του Χ. Αλεξάνδρου, από το Άρδην τ. 47, Ιούνιος 2004
Αποτελεί κοινο τόπο στους κριτικούς, στους φιλολόγους, τους ποιητές και εν γένει στους λογοτέχνες, ότι τα παθήματα και ο πόνος ενός λαού σε μια δεδομένη ιστορική συγκυρία, συνήθως αποτελούν αιτία να γεννηθεί μια υψηλής στάθμης ποίηση, ειδικά όταν αυτά τα παθήματα είναι συνδεμένα με ματαιωμένα οράματα, και ακόμη ειδικότερα όταν αυτή η ματαίωση ακολουθείται από μεγάλες καταστροφές.
Η κυπριακή ποιητική παραγωγή των τελευταίων 50 χρόνων θα λέγαμε ότι είναι από τις πιο ευδιάκριτες και απτές των περιπτώσεων εκείνων που πηγάζουν κατευθείαν από τις τραγωδικές περιπέτειες της πατρίδας. Οι αγώνες, οι αγωνίες και οι καταστροφές του τόπου, αποτυπώνονται κατά τρόπο ακαριαίο στον ποιητικό λόγο. Τα λόγια των ποιητών βγαίνουν μέσα από βιωμένα στο έπακρο γεγονότα και όχι από ιδέες. Σίγουρα δεν είναι άσχετο με αυτήν τη κεφαλαιώδους σημασίας επισήμανση ότι στην Κύπρο δεν ευδοκίμησε ιδιαίτερα ο πεζός λόγος και η διαφορά που τον χωρίζει από τον ποιητικό είναι μεγάλη. 0 ποιητικός λόγος ανταποκρίνεται αμεσότερα στα ψυχικά ερεθίσματα, και η έκφραση των συναισθημάτων είναι εναργέστερη. Ας μην ξεχνάμε και την ρήση του Ν. Βρεττάκου ότι η κυπριακή ποίηση έχει αίμα μέσα της. Η καταστροφή του ’74 λοιπόν, κάνει μια βαθιά τομή και στο σώμα της σύγχρονης κυπριακής ποίησης και την οδηγεί σε πολύ υψηλές επιδόσεις. Διότι, όπως σημειώνει και ο Μόντης σε μια συνέντευξή του, ο πόνος στους ποιητές είναι έμπνευση.
Πριν προχωρήσουμε όμως, θα πρέπει να αναφέρω εκ των προτέρων δύο στοιχεία, ως συμπληρωματικά του γενικού περιγράμματος που επιχειρούμε, τα οποία ενδεχομένως κάποιες φορές να μην είναι αυτονόητα. Το πρώτο είναι ότι η κυπριακή ποίηση δεν αλλάζει άρδην εν μια νυκτί, από την 20ή Ιουλίου και εντεύθεν, αλλά το ποιητικό πρόπλασμα υπήρχε. Τα διλήμματα, οι ανωμαλίες, η πρόγευση της καταστροφής, αποτυπώνονται έντονα και στον ποιητικό λόγο προ του 74. Επίσης έχουμε κορυφαίες ποιητικές συνθέσεις μετά την Ζυρίχη που αναφέρονται στον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ και οι οποίες είναι συμφυείς με τις παρενέργειες που αυτή προκαλεί. Γράφουν, δηλαδή, οι ποιητές για τον αγώνα μέσα από εν εξελίξει νέα δυναμικά γεγονότα τα οποία συνυφαίνουν ποικίλα συναισθήματα και προκαλούν διάφορους κραδασμούς:
Μητέρα έχει διασαλευθεί η πειθαρχία μέσα μας, Έχει διασαλευθεί η έννομη τάξη μέσα μας, Πήραν όλα μέσα μας τον νόμο στα χέρια τους Συζητούν Αμφισβητούν Διαφωνούν
Διαπληκτίζονται εν μέση οδώ, φωνάζει ο Μόντης. Καταλήγοντας για αυτό το σημείο θα έλεγα επιγραμματικά πως η κυπριακή ποίηση είχε πάρει από χρόνια τον δρόμο της για το 1974.
***
Το δεύτερο στοιχείο που θα ήθελα να σημειώσω είναι ότι το ’74 αποτελεί αιτία ή και αφορμή να γραφτεί, και επιτρέψατέ μου τον όρο, και ελαφρά ποίηση, ένα γεγονός που ενδεχομένως να ήταν και αναπόφευκτο. Το μέρος αυτό της ποίησης το χαρακτηρίζει μια συναισθηματική έκρηξη, που πολλές φορές φτάνει μέχρι και το αφελές μελό. Γενικά, πρόκειται για μια θεώρηση απλώς των επιφαινομένων της τραγωδίας χωρίς εμβάθυνση στα υπαρκτικάτης δεδομένα. Ο ακαριαίος λόγος του Μόντη ψέγει με τρόπο σαρκαστικό το φαινόμενο. Γράφει λίγο μετά την εισβολή:
Υπάρχει μεγάλη ζήτηση στίχων για την τουρκική εισβολή. Η κυρία τάδε τους θέλει επειγόντως Για μια ραδιοφωνική εκπομπή στο Παρίσι, στην Camden Town και στην Ν. Υόρκη οργανώνοπαι δύο φιλανθρωπικές χοροσπερίδες που θα τις ποικίλλει απαγγελία επίκαιρων ποιημάτων.
Νομίζω όμως ότι, για να είμαστε τίμιοι κριτές, θα πρέπει να δούμε αυτήν την ποίηση περισσότερο με το μέτρο της καρδίας και λιγότερο με καθαρά αισθητικά κριτήρια. 0 Θεοκλής Κουγίαλης σημειώνει ότι είναι το ποσοστό της καρδιάς και όχι η ποιότητα της ποίησης που πιο πολύ μετρά στην περίπτωση αυτή.
***
Ας μείνουμε όμως στα κυριότερα και ουσιωδέστερα του θέματος. Μετά το 1974, η κυπριακή ποίηση θα στραφεί περισσότερο στον εαυτό της και θα κάνει μια βυθομετρική ενδοσκόπηση και θα ανατάμει από την αρχή τα πρωταρχικά. 0α αναλογιστεί την παθογένεια του μεγαλύτερου έρωτα της Κύπρου, της Ένωσης της με την υπόλοιπη Ελλάδα, που μόνο ως υπαρκτική κατηγορία μπορεί να ιδωθεί, και της οποίας η αυταπαρνητική στάση οδήγησε αρχικά σε στιγμές μεγαλείου, ενώ αργότερα η Κύπρος, για χάρι του έρωτά της οδηγήθηκε στην καταστροφή. Σε κανένα τόπο, όπου και αν πήγα, δεν άκουσα να επαναλαμβάνεται τόσο πολύ μια λέξη, η λέξη Ενωση, αναφέρει ο Άγγλος υπουργός αποικιών μετά από μια επίσκεψη του στην Κύπρο. Όπως κάθε μεγάλος και πραγματικός έρωτας, όμως, έτσι και αυτός, αποδείχτηκε δίκοπο μαχαίρι.
Αναμφίβολα η κυπριακή ποιητική παραγωγή είναι μια από τις πιο έντονες περιπτώσεις αυτού που ονομάζουμε ποίηση της ήττας, με κύρια χαρακτηριστικά τον πόνο, την απογοήτευση και την εσωτερική καταρράκωση. Ακόμη με μια βαθιά αίσθηση μοναξιάς, που και όταν δεν υποδηλώνεται, έστω και συγκεκαλυμμένα, μπορεί κάποιος έμπειρος εύκολα να την αισθανθεί. Μερικές φορές αυτό το βάρος της μοναξιάς γίνεται αβάσταχτο και τότε οι ποιητές το κραυγάζουν:
Ελάχιστοι μας διαβάζουν Ελάχιστοι ξέρουν τη γλώσσα μας Μένουμε αδικαίωτοι κι αχειροκρότητοι Σ’ αυτή τη μακρινή γωνιά Όμως αντισταθμίζει που γράφουμε Ελληνικά.
θ’ αναφωνήσει ο Μόντης. Γενικά όμως, δέχονται αδιαμαρτύρητα και ταπεινά θα έλεγα, την συνειδητή και ασύνειδη παραθεώρηση και αγνόησή τους. Γράφουν γνωρίζοντας ότι δεν έχουν να περιμένουν τίποτα και ότι σχεδόν κανένας δεν θα ασχοληθεί με το έργο τους, τόσο στον κυπριακό, όσο και στον ευρύτερο ελληνικό χώρο. Είτε αυτός ο χώρος είναι της επίσημης εκπαίδευσης ή άλλου κρατικού φορέα, είτε ο χώρος της διανόησης και των εκδόσεων.
Η πληγή όμως των ποιητών δεν ξερνά χολή, ούτε προκαλεί ουρλιαχτά, αλλά ο πόνος τους γίνεται γλυκός. Πρόκειται για μια θλίψη όπου, παρά το βάθος της, δεν οδηγεί σε παραίτηση αλλά μπορεί να διαπιστωθεί ευδιάκριτα μέσα σε αυτήν τη λύπη η διάθεση και η προτροπή για αντίσταση:
Δεν φεύγουμε
όσο και να μας πιέζουν το στήθος οι τοίχοι.
ο χρόνος δεν είναι δικός σας
όσο και να μας τον ληστεύετε,
κι αυτή η γαλάζια Θάλασσα, που ποτέ δεν την είδατε
πίσω από τα μαύρα τουριστικά σας γυαλιά
μηδέ ο θείος ίσκιος της ελιάς που ξεκουράζετε
κάθε μεσημέρι
τους κουρασμένους σας κιρσούς και το ασθενικό σας πάγκρεας
λέει ο Ανδρέας Παστελλάς. Η Ελιά: Αυστηρά ελληνικά τα σημαινόμενά της, κατεξοχήν σύμβολο του πάθους αλλά και της αργόσυρτης αντίστασης του λαού μας.
Χρόνια σκλαβκίες ατελείωτες
– τομ πάτσόν τζαι τογ κλώτσον τους.
Εμείς τζαμαί. Ελίες τζαι τερατσίεςπάνω στον ρότσον τους
συνοψίζει και πάλι ο Μόντης. Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει, με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις, αναφέρει ο Ελύτης στον Μικρό Ναυτίλο, για να συμπληρώσει ο
Νίκος Καρούζος ότι θέλει δύστηχο χώμα η ελιά… ***
0α προσπαθήσω να δώσω τα βασικά στοιχεία της κυπριακής μετα-εισβολικής, αλλά και εν μέρει της αμέσως προ της εισβολής, μέσα από το έργο δύο κορυφαίων μας ποιητών, του Κώστα Μόντη και του Παντελή Μηχανικού. 0 Μόντης υπήρξε μείζων ποιητής του Ελληνισμού με τεράστιο έργο, κατά κανόνα συμπαγές και ομογενοποιημένο. Στους κύκλους των ειδικών χαρακτηρίζεται ως ο ποιητής των στιγμών. Έχει καταφέρει να επιβάλει πολύ δόκιμα στην ποιητική ορολογία την έννοια στιγμή, εμπλουτίζοντας τον ελληνικό αλλά και τον παγκόσμια ποιητικό λόγο. Τι σημαίνει όμως ποιήματα-στιγμές. Πρόκειται για ολιγόστιχα ποιήματα από 1 έως 4 με 5 στίχους, άλλα έντιτλα και άλλα άτιτλα, τα οποία αποτυπώνουν την βούληση και την εσωτερικότητα που κυριαρχεί στον ποιητή εκείνη την στιγμή. Όπου οι στιγμές έχουν τίτλο, αυτός αποτελεί μέρος του ποιήματος, είναι ενσωματωμένος πάνω σε αυτό.
Για το πως γεννήθηκε αυτό το νέο ποιητικό είδος, ο Μόντης εξομολογείται πριν αρκετά χρόνια στο αθηναϊκό περιοδικό Διαβάζω: Μέσα από την πίεση που είχα, έκανα δύο δουλειές για να ζήσω την οικογένεια μου, έπρεπε να βρω καιρό, μια στιγμούλα, ν’αρπάξω την πένα, ν’αρπάξω ένα χαρτί και να γράψω ένα στίχο. Μετά από καιρό αντιλήφθηκα ότι αυτοί οι στίχοι δεν ήθελαν ανάπτυξη, ήταν τελειωμένο ποίημα. Μόνο που ένιωθα ότι, για να σταθεί μια στιγμή, έπρεπε να περάσει από κάποιο διυλιστήριο που υπάρχει μέσα μου, που έλεγε ναι ή όχι στην έμπνευσή μου. Γ:ο μένα αυτές οι στιγμές ήταν πυρήνες ποίησης, μετουσίωνα τη φτωχή φιλοσοφική μου σκέψη, όση έχω, σε αίσθημα για να μην γινόταν εγκεφαλική ποίηση η οποία για μένα δεν είναι αποδεκτή.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, μετά την καταστροφή του ’74, παρατηρείται στον Μόντη μια έξαρση στην συγγραφή στιγμών. Με αυτές αναπαριστά συνήθως πράγματα της καθημερινότητας σημαντικά ή φαινομενικά ασήμαντα για να τους δώσει πολυδιάστατες οικουμενικές προεκτάσεις:
Δεν είμαστε πια κύριοι της Παναγίας μας.
Τα κεράκια που ανάβεις στην Φανερωμένη
Ανάβουν στην άλλη άκρια της γης.
Όπως στις στιγμές, έτσι και στα περίφημα Γράμματα στην Μητέρα, η Κύπρος κατέχει κυρίαρχη θέση και οι πτυχές της ξεδιπλώνονται υπαινικτικά ή άλλως πως μαζί με άλλες πτυχές της ζωής που τροφοδοτούν θεματικά τους ποιητές. Η έννοια πλέον Κύπρος γίνεται το κέντρο της ίδιας της ύπαρξης των ποιητών αφού αυτή βρίσκεται στο επίκεντρο της καθημερινής τους σκέψης, και αποτελεί τη μόνιμη ανησυχία τους. Αυτή καθορίζει το πνεύμα τους και γεννά τα ποιήματα και τα διανοήματα τους. Πολλές φορές, όταν θίγουν άλλα ανθρώπινα ζητήματα, μπορείς σε πολλές περιπτώσεις να αισθανθείς ότι από τον τρόπο που τα θέτουν, σαν να ζητούν να βρουν αναλογίες με το κυπριακό πάθος. Ένα πάθος που συστήνει και κορυφώνει το άδικο, ακριβώς επειδή προέρχεται από σπαρακτικά βιώματα και όχι από ιδέες.
Τα τρία μακροσκελή Γράμματα στην Μητέρα, από τις κορυφαίες ποιητικές καταθέσεις του Μόντη, συμπυκνώνουν όλη την πατριδοκεντρική αγωνία και τον πόνο από την ματαίωση του οράματος, μια ματαίωση η οποία έγινε με τον χειρότερο τρόπο και για αυτό επιτείνει πολύ την τραγικότητα. Ένα όραμα το οποίο, με την τόση τρυφερότητα του κυπριακού λαού, ζητούσε με τρόπους έσχατους το ελάχιστο δίκαιο του:
Κι η ψυχή
Μας αγναντεύει αθάνατη Καθισμένη σε ψηλό κλαρί Ψάλλει
Κι ένα δάκρυ πέφτει απ το τραγούδι της Και ψάλλει ε και ψάλλει ε Και ψάλλει νω και ψάλλει ση. Κλαρί της μυγδαλιάς
Κράτησε την απαλά κράτησε την τελετουργικά Κράτησε την με δέος
τραγουδά ο Παντελής Μηχανικός.
Ία Γράμματα στην Μητέρα, το σύμβολο τη άφθορης αγάπης, την οποία ο Μάντης έχασε από εφηβική ηλικία, καθώς επίσης και ένα από τα αδέλφια του, αποτελούν αναγκαστική καταφυγή για αυτόν, για να μπορέσει να παραθέσει στο πλέον αξιόπιστο πρόσωπο, χωρίς οποιοδήποτε φόβο, την προϊούσα φθορά και αλλοτρίωση. Δεν είναι βέβαια τυχαίο, οι ημερομηνίες που δημοσιεύονται τα Γράμματα, αποτυπώνοντας έτσι την κλιμακούμενη ένταση και ανωμαλία που διέρχεται ο τόπος ως ιστορική οντότητα. Το πρώτο κυκλοφορεί το 1965, μετά δηλαδή από τις συγκρούσεις του ’63 και τους βομβαρδισμούς της Τυλληρίας το ’64. Το δεύτερο Γράμμα δημοσιεύεται το 1972 όταν η εμφυλοχωρούσα εσωτερική αντιπαράθεση οδηγείται σε εμφύλιο και προμηνύει το μεγάλο κακό:
Μητέρα ειν’ όλα ένας φαύλος κύκλος Μητέρα είμαστε όλοι ένας φαύλος κύκλος Μια αστειότης.
Το συγκλονιστικό Γ’ Γράμμα στην Μητέρα κυκλοφορεί το 1980 όταν πλέον έχουν καταλαγιάσει τα πράγματα, στο προσκήνιο τουλάχιστο, και ο πόνος συνεχίζεται στην αφάνεια, στα δρομάκια και στα δωμάτια των ισοπεδωτικών συνοικισμών. Εκείνο όμως που αρχίζει να λανθάνει στο Γ’ Γράμμα είναι η πεποίθηση ότι εκλείπει η προοπτική για αποκατάσταση της Κύπρου στην ιστορική της διάσταση. Ο τελευταίος στίχος του δεύτερου Γράμματος ήταν δεν ξέρω μητέρα αν θα σου ξαναγράψω. Ο Μάντης προέβλεπε την καταστροφή, όμως μάλλον δεν μπορούσε να φανταστεί την έκταση των συνεπειών της και πως θα ήταν τα πράγματα ακριβώς μετά από 8 χρόνια που κυκλοφορεί το Γ’ Γράμμα το οποίο κλείνει λέγοντας ότι Μητέρα αυτή τη φορά είμαι βέβαιος πως δεν θα σου ξαναγράψω.
Ποίηση βέβαια ο Μάντης συνέχισε να γράφει και θα ήθελα ειδικά να σταθώ στο μέρος εκείνο της πολιτικής του ποίησης της οποίας η διαίσθηση την καθιστά άκρως επίκαιρη για ότι ακριβώς συμβαίνει σήμερα με την πλεκτάνη του “Σχεδίου” Ανάν. Ποιήματα γραμμένα προ 15ετίας, προ 20ετίας, λειτουργούν προφητικά για ότι φοβερό τεκταίνεται τούτες τις μέρες. Παραθέτω μερικά παραδείγματα.
Κάπε λοιπόν τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις Να περάσουν οι βάρβαροι Κάντε λοιπόν τις αναγκαστισκές απαλλοτριώσεις Να μην υπάρχουν νομικά κωλύματα για τη διέλευση,
Γιατί παραγνωρίζουμε την συγκυριότητα των προγόνων,
Αυτοί που σας λέμε είναι όλοι εκπαιδευμένοι στο ναι. Που ν αναζητάμε άλλους τώρα, Τι λόγος υπάρχει.
Ούτε ένα ψίχουλο άρνηση σε κάποια κόχη Εμείς που πριν σπαργώναμεν απ’τα όχι.
Ο άλλος ποιητής του οποίου μνημονέψαμε το όνομά του, ο Παντελής Μηχανικός, είναι ολιγογράφος. Κυκλοφόρησε τρεις ποιητικές συλλογές, την πρώτη το 1957, με τον τίτλο Παρε-κλίσεις την δεύτερη το 1963 με τον τίτλο Τα Δυό Βουνά και την τρίτη του μετά από 13 χρόνια, το 1976, αμέσως δηλαδή μετά την εισβολή, με την βαρυσήμαντη ονομασία Κατάθεση. Οι δύο πρώτες συλλογές και βεβαίως με συγκλονιστικό τρόπο η τρίτη περιέχουν έντονα το στοιχείο της πολιτικοποίησης και αφορούν κύρια τον αγώνα της ΕΟΚΑ και την ατευξίαν, από την ηγεσία των Ελλήνων της Κύπρου, της Ενώσεως.
Η ποίηση του Μηχανικού είναι καθαρά καταγγελτική και τη διακρίνουν, κατά την άποψη μου, δύο στοιχεία, (αυτά αφορούν κατά κανόνα την Κατάθεση η οποία μας ενδιαφέρει και άμεσα). Αφενός πρόκειται για μια καθαρότητα τρόπου σκέψης συνυφασμένη με μια κάποια απολυτότητα και αφ’ ετέρου η εγγενής τραγικότητα του ίδιου του ποιητή. Τα δύο αυτά στοιχεία θα δημιουργήσουν ένα εκρηκτικό μείγμα που θα προσδώσει έναν ακαριαίο λόγο στο έργο του και θα οδηγήσουν και τον ίδιο σε ένα απελπιστικό συγκλονισμό που θα τον καταδικάσει και σε πρόωρο θάνατο. Κεντρική θέση στην Κατάθεση κατέχουν πρόσω-πα-σύμβολα τα οποία προάγουν τα νοήματα του ποιητή, όπως ο Ονησιλος, ο Ριμάχο και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής. 0α μπορούσαμε να διακρίνουμε ότι τα μισά περίπου ποιήματα της συλλογής αναφέρονται
στα αμέσως προ του ’74 ταραγμένα χρόνια και τα άλλα μισά σε ό,τι επακολούθησε.
Ο Μηχανικός μιλά κυνικά διότι έτσι προσλαμβάνει την καθημερινότητα. Η Κατάθεση αποτελεί μια δριμεία επίκριση της σήψης, της συμφεροντολογίας και του κοινωνικού ηθικισμού, καταστάσεις οι οποίες είναι άμεσα συνδεδεμένες με την έκπτωση της πολιτικής. Κύρια όμως αποτελεί μια κατάκριση της λιποταξίας από τους εθνικούς σκοπούς:
Ποιος ήτανε τόσο λεβέντης όπως τον Ριμάχο Εφτά χιλιάδες φορές θα σκοτώνονταν Για να υπερασπίσει το χώμα Απ όπου διάβηκε η αγάπη του Ποιος είναι λεβέντης σαν τον Ριμάχο Ποιος έχει αγάπη σαν τον Ριμάχο Να υπερασπίσει τούτα τα χώματα.
Και τι περιμένεις από ανθρώπους Που τους βιάσανε τις γυναίκες μπροστά στα μάτια τους Και δεν τραβήξανε το σουγιά τους. Απαθώς τότε Κί απαθώς Σήμερα
Ζητάνε απλώς διαζύγιο Τέτοιοι ρουφιάνοι
Δεν μπορούν να πολεμήσουν για τίπουτε.
Ταυτόχρονα όμως, προ της εισβολής, ο Μηχανικός διαπιστώνει με ενάργεια ότι το ιδανικό της Ένωσης αρχίζει και εκπίπτει σε ιδεολόγημα στα χέρια αυτών που πρωτοστατούν για να το επιτύχουν. Μια έκπτωση και μια αλλοτρίωση που, σταδιακά, θα κορυφώνεται και βεβαίως καμία σχέση δεν έχει με την ακραία αυτοθυσιαστική στάση των αγωνιστών του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα:
Αιχμάλωτες μάσκες μέσα στα τραίνα Κροτούν πιστόλες στ’ όνομα μιας ελευθερίας Βγαλμένης από κόκκαλα Που τώρα τα μασάει.
Επειδή όμως ο χρόνος τρέχει πάντα γρήγορα και κάπου εδώ θα πρέπει να τελειώσω, θα ήθελα να κλείσω παραθέτοντας ένα απόσπασμα από ένα άρθρο καθώς και ένα περιστατικό. Το απόσπασμα είναι του Τάσου Λιγνάδη και αναφέρεται στην ποίηση του Μόντη αλλά το νόημά του πιστεύω ότι ισχύει για όλη την μετα-εισβολική κυπριακή ποίηση. Λέει τα ακόλουθα λοιπόν ο Λιγνάδης: Τίποτα το ιδιωτικό δεν υπάρχει μέσα σε αυτήν την ποίηση. Ό,τι φαίνεται ιδιωτικό αλληγορεί το δήγμα της ιστορίας, αυτής της οχιάς του άδικου φόνου. Αυτή η παραμονή, η επιμονή στην διάρκεια και στην πολιορκία, αυτή η αποχή στην απομόνωση που την κάνει κατανοητή ο κάλβειος προσδιορισμός του “ωραία και μόνη”, δηλώνει σε ψίθυρο παγερό την εγκατάλειψη. Αυτή η εγκατάλειψη νοτίζει όλα σχεδόν τα ποιήματα της συλλογής. Μια υγρασία που σε πηρου-νιάζει σαν ενοχή, αυτό είναι το εκλεγμένο ποιητικό τοπίο. Μέσα από το φαινομενικά προσωπικό σήμα της εξομολόγησης, της απολογίας και του ημερολογίου, κατεβάζουμε το κεφάλι στο κείμενονκαι ακροαζόμαστε ήχους πατρίδας που επιμένουν.
Όσο για το περιστατικό, είναι το εξής και διαβεβαιώ πως είναι απόλυτα πραγματικό: Πριν μερικά χρόνια, στην Αθήνα, ένας Κύπριος ποιητής σε ένα βιβλιοπωλείο λογομαχούσε με κάποιο εκδότη για μια πολύ σημαπική πτυχή του κυπριακού δράματος. Κάποια στιγμή βγαίνει από το υπόγειο του βιβλιοπωλείου ο Οδυσσέας Ελύτης που ως φαίνεται άκουε την λογομαχία. Όταν ανέβηκε στο ισόγειο ο Ελύτης, προέτρεψε τον εκδότη να μην μιλά με αυτόν τον τρόπο στο ποιητή διότι ανήκει και αυτός στους χαμένους του Ανθυπολοχαγούς της Αλβανίας.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Νοέμβριος 2002, Λεμεσός
[Η πιο πάνω διάλεξη δόθηκε στην Λευκωσία στο πλαίσιο διήμερου σεμιναρίου με γενικό θέμα Το Αρχιπέλαγος της Σύγχρονης Κυπριακής Λογοτεχνίας.]