Του Γιάννη Ξένου
Η κυβέρνηση σε λίγες μέρες συμπληρώνει δύο χρόνια στην εξουσία και, παρότι παρατηρούνται αρρυθμίες και δυσλειτουργίες στην κυβερνητική μηχανή, αυτή που δείχνει σημάδια εξουθένωσης είναι η αντιπολίτευση. Η ΝΔ διατηρεί αμείωτη τη δημοσκοπική δυναμική της με ποσοστά γύρω στο 40% (39,85% είχε λάβει στις εθνικές εκλογές του 2019), ενώ αντιθέτως ο Σύριζα δεν μπορεί να ξεκολλήσει από ποσοστά λίγο πάνω από το 20% (όταν στις εθνικές εκλογές είχε διατηρηθεί στο 31,53%). Ο Σύριζα είναι εμφανές, ακόμα και στον πιο τυφλωμένο οπαδό του, ότι δεν μπορεί να ξεκολλήσει και να αναπτύξει εκ νέου δυναμική. Ακόμα και ο Τσίπρας, που από το 2012 έως το 2019 είχε ιδιαίτερη απήχηση στους πασοκογενείς ψηφοφόρους, πια μετατρέπεται σε βαρίδι για το κόμμα του. Στις τελευταίες δημοσκοπήσεις (Pulse, Alco, Interview κ.ά.), στην καταλληλότητα για πρωθυπουργός κατατάσσεται τρίτος, αφού στη δεύτερη θέση έχει παγιωθεί η επιλογή του «κανένας από τους δύο».
Αυτή η εικόνα, δηλαδή η κυβέρνηση δύο χρόνια μετά τις εκλογές να μην έχει απώλειες και η αξιωματική αντιπολίτευση να έχει πτώση και όχι κατακόρυφη άνοδο, είναι παράδοξη για την πρόσφατη ιστορία της χώρας. Έχει ενδιαφέρον ότι στην πρόσφατη έρευνά της η Pulse παρουσίασε τη δημοσκοπική επίδοση κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης δύο χρόνια μετά τις εθνικές εκλογές στα προηγούμενα δέκα χρόνια.
Τον Δεκέμβριο του 2011 δύο χρόνια μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου του 2009 που θριάμβευσε ο ΓΑΠ με 43,92% (και 10,5 μονάδες από τη ΝΔ), η ΝΔ είχε ξεπεράσει δημοσκοπικά το Πασόκ κατά 8,5 μονάδες. Τον Ιούνιο του 2014, δύο χρόνια μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012 που τις είχε κερδίσει η ΝΔ με ποσοστό 29,66% (και τρεις μονάδες διαφορά από τον Σύριζα), ο Σύριζα την είχε ξεπεράσει δημοσκοπικά κατά τρεις μονάδες. Τέλος, τον Νοέμβριο του 2017, δύο χρόνια μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 που ο Σύριζα είχε κερδίσει με ποσοστό 35,46% (και σχεδόν 7,5 μονάδες διαφορά από την ΝΔ), η ΝΔ είχε ξεπεράσει δημοσκοπικά τον Σύριζα κατά 10,5 μονάδες. Διαπιστώνουμε ότι τα δέκα προηγούμενα χρόνια ήταν κοινός τόπος, στη συμπλήρωση της διετίας της κάθε κυβέρνησης, να είχε κριθεί λίγο πολύ η επόμενη εκλογική μάχη, απέμενε μόνο το τελικό εύρος της διαφοράς πρώτου και δεύτερου κόμματος.
Η παρατήρηση της Pulse επιβεβαιώνει το εμφανές ότι ο Σύριζα είχε την τελευταία του καλή στιγμή τις εθνικές εκλογές του 2019, όπου το ποσοστό άνω του 30% ήταν πλασματικό, ως μια ύστατη προσπάθεια πολιτών από διάφορους χώρους (πασοκογενείς, ακροδεξιούς κ.λπ.) να μην αναλάβει τη διακυβέρνηση ένας Μητσοτάκης. Και ο ίδιος Σύριζα ξεγελάστηκε από εκείνη την εκλογική επιτυχία και γι’ αυτό το επόμενο διάστημα, μέχρι το ξέσπασμα της πανδημίας τον Μάρτιο του 2020 που πάγωσε τα πάντα, δεν προχώρησε σε μια καμιά διορθωτική κίνηση. Ούτε μαζική ένταξη νέων μελών έγινε, ούτε συνέδριο με εκλογή του επικεφαλής από την βάση όπως αρχικά διακινούνταν, ούτε ξεκαθάρισμα του κόμματος από τους δικαιωματιστές του παλιού Σύριζα που απωθούν τους ψηφοφόρους. Το αποτέλεσμα της συνηθισμένης ακινησίας του Τσίπρα φαίνεται τώρα, το κόμμα είναι σε πτωτική πορεία και αν υπήρχε ένα στοιχειωδώς οργανωμένο κόμμα στην αντιπολίτευση, θα διεκδικούσε από τον Σύριζα ακόμα και τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Τα παραπάνω αφήνουν έντονο το αποτύπωμά τους στην πολιτική παρουσία του ίδιου του Τσίπρα τους τελευταίους μήνες, που στη Βουλή κάθε φορά είναι χειρότερος και πιο εριστικός από την προηγούμενη, ενώ στην πρόσφατη συνέντευξή του στην Όλγα Τρέμη (την άλλοτε ιέρεια του Μέγκα της διαπλοκής, για να χρησιμοποιήσουμε την γλώσσα του Σύριζα) έφτασε να παρακαλά Πασόκ και Μέρα25 σε εκλογική συνεργασία, θέτοντας στο τραπέζι και τον όρο να μην είναι ο ίδιος ο υποψήφιος πρωθυπουργός της εκλογικής συνεργασίας.
Τα φαινόμενα διάλυσης έχουν αντίκτυπο και στο κόμμα, που μαστίζεται από φατριασμό. Οι διάσπαρτες φωνές της εσωκομματικής αντιπολίτευσης («53», Φίλης, Σκουρλέτης, Βούτσης, Παπαδημούλης, Βίτσας κ.λπ.) ενοποιήθηκαν στη φράξια της «Ομπρέλας» με άμεσο στόχο να καταστούν πρώτη εσωκομματική δύναμη στο κόμμα και εν συνεχεία να εγείρουν ακόμα και θέμα ηγεσίας. Από την άλλη, το φλερτ με τους πασοκογενείς δεν είναι τόσο εύκολο, δεν υπάρχουν πια άλλες προσωπικότητες του Πασόκ να ενταχθούν στο κόμμα και να μην προκαλούν περισσότερα προβλήματα από οφέλη. Η πρόσφατη περίπτωση του Συμεών Κεδίκογλου είναι χαρακτηριστική, και έγινε αρνητικό θέμα σχολιασμού μέχρι και από την Εφημερίδα των Συντακτών.
Μια γεύση του τι σημαίνει να έχεις πασοκογενείς βουλευτές, που δεν θεωρούν ιερή την αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού ή είναι αρκετά αμοραλιστές για να ακολουθούν τη φορά του πολιτικού ανέμου, έδωσε με πρόσφατη συνέντευξη στο ραδιόφωνο των Παραπολιτικών ο Παναγιώτης Κουρουμπλής, που άσκησε δριμεία κριτική στο κόμμα του. Δήλωσε ότι στα τέσσερα χρόνια που βρέθηκαν στην ηγεσία του υπ. Υγείας οι Ξανθός-Πολάκης δεν έγινε καμιά δομική αλλαγή στην υγεία, ενώ κατηγόρησε το κόμμα του ότι πάλι υπόσχεται παροχές δισ., όπως το 2014, χωρίς να αναφέρει το οικονομικό τους επιτελείο πού θα βρεθούν αυτοί οι πόροι.
Στον αντίποδα του Κουρουμπλή, η Σία Αναγνωστοπούλου, σε πρόσφατο άρθρο της στην Αυγή («Υπό το βλέμμα της Ακρόπολης» – 29-5-21) με αφορμή τη διάστρωση νέων διαδρόμων στην Ακρόπολη κατηγορεί την κυβέρνηση ότι συμπεριφέρεται ως αποικιοκράτης έναντι της αριστεράς και της νεολαίας. Αν ο μακαρίτης Μάλκομ Εξ διάβαζε ότι μια καθηγήτρια πανεπιστήμιου από τα 36 της χρόνια (όπως πληροφορούμαστε από το βιογραφικό της στη Βικιπαίδεια), με σπουδές στη Σορβόνη και επί 6 χρόνια βουλευτίνα και πρώην υπουργός νιώθει αποικιοκρατούμενη και (δήθεν) κατακεραυνώνει τη «λευκή ελίτ», θα χτύπαγε το κεφάλι του.
Δυστυχώς, μετά από δεκαετία πολιτικής αναταραχής και ανάδειξης μια σειράς από νέα, αλλά τυχοδιωκτικά, κόμματα, φτάσαμε στο σημείο η δημοκρατία μας να λειτουργεί στην πραγματικότητα με ενάμισι κόμμα.