Αρχική » Η Θράκη ως χώρα εξωτική

Η Θράκη ως χώρα εξωτική

από Άρδην - Ρήξη

του Δ. Α. Μαυρίδη, από το Άρδην τ. 48-49, Αύγουστος 2004

Με την επικρατηση της ιδέας του κρατικοποιημένου έθνους -που έλαβε απόλυτες μορφές στην Ανατολή και τα Βαλκάνια- συμβαίνουν στην ιστορική Θράκη ριζικές ανακατατάξεις. Ο θρακικός ελληνισμός υφίσταται τρομακτική φθορά. Είναι γνωστά τα γεγονότα και οι εθνικές εκκαθαρίσεις από το 1878 έως σήμερα. Οι ρωμαίικες κοινότητες διαλύονται, προσφυγοποιούνται και διασκορπίζονται. Οι θεσμοί και τα ιδρύματά τους καταστρέφονται.

Πώς περιγράφεται σήμερα η πραγματικότητα στο τμήμα της Θράκης, που ανήκει πλέον στην επικράτεια του ελληνικού εθνικού κράτους;

Λέγεται ότι μπορούμε να κατανοήσουμε και να περιγράψουμε καλύτερα αυτό που είναι δικό μας. Όμως ο τρόπος της περιγραφής μας θα αποκαλύπτει τη βάση και τον τρόπο της κατανόησής μας.

Ισχύουν πάντα αυτές οι γενικότητες; Όσον αφορά το πρώτο σκέλος της πρότασης που διατυπώσαμε, έχουμε την εντύπωση ότι ως λαός δύσκολα κατανοούμε πλέον το δικό μας περιβάλλον. Αλλά και όπως σήμερα στη χώρα μας ορισμένα από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης παρουσιάζουν τη Θράκη, σίγουρα η πρόταση δεν ισχύει. Η Θράκη σπάνια περιγράφεται με τρόπο ικανοποιητικό. Στα ποικίλα λευκώματα και τις ανταποκρίσεις, που έχουμε υπ’ όψη μας, οι περιγραφές της Θράκης εξαντλούνται σε κάποιες αόριστες “ρίζες” και τουριστικούς εξωτισμούς. Έχουμε να κάνουμε, ίσως, με ένα ιδιότυπο οριενταλισμό , κάτι που αναπτύσσεται από εμάς τους ίδιους και αφορά το ίδιο το δικό μας περιβάλλον. Τι άλλο παρά από ιδιότυπο οριενταλισμό σημαίνει η απορία αυτού, που αναρωτιέται αν χρειάζεται διαβατήριο για να ταξιδέψει από την Αθήνα στη Θράκη; Την ίδια απίστευτη στάση συναντάμε και σ’ αυτόν, που σε χριστιανικό χωριό της Θράκης, απορεί και ρωτά τον ανάδοχο αν βαπτιζόμενο μωρό είναι γόνος μουσουλμάνων, έχοντας κατά νου πως όλοι οι κάτοικοι της Θράκης είναι μουσουλμάνοι.

Μας φαίνεται ότι οι εικόνες που έχουμε για τη Θράκη επιβάλλονται παραμορφωτικά από στερεότυπα και φαντασιακές απλουστεύσεις. Μερίδα του τύπου, για παράδειγμα, ασύγγνωστα μας δίνει για τη Θράκη την εντύπωση κινδύνων και τρέφει μια ανασφάλεια, που μάλλον αφορά την ίδια και τους αναγνώστες της. Ακούμε πάλι, συχνά, κραυγές και επικλήσεις, ενώ δίνεται μοιρολατρικά η εντύπωση ότι όλα καταρρέουν. Όμως γι’ αυτούς που ζουν στην Θράκη τα πράγματα δεν δικαιολογούν τέτοιες στάσεις. Αφήνουμε κατά μέρος το ότι ακόμη και αν τα πράγματα ήταν σοβαρά, δεν θα έπρεπε να παρουσιάζονται, όπως παρουσιάζονται.

Πίσω από τις περιγραφές και τις στάσεις αυτές βρίσκεται η αρνητική αντίληψη που έχουμε για ό,τι δεν χωρά μέσα στα αποδεκτά πλαίσια, αυτά που επιβάλλονται από συμβατικές και προκαθορισμένες στάσεις, όπως τις διαμορφώνει ο σημερινός ελληνικός εκσυγχρονισμός. Το γιατί ένας δικός μας χώρος δεν προσαρμόζεται στα πλαίσια, τα οποία ορίζονται ως αποδεκτά, θα προσπαθήσουμε να το ερμηνεύσουμε παρακάτω. Όσο για την αποξένωσή μας προς ορισμένα δικά μας περιβάλλοντα, όπως αυτό της Θράκης, πιστεύουμε ότι πρόκειται για μια μορφή οριενταλισμού, ή με άλλα λόγια, για μια στάση η οποία δεν επιθυμεί να κατανοήσει και να αφήσει χώρο για διαφορετικότητα

Σε λεύκωμα , που κυκλοφόρησε πρόσφατα, εμφανίζεται με ενάργεια το φαινόμενο της υπεροπτικής στάσης προς το ίδιο το δικό μας περιβάλλον της Θράκης. Πρόκειται για πολυτελή έκδοση, η οποία παρουσιάζει τα 265 τεμένη των Ελλήνων μουσουλμάνων της Θράκης. Περιλαμβάνονται περιγραφές, εισαγωγή στην πολυ-πολιτισμική πραγματικότητα της περιοχής, καθώς και παρουσίαση της αισθητικής του Ισλάμ.

Είναι μία έκδοση η οποία απευθύνεται και σε διεθνές κοινό, αφού, όπως ακούσαμε, το λεύκωμα αυτό πρόκειται να μεταφραστεί στα τουρκικά και τα αγγλικά. Ανεξάρτητα από την επιστημονική πληρότητα της έκδοσης, με την οποία θα ασχοληθούν άλλοι, πιο αρμόδιοι , εμείς διαπιστώνουμε μια αντίληψη του συγγραφέα, αυτή που είναι και το αντικείμενο του σχολίου μας.

Στο ίδιο βιβλίο, η εισαγωγή της Παυλίνας Νάσιουτζικ μας δίνει μία έκθεση των αντιλήψεων των Αμερικανών ιεραποστόλων στην Ανατολή κατά τον 19ο αιώνα, οι οποίοι – πάντα κατά τη συγγραφέα της εισαγωγής – χαρακτηρίζονται από μία απόλυτα υπεροπτική στάση προς τους πληθυσμούς που οι ίδιοι επιθυμούν και προσπαθούν να φωτίσουν. Μια τέτοια περιγραφή μας θυμίζει τις αναλύσεις του Έντουαρτ Σαίντ. Δεν καταλαβαίνουμε, ωστόσο, τη θέση αυτής της εισαγωγής στο βιβλίο, αφού ο συγγραφέας και ο φωτογράφος συχνά ολισθαίνουν και μας δίνουν δείγματα οριεντα-λισμού. Συμβαίνει εδώ το παράδοξο, συγγραφέας και φωτογράφος, οι οποίοι υποτίθεται ότι οδηγούνται από τη θεωρητική ανάλυση στην εισαγωγή του βιβλίου, να γράφουν και να φωτογραφίζουν, σε αρκετά σημεία, με τρόπους που σημαίνουν ότι δεν την αποδέχονται.

Ο φωτογράφος σωστά παραθέτει, εκτός από τις φωτογραφίες των τεμενών της Θράκης, και φωτογραφίες των πόλεων και της φύσης της Θράκης, ώστε να βοηθηθεί ο αναγνώστης για να αποκτήσει μια γενικότερη εικόνα. Ωστόσο, εκείνο που εμείς καταλαβαίνουμε είναι μία απόπειρα περιγραφής ενός χαρακτήρα, ο οποίος, κατά τον συγγραφέα και τον φωτογράφο, συχνά είναι εξωτικός, ανατολικός και απόμακρος. Εκείνο όμως, που κυρίως μας ενδιαφέρει και μας απασχολεί είναι άλλο: στις φωτογραφίες αυτές εντοπίσαμε έξι φωτογραφίες της πόλης της Ξάνθης. Όλες αυτές οι φωτογραφίες αφορούν τις κεντρικές ρωμαίικες συνοικίες του παλαιού οικισμού της πόλης.

Στις φωτογραφίες αυτές εικονίζονται κτίσματα με βορειοθρακικό χαρακτήρα, αστικά κτίσματα με εκλεκτικιστικό ύφος, κτίσματα νεοκλασικής αρχιτεκτονικής και, κυρίως, η συνοικία της Μητρόπολης στο κέντρο της Παλιάς Πόλης της Ξάνθης, πυρήνας της ρωμαίικης εμπορευματικής τάξης και διασωζόμενο δομημένο παράδειγμα της ρωμαίικης κοινοτικής αντίληψης κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Όλα αυτά περιγράφονται στο βιβλίο για τα τεμένη της Θράκης απλώς ως “χαρακτηριστικά”.

Εδώ, για να γίνει κατανοητό το τι θέλουμε να πούμε, πρέπει να εξηγήσουμε ότι η πόλη της Ξάνθης, περιλαμβάνει σήμερα έναν από τους μεγαλύτερους και καλύτερα διατηρούμενους ιστορικούς οικισμούς της χώρας μας. Αυτός ο οικισμός είναι ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό δομημένο δείγμα της κοινοτικής οργάνωσης των ανατολικών Ελλήνων κατά την ύστερη 0-θωμανοκρατία που διατηρείται στον ελλαδικό χώρο. Πρόκειται για μία σχετικά νέα πόλη, η οποία οικοδομείται το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μετά τους σεισμούς του 1829. που κατέστρεψαν τα προηγούμενα κτίσματα. Η εκ νέου ανέγερση της πόλης συμπίπτει με την κοινωνική και οικονομική άνοδο των ρωμαίικων κοινοτήτων και τη συσσώρευση πλούτου, που αποφέρει, κυρίως, ο καπνός. Έχει σημασία το ότι, μετά την οθωμανική κατάκτηση τον 14ο αιώνα, η πόλη της Ξάνθης παραμένει σταθερά στα χέρια των ρωμαίικων κοινοτήτων, παρά τον εκτουρκισμό μεγάλων τμημάτων της περιφέρειας της και τον εξισλαμισμό της, προς Βορρά ευρισκόμενης, ορεινής περιοχής. Για αιώνες, οι ρωμαίικοι μαχαλάδες της πόλης περιβάλλονται από τους μουσουλμανικούς, ενώ διαχωρίζονται πλήρως από αυτούς. Κατά τον 19ο αιώνα, οι ρωμαίικες κοινότητες στην Ανατολή αποτελούν καθρέπτη και φορέα του εκσυγχρονισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε τέτοιο βαθμό, ώστε ανέρχονται και γίνονται σημαντικό τμήμα της νεοπαγούς αστικής τάξης. Στην περιοχή της Ξάνθης οι Ρωμηοί κυριαρχούν και δημιουργούν, μετά το 1860, ένα βιομηχανικό, βιοτεχνικό, εμπορικό και οικονομικό κέντρο. Εκείνο που διατηρείται σήμερα είναι ακριβώς το αστικό αυτό κέντρο, με ιδιότυπη αρχιτεκτονική μορφή, επηρεασμένη από την κεντροευρωπαϊκή μπέλ επόκ, το οποίο, όμως, περιβάλλεται από αυθεντικούς ανατολίτικους μιναρέδες και, υψηλότερα, από χριστιανικά μοναστήρια.

Αν επανέλθουμε τώρα στο βιβλίο που εξετάζουμε, θα πρέπει να τονίσουμε ότι δεν υπάρχει σχέση των δυτικόστροφου, εκλεκτικιστικού και νεοκλασικού ύφους κτισμάτων των Ρωμηών εμπόρων και βιοτεχνών της Ξάνθης -όπως αυτά εικονίζονται στις φωτογραφίες της Ξάνθης που αναφέραμε- με το θέμα του βιβλίου. Υποστηρίζουμε δηλαδή, ότι τα φωτογραφούμενα κτίσματα των ρωμαίικων συνοικών δεν έχουν σχέση με τη μορφολογία και το χαρακτήρα των τεμενών, τα οποία δεν εικονίζονται στις φωτογραφίες αυτές. Είναι, λοιπόν, κατά τη γνώμη μας, επόμενο να δημιουργηθεί σύγχυση. Η τοπική γνώση, οι τοπικές ιδιαιτερότητες, οι τοπικές παραδόσεις, η ίδια η τοπικότητα αγνοούνται και θεωρούνται απλό, απροσδιόριστο φολκλόρ. Ο συγγραφέας, λοιπόν, παραβλέπει την ταυτότητα του τόπου, ώστε η Παλιά Πόλη της Ξάνθης να γίνεται ένας τόπος απόμακρος και εξωτικός, αλλά και να περιγράφεται αόριστα ως τόπος “χαρακτηριστικός”.

Δύσκολα ο αναγνώστης θα καταλάβει τι πραγματικά είναι αυτό που κάνει την Παλιά Πόλη της Ξάνθης “χαρακτηριστική” και ό,τι καταλάβει θα το συνδέσει με τη μουσουλμανική παρουσία. Τι μπορεί να είναι “χαρακτηριστικό” σε ένα βιβλίο το οποίο περιγράφει τα ισλαμικά τεμένη της Θράκης και θέλει να είναι μία εισαγωγή στην αισθητική του Ισλάμ; Εκτός εάν η υβριδική συγγένεια των πολιτισμών, όπως επιχειρείται να αναλυθεί στην εισαγωγή του βιβλίου, επιβάλλει και ταύτιση της ρωμαίικης κοινοτικής αντίληψης με το ισλαμικό περιβάλλον της Ανατολής.

Οπωσδήποτε, αν αυτά που βλέπουμε στις φωτογραφίες της Ξάνθης έχουν μορφολογική, ή άλλη σχέση, με το θέμα του βιβλίου ή με την αισθητική του Ισλάμ, ο συγγραφέας οφείλει και περιμένουμε να μας το εξηγήσει.

Κάθε περιγραφή αποκαλύπτει τον τρόπο και τον βαθμό κατανόησης μιας πραγματικότητας. Εμείς, στη φωτογραφική αυτή περιγραφή βλέπουμε όχι μόνο αδιαφορία, αλλά και περιφρόνηση της τοπικότητας και αλλοτρίωση της ταυτότητας.

Η σύγχυση δεν αφορά μόνο τους μακρινούς αναγνώστες του λευκώματος, αλλά και τους συμπολίτες μας στη Θράκη, οι οποίοι είναι ευαίσθητοι σε τέτοια μηνύματα. Η εκδήλωση διάθεσης παραίτησης και αποθάρρυνσης των χριστιανών Ελλήνων της Θράκης, ως παράγωγο αποξένωσης, είναι αυτό που μας ενδιαφέρει και μας απασχολεί.

Αν και η ανάλυση τέτοιων φαινομένων μας οδηγεί μακριά, είναι απαραίτητη, γιατί ίσως μας βοηθήσει να προσεγγίοουμε σε κάποια κατανόηση της κατάστασής μας. Πιστεύουμε ότι πίσω από τέτοια φαινόμενα βρίσκεται πάντα η κρίση ταυτότητας, που συνοδεύει το Νέο Ελληνισμό από τη γέννησή του. Η κρίση ταυτότητας των Ελλήνων εκδηλώνεται σήμερα με τέτοιους τρόπους, ώστε το αυθεντικό, το κατά την παράδοση και άμεσα ιστορικό ελληνικό περιβάλλον να αποξενώνεται και να περιθωριοποιείται . Η Θράκη είναι μία περιοχή, όπου η μετάβαση από το αγροτικό στάδιο στον σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο συρμό βρίσκεται σε υστέρηση προς τα στερεότυπα, που υιοθετούνται και επιβάλλονται ως αποτελέσματα του σημερινού ελληνικού εκσυγχρονισμού. Η αποξένωση, που σημαίνει αυτό, είναι η βεβαίωση της αποξένωσης του κέντρου προς την περιφέρεια.

Τέλος, για να συνδέσουμε την ανάλυση αυτή με το πρόβλημα που μας απασχολεί, τονίζουμε ότι: Στην περιγραφή της πόλης της Ξάνθης, όπως εμφανίζεται στο βιβλίο που αναφέραμε, εμείς αντιλαμβανόμαστε ότι το σημαντικό φαινόμενο του εκσυγχρονισμού των Ρωμηών του 19ου αιώνα, με την αναγέννηση, την ανάδειξη και τον θρίαμβο της μακραίωνης ελληνικής κοινοτικής αντίληψης, αγνοείται και αλλοτριώνεται ως γραφικότητα.

Είναι, όμως, απαραίτητο να κατανοήσουμε την επιτυχία των Ρωμηών του 19ου αιώνα να ερμηνεύσουν και να πραγματοποιήσουν τον εκσυγχρονισμό με τους δικούς τους όρους. Είναι αναγκαίο και ιδιαιτέρως επιτακτικό να δώσουμε μεγάλη σημασία στο φαινόμενο αυτό, αφού βρισκόμαστε κι εμείς σήμερα μπροστά στο πρόβλημα του αναπόφευκτου, πλην αλλοτριωτικού, εκσυγχρονισμού. Ό,τι ονομάζουμε εκσυγχρονισμό σημαίνει κατά τον 19° αιώνα, όπως και σήμερα, δυτικοποίηση. Είναι απαραίτητο να καταλάβουμε και σήμερα το πώς και πόσο ο εκσυγχρονισμός κρύβει την επιβολή ξένων προτύπων. Εκείνο που πιστεύουμε ότι μας χρειάζεται, είναι να κατανοήσουμε, να ερμηνεύσουμε και, τέλος, να δώσουμε στον εκσυγχρονισμό του σήμερα τη μορφή που μας αρμόζει. Όπως είχε γίνει από τους ανατολικούς Έλληνες με “χαρακτηριστική” επιτυχία. Ένα σπουδαίο και επίκαιρο επίτευγμα, που σήμερα αγνοούμε.

*Μέλος του ΠΑΚΕΘΡΑ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

# . Εννοείται η ευρύτερη Θράκη με κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Γεωγραφικός χώρος, τον οποίο μοιράζονται σήμερα τρία εθνικά κράτη. Λ . Δίνουμε στον όρο τη σημασία που καθόρισε ο Έντουαρντ Σαΐντ στην ομώνυμη μελέτη του. Δηλαδή, με λίγα λόγια, αναφερόμαστε στην ηγεμονική και υπεροπτική στάση των δυτικών ευρωπαίων απέναντι σε ό,τι αλλότριο, και ειδικότερα σ’ αυτό που προέρχεται από την Ανατολή.

3. Μάνου Στεφανίδη, Τα τεμένη της Θράκης, Μίλητος, Αθήνα, 2002.

4. Δημητρίου Λούπη, βιβλιοκρισία για το βιβλίο “Τα τεμένη της Θράκης” στο περιοδικό “Περί Θράκης”, τεύχος 3, ΠΑΚΕΘΡΑ, Ξάνθη 2003 (υπό εκτύπωση).

5 . Δεν είναι, βέβαια, η κρίση ταυτότητας το ουσιαστικό αίτιο της αλλοτρίωσης του ελληνικού περιβάλλοντος. Η κρίση ταυτότητας είναι σύμπτωμα μάλλον και μέρος του προβλήματος που δημιουργείται από την προσαρμογή σε πρότυπα τα οποία επιβάλλονται από την κυρίαρχη πολιτισμική άποψη. Ο,τι λοιπόν εννοούμε με τον όρο “κρίση ταυτότητας” περιλαμβάνει, εκτός από αυτό που δηλώνει, και γενικότερα αίτια.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ