτε εξαφανίζεται η εθνική καταπίεση.
Τα αιτήματα της αυτοδιάθεσης των εθνών και της ανεξαρτησίας αντικειμενικά κινούνται στην τροχιά της αντίστασης στον ιμπεριαλισμό και την Νέα Τάξη Πραγμάτων.
Σε προγραμματικό επίπεδο, για τις δυνάμεις που θέλουν να δώσουν ώθηση και προοπτική στα κινήματα, πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα μια διαφορά σε σχέση με το παρελθόν: το κοινωνικό περιεχόμενο του αντιμπεριαλιστικού αγώνα, οι κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες που θα συμπηχθούν και οι στόχοι που θα προβληθούν θα πρέπει να αντιμάχονται τον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό και τα δίκτυα του, να είναι πιο κοντινοί με τους στόχους της λαϊκής δημοκρατίας και του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.
Για να υπάρξουν ρήγματα και επιτυχίες, είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαία η διεθνής συνεργασία και αλληλεγγύη των λαών ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Αυτός ο αγώνας σήμερα δεν μπορεί να καθοδηγηθεί από την αστική τάξη. Ούτε η απουσία ενός τέτοιου κινήματος πρέπει να οδηγήσει στην αναζήτηση συμμαχιών και συνεργασιών με τμήματα ριγμένων αστών. Ούτε χρειάζεται να εντυπωσιάζεται κανείς από την εξάπλωση και ενδυνάμωση του ισλαμισμού σαν κινητοποιητικής δύναμης στις “θερμές” περιοχές. Αυτός μπορεί να καταφέρει πλήγματα, δεν μπορεί να δώσει προοπτική. Το μυστικό της επιτυχίας του μέχρι σήμερα, είναι η τεράστια υποχώρηση του κομμουνιστικού κινήματος και η αναμφισβήτητη δουλειά που έχει κάνει σε κοινωνικό επίπεδο προσφέροντας λύσεις και διεξόδους και κυρίως οργανώνοντας τις μάζες.
Για μια νέα στρατηγική
Ποιες είναι οι ζωντανές δυνάμεις ενός λαού και πιο συγκεκριμένα του ελληνικού λαού; Σε τι κατάσταση βρίσκονται σήμερα; Ποια βήματα μπορούν να γίνουν για να αποκτήσουν φωνή, υπόσταση, δύναμη; Μπορούν να απαντηθούν τέτοια ερωτήματα; Μπορούν να τροφοδοτήσουν ένα σχέδιο για τα επόμενα χρόνια;
Τα τελευταία χρόνια έχει συσσωρευτεί αρκετό “υλικό” που μπορεί να οδηγήσει σε ορισμένες βασικές επισημάνσεις και αφετηριακά σημεία μιας δύσκολης αλλά αναγκαίας πορείας.
Κατά την γνώμη μας, χωρίς καθαρή κοινωνική αναφορά και χωρίς δεσμούς στο κοινωνικό επίπεδο δεν είναι δυνατό να αναδυθούν νέες δυνάμεις που να επιβάλουν -γιατί το “παλιό” θα αντισταθεί όπως έκανε μέχρι σήμερα- μια καινούργια κατάσταση και στο πολιτικό επίπεδο.
Επίσης, είναι αναγκαίο να παρθεί υπόψη η ιδιαίτερη θέση της Ελλάδας και να συνεκτιμηθεί η ευρωπαϊκή, βαλκανική και μεσογειακή υπόστασή της. Σε επίπεδο προγράμματος και στόχων, αυτή η “τριπλή” υπόσταση έχει έναν δυναμικό χαρακτήρα που μπορεί να αξιοποιηθεί από τις προοδευτικές ζωντανές δυνάμεις για να αντιπαρατεθούν ρεαλιστικά και αποτελεσματικά στην ραγιάδικη και πλήρως ενσωματωμένη στον ευρωατλαντικό “πολιτισμό” αστική τάξη, στην εξαρτημένη μεγαλοαστική ταξη με πιο κλασικούς όρους.
Ο αριστερός πόλος, στον οποίο στοχεύουμε, έχει να αναμετρηθεί με αυτά τα προβλήματα και να υποβοηθήσει στην επίλυση τους
Δεν μπορεί να είναι “καθαρός”, σύμφωνα με επιθυμίες, αλλά πρέπει να προωθεί οσμωσεις και συνθέσεις που να ξεπερνούν τις υγειονομικές ζώνες της αστικής, ιμπεριαλιστικής και ρεφορμιστικής πολιτικής.
Με νου, γνώση και αξιοποίηση της πείρας. Αλλωστε, η νέα περίοδος που άνοιξε θα δώσει πληθώρα παραδειγμάτων σύμπλεξης του εθνικού και του ταξικού στοιχείου που θα πιέζουν για την κωδικοποίηση σε ένα κατ’ ουσίαν αντι-ιμπεριαλιστικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα.