Του Βασίλη Στοϊλόπουλου
Στις 12 Απριλίου 1204 Φράγκοι και Ενετοί σταυροφόροι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και τη λεηλάτησαν με μια πρωτόγνωρη μέχρι τότε στην παγκόσμια ιστορία καταστροφική μανία. Η πράξη αυτή, που πραγματοποιήθηκε στη διάρκεια της 4ης Σταυροφορίας, θεωρήθηκε από σπουδαίους ιστορικούς αφενός «έγκλημα που παρέδωσε την Κωνσταντινούπολη και τα Βαλκάνια σε έξι αιώνες βαρβαρότητας» (σερ Έντουιν Πήαρς) και αφετέρου μια «πράξη γιγαντιαίας πολιτικής ανοησίας» (σερ Στήβενσον Ράνσιμαν), που τελικά έφερε τους Οθωμανούς μέχρι έξω από τα τείχη της Βιέννης. Για την Αυτοκρατορία ήταν το δεύτερο «θανάσιμο κτύπημα», μετά από το πρώτο στη μάχη του Ματζικέρτ το 1071 από τους Σελτζούκους, ενώ θ’ ακολουθούσε το τελειωτικό τρίτο χτύπημα το 1453 με την Άλωση από τους Οθωμανούς του Μωάμεθ.
Στις 31 Δεκεμβρίου του 1199, ο ισχυρός Πάπας Ιννοκέντιος ΙΙΙ κάλεσε τους ηγεμόνες της Δύσης για την 4η Σταυροφορία. Σταυροφόροι από πολλά σημεία της Ευρώπης συγκεντρώθηκαν την άνοιξη του 1202 στη Βενετία η οποία ανέλαβε τη μεταφορά στους Αγίους Τόπους 33.500 σταυροφόρων και 4.000 ίππων έναντι του σημαντικού ποσού των 85.000 αργυρών μάρκων. Ο όρκος της συμφωνίας δόθηκε μέσα στη βασιλική του Αγίου Μάρκου, όπου κυριάρχησε η άποψη του 85χρονου Ενετού δόγη Δάνδολου ότι η Ανατολή (χριστιανική και μωαμεθανική) ήταν αστείρευτη πηγή πλούτου προς απομύζηση και διαμελισμό απέραντων εκτάσεων. Ο δόγης, θεωρώντας τους σταυροφόρους εν δυνάμει «ομήρους», τους ζήτησε την άμεση καταβολή ολόκληρου του ποσού της συμφωνίας, γνωρίζοντας ότι οι σταυροφόροι δεν μπορούσαν να πληρώσουν αμέσως ούτε το μισό από αυτό το ποσό.
Μπροστά στην έντονη δυσαρέσκεια των σταυροφόρων (αρκετοί από αυτούς αποχώρησαν κι επέστρεψαν στις πατρίδες τους), οι Ενετοί πρότειναν την κατάληψη της πόλης Ζάρα (σημερινό Ζαντάρ στην Κροατία) που ανήκε τότε στο χριστιανικό ουγγρικό βασίλειο. Οι σταυροφόροι συμφώνησαν, έστω και με βαριά καρδιά, και τον Οκτώβριο 1202 οι εναπομείναντες σταυροφόροι έφτασαν στη Ζάρα την οποία έναν μήνα αργότερα κατέλαβαν και λεηλάτησαν με τους «ζηλωτές του Θεού» να μην πτοούνται ούτε όταν οι κάτοικοι της πόλης τοποθέτησαν στα τείχη Εσταυρωμένους. Το αποτέλεσμα της λεηλασίας ήταν να ικανοποιηθεί το αίτημα της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας για την άμεση είσπραξη του χρηματικού ποσού που της είχαν υποσχεθεί.
Στη Ζάρα συνάντησε τους σταυροφόρους ο γιος του καθαιρεμένου Βυζαντινού αυτοκράτορα Ισαάκιου Β΄, Αλέξιος Άγγελος, ο οποίος ζήτησε τη βοήθειά τους για ανακατάληψη του θρόνου της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Χωρίς να έχει καμία επίγνωση της κατάστασης, ο νεαρός Αλέξιος δεσμεύεται να δώσει στους σταυροφόρους όχι μόνο το τεράστιο ποσό των 200.000 αργυρών μάρκων, αλλά και να συμμετάσχουν οι Βυζαντινοί στη σταυροφορία με 10.000 στρατιώτες, να διατηρούν μόνιμη φρουρά στους Αγίους Τόπους και ακόμα να ευοδωθεί η επανένωση των Εκκλησιών.
Έτσι, τον Μάιο του 1203 ο ενετικός στόλος με τον Δάνδολο, τον Βονιφάτιο Μομφερατικό και τον πρίγκιπα Αλέξιο, απέπλευσε από τη Ζάρα και ύστερα από ένα μήνα αντί να πάει στην Αίγυπτο έκανε την εμφάνισή του στην πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μιας πόλης που, την εποχή της ανίκανης δυναστείας των Αγγέλων, θύμιζε, σύμφωνα με τον βυζαντινό χρονογράφο Νικήτα Χωνιάτη, «τη Σύβαρι, που ήταν γνωστή για τη μαλθακότητά της».
Με την έναρξη της πολιορκίας, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄, που δεν είχε ούτε τη θέληση, ούτε τη δύναμη να αντισταθεί, εγκατέλειψε την πόλη και διέφυγε παίρνοντας μαζί του και το δημόσιο θησαυροφυλάκιο. Με τη βοήθεια των σταυροφόρων ο Ισαάκιος Β΄ απελευθερώθηκε από τη φυλακή και επανήλθε στον θρόνο, ενώ ο πρίγκιπας Αλέξιος στέφθηκε συναυτοκράτορας ως Αλέξιος Δ, δίπλα στον πατέρα του Ισαάκιο Β΄.
Όμως, ο λαός της Κωνσταντινούπολης έτρεφε εχθρικά αισθήματα για τη νέα εξουσία. Τη θεωρούσε προδοτική λόγω των στενών σχέσεών της με τους μισητούς Λατίνους. Γρήγορα ξεσπά επανάσταση και ο λαός της πόλης ανακηρύσσει στις 29 Ιανουαρίου 1204 νέο αυτοκράτορα, τον Αλέξιο Ε΄ τον Μούρτζουφλο. Αυτός αρνιέται οποιονδήποτε συμβιβασμό, απορρίπτει τους όρους των προκατόχων του με τους σταυροφόρους και προσπαθεί να οργανώσει την άμυνα της πόλης για ενδεχόμενη επίθεση, που δεν άργησε να πραγματοποιηθεί.
Κατόπιν διαταγής του Μούρτζουφλου, ο Αλέξιος Δ΄ και ο Ισαάκιος Β΄ φονεύονται και έτσι οι σταυροφόροι βρίσκουν την ευκαιρία να αποδεσμευθούν από κάθε υποχρέωση που είχαν αναλάβει έναντι του Βυζαντίου. Τον Μάρτιο του 1204 συνάπτουν μεταξύ τους νέα συμφωνία που ξεκινούσε με την πρόταση: «Εν ονόματι του Χριστού, πρέπει να καταλάβουμε διαά των όπλων την Πόλη».
Τελικά, στις 12 Απριλίου του 1204 Ενετοί και Φράγκοι σταυροφόροι κατάφεραν σχετικά εύκολα, με συνδυασμένες επιθέσεις από ξηρά και θάλασσα, να κυριεύσουν τη Βασιλεύουσα. Κατόπιν διαμέλισαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία σύμφωνα με τα συμφωνηθέντα και τη μοίρασαν μεταξύ τους. Κατά τη διάρκεια των τριών φρικιαστικών ημερών ανελέητης σφαγής, λεηλασίας και ολοκληρωτικής καταστροφής, χάθηκαν πολλά πολύτιμα έργα τέχνης, πολλές βιβλιοθήκες, εκκλησίες και μοναστήρια λαφυραγωγήθηκαν και πολλά χειρόγραφα καταστράφηκαν, ενώ σε κατάσταση μανιακής αναζήτησης θησαυρών οι σταυροφόροι λεηλάτησαν και βεβήλωσαν ακόμη και την Αγία Σοφία, όπως και τους αυτοκρατορικούς τάφους.
Όλη σχεδόν η Δυτική Ευρώπη κοσμήθηκε με τους θησαυρούς της Κωνσταντινούπολης. Συλημένοι θησαυροί στάλθηκαν και στον ίδιο τον πάπα της Ρώμης, ο οποίος, αν και εξοργίστηκε από τα απρόσμενα γεγονότα, τελικά συμβιβάστηκε με τη νέα κατάσταση, λέγοντας πως αυτή δημιουργήθηκε από μια δύναμη ανώτερη από τη δική του. Τα πιο γνωστά λάφυρα των Ενετών από τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης, τα τέσσερα ορειχάλκινα άλογα που αποτελούσαν ένα από τα καλύτερα στολίδια του Ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης, μεταφέρθηκαν στη Βενετία, όπου και διακοσμούν σήμερα την εξώθυρα του καθεδρικού ναού του Αγίου Μάρκου.
Εκτιμάται ότι το συνολικό ποσό της λαφυραγώγησης της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους και τους Ενετούς το 1204 ανέρχεται περίπου στα 900.000 ασημένια μάρκα. Οι Ενετοί έλαβαν 150.000 ασημένια μάρκα και οι λοιποί σταυροφόροι 50.000. Άλλα 100.000 ασημένια μάρκα μοιράστηκαν ισομερώς μεταξύ των σταυροφόρων και των Ενετών. Τα υπόλοιπα 500.000 ασημένια μάρκα κρατήθηκαν κρυφά από πολλούς ιππότες σταυροφόρους. Αποζημίωση πήραν ακόμα και οι Λατίνοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης για τη «Σφαγή των Λατίνων» του 1182.
Παράλληλα, οι σχέσεις που επέβαλαν οι Λατίνοι κατακτητές της Ανατολής ήταν οι πρώτες αποικιακού τύπου στην παγκόσμια ιστορία. Η μετατροπή της Δύσης –που έβγαινε από τον Μεσαίωνα– σε κυρίαρχη δύναμη είχε σαν προϋπόθεση την υφαρπαγή του συσσωρευμένου πλούτου και τον έλεγχο του εμπορίου του ευρύτερου ελληνικού και αραβικού κόσμου. Αυτό θα είχε σαν άμεσο αποτέλεσμα τη μετακίνηση του κέντρου βάρους της Ευρώπης από την Ανατολή στη Δύση και από τη Μεσόγειο στον Βορρά. Καθοριστικός ενδιάμεσος σε αυτή την πρωτοφανή ιστορική διαδικασία υπήρξαν η Βενετία και οι λοιπές αποικιακές ιταλικές πόλεις.
Η «λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης» διατηρήθηκε από το 1204 μέχρι το 1261, οπότε και καταλύθηκε από την ελληνική Αυτοκρατορία της Νίκαιας όταν στη διάρκεια ενός ταξιδιού του Λατίνου «αυτοκράτορα» Βαλδουίνου Β΄ στην Ευρώπη σε αναζήτηση βοήθειας, ο στρατηγός Στρατηγόπουλος, του αυτοκράτορα της Νίκαιας Μιχαήλ Η΄ του Παλαιολόγου, ανακατέλαβε με ευκολία τη σχεδόν ανυπεράσπιστη Πόλη.
Όμως η Ανατολική Ρώμη δεν κατάφερε ποτέ να ανακτήσει την παλιά της αίγλη ούτε τα παλιά δημογραφικά δεδομένα και πολύ λιγότερο τη στρατιωτική της δύναμη. Σε όλη αυτή την περίοδο παρέμεινε ανίσχυρη και ευάλωτη σε νέες αναδυόμενες μεγάλες δυνάμεις από Δύση, Βορρά και Ανατολή. Παράλληλα, η πολιτική της ένωσης των Εκκλησιών προκάλεσε βαθύ εσωτερικό διχασμό, η άμυνα στον ζωτικό μικρασιατικό χώρο εγκαταλείφθηκε και στα τέλη του 13ου αιώνα σχεδόν ολόκληρη η Μικρά Ασία υποδουλώθηκε στους Οθωμανούς. Το αναμενόμενο τέλος της Ανατολικής Ρώμης ήταν προδιαγεγραμμένο και δεν άργησε να φτάσει την «αποφράδα» 29 Μαΐου του 1453.
Αποτελεί πλέον κοινή ιστορική παραδοχή ότι: Οι επιπτώσεις της 4ης Σταυροφορίας επί του ευρωπαϊκού πολιτισμού υπήρξαν εξ ολοκλήρου καταστρεπτικές. Η λάμψη του ελληνικού πολιτισμού, την οποία το Βυζάντιο συντηρούσε επί εννέα αιώνες μετά από την επιλογή της Κωνσταντινούπολης ως πρωτεύουσας, έσβησε ξαφνικά. Το 1204 αποτελεί όμως και το αφετηριακό, «γενέθλιο ορόσημο» για τη συγκρότηση του Νέου Ελληνισμού, σε συνέχεια του αρχαίου και του βυζαντινού και στη βάση ενός αντιστασιακού πνεύματος, που επιδίωκε την ενοποίηση του Ελληνισμού.
Το 1204 εξακολουθεί ακόμη όμως, για διάφορους λόγους, να παραμένει στα «χαμηλά» της συλλογικής μας μνήμης. Ένα από τα σημαντικότερα έργα της ελληνικής ιστοριογραφίας για το θέμα είναι το «1204. Η διαμόρφωση του νεώτερου Ελληνισμού» του Γιώργου Καραμπελιά (Εναλλακτικές Εκδόσεις).
1 ΣΧΟΛΙΟ
Η Δυση εγινε κυριαρχη εξαιτιας της Αλωσεως του 1204. Τα λαφυρα και τα πλουτη που μεταφερθηκαν στην Δυση αποτελεσαν την βαση της οικονομικης της αναπτυξης. Πανω στις σταχτες του αλλοτε κραταιου μεσαιωνικου Ελληνισμου στηθηκαν τα θεμελια της παντοκρατοριας της Δυσης. Ο Νεωτερος Ελληνισμος ξεπεταχτηκε μεσα απο τα αποκαιδια που αφησαν οι Δυτικοι, αλλα ποτε δεν μπορεσε να αποκτησει την παλια του αιγλη, κι απο τοτε δινει εναν συνεχη αγωνα αντιστασης κι επιβιωσης, ο οποιος κραταει μεχρι σημερα. Παρεπιπτοντως το βιβλιο του κ. Καραμπελια για το 1204 ειναι οροσημο για την συγχρονη ελληνικη ιστοριογραφια.