Του Κώστα Χατζηαντωνίου
Την επέτειο των πενήντα χρόνων από τον θάνατο του μέγιστου Γιώργου Σεφέρη βρήκε ο γνωστός τενόρος του εθνομηδενισμού και χαρτογιακάς του διπλωματικού βαθέος κράτους των Αθηνών επί τριακονταετία, καθηγητής Παναγιώτης Ιωακειμίδης, για να δημοσιεύσει στο Βήμα άρθρο με το οποίο επιχειρεί να μας πει πως, ναι, μεγάλος ποιητής ο Σεφέρης αλλά σαν διπλωμάτης αποτυχημένος, συναισθηματικός και μάλλον… εθνολαϊκιστής. Θα ήταν κωμική η απόπειρα (δεν είναι η πρώτη, είχε προηγηθεί ο Αγγ. Βλάχος, που αμφισβητούσε την ελληνικότητα των Κυπρίων και ονόμαζε τρομοκράτες τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ), αν ο περί ου ο λόγος δεν εκμεταλλευόταν απλώς την άγνοια των συγχρόνων για τον διπλωμάτη που ήταν πάντοτε αντίμαχος της πατριδοκαπηλίας και της διπλωματίας των τριόδων αλλά συνεπής υποστηρικτής μιας εθνικής στρατηγικής και τόσο διορατικός που προέβλεψε, πριν την ανεξαρτησία ακόμη, την τραγική εξέλιξη του κυπριακού ζητήματος. «Φέραμε τους Τούρκους πίσω στην Κύπρο» σημείωνε, απελπισμένος από την πορεία προς την Ζυρίχη. Γι’ αυτό και αποκλείστηκε από τις τελικές συνομιλίες.
Το φαινόμενο ωστόσο δεν είναι τυχαίο. Μέλος του πιο αφελληνισμένου τμήματος της αναθεωρητικής αριστεράς, θεωρητικός του ενδοτισμού που από το 1996 ως σήμερα οδήγησε την ελληνική διπλωματία από αποτυχία σε αποτυχία και έφερε τον τουρκικό στόλο έξι μίλια από την Κρήτη και οσονούπω έξι μίλια από το Σούνιο, ο Ιωακειμίδης, πρόσκοπος της δορυφοροποίησης, εκφράζει απόψεις που η αγραμματοσύνη θεωρεί «προοδευτικές», ενώ έρχονται από τις πιο σκοτεινές κάμαρες της αντίδρασης. Και δεν αναφέρομαι μόνο στο μοιραίο δίδυμο Καραμανλή – Αβέρωφ, το δίδυμο που αφού συνήψε τις συνθήκες του 1959 που αλυσόδεναν την Κύπρο με ένα Σύνταγμα ανεφάρμοστο και καθιστούσαν εσαεί την Τουρκία εγγυήτρια δύναμη, το 1974 την εγκατέλειψαν διότι ήταν… μακριά.
Η σχολή Ιωακειμίδη κατ’ ουσίαν συνεχίζει τη σχολή Πιπινέλη και τη διπλωματία της Χούντας. Για τον κ. Ιωακειμίδη το πρότυπο του διπλωμάτη είναι ο Πιπινέλης, ο Ξανθόπουλος, ο Παναγιωτάκος και οι άλλοι αστέρες της 21ης Απριλίου που δεν είχαν καμία εθνικιστική γραμμή (όπως οι ανιστόρητοι νομίζουν), αλλά το αντίθετο, πίεζαν τον Μακάριο για περαιτέρω υποχωρήσεις έναντι της Τουρκίας στις ενδοκυπριακές συνομιλίες (αυτός είναι ο ορθός όρος, και όχι διακοινοτικές). Δεν τα ξέρει αυτά ο αρθρογράφος; Τα ξέρει. Αλλά η ιδεοληψία και το θράσος μεγεθύνονται διότι η μεν δημοκρατική παράταξη εκφυλίστηκε εδώ και είκοσι πέντε χρόνια, η δε αριστερά ξέχασε την παράδοση της εθνικής αντίστασης και του παλλαϊκού ξεσηκωμού για την Κύπρο τη δεκαετία του 1950 και παραδόθηκε άνευ όρων στο πιο δύσμορφο τέκνο του ιμπεριαλισμού, τον εθνομηδενισμό. Όσο για την δεξιά, χουντική ή δημοκρατική, αυτή δεν έχει λύσει ακόμη τις βαριές αμαρτίες της για το 1974.
Μπορεί έτσι ο κ. καθηγητής να αναφέρεται ακόπως στον «αιώνιο δηλιγιαννισμό», υπότιτλο και βιβλίου προσώπου σχετιζόμενου με τον διευθυντή του διπλωματικού γραφείου του κ. Τσίπρα, διπλωμάτη παντρεμένο με Τουρκάλα διπλωμάτη και χαίροντα ασυλίας ακόμη και από τα πιο αντισυριζαϊκά μέσα. Εκλεκτικές συγγένειες. Γιατί υπάρχει «κάτι πιο βαθύ που μας λερώνει», κάτι πιο βαθύ που ενώνει το πολιτικό, ακαδημαϊκό και επιχειρηματικό σύστημα. Γιατί εξίσου αιώνιοι με τον δηλιγιαννισμό είναι και οι Νενέκοι σε αυτό τον τόπο που νομίζουν πως θα σταδιοδρομούν και στο μέλλον ως δραγουμάνοι και ποστέλνικοι στην Πύλη, καθώς η Ελλάδα θα μετατρέπεται σε δορυφόρο της γείτονος.
Μόνο που αυτή τη φορά οι Οθωμανοί δεν είναι μερικές χιλιάδες μέσα σε εκατομμύρια χριστιανών για να τους έχουν ανάγκη. Και έτσι, αν δεν έχουν την τύχη του Νενέκου (ποτέ δεν ξέρεις…), θα έχουν απλώς την δόξα του Αμοιρούτζη.