Δεν υπάρχει ”λύση”, με την ένταξη ολόκληρης της Κύπρου στην Τουρκική σφαίρα επιρροής.
Του Περικλή Νεάρχου* από την huffingtonpost.gr
Τα πράγματα στη Μεγαλόνησο δεν είναι, δυστυχώς, καλά.
Οι ηγεσίες των δύο κομμάτων, ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, έχουν υπερβεί κάθε όριο ενδοτισμού, υποχωρητικότητας και παραπλανητικής προπαγάνδας.
Ενα μέρος της ανεπίτρεπτης προπαγάνδας τους διεξάγεται μέσω περίεργων ομάδων, όπως η λεγόμενη ”Ως Δαμέ” , ώστε να μη χρεώνονται θέσεις και συνθήματα, τα οποία θεωρούν πρόωρα και δεν θέλουν να ταυτισθούν μ′ αυτά , για να μην εκτεθούν στην κοινή γνώμη.
Σε μια από τις ανακοινώσεις της, η ομάδα ”Ως Δαμέ” αναφέρθηκε σε Κυβέρνηση του Νότου, υιοθετώντας πλήρως την προπαγάνδα της Άγκυρας , η οποία δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία και αναφέρεται σ′ αυτήν ως ” Διοίκηση του Νότου”.
Η ανεπιφύλακτη αποδοχή της ”πολιτικής ισότητας” από τις ηγεσίες των δύο κομμάτων , με το πρόσχημα ότι, ήδη από το 1991, η αρχή της πολιτικής ισότητας περιελήφθη σε ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας, δημιουργεί σύγχυση και επιτείνει τον ενδοτισμό σε όλη τη γραμμή των Ελληνικών θέσεων.
Πράγματι, περιελήφθη τότε η αρχή της πολιτικής ισότητας, όπως περιελήφθη και η αρχή της διζωνικής ομοσπονδίας, με τις καλές υπηρεσίες του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας Γιώργου Βασιλείου, ο οποίος από τότε διεκδικεί ρόλο πρωταγωνιστή στις υποχωρήσεις για να επιτύχει ”λύση χθες”, όπως έλεγε, του Κυπριακού.
Για το τι είδους λύση επιδιώκει, το κατέστησε σαφές τόσο με το ψήφισμα 716 του Συμβουλίου Ασφαλείας, το οποίο απεδέχθη εκ των προτέρων, αποτρέποντας τούς φίλους μας στο Συμβούλιο Ασφαλείας να το εμποδίσουν, όσο και με τη στενή συνεργασία του με τον αρχιτέκτονα του Σχεδίου Ανάν, Άγγλο διπλωμάτη Χάνεϋ.
Ακόμη όμως και η ισότητα αυτή, την οποίαν απεδέχθη η Ελληνική πλευρά, υπό τις περιστάσεις πού αναφέρθηκαν, όπως ερμηνεύθηκε από τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, δεν σημαίνει αριθμητική ισότητα, αλλά ”αποτελεσματική συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων στην εξουσία”.
Η Τουρκική πλευρά όμως διεκδικούσε πάντα πλήρη ισότητα, 50% με 50 %, πού διελάμβανε και την κυριαρχία.
Πρακτικά, μετέφραζαν την ισότητα σε ένα μείγμα αριθμητικής ισότητας και Τουρκοκυπριακού βέτο συν ισότιμη κυριαρχία.
Η διεκδίκηση αυτή δεν διαφέρει, στην ουσία, από τη συνομοσπονδίακαι τα δύο κράτη, πού ζητά επισήμως σήμερα η τουρκική πλευρά.
Η απροκάλυπτη προπαγάνδα της ”ισότητας” των δύο μερών, υπολαμβανομένης της κατεχόμενης Κύπρου ως του ενός των δύο ”ισοτίμων” μερών, υπονομεύει ευθέως την Κυπριακή Δημοκρατία, παραγράφει εμμέσως την κατοχή, παρουσιαζόμενης ως της νόμιμης επικράτειας των Τουρκοκυπρίων και ανοίγει το δρόμο για την αναγνώριση και νομιμοποίηση του ψευδοκράτους.
Η κατάσταση αυτή είναι ιδιαίτερα ανησυχητική στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, όπου μπορεί να υπονομευθεί η ενιαία εκπροσώπηση της Κύπρου από την Κυπριακή Δημοκρατία.
Στα χρόνια πού ακολούθησαν το δημοψήφισμα του 2004 , με εσωτερικό πρωταγωνιστή το ΑΚΕΛ και τη ψευδοϊδεολογία του ”διεθνισμού” με τον κατακτητή, μέ πρόσχημα τούς Τουρκοκυπρίους, άρχισε μια συστηματική διάβρωση της πολιτικής του «ΟΧΙ» και εκκαθάριση του κόμματος από όσα στελέχη πρωταγωνίστησαν στον αγώνα κατά του Σχεδίου Ανάν.
Άρχισε, παραλλήλως, μια εκστρατεία για την υπονόμευση του πατριωτικού φρονήματος, με δήθεν μεταρρυθμίσεις στην παιδεία.
Μετεκάλεσε γι′ αυτό από τη Θεσσαλονίκη γνωστό Καθηγητή, για να εισαγάγει τα γνωστά ιδεολογήματα για την ”πολυπολιτισμική” κοινωνία και την παγκοσμιοποίηση.
Ο Βρετανικός παράγων, πού δεν σταμάτησε ποτέ να βυσσοδομεί κατά της Κύπρου, επιδιώκοντας την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, γιατί δεν συμβιβάσθηκε ποτέ με την ιδέα μιας πραγματικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας της Κύπρου, άσκησε την επιρροή του για να φέρει κάτω από τον ίδιο παρονομαστή μιας κοινής πολιτικής δύο κόμματα, πού είναι, υποτίθεται, ανταγωνιστικά μεταξύ τους και έχουν διαφορετική πολιτική και ιδεολογική αφετηρία καί φιλοσοφία.
Επιστράτευσε επίσης διάφορες Ευρωπαϊκές χώρες, όπως Σλοβακία, Σουηδία, Νορβηγία να παίξουν ”εποικοδομητικούς” ρόλους για την ”προσέγγιση” των δύο κοινοτήτων, καλλιεργώντας τη ψευδή ιδέα ότι η τουρκική εισβολή και κατοχή είναι δήθεν πρόβλημα ”κατανοήσεως” και ”συμφιλιώσεως” με τούς Τουρκοκυπρίους.
Λεωφορεία, με τις καλές υπηρεσίες μιας ξένης πρεσβείας, μετέφεραν τούς κατοίκους ενός κατεχόμενου χωριού στην εκκλησία του χωριού τους, ενισχύοντας τον πόθο και τη νοσταλγία της επιστροφής και υποβάλλοντας την ιδέα ότι αυτό μπορούσε να γίνει με μια δήθεν ”λύση” τύπου Σχεδίου Ανάν.
Πως και γιατί αφέθηκε να οργιάζει η προπαγάνδα αυτή των ξένων πρεσβειών και του βρετανικού παράγοντα, είναι ένα δείγμα της ακολουθούμενης πολιτικής.
Με το ίδιο πνεύμα, ενισχύονται απροκάλυπτα διάφορες ΜΚΟ, με πρώτη τη γνωστή ”Ενώστε την Κύπρο τώρα”.
Η τελευταία καλλιεργεί την ιδέα ότι, για το αν δεν έχει επιτευχθεί ”λύση” μέχρι τώρα, δεν ευθύνεται μόνο η τουρκική πλευρά. Ευθύνεται εξίσου και η ελληνική πλευρά και ιδίως αυτοί ”πού δεν θέλουν λύση”.
Η υπονόμευση αυτή του πατριωτικού και αγωνιστικού φρονήματος έγινε ευκολότερη με την παρουσία στην Προεδρία ενός πρώην υπερμάχου του Σχεδίου Ανάν, περιστοιχισμένου από συμβούλους και συνεργάτες παρομοίων απόψεων.
Πολλοί από τούς τελευταίους έσπευσαν προσφάτως να πάρουν αποστάσεις από τον Πρόεδρο για ν′ ασκήσουν μεγαλύτερη πίεση σ′ αυτόν να ”συνεργασθεί” για το τελευταίο άλμα προς τη “λύση”.
Μεγάλες ευθύνες για την επικίνδυνη αυτή κατάσταση, πού διαμορφώθηκε στο εσωτερικό μέτωπο της Κύπρου, σε μια στιγμή μάλιστα πού η θέση της Κύπρου έχει ενισχυθεί εξωτερικά όσο ποτέ πριν, έχει, προφανώς, η Αθήνα.
Εμπνεόμενη από τη γνωστή πολιτική ”η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσταται”, άφησε κυριολεκτικά ελεύθερο το πεδίο στον Βρετανικό παράγοντα και στην Άγκυρα, πού διαμορφώνουν καταστάσεις και προετοιμάζουν ”λύση”, που, αν τελικά επιβληθεί, θα είναι η αρχή του τέλους του Κυπριακού Ελληνισμού.
Το τι θα γίνει στην Κύπρο δεν είναι κάτι πού δεν αφορά την Ελλάδα.
Πρωτ′ απ′ όλα, την αφορά το μέλλον ενός κομματιού του Ελληνισμού, πού κατόρθωσε να επιβιώσει και να διατηρήσει την ταυτότητα του, μέσα από αιώνες, επί τρεις χιλιετηρίδες.
Δεύτερο, την αφορά, γιατί, δυστυχώς , η Ελλάδα δεν είναι άμοιρη της τραγωδίας πού έπληξε την Κύπρο.
Τρίτο, γιατί η τύχη της Κύπρου, ως μέρους του έθνους, είναι αλληλένδετη με την τύχη της Ελλάδος και ολόκληρου του Ελληνισμού.
Εάν επιδείξει η Ελλάδα στρατηγική μυωπία και αβελτηρία και, πολύ χειρότερα ακόμη, συνεργασθεί για την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, με τη φενάκη μιας δήθεν ”λύσεως”, θα ανατρέψει σε βάρος της ολόκληρο το στρατηγικό σκηνικό της Ανατολικής Μεσογείου, διεμβολίζοντας τις περιφερειακές στρατηγικές συμμαχίες της και δίνοντας στον Ερντογάν μια επαίσχυντη στρατηγική νίκη.
Ο Βρετανικός παράγων είναι φανερό τι επιδιώκει.
Θέλει, μέσα από την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, να έχει μια Κύπρο, χωρίς ουσιαστική ανεξαρτησία και κυριαρχία, πού τη θεωρεί ασυμβίβαστη με τα δικά του στρατηγικά συμφέροντα και τη Βρετανική στρατηγική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η μικρή, ημικατεχόμενη Κύπρος, μπορεί και σήμερα να έχει πολιτική και στρατηγική. Μπορεί να συνάπτει σχέσεις και συμμαχίες με τη Γαλλία, την Αίγυπτο, το Ισραήλ, τα Αραβικά Εμιράτα.
Θα μπορούσε να κάνει πραγματικότητα τον Ενιαίο Αμυντικό Χώρο με την Ελλάδα, με ισχυρή αεροναυτική διάσταση.
Ασφαλώς, ο βρετανικός παράγων, όπως και οι Τούρκοι σύμμαχοί του, δεν τα θέλουν ολ′ αυτά.
Ο Κυπριακός λαός δεν πρέπει νά παραπλανηθεί και να εξαπατηθεί. Οι πατριωτικές δυνάμεις της Κύπρου πρέπει να ανασυνταχθούν, πάνω από κόμματα και κάλπικες ιδεολογίες και να αντιταχθούν στην καταισχύνη της εθελοδουλίας και στην εσκεμμένη παραπλάνηση.
Δεν υπάρχει ”λύση” στην υποδούλωση της πλειοψηφίας στη μειοψηφία και μέσω αυτής στην Άγκυρα.
Δεν υπάρχει ”λύση”, με τη νομιμοποίηση της κατοχής, των εποίκων και την ένταξη ολόκληρης της Κύπρου στην Τουρκική σφαίρα επιρροής.
Δεν υπάρχει ”λύση”, με τουρκική στρατιωτική παρουσία στο διηνεκές, μέ τουρκικές εγγυήσεις και δικαιώματα επεμβάσεως και με άδηλο το εθνικό μέλλον του Κυπριακού Ελληνισμού.
*Πρέσβυς ε. τ.
1 ΣΧΟΛΙΟ
Από τα παραπάνω διαφαίνεται ότι και το κυπριακό πολιτικό συστημα αποτελεί μάλλον μια μικρογραφία του ελληνικού.
Δεν πρόκειται για ψυχραιμία και ρεαλισμό ούτε για ενσυναίσθηση του αντικειμενικά μικρού βάρους της νήσου.
Κάνουν λιγότερα από αυτά που θα μπορούσαν για την Κύπρο και τρανή απόδειξη για αυτό αποτελεί η στάση του τέως προέδρου Τάσου Παπαδόπουλου.
Μεθοδευονται καταστάσεις και υποκύπτουν σχεδόν αμαχητί φαντασιούμενοι εδώ και δεκαετίες πως η Τουρκία μπορεί να μεταβληθεί σε αγαθό γείτονα.
Οι Έλληνες πολιτικοί μπορούν να αισθάνονται ασφαλείς αφού ότι και να γίνει η Αθήνα είναι μακριά από το Αιγαίο …άρα δεν κινδυνεύουν (κάπως ετσι σκέφτονται) όμως εκεί στην Κύπρο η γεωγραφία είναι πολύ μικρή, δεν έχουν περιθώρια.
Τουλάχιστον τους εαυτούς τους και τα παιδιά τους δεν τα σκέφτονται;