του Τάσου Χατζηαναστασίου
Tο νέο νομοσχέδιο με τίτλο «Αναβάθμιση του Σχολείου, ενδυνάμωση των Εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις» ψηφίζεται αυτήν την εβδομάδα στη Βουλή. «Σφαγείο», «κόλαση» για τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές το νέο νομοσχέδιο, με βάση τα όσα διατείνονται οι «αγωνιστικές» συνδικαλιστικές παρατάξεις των εκπαιδευτικών. Πολύ φοβάμαι όμως ότι με αυτήν την ξεπερασμένη τακτική του «ψεύτη βοσκού» όχι μόνο το νομοσχέδιο θα ψηφιστεί αλλά και θα εφαρμοστεί ως έχει ακριβώς γιατί δεν υπάρχει αντίλογος ούτε καν αντίπαλος και μάλιστα σοβαρός.
Δύο είναι τα κύρια σημεία τριβής αναφορικά με το τωρινό νομοσχέδιο:
α) Η αξιολόγηση των σχολικών μονάδων και κυρίως των εκπαιδευτικών. Η θεσμοθέτηση της αξιολόγησης ήταν απλώς ζήτημα χρόνου. Περιλαμβανόταν ανέκαθεν στο πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ και απλώς αναμενόταν η… ωρίμανση των συνθηκών. Τα σωματεία των εκπαιδευτικών αρνούνται διαχρονικά να αντιπαρατεθούν επί της ουσίας και να αντιπροτείνουν ένα αποδεκτό σύστημα αξιολόγησης, απορρίπτοντας κάθε ιδέα αξιολόγησης συνολικά. Είναι προφανές ότι αυτή η στάση ευνοεί απολύτως τον αντίπαλο που παίζει σε άδειο γήπεδο, σε μία περίοδο που η κοινωνία απαιτεί την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών ενώ ο συνδικαλισμός θεωρείται απαξιωμένος. Η υπουργός υποστηρίζει ότι η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών θα έχει βελτιωτικό και όχι τιμωρητικό χαρακτήρα. Η αντιπολίτευση, ωστόσο, επικαλείται ως επιχείρημα για τον αυταρχικό χαρακτήρα της επικείμενης αξιολόγησης τις κυρώσεις σε όσους αρνηθούν την αξιολόγηση. Υπενθυμίζεται ότι ισχύει απόφαση της ΑΔΕΔΥ για «απεργία-αποχή» από κάθε αξιολόγηση στο Δημόσιο. Άλλο όμως ο χαρακτήρας της αξιολόγησης και άλλο η παράβαση καθήκοντος, εφόσον ως δημόσιος υπάλληλος αρνείσαι να εφαρμόσεις τη νομοθεσία. Το τραγελαφικό είναι ότι η αντιπολίτευση θεωρεί επίσης αυταρχικό μέτρο τον αποκλεισμό από την… αξιολόγηση για θέση ευθύνης όσων εκπαιδευτικών αρνηθούν την ατομική αξιολόγηση! Με τέτοια όμως «επιχειρήματα» μπορεί να συσπειρώνεις τον σκληρό πυρήνα των αρνητών κάθε αλλαγής στο υπηρεσιακό καθεστώς, σίγουρα όμως δεν αποκτάς κοινωνικές συμμαχίες απαραίτητες για κάθε μαζική κινητοποίηση. Σε ό,τι αφορά στην αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, ο σκόπελος της άρνησης συμμετοχής του συλλόγου διδασκόντων ξεπερνιέται στον νέο νόμο με την ανάθεσή της στον διευθυντή της σχολικής μονάδας. Κι εδώ πάλι στρέφουν τα πυρά τους αντιπολίτευση και συνδικαλισμός καταγγέλλοντας το μέτρο ως αντιδημοκρατικό. Κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να απαιτείται η αξιοποίηση της αξιολόγησης της σχολικής μονάδας υπέρ της βελτίωσής της, αποκλείοντας άλλες επιλογές, όπως π.χ. στη Βρετανία όπου η αρνητική αξιολόγηση μπορεί να επιφέρει την απόλυση του διευθυντή και όχι την ενίσχυση του σχολείου, όπως συμβαίνει στον Καναδά – που σημειωτέον συγκαταλέγεται στις χώρες με τα πιο επιτυχημένα εκπαιδευτικά συστήματα στον κόσμο. Χωρίς αντιπρόταση, με σαθρά επιχειρήματα και στρεψοδικίες, η αξιολόγηση θα περάσει σε όλα τα επίπεδα μετά πολλών επαίνων. Ας προσέχαμε.
β) Η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής για τα πανεπιστήμια (ΕΒΕ). Και σε αυτό το ζήτημα, η κυβερνητική ρητορική πλεονεκτεί έναντι του συνδικαλιστικού λόγου διότι η πρώτη στηρίζεται σε αριθμητικά δεδομένα: ένα ποσοστό άνω του 30% των φοιτητών δεν αποκτά πτυχίο. Είναι αλήθεια ότι κάποιο μέτρο έπρεπε να ληφθεί προκειμένου να εξασφαλίζεται η μίνιμουμ επάρκεια των εισακτέων στα πανεπιστήμια. Δεν είναι χειρότερο να δημιουργείς ψεύτικες προσδοκίες από το να φροντίζεις για την κάλυψη των μορφωτικών ελλειμμάτων και για τον σωστό επαγγελματικό και σπουδαστικό προσανατολισμό των παιδιών; «40.000 παιδιά θα μείνουν εκτός πανεπιστημίου», ακούμε ως επιχείρημα για την κατάργηση της ΕΒΕ. Αυτό όμως δεν είναι επιχείρημα, είναι διαπίστωση που δεν επιδέχεται κάποια αξιολογική κρίση, όταν δεν υπάρχει σχεδιασμός και μελέτες που να αφορούν την παραγωγή, την οικονομία και την εκπαίδευση του απαραίτητου προσωπικού σ’ αυτήν τη χώρα. Η αντιπολίτευση βασικά λέει ότι είναι αδιάφορο εάν στείλουμε ένα παιδί να «σπουδάσει» μαθηματικά ενώ δεν γνωρίζει μαθηματικά. Αδιάφορο επίσης εάν λειτουργούν «αζήτητα» τμήματα που δεν προσφέρουν στον πολιτισμό και την οικονομία. Αυτά δεν μπορεί να υποστηρίζονται σοβαρά. Από την άλλη μεριά, η διαμόρφωση της ΕΒΕ είναι μάλλον αυθαίρετη με αποτέλεσμα να υπάρχουν αδικίες και αμφισβητήσεις. Το γεγονός όμως ότι αυτό έγινε με τη συναίνεση των πανεπιστημιακών τμημάτων ενισχύει την επιχειρηματολογία της.
Αν το πρόβλημα είναι η διαχείριση ενός δυναμικού που δεν θα σπουδάσει καθόλου, τότε ας συζητήσουμε για τις άλλες διεξόδους που μπορούν να προσφερθούν. Δεν είναι ατομικό το ζήτημα, είναι ευρύτερα κοινωνικό: πολλά παιδιά με την κατάλληλη επαγγελματική συμβουλευτική θα μπορούσαν να κάνουν επωφελέστερες επιλογές για τα ίδια και το κοινωνικό σύνολο. Ενδιαφέρεται άραγε κανείς;
Εδώ δυστυχώς θα πρέπει να απαντήσουμε αρνητικά. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται για μια εκπαιδευτική πολιτική που αφενός θα επιτυγχάνει τους εθνικούς μορφωτικούς στόχους και αφετέρου θα υπηρετεί έναν πανεθνικό σχεδιασμό σε οικονομικό και αναπτυξιακό επίπεδο όπου και το άτομο θα ωφελείται και η χώρα θα προκόβει. Η μεν κυβέρνηση εμμένει σε μια, συγκριτικά με το προηγούμενο καθεστώς, αυστηρότερη επιλογή στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, αφήνοντας τα παιδιά του Δημοτικού χωρίς καμία ουσιαστική στήριξη, ενώ η αντιπολίτευση αρνείται κάθε έλεγχο της γνώσης. Η ΟΛΜΕ ζητά απλώς καλύτερη ενισχυτική διδασκαλία αρνούμενη όμως και αυτή κάθε έλεγχο του γνωστικού επιπέδου των παιδιών, που θα λειτουργούσε διαπιστωτικά για τις ελλείψεις και τις αδυναμίες τους και άρα θα απαντούσε στο αίτημα για ενίσχυσή τους.
Δημοσιεύθηκε στην Ρήξη Ιουλίου (φ. 170) που κυκλοφορεί