του Χ. Ιακώβου, από το Άρδην τ. 47, Ιούνιος 2004
παρακολουθώντας τον έντονο δημόσιο διάλογο που ξέσπασε τον τελευταίο καιρό, σε Κύπρο και Ελλάδα, γύρω από το δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου, αυτό που με εντυπωσίασε είναι η δογματοποίηση των θέσεων μίας μερίδας του πολιτικού φάσματος, που το κύριό της χαρακτηριστικό είναι ο κοσμοπολιτισμός και η αυτοτοποθέτησή της είτε στο χώρο της αριστεράς είτε, ειδικά στην Κύπρο, αόριστα στο χώρο των “προοδευτικών δυνάμεων” της κοινωνίας.
Μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, κάποιοι κοσμοπολίτες αριστεροί και πρώην αριστεροί, σε Κύπρο και Ελλάδα, αφού πέρασαν την συνεπακόλουθη κρίση συνείδησης, έχουν εγκολπωθεί το όραμα της Δύσης, δηλαδή το εγχείρημα για μία παγκόσμια κοινωνία που τείνει προς την αρμονία, πάνω στην βάση των “ανθρωπίνων δικαιωμάτων” και της “ειρήνης”.
Διάφοροι πολιτικοί και διανοούμενοι του προαναφερθέντος χώρου, και μάλιστα πρώην κομμουνιστές, επιστράτευσαν τον τελευταίο καιρό διάφορες θεωρητικές προσεγγίσεις, προκειμένου να προσαρμόσουν την “προοδευτική” τους συνείδηση στην πραγματικότητα όπως αυτή διεμορφώθη από τον αμερικανικό ηγεμονισμό μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η παθιασμένη ομολογία πίστεως στο διεθνές δίκαιο και στη διεθνή ειρήνη, έστω και αν αυτά είναι προσαρμοσμένα στην αμερικανική ηγεμονική συμπεριφορά, τους παρέχει τη δυνατότητα να στήσουν γέφυρες συμβιβασμού ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν, χωρίς να χαρακτηρίζονται οπισθοδρομικοί. Αυτήν ακριβώς την ομολογία πίστης στην ιδεολογία και συμπεριφορά του πρώην εχθρού, την καλύπτουν πίσω από μία ψυχωτική εμμονή στο αρχικό “ανθρωπιστικό ιδεώδες” που αποτελούσε τον πυρήνα της αριστεράς. Έτσι, μέρος εκείνης της αριστεράς, που χθες έπαιζε το ρόλο του χρήσιμου στρατηγικού εργαλείου στην πολιτική ειρήνης της Μόσχας και σιωπούσε όταν η Σοβιετική Ένωση εισέβαλλε στο Αφγανιστάν, αλλά δεν υπέφερε την έκφραση “διεθνές δίκαιο” όταν αυτή έβγαινε από τα χείλη του Ρήγκαν και της Θάτσερ, είναι εκείνο που σήμερα αποτελεί το χρήσιμο στρατηγικό εργαλείο προώθησης, σε Ελλάδα και Κύπρο, της αμερικανικής πολιτικής στο Κυπριακό. Στην δε Ελλάδα, αυτοί οι “αριστεροί” τρέφουν ακόμα την ψευδαίσθηση ότι εκπροσωπούν την αντίθεση προς το σύστημα, μόνο και μόνο επειδή, ενίοτε αντιφατικά, επικαλούνται την ιδεολογία του συστήματος ενάντια στην πραγματικότητά του, αγνοώντας αφελώς ότι η ιδεολογία του συστήματος αποτελεί εξίσου μέρος του όσο και η πρακτική του.
0 μονομερής προσανατολισμός των “προοδευτικών” είναι γνωστός από το μαρξιστικό τους παρελθόν. Επιστρατεύει την αντίληψη ότι ο τρόπος κατά τον οποίο η εκάστοτε ιδεολογία κατανοεί τον εαυτό της εκφράζει ιδεατά την αντικειμενική πορεία της ιστορίας. Όπως ακριβώς η μαρξιστική διαλεκτική ταύτιζε την αυτογνωσία του προλεταριάτου με την αυτογνωσία την ιστορίας στην τελική της φάση, έτσι και σήμερα, επαναλαμβάνοντας τον εαυτό τους, οι “προοδευτικοί” θεωρούν ότι η αποδοχή και κατανόηση των αξιών που θριάμβευσαν μετά τον τέλος του ψυχρού πολέμου, θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση ενός κοινωνικού προγράμματος οικουμενικά εφαρμόσιμου και να οδηγήσει σ’ έναν παράδεισο την παγκόσμια ιστορία. Με αυτό τον τρόπο, ό,τι πολιτικά προέρχεται από την σημερινή κυρίαρχη δύναμη της Δύσης και ταυτόχρονα από τον νικητή του ψυχρού πολέμου, εκβάλλει στις οικουμενικές αξιώσεις της ειρήνης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (π.χ. Σχέδιο Ανάν).
0 αμερικανικός ηγεμονισμός κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου προέβαλλε “το συμφέρον του ελεύθερου κόσμου”,
ο Σοβιετικός ηγεμονισμός προέβαλλε “το συμφέρον της εργατικής τάξης” και η Νέα διεθνής τάξη πραγμάτων της μεταψυχροπολεμικής περιόδου προβάλλει δήθεν την “προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων” και την “δημοκρατία”, όπως ακριβώς τα “προστάτευσε” με τον πόλεμο στο Ιράκ. Σε κάθε ιστορική εποχή, η ιδεολογία του νικητή καθίσταται για τους νικημένους ερμηνεία της πραγματικότητας, δηλαδή η ήττα τους επισφραγίζεται με την αποδοχή της οπτικής του νικητή. Έτσι π.χ., όσοι χθες ακόμα παραληρούσαν για τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του λαού του Βιετνάμ και προσκυνούσαν την φωτογραφία του Τσε Γκεβάρα, αντί να απορρίψουν την μονομερή και ηγεμονική αμερικανική παρέμβαση στο Κυπριακό, που εκβιαστικά αξίωνε την αποδοχή του Σχεδίου Ανάν, κεραυνοβολούσαν κάθε φωνή διαφορετική ως εθνικιστική, ενστερνιζόμενοι ως ερμηνεία της πραγματικότητας τα συνθήματα της Pax Americana και ιδιαίτερα αυτά της διεθνούς ειρήνης και της προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δεν αναρωτιούνται ούτε ποιος θα ερμηνεύσει δεσμευτικά, κάθε φορά, τι σημαίνουν αυτά τα “δικαιώματα” στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, ούτε αν και κατά πόσο δικαιολογείται ο “εθνικισμός” όποτε ένας μικρός θέλει να αντισταθεί στις επεκτατικές διαθέσεις ενός μεγάλου. Με αυτό τον τρόπο, ενώ ηθικολογούσαν αδιάκοπα, στην πραγματικότητα είχαν ήδη συμπαραταχθεί με τη λογική του διεθνούς ηγεμόνα.
Η άσκηση ορθολογικής εξωτερικής πολιτικής, που είναι συνυφασμένη με το εθνικό θέμα στην Κύπρο, είναι ζήτημα στοιχειώδους κατανόησης της μορφής και του χαρακτήρα του διεθνούς ζητήματος και του συσχετισμοί ισχύος που επήλθε μετά το 1974. Σε πολύ μεγάλο βαθμό, ο διεθνισμός των “προοδευτικών” σήμερα, σε Κύπρο και Ελλάδα, ως ιδεολόγημα, είναι απόρροια εννοιολογικής σύγχυσης και γνωστικής ανεπάρκειας όσον αφορά την ουσιαστική διάκριση μεταξύ της ευνομουμένης κοινωνικής/πολιτειακής συγκρότησης μίας εκάστης χώρας και της διηνεκώς άναρχης διακρατικής τάξης πραγμάτων. Στο επίπεδο των πολιτικών, αυτό οδήγησε σε λανθασμένες εκτιμήσεις και κρίσεις που διατείνονται ότι ο “διεθνισμός” είναι “προοδευτική” και “ειρηνιστική” θέση και αντίληψη, ενώ η προσήλωση στο εθνικό συμφέρον και την δημοκρατία αφορίζεται ως “εθνικισμός” και “υπερπατριωτισμός”, έστω και αν η πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων έχει απορρίψει με ένα κατηγορηματικό ΟΧΙ τις επιλογές τους, στέλλοντας τες στο περιθώριο της πολιτικής νομιμότητας
*Ο Χρήστος Ιακώβου διδάσκει Διεθνείς Σχέσεις στο Cyprus College