Αρχική » Οι ελληνορθόδοξοι της Μέσης Ανατολής

Οι ελληνορθόδοξοι της Μέσης Ανατολής

από Γιάννης Ταχόπουλος

του Γιάννη Ταχόπουλου | Από το Άρδην τ. 121 που κυκλοφορεί

Οἱ Ἕλληνες στὴ Συρία καὶ τὴν εὐρύτερη περιοχὴ (Λίβανο, Παλαιστίνη, Ἰορδανία) ἔχουν παρουσία ἐδῶ καὶ 23 τουλάχιστον αἰῶνες. Στὸ παρακάτω ἄρθρο θὰ κάνουμε λόγο γιὰ τὴν διαχρονικὴ παρουσία τῶν Ἑλλήνων μὲ ἔμφαση στὴν περίοδο μετὰ τὴν ἀραβικὴ κατάκτηση τῆς Συρίας καὶ τῆς εὐρύτερης περιοχῆς.

Μὲ τὴν προέλαση τοῦ Ἀλέξανδρου, μετὰ τὴ μάχη στὴν Ἰσσὸ, στὴ Συρία καὶ τὴν Αἴγυπτο, τέθηκαν οἱ βάσεις γιὰ τὴν ὤσμωση ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καὶ πολιτισμῶν τῆς Μέσης Ἀνατολῆς. Οἱ Σελευκίδες ἵδρυσαν ἢ ἐπανίδρυσαν πάμπολλες πόλεις στὴν εὐρύτερη περιοχή, ἀπὸ Παλαιστίνη ἕως σημερινὴ βόρεια Συρία. Ἐντύπωση κάνουν τὰ μακεδονικὰ καὶ λοιπὰ ἑλληνικὰ ὀνόματα ἄλλων ελληνιστικῶν πόλεων: Βέροια (μὲ πληθυσμὸ φερμένο ἀπὸ τὴν ὁμώνυμη μακεδονικὴ πόλη), Πέλλα, Δίων, Κύρρος, Ἡράκλεια, Ἀνθηδών, Μέγαρα, Λάρισα, Ἀπολλωνία, Φιλαδέλφεια (σημερ. Ἀμμάν) κ.λπ. Σώζονται συνολικὰ περίπου 100 ὀνόματα πόλεων μὲ ἑλληνικὰ ὀνόματα στὴν περιοχή. Ὁ Ὀρόντης, ποὺ διασχίζει τὴν Ἀντιόχεια, μετονομάστηκε ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ἀποίκους τῆς Ἀπάμειας σὲ Ἀξιό[1].

Στὴ ρωμαϊκὴ περίοδο, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὸ 64 π.Χ. στὴ Συρία, η ἀνάμειξη ἑλληνικοῦ καὶ ἐντόπιου πολιτισμοῦ συνεχίζεται, μιὰ ποὺ οἱ Ρωμαῖοι γενικὰ δὲν ἐπιθυμοῦσαν τὴν ἀντικατάσταση τῆς ἑλληνικῆς ἀπὸ τὴ λατινική. Ἡ Ἀντιόχεια μαζὶ μὲ τὴν Ἀλεξάνδρεια εἶναι οἱ μεγαλύτερες ἑλληνικὲς πόλεις τῆς περιόδου, καὶ ἡ Ἀντιόχεια ἦταν 2η ἢ 3η σὲ πληθυσμὸ σὲ ὅλη τὴ ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία. Τὰ ἑλληνικὰ συνεχίζουν νὰ εἶναι ἡ κυρίαρχη γλώσσα στὸ δημόσιο βίο, ἐνῶ σὲ περιοχὲς ὅπως ἡ Παλμύρα παρατηροῦνται ἑλληνικές, λατινικὲς ἐπιγραφὲς καὶ ἐπιγραφὲς στὴν τοπικὴ γλώσσα. Περισσότερο ἐξελληνισμένα γλωσσικὰ εἶναι τὰ παράλια καὶ ἡ ΒΔ Συρία. Οἱ ἑλληνικὲς ἐπιγραφὲς κατὰ τὴν Ὕστερη Ἀρχαιότητα εἶναι περισσότερες ἀπὸ τὶς συριακές[2]. Πλῆθος ἀπὸ οἰκοδομήματα τῆς περιόδου ἔχουν τὸ χαρακτηριστικὸ ἀρχιτεκτονικὸ ὕφος μὲ ἑλληνικά, ρωμαϊκὰ καὶ ντόπια συριακὰ κ.λπ. στοιχεῖα, ὅπως π.χ. στὴν Παλμύρα τῆς σημερινῆς Συρίας, στὴν Πέτρα (Ἰορδανία) καὶ στὴν Ἡλιούπολη τοῦ σημερινοῦ Λιβάνου. Ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη καὶ τὴν Συρία κατάγονται πρωτοβυζαντινοὶ ἱστορικοί, ὅπως ὁ Προκόπιος καὶ ὁ Ἀμμιανὸς Μαρκελλίνος· καὶ ρήτορες, ὅπως ὁ Λιβάνιος. Ἐξελληνισμένοι γηγενεῖς τῆς περιοχῆς ὅπως ὁ Δαμάσκιος, ὁ σύρος Ἰάμβλιχος καὶ ὁ σαμαρείτης Μαρίνος ἔκαναν μεταξὺ 3ου – 6ου αἰ. μιὰ ἀκόμη σύνθεση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας μὲ τὴν τοπική τους κουλτούρα, ἐνῶ στοὺς πρώτους μ.Χ. αἰῶνες πλῆθος ρητόρων, φιλοσόφων καὶ ἐπιστημόνων προέρχεται ἀπὸ τὴν εὐρύτερη Συρία[3]. Ὅπως ἔχει παρατηρηθεῖ, ὁ Ἑλληνισμὸς παρεῖχε μιὰ γλώσσα κι ἕναν πολιτισμὸ στὸν ὁποῖο μποροῦσαν νὰ μετέχουν λαοὶ τελείως διαφορετικοὶ μεταξύ τους. Μὲ τὸν Ἑλληνισμό, αὐτὲς οἱ παραδόσεις καὶ λαοὶ μποροῦσαν νὰ ἐκφραστοῦν μὲ νέο καὶ πιὸ καλλιεργημένο τρόπο, δὲν ἦταν δηλαδὴ ὁ Ἑλληνισμὸς κάτι ἀναγκαστικὰ ἀντίθετο κι ἀνταγωνιστικὸ πρὸς αὐτές[4].

Ὁ Χριστιανισμὸς ἐξαπλώθηκε γρήγορα στὴν Συρία λόγω τῆς γειτνίασής της μὲ τὴν Παλαιστίνη. Γνωστοὶ εἶναι ἐπίσκοποι ὅπως ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος καὶ ὁ ἅγιος Βαβύλας πρὸ Κωνσταντίνου, ἀλλὰ καὶ λόγιοι ὅπως ὁ Τατιανός. Ἐκκλησιαστικὲς σύνοδοι ἀναφέρονται ἤδη ἀπὸ τὸ 190. Ἡ ἐπιρροὴ τῶν ἐπισκόπων καὶ τῆς χριστιανικῆς κοινότητας ἦταν τέτοια ποὺ σὲ μία περίπτωση ζήτησαν τὴν ἀνάμειξη ἐθνικοῦ αὐτοκράτορα Αὐρηλιανοῦ προκειμένου νὰ ἐπιβληθοῦν οἱ συνοδικὲς ἀποφάσεις κατὰ τοῦ Παύλου Σαμοσατέα[5]. Μέσω τοῦ Λεβάντε, καὶ τῆς Ἔδεσσας (Οὔρφα) ξεκίνησε ὁ ἐκχριστιανισμὸς τόσο τῆς Μεσοποταμίας ὅσο καὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.  Οἱ χριστιανικοι διωγμοὶ τῶν Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμίνου Δάια ἦταν ἀρκετὰ πιὸ ἔντονοι στὴν περιοχὴ σὲ σχέση μὲ δυτικότερες περιοχὲς τῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ Ἀντιόχεια ἔγινε κέντρο μιᾶς ὀνομαστῆς χριστιανικῆς ἑρμηνευτικῆς σχολῆς, ἡ ὁποία ἀντίθετα ἀπὸ τὴν ἀλεξανδρινὴ γενικὰ δὲν ἔκανε ἀλληγορικὴ ἑρμηνεία τῶν χριστιανικῶν κειμένων ἀλλὰ ἱστορικογραμματική[6]. Ἡ χριστιανικὴ βιβλιοθήκη τῆς Καισάρειας Maritima εἶχε 30.000 χειρόγραφα τὸν 4ο αἰ.[7] Ἡ Ἀντιόχεια στὰ μέσα τοῦ 4ου αἰ., ὅπως μαρτυρεῖ ὁ αὐτοκράτορας Ἰουλιανός, ἦταν στὴ μεγάλη της πλειονότητα χριστιανική[8]. Ὁ ἐκχριστιανισμὸς δὲν ἦταν παντοῦ τὸ ἴδιο δυναμικός, ἰδίως στὴ νότια Συρία καὶ τὴ Φοινίκη (Λίβανο). Πόλεις ποὺ μεταξύ τους ἦταν πολὺ κοντινὲς μποροῦσαν νὰ εἶναι σχεδὸν ἐντελῶς χριστιανικὲς (Ἔδεσσα / Οὔρφα) καὶ σχεδὸν ἐντελῶς παγανιστικές (Κάρραι). Μετὰ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους τοῦ 5ου αἰ., ἡ περιοχὴ τῆς Παλαιστίνης ἀκολούθησε περισσότερο τὴν Ὀρθοδοξία, ἐνῶ τῆς Συρίας περισσότερο τὸν Μονοφυσιτισμό.

Ὁ Εὐσέβιος ἀπὸ τὴν Καισάρεια Maritima τῆς Παλαιστίνης εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς γνωστότερους βυζαντινοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἱστορικούς, μαζὶ μὲ τὸν Θεοδώρητο (Κύρρος) καὶ τὸν Σωζομενό (Γάζα). Τί σημαίνει ἡ ἑλληνιστικὴ-χριστιανικὴ Συρία γιὰ τὸ Βυζάντιο καταλαβαίνουμε ἐὰν σκεφτοῦμε ὅτι ἡ κυριακάτικη θεία λειτουργία εἶναι δημιούργημα τοῦ Ἰωάννη Χρυσόστομου (Ἀντιόχεια), ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος ἴσως εἶναι δημιούργημα τοῦ Ρωμανοῦ Μελωδοῦ (Ἔμεσα ἢ Δαμασκός), ποὺ ἔτσι κι ἀλλιῶς ἔχει συνθέσει γνωστοὺς ὕμνους, καὶ ἡ ὀρθόδοξη νεκρώσιμη ἀκολουθία δημιούργημα τοῦ Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ (Δαμασκός). Ἡ Βηρυτὸς ἦταν διάσημο κέντρο νομικῶν σπουδῶν (δηλ. τῆς πρωτοβυζαντινῆς νομοθεσίας –Ἰουστινιάνειος Κώδικας– ποὺ ἀργότερα ἔγινε ἡ βάση γιὰ τὴ νομοθεσία τῆς Δ. Εὐρώπης) ὅλης τῆς πρωτοβυζαντινῆς αὐτοκρατορίας.

Στὴν πρωτοβυζαντινὴ περίοδο, ἔχουμε δύο μαρτυρίες γιὰ τὴν ἑλληνικότητα τῆς Ἀντιόχειας. Ἡ πρώτη (363), προέρχεται ἀπὸ τὸν Ἰουλιανό, ποὺ σημειώνει τὴν ἑλληνικὴ καταγωγὴ τῶν Ἀντιοχέων τῆς ἐποχῆς του[9]. Τὸν 438 περίπου, ἡ ἀθηναία σύζυγος τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδόσιου Β΄, Ἀθηναΐδα – Εὐδοκία, ἀπευθυνόμενη στοὺς Ἀντιοχεῖς (μιὰ μακεδονικὴ ἀποικία), τοὺς λέει «εἶμαι περήφανη ποὺ εἶμαι τοῦ ἴδιου γένους καὶ ἔχω τὸ ἴδιο αἷμα μὲ ἐσᾶς»[10]. Νοτιότερα, ἡ Γάζα ἦταν φημισμένο κέντρο ρητορικῶν κ.ἄ. σπουδῶν. Σὲ γνωστὸ ψηφιδωτὸ ἐπιδαπέδιο χάρτη τοῦ β΄ μισοῦ τοῦ 6ου αἰ. στὰ Μήδαβα (σημ. Ἰορδανία), ὅλες οἰ πόλεις τῆς Παλαιστίνης ἀναφέρονται στὰ ἑλληνικά.

Ἐνῶ ἡ βυζαντινὴ Ἀνατολὴ εὐημεροῦσε ἕως τὸ α΄ μισὸ τοῦ 6ου αἰ., γεγονότα ὅπως οἱ περιστασιακὲς εἰσβολὲς τῶν Σασσανιδῶν Περσῶν καὶ ὁ λοιμὸς ἦταν ἡ ἀπαρχὴ γιὰ τὴν παρακμὴ τῆς περιοχῆς. Ὁ παρατεταμένος πόλεμος Περσῶν-Βυζαντινῶν (602-629) προκάλεσε μεγάλες καταστροφὲς στὴν Ἀνατολή. Αὐτὲς διεκόλυναν καὶ τὶς ἀραβικὲς μουσουλμανικὲς κατακτήσεις μετὰ τὴ μάχη τοῦ Ἱερομύακα (Γιαρμούκ, σημ. νότια Συρία) τὸ 636. Ἡ ἄποψη ὅτι οἱ μὴ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ὑποστήριξαν τοὺς Ἄραβες κατὰ τὴν κατάκτηση εἶναι ἀβάσιμη, ἀφοῦ ἡ νομιμοποίηση τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα ἦταν δεδομένη ἀσχέτως δόγματος. Μονοφυσίτες Αἰγύπτιοι συνέχιζαν γιὰ κάποιο διάστημα μετὰ τὸ 642 νὰ χρονολογοῦν τὰ κείμενά τους βάσει τῆς ἐνθρόνισης τοῦ Βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα, καὶ στὴ β΄ ἀραβικὴ πολιορκία τῆς Κωνσταντινούπολης (717), Αἰγύπτιοι ναῦτες (400 πλοῖα) αὐτομόλησαν στοὺς Βυζαντινοὺς μὲ συνέπεια τὴν νίκη τους. Κάτι ἀντίστοιχο θὰ ἔγινε τὸ 993[11].

Ἡ ἀραβικὴ κατάκτηση εἶχε μεταξὺ ἄλλων δύο συνέπειες. Τὸν σταδιακὸ γλωσσικὸ ἐξαραβισμὸ καὶ τὸν ἐξισλαμισμὸ τοῦ μεγαλύτερου τμήματος τοῦ πληθυσμοῦ. Τμῆμα τῶν προσκείμενων στὴν Κωνσταντινούπολη πληθυσμῶν ἐπέλεξε τὴ φυγὴ στὰ ἐλεύθερα βυζαντινὰ ἐδάφη, καὶ παράλληλα μαρτυροῦνται ἀραβικοὶ ἐποικισμοί. Τὸν 7ο καὶ 8ο αἰ., οἱ Χριστιανοὶ ἦταν ἀκόμη ἡ πλειονότητα, ἀλλὰ στὸ διάστημα μεταξὺ τοῦ 900 καὶ λίγο πρὶν τὶς Σταυροφορίες ἔγιναν μειονότητα[12]. Ἡ ἱστορία ἀναφέρει τὴν χριστιανικὴ κοινότητα τῶν Μαρδαϊτῶν, ποὺ ζοῦσαν β. τῆς Ἀντιόχειας, καὶ οἱ ὁποῖοι ἀντὶ νὰ ἐγκαταλείψουν τὰ ἐδάφη τους καταφεύγοντας στὸ Βυζάντιο, ἔδειξαν τὴν ἀφοσίωσή τους στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἄρχισαν τὶς ἐπιδρομὲς ἐναντίον τοῦ ἀραβικοῦ χαλιφάτου τὸν 7ο αἰώνα, ἐπὶ Κωνσταντίνου Δ΄ καὶ Ἰουστινιανοῦ Β΄. Αὐτὲς φαίνεται ὅτι ἦταν τόσο τρομακτικές (σὲ μία ἐξ αὐτῶν ἔφτασαν β. τῶν Ἱεροσολύμων), ὥστε  ὁ Χαλίφης ζήτησε συνθήκη μὲ τὸν Αὐτοκράτορα. Βάσει τῶν ὅρων της, οἱ Ἄραβες ἔπρεπε νὰ πληρώνουν στὸ Βυζάντιο σημαντικότατο τμῆμα τῶν φόρων ποὺ οἱ ἴδιοι συνέλεγαν ἀπὸ τὴ Μ. Ἀνατολή. Σὲ ἀντάλλαγμα, οἱ Βυζαντινοὶ θὰ ἔπρεπε νὰ μεταφέρουν τοὺς Μαρδαΐτες σὲ βυζαντινὲς περιοχὲς μακριὰ ἀπὸ τὰ σύνορα μὲ τοὺς Ἄραβες. Ὁ Θεοφάνης, ποὺ ἀποκαλοῦσε «χάλκινο τεῖχος» τοῦ Βυζαντίου τοὺς Μαρδαΐτες, ἐπικρίνει τὴν ἀπόφαση αὐτήν: «ὧν παρασταλλέντων, πάνδεινα κακὰ πέπονθεν ἡ Ῥωμανία ὑπὸ τῶν Ἀράβων μέχρι τοῦ νῦν» (ἀπὸ τότε ποὺ μετοικίστηκαν, ἡ Ρωμανία ἔπαθε τὰ πάνδεινα ἀπὸ τοὺς Ἄραβες).

Οἱ χριστιανικοὶ πληθυσμοὶ τῶν περιοχῶν αὐτῶν (Συρία, Λίβανος, Παλαιστίνη-Ἰσραήλ κ.ἀ.) ἦταν στὸ ἔλεος τοῦ ἑκάστοτε Χαλίφη, καὶ ἡ τύχη τους ἐξαρτιόταν ἀπὸ τὶς βυζαντινοαραβικὲς σχέσεις. Μποροῦσαν νὰ ἀπολαμβάνουν τὴν εὔνοια ἑνὸς χαλίφη, ἕως ὅτου κάποια στιγμὴ ὁ πλοῦτος καὶ ἡ κοινωνικὴ ἀναγνώριση ποὺ ἀπολάμβαναν νὰ προκαλέσει τὸ φθόνο τῶν (ἁπλῶν καὶ ἐλίτ) Μουσουλμάνων γιὰ τὴν διασάλευση τῆς θεσμισμένης ἀνισότητας, μὲ συνέπεια διώξεις ἀπὸ τὸν ἑπόμενο χαλίφη κ.ο.κ. Λαϊκὲς ἰσλαμικὲς διαδηλώσεις κατὰ Χριστιανῶν συνοδευόμενες ἀπὸ καταστροφὲς καὶ λεηλασίες, ἐξαιτίας ψευδῶν ἢ μὴ εἰδήσεων γιὰ νίκες Βυζαντινῶν ἢ Σταυροφόρων καὶ γιὰ σφαγὲς μουσουλμάνων αἰχμαλώτων, κηρύγματα φανατικῶν, μαζὶ μὲ τὴν ἐπιβολὴ μεγαλύτερου φόρου κι ἄλλες συμβολικὲς ἀλλὰ καθημερινὲς ταπεινώσεις καὶ περιορισμούς, προκαλοῦσαν μαζικοὺς ἐξισλαμισμούς[13]. Τὰ πρῶτα σαράντα χρόνια ἀπὸ τὴν ἀραβικὴ κατάκτηση δὲν ἐπετράπη διορισμὸς νέου Πατριάρχη Ἀντιοχείας. Σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς Ὀμεϋάδες, οἱ Ἀββασίδες (750 κ.ἑ.) ἤθελαν νὰ ἐπιδεικνύουν τὴν ἰσλαμική τους εὐσέβεια, πράγμα ποὺ εἶχε συνέπειες στὴ στάση τους πρὸς τοὺς ἀλλόθρησκους[14]. Κατὰ τὸν 8ο αἰ. ὁ Θεοφάνης σημειώνει διάφορα πογκρὸμ στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἀλλοῦ, μὲ γκρέμισμα ἐκκλησιῶν (643) καὶ βίαιο ἐξισλαμισμό (718). Ὁ Ὀμὰρ Β’ ἀπαγόρευσε τὴν ἀνέγερση νέων ἐκκλησιῶν (754), ὁ Γιαζίντ (721) κατέστρεψε εἰκόνες[15]. Χαλίφηδες ὅπως ὀ ἀλ Μανσοὺρ (754-775) καὶ ὁ ἀλ Ρασίντ (807) γκρέμιζαν ἐκκλησίες ἢ ἀπαγόρευαν τη δημόσια ἐπίδειξη τοῦ σταυροῦ, αὔξαναν τὸν κεφαλικὸ φόρο καὶ ἔλαβαν μέτρα κατὰ τῶν μοναχῶν. Ὁ φόρος αὐξήθηκε ἐπὶ Ἀββασιδῶν. Ἡ ἀντικατάσταση τῆς ἑλληνικῆς ἀπὸ τὴν ἀραβικὴ ὡς δημόσιας γλώσσας ἔγινε μεταξὺ 699-706. Ἕως καὶ τὸν 7ο αἰ., ἐπιγραφὲς καὶ στῆλες μαρτυροῦν ὅτι ἡ χρήση τῆς ἑλληνικῆς σὲ λαϊκὸ ἐπίπεδο καὶ στὴ θ. λειτουργία συνεχιζόταν[16]. Πατριάρχες ἐξορίζονταν γιὰ συνεργασία μὲ τοὺς Βυζαντινούς (Ἀντιόχεια, 757), καὶ ὅταν ἐπισκεύασαν τὸν ναὸ τῆς Ἀναστάσεως χωρὶς ἄδεια, κατηγορήθηκαν (Ἱεροσόλυμα, Θωμᾶς Α΄)[17]. Ἡ μεταστροφὴ Μουσουλμάνων στὸ Χριστιανισμὸ τιμωρεῖτο μὲ θάνατο. Τὰ μαρτυρολόγια κατὰ τὴ μέση βυζαντινὴ περίοδο (7ος-8ος αἰ.) κάνουν λόγο γιὰ μάρτυρες στὴ Γάζα, στὴν Ἔμεσα (Συρία), στὴν Δαμασκό, στὴν λοιπὴ Παλαιστίνη, στὴ Βαγδάτη καὶ στὸ Καλλίνικον (Raqqa, ἀν. Συρία)[18].  Ὁ χαλίφης Al-Mutawakill (847-861) καταπίεσε ποικιλοτρόπως τοὺς Χριστιανοὺς (εἰδικὴ ἐνδυμασία, καταστροφὴ ἐκκλησιῶν ποὺ κτίστηκαν μετὰ τὴν ἀραβικὴ κατάκτηση) μὲ ἀποτέλεσμα μαζικοὺς ἐξισλαμισμούς, ἢ φυγὴ Χριστιανῶν πρὸς τὸ Βυζάντιο. Στὰ τέλη τοῦ 9ου αἰ. καὶ ἕως τὰ μέσα τοῦ 10ου, πολυάριθμες παρόμοιες περιπτώσεις μαρτυροῦνται[19]. Γενικότερα, πάντως, μπορεῖ νὰ γίνει διάκριση μεταξὺ Σουνιτῶν καὶ περισσότερο ἀνεκτικῶν Σιιτῶν[20].

Παράλληλα ὡστόσο οἱ Χριστιανοὶ ἐπιλέγονταν γιὰ τὴν πλήρωση ἀνώτερων διοικητικῶν θέσεων ἐπειδὴ εἶχαν ἀνώτερη μόρφωση. Ἕνα γνωστὸ παράδειγμα ἀποτελεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός, ποὺ λέγεται ὅτι ἦταν ὑπάλληλος τοῦ Χαλίφη, ὅπως καὶ ὁ πατέρας του. Σύμφωνα μὲ ἕνα ἱστορικὸ ἀνέκδοτο, οἱ Ἄραβες (758) ἀπομάκρυναν τοὺς Χριστιανοὺς ἀπὸ τὶς ἀνώτερες διοικητικὲς θέσεις ἀλλὰ ἀκύρωσαν τὴν ἀπόφασή τους ἐπειδὴ δὲν εἶχαν κανέναν ἄλλον ἰσάξιο γιὰ νὰ τοποθετηθεῖ στὶς θέσες αὐτές[21]. Ἐπιπλέον, οἰ Ὀρθόδοξοι μαζὶ μὲ Χριστιανοὺς τῶν μεσανατολικῶν ὁμολογιῶν (κυρίως Νεστοριανοὺς κ.ἄ.), μετέφρασαν τμῆμα τῆς ἀρχαιοελληνικῆς γραμματείας (κυρίως Ἀριστοτέλη καὶ θετικὲς ἐπιστῆμες) στὰ ἀραβικά. Ὁ Θεόδωρος Ἀβουκαρᾶς (ἐπίσκοπος Καρρῶν) καὶ ὁ Κώστας «υἱὸς Λουκᾶ»[22], οἱ Yahya ibn al-Bitriq καὶ Istifan ibn Basil (Στέφανος, υἱός Βασιλείου), Nazif ibn Yumn[23], εἶναι μερικὰ παραδείγματα. Ἡ συντριπτικὴ πλειονότητα τῶν μεταφραστῶν κατὰ τοὺς αἰῶνες ἐκείνους εἶναι Χριστιανοὶ τῆς Συρίας, γιατὶ οἱ Ἄραβες μουσουλμάνοι δὲν μάθαιναν ἑλληνικά. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὁ μεσαιωνικὸς ἀραβικὸς μουσουλμανικὸς κόσμος ἦρθε σὲ ἐπαφὴ μὲ ἕνα τμῆμα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σκέψης[24]. Ὅσο οἱ βυζαντινοὶ αὐτοκράτορες ἀσπάζονταν τὴν εἰκονομαχία, εἰκονόφιλοι μοναχοὶ κατέφευγαν στὴν Παλαιστίνη[25]. Οἱ βυζαντινοὶ πληθυσμοὶ στὴ Μ. Ἀνατολὴ δὲν ὑποστήριξαν τὴν εἰκονομαχία, παρὰ τὴν ἄποψη ὅτι αὐτὴ ἔχει μεσανατολικὸ πολιτισμικὸ ὑπόβαθρο. Τὰ γραπτὰ τοῦ Δαμασκηνοῦ χρησιμοποιήθηκαν στὸ Βυζάντιο γιὰ τὴν ὁριστικὴ καταδίκη τῆς Εἰκονομαχίας. Κατὰ τοὺς 7ο-8ο αἰ., οἱ πληθυσμοὶ αὐτοὶ ἀποτελοῦν ἕνα πολιτισμικὸ συνεχὲς μὲ τοὺς ἐλεύθερους βυζαντινοὺς πληθυσμούς[26]. Παρὰ τοὺς ἀραβοβυζαντινοὺς πολέμους, ὑπῆρχαν πολιτισμικὲς ἀνταλλαγές καὶ ἡ αἴσθηση ὅτι Βυζάντιο καὶ Ἄραβες ἀποτελοῦν τὶς σημαντικότερες καὶ πιὸ πολιτισμένες δυνάμεις παγκοσμίως. Οἱ Ἄραβες θεωροῦσαν τοὺς Βυζαντινοὺς ὡς τοὺς πλέον πολιτισμένους ξένους, οἱ Βυζαντινοὶ θεωροῦσαν τοὺς Ἄραβες ἀνώτερους τῶν Φράγκων· κι ὅτι δύο «κυριότητες» («τῶν Σαρακηνῶν καὶ τῶν Ρωμαίων») λάμπουν ὡς φωστῆρες σὲ ὅλη τὴ γῆ· ἐπίσης ὑπερασπίστηκαν τὸ ἰσλαμικὸ τέμενος στὴν Κ/πολη ἀπὸ ἐπιθέσεις Δυτικῶν τὸ 1203[27].

Ἡ περίοδος ἀπὸ τὸν 9ο ὣς τὸν 11ο αἰ. χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἐξαφάνιση τῆς ἑλληνικῆς, καὶ τὴν παρακμὴ τοῦ μοναχισμοῦ. Ἡ πολιτικὴ ἀστάθεια τοῦ χαλιφάτου (ἐμφύλιοι κι ἐπιδρομὲς φυλῶν τῆς ἐρήμου σὲ βάρος χριστιανικῶν ἀγροτικῶν πληθυσμῶν) ἐπέτεινε τὴν παρακμή. Οἱ πόλεις «ἀραβοποιοῦνται» μὲ τὴν διαβίωση τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων σὲ χωριστές (συχνά, μὲ ἐσωτερικὰ τείχη) συνοικίες[28]. Τὸ 966 ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Ἰωάννης κάηκε ζωντανὸς ἐπειδὴ κατηγορήθηκε ὅτι συνωμότησε μὲ τὸν βυζαντινὸ αὐτοκράτορα, καὶ ὁ ναὸς τῆς Ἀναστάσεως πυρπολήθηκε. Τὸ 967 ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας ἐκτελέστηκε γιὰ παρόμοιες κατηγορίες[29]. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, οἱ κατακτήσεις τῶν Νικηφόρου Φωκᾶ (963-969) Ἰωάννη Τσιμισκῆ (969-976) καὶ Ρωμανοῦ Γ’ στὴ βόρεια καὶ βορειοανατολικὴ Συρία, ἕως τὴ Ναζαρὲτ καὶ τὴν Καισάρεια (σημ. βόρειο Ἰσραήλ), ἦταν μιὰ ἀνάσα ἐλευθερίας γιὰ τοὺς ὀρθόδοξους βυζαντινοὺς καὶ φιλοβυζαντινοὺς πληθυσμοὺς τῶν περιοχῶν αὐτῶν. Ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς στὴ συνθήκη εἰρήνης μὲ τὸν τοπικὸ Ἄραβα ἀρχηγό, ἐπέβαλε τὸν ὅρο γιὰ θρησκευτικὴ ἐλευθερία καὶ ἀλλαγὴ θρησκείας χωρὶς τιμωρία, ἀντίθετα ἀπὸ ὅ,τι ἴσχυε στὸ Χαλιφάτο. Κάθε νίκη τοῦ Φωκᾶ βέβαια (ὅπως π.χ. στὴν Κρήτη) ὁδηγοῦσε σὲ ἀντιχριστιανικὰ πογκρὸμ στὶς ἀραβικὲς περιοχές[30]. Οἱ ἀραβόφωνοι Ὀρθόδοξοι, ποὺ βοήθησαν τοὺς Βυζαντινοὺς π.χ. στὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἀντιόχειας, ἔπαιξαν σημαντικὸ ρόλο στὰ πράγματα τῆς ἐκ νέου βυζαντινῆς περιοχῆς, ὡστόσο ὁ γλωσσικὸς ἐξαραβισμὸς δὲν ἀναστράφηκε, καὶ πάμπολλα ἑλληνικὰ θεολογικὰ ἔργα μεταφράστηκαν στὴν ἀραβική. Σημαντικὸ τμῆμα τῶν κατακτήσεων αὐτῶν στὴ Συρία διατηρήθηκε ἕως τὸ 1084 καὶ τὴν τουρκικὴ κατάκτηση τῆς Ἀντιόχειας[31]. Οἱ Σελτζοῦκοι προώθησαν τὸν ἐξισλαμισμὸ καὶ τὴν ἀντικατάσταση τῆς ἀραμαϊκῆς ἀπὸ τὴν ἀραβική[32]. Οἱ Φατιμίδες τῆς Αἰγύπτου (969-1171), ποὺ κατεῖχαν καὶ τὴν Παλαιστίνη καὶ τὴ μισὴ Συρία, ὣς τὸ 1002 ἔδειξαν σχετικὴ εὔνοια πρὸς τοὺς Ὀρθόδοξους. Κατόπιν, ὁ al-Hakim ἀπαγόρευσε τὶς σημαντικότερες χριστιανικὲς ἑορτὲς καὶ τὸ 1009 κατέστρεψε τὸν ναὸ τῆς Ἀναστάσεως στὰ Ἱεροσόλυμα, ποὺ ξανακτίστηκε μόλις τὸ 1042. Ἐπίσης κατέστρεψε χιλιάδες ναούς, ἐπέβαλε ἐνδυματολογικοὺς ταπεινωτικοὺς περιορισμοὺς κ.λπ., ποὺ εἶχαν ὡς συνέπεια μαζικοὺς ἐξισλαμισμούς[33]. Οἱ διάδοχοί του ὡστόσο ἀκύρωσαν τὰ μέτρα του[34].

Ἡ ἐμφάνιση τῶν Σταυροφόρων στὴν Ἀνατολικὴ Μεσόγειο (1098 κ.ἑ.) εἶχε ἀρνητικὰ ἀποτελέσματα γιὰ τοὺς ὀρθόδοξους πληθυσμούς. Οἱ Σταυροφόροι τοὺς ἀντιμετώπιζαν ὡς σχισματικοὺς καὶ φιλοβυζαντινούς, καὶ τοὺς ἀφαίρεσαν τὰ Πατριαρχεῖα τῆς Ἀντιόχειας καὶ τῶν Ἱεροσολύμων. Στὴν 5η καὶ 7η Σταυροφορία, σφαγίαζαν ἀδιακρίτως χριστιανοὺς καὶ μουσουλμάνους Αἰγυπτίους. Οἱ Ὀρθόδοξοι τῶν Ἱεροσολύμων καλωσόρισαν τὸν Σαλαντίν[35]. Ὡστόσο, ἡ ἀντίδραση τοῦ Ἰσλὰμ ἦταν γενικὰ ἐχθρικὴ ὄχι μόνο πρὸς τοὺς Σταυροφόρους ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς γηγενεῖς Χριστιανούς. Μετὰ τὴν ἀραβικὴ ἐπανακατάληψη τῶν Ἁγίων Τόπων, δὲν ἐπανῆλθε ἀπὸ τοὺς Ἄραβες τὸ ἕως τὸ 1099 καθεστὼς τῆς ἀποκλειστικὰ ὀρθόδοξης κυριαρχίας στὶς ἐκκλησίες[36].

Ἡ ἐπέλαση τῶν Μογγόλων στὴ Μ. Ἀνατολή (1258, ἡ ἅλωση τῆς Βαγδάτης), ἀρχικὰ ἔγινε σὲ βάρος τοῦ Ἰσλάμ. Μετὰ τὴν ἥττα τῶν ἕως τότε φιλοχριστιανῶν Μογγόλων τὸ 1260 στὴν Παλαιστίνη, οἱ Μαμελοῦκοι τῆς Αἰγύπτου προχώρησαν σὲ ἀντίποινα κατὰ τοῦ χριστιανικοῦ πληθυσμοῦ τῆς Δαμασκοῦ[37]. Τὸ 1268, οἱ ἴδιοι ξεθεμελίωσαν τὴν Ἀντιόχεια σφαγιάζοντας τὸ χριστιανικὸ πληθυσμό της. Ἔκτοτε, ὁ πατριάρχης της ἐπέλεξε ὡς ἕδρα τὴ Δαμασκό[38]. Στὸ τέλος τοῦ 13ου αἰ. οἱ Μογγόλοι ἐξισλαμίστηκαν προχωρώντας σὲ διώξεις κατὰ τῶν χριστιανικῶν πληθυσμῶν[39]. Τότε, εἰδικὰ στὸ Ἰρὰκ πολυάριθμοι Χριστιανοὶ ἐξισλαμίστηκαν[40]. Ἡ Συρία καὶ ἡ Παλαιστίνη παρέμειναν αἰγυπτιακὲς ἕως τὶς ὀθωμανικὲς κατακτήσεις τοῦ 1516. Στὴν Αἴγυπτο τῶν Μαμελούκων κατὰ τὸν 14ο αἰ. ἔλαβαν χώρα μαζικοὶ ἐξισλαμισμοί, παράλληλα μὲ πολλὲς κι ἔντονες ἀντιχριστιανικές διώξεις, μὲ τελικὸ ἀποτέλεσμα τὴ μετατροπὴ τῶν Κοπτῶν σὲ μικρὴ μειονότητα[41].

Ἂν καὶ τὸν 14ο ὁ παλαιστινιακὸς μοναχισμὸς ἦταν πολυεθνικός, τὸν τόνο ἔδινε τὸ ἑλληνικὸ στοιχεῖο· οἱ Πατριάρχες τῆς Ἱερουσαλὴμ παύονταν καὶ διορίζονταν συχνὰ ἀπὸ τὸ Βυζάντιο. Ἀκόμη καὶ οἱ ἀραβόφωνοι Πατριάρχες ἦταν ἐμποτισμένοι μὲ τὴ βυζαντινὴ κουλτούρα. Οἱ τρομερὲς καταστροφὲς τριῶν αἰώνων (12ος-14ος) εἶχαν ὡς παρεπόμενο νὰ αὐξηθεῖ ξανὰ ἡ ἐπιρροὴ τοῦ Βυζαντίου στὰ τρία μεσανατολικὰ πατριαρχεῖα. Ὅταν οἱ Ὀθωμανοὶ κατέκτησαν τὴν περιοχὴ (1516) ἡ Συρία ἀριθμοῦσε 1 ἑκατομμύριο κατοίκους, ἐνῶ οἱ ἐκτιμήσεις γιὰ τῆν ρωμαϊκὴ καὶ ὕστερη βυζαντινὴ περίοδο εἶναι 6 καὶ 3 ἑκατομμύρια, ἀντίστοιχα[42].

Μετὰ τὶς διακρατικὲς συμφωνίες (διομολογήσεις) τὸν 16ο αἰ., τῶν Δυτικῶν μὲ τοὺς Ὀθωμανούς, ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία προσπάθησε νὰ προσηλυτίσει Χριστιανοὺς τῆς περιοχῆς. Πέρα ἀπὸ τοὺς Μαρωνίτες, προσπάθησε νὰ ἐκμεταλλευτεῖ ἐσωτερικὲς διαμάχες μεταξὺ τῶν Ὀρθόδοξων, ὅπως τὴ δεκαετία τοῦ 1580 μὲ ἀφορμὴ ἀντιζηλίες γιὰ τὴ θέση τοῦ Πατριάρχη Ἀντιοχείας. Οἱ παραπάνω προσπάθειες συνεχίστηκαν καὶ τὸν 17ο αἰ., μὲ αἰχμὴ τοῦ δόρατος τὴν παροχὴ ποιοτικῆς  ἐκπαίδευσης, καὶ στόχευαν τὴν ἐλὶτ τῶν Ὀρθόδοξων τῆς Συρίας καὶ τῆς Παλαιστίνης. Ἦταν δὲ ἀρκετὰ πετυχημένες, ἀκόμη καὶ μεταξὺ ὀρθόδοξων ἐπισκόπων. Πατριάρχες ὑποστήριζαν τοὺς Λατίνους μισσιονάριους ἐπιτρέποντάς τους νὰ κηρύττουν σὲ ντόπιους Χριστιανούς. Ἡ ἐπιρροὴ τῆς Ρώμης ἐπίσης ὑλοποιεῖτο μὲ τὴ διάθεση ἔντυπων χριστιανικῶν βιβλίων πρὸς τοὺς χριστιανικοὺς πληθυσμούς[43]. Σὲ μία γιγαντιαία ἀναμέτρηση Ρωμαιοκαθολικισμοῦ καὶ Ὀρθοδοξίας στὴ Συρία-Λίβανο, μὲ παρεμβάσεις Δυτικῶν δυνάμεων, μισσιονάριων κ.ἄ., ποὺ κράτησε ἕνα μὲ ἑνάμιση αἰ., κι ἔληξε τὸ 1837 μὲ τὴν σουλτανικὴ ἀναγνώριση τῶν Μελκιτῶν Οὐνιτῶν, ἡ τοπικὴ Ὀρθοδοξία ἔχασε τὸ ἕνα τρίτο τῶν μελῶν της. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ἐνῶ οἱ Οὐνίτες Ἀραβόφωνοι ἀρχικὰ αὐτοαποκαλοῦνταν Rum (ἔτσι ἀποκαλοῦσαν καὶ τοὺς Ὀρθόδοξους συντοπίτες τους), σύντομα υἱοθέτησαν τὸ «Μελκίτης» ἐγκαταλείποντας τὸ Rum[44].

Ὅπως καὶ στὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο, ἡ ὀθωμανικὴ παρουσία στὴ Μ. Ἀνατολὴ σήμαινε ἔντονο διαχωρισμὸ καὶ κλείσιμο τῶν «μιλὲτ» στὸν ἑαυτό τους: οἱ «Ἄλλοι» ἁπλὰ δὲν ὑπάρχουν[45]. Οἱ Ὀθωμανοί, ὅπως καὶ στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, πέρα ἀπὸ τὴ σκληρὴ φορολογία ποὺ ἐπέβαλαν, ἀπαιτοῦσαν τεράστια ποσὰ γιὰ τὴν ἀναγνώριση νέων πατριαρχῶν καὶ ἐπισκόπων[46]. Ἀμέτρητα ποσὰ δίνονταν ἐτησίως σὲ πασάδες, μουλάδες, μουσελίμηδες, τὸ προσωπικό τους, ἐπιφανεῖς Μουσουλμάνους γιὰ νὰ μὴν πειραχτεῖ τὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων ἢ γιὰ ἐπισκέψεις τῶν παραπάνω στὴν πόλη[47]. Ἐπενέβαιναν στὶς διαμάχες γιὰ τὴν πλήρωση τῆς πατριαρχικῆς θέσης, φυλακίζοντας ἢ διώκοντας τὸν ἕνα ἀπὸ τοὺς ἑκάστοτε ἀντίζηλους. Κάποιες φορὲς ἐνέδιδαν στὶς ἀπαιτήσεις π.χ. τῶν Γάλλων ὑπὲρ τῆς ἐκλογῆς Πατριαρχῶν ποὺ ἦταν ἐξαιρετικὰ φιλοκαθολικοί. Ἀντίστοιχη ἐπιρροὴ προσπαθοῦσαν νὰ ἀποκτήσουν οἱ Ἰησουίτες ὑποστηρίζοντας τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο ὑποψήφιο[48]. Μετὰ ἀπὸ ρωσοτουρκικοὺς πολέμους, οἱ Ὀθωμανοὶ σφάγιαζαν Χριστιανοὺς τῆς περιοχῆς (π.χ. τὸ 1774). Κατὰ τὴν παρουσία τῶν Γάλλων στὴν Μ. Ἀνατολή, Χριστιανοὶ κρατήθηκαν ὅμηροι καὶ βιαιότητες ἔλαβαν χώρα σὲ βάρος τους[49]. Παρ’ ὅλο ποὺ οἱ κατεδαφίσεις ναῶν ἦταν σπάνιο φαινόμενο, ἡ ὀθωμανικὴ τήρηση ἰσλαμικῶν κανονισμῶν γιὰ τὴν διόρθωση ἑτοιμόρροπων ἐκκλησιῶν ὁδηγοῦσε ὣς καὶ Πατριάρχες Ἱεροσολύμων καὶ Ἀντιοχείας (Γερμανός, Σίλβεστρος) στὴ φυλακή[50]. Μὲ ἀλλεπάλληλα φιρμάνια σχετικὰ μὲ τὴν κατοχὴ τῶν ἁγίων τόπων στὰ Ἱεροσόλυμα, ἀπέκτησαν μιὰ ἀκόμη ἀστείρευτη πηγὴ πλουτισμοῦ[51].

Οἱ Χριστιανοὶ τῆς Βηθλεὲμ γιὰ νὰ ἐπιβιώσουν, ὁπλοφοροῦσαν· ἡ ἀδυναμία τῶν ἀρχῶν, ἡ ἀπο-αστικοποίηση καὶ ἡ κυριαρχία τῶν Βεδουίνων λίγα χιλιόμετρα ἔξω ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα σήμαινε π.χ. ὅτι μόνη διέξοδος ἐπιβίωσης σὲ διάφορες περιοχὲς π.χ. Ὑπεριορδανία κ.ἀ. ἦταν ὁ «ἐκβαρβαρισμός», ἡ ἐπιστροφὴ σὲ φυλετικὲς μορφὲς ὀργάνωσης: Τότε μόνο ἡ Σαρία ἔπαυε νὰ ἰσχύει. Εἰδάλλως, ἀναζητεῖτο ἡ προστασία κάποιου ἰσχυροῦ Μουσουλμάνου. Γιὰ ἀσφάλεια, οἱ Χριστιανοὶ προτιμοῦσαν νὰ ζοῦν σὲ ἀποκλειστικὰ χριστιανικὰ χωριά. Οἱ μονὲς τῶν Ἱεροσολύμων ὑπέφεραν ἀπὸ τὶς αὐθαίρετες ἀπαιτήσεις γειτονικῶν Βεδουίνων, μουσουλμανικῶν χωριῶν, κάποτε καὶ Ὀθωμανῶν, ποὺ ὄχι σπάνια τὶς κατέστρεφαν καὶ σκότωναν τοὺς μοναχούς τους· κάποιες φορές, τὰ μοναστήρια ἐγκαταλείπονταν προσωρινά. Κάποια ἰσλαμικὰ χωριὰ ὡστόσο εἶχαν καλὲς διαθέσεις· κάποιοι μουσουλμάνοι (κυρίως Σιίτες) καὶ Ἀλεβίτες προσκυνητὲς πήγαιναν σὲ μονὲς τοῦ σημ. Λιβάνου ὅπου ὑπῆρχαν λείψανα ἁγίων. Κάποιοι Μουσουλμάνοι μουφτῆδες καὶ σεΐχηδες ἔδιναν λεφτὰ γιὰ τὴ συντήρηση μοναστηριακῶν ἐκκλησιῶν, ὅπως στὴ Συρία, διάφοροι (Δροῦζοι κ.ἄ.) δροῦσαν ὡς προσωρινοὶ προστάτες κ.ο.κ. Στὸ σημερινὸ β. παραλιακὸ Λίβανο, μοναστήρια ἀντιμετώπιζαν οὐνιτικὲς προκλήσεις.[52]. Ἡ ὀθωμανικὴ ἐδαφικὴ ἑνοποίηση τῆς Κωνσταντινούπολης μὲ τὴ Μ. Ἀνατολὴ εἶχε ἐπίσης ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἐπέκταση τοῦ ἁγιολογίου τῆς πρώτης στὴν Ἀντιόχεια, ἀλλὰ καὶ τὴν δυνατότητα της νὰ καθορίζει ποιὸς θὰ ἐκλεγόταν πατριάρχης στὴ δεύτερη. Αὐτὸ ὁδηγοῦσε σὲ σχίσματα φιλοκαθολικῶν καὶ ἀντικαθολικῶν Πατριαρχῶν[53].

Ἀξιοσημείωτα γεγονότα τοῦ 19ου αἰ. ἦταν ἡ ἀπόπειρα γιὰ ἐπέκταση τῆς ἐπανάστασης τοῦ 1821 στὶς κατοικούμενες ἀπὸ Ρωμιοὺς περιοχὲς στὴ Βηρυτὸ τὸ 1826, ἀπὸ 1.000-1.500 ἔνοπλους Ἕλληνες (15-18 πλοῖα). Τὸ ἐγχείρημα πολὺ σύντομα ἀπέτυχε. Πάντως, εἶχε ἀντίκτυπο σὲ βάρος τῶν Ὀρθόδοξων τῆς Βηρυτοῦ, καὶ τῆς Συρίας κατὰ τῶν ὁποίων παρὰ λίγο νὰ διαταχθεῖ ἐπίσημα γενικὸ πογκρόμ· οἱ Ὀρθόδοξοι τοῦ Λιβάνου ὑπέστησαν πολλὰ καὶ διάφορα, ὅπως καὶ τὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων[54]. Τὸ 1860, ἡ διαμάχη Μαρωνιτῶν-Δρούζων στὸ Λίβανο ὀδήγησε σὲ καταστροφὴ τῆς χριστιανικῆς συνοικίας τῆς Δαμασκοῦ, στὴν ὁποία ζοῦσαν πολλοὶ Ὀρθόδοξοι[55]. Τὸν 19ο αἰ., παρατηρεῖται ἡ μετατροπὴ τῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων σὲ πελάτες των Μεγάλων Δυνάμεων[56]. Μετὰ τὶς ὀθωμανικὲς μεταρρυθμίσεις (1839, 1856, 1876) καὶ τὴν ἐμπορικὴ «διεθνοποίηση» τῆς περιοχῆς, παρατηρεῖται καὶ ἡ ἔξοδος δεκάδων ἢ καὶ ἑκατοντάδων χιλιάδων Σύριων, κυρίως Χριστιανῶν, στὴν Ἀμερική. Ἐπίσης προωθήθηκε ἡ ἀραβοποίηση τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας[57]. Τὸν 20ο αἰ. ἡ ἐκκοσμίκευση ὁδήγησε στὴν ἀραβοποίηση ἢ τὴν προσπάθεια συνειδησιακῆς ἀραβοποίησης τῶν Ροὺμ[58] καὶ τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν, καὶ ὡς λύση στὸ πρόβλημα τῆς συμβίωσης μὲ τὴν ἰσλαμικὴ πλειονότητα[59]. Κατὰ τὸν 20  καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 21ου αἰ., οἱ χριστιανικοὶ πληθυσμοί, πέρα ἀπὸ τὶς ὀθωμανικὲς γενοκτονίες Ἀρμένιων καὶ Ἀσσύριων, καὶ τὶς πρόσφατες διώξεις, ἐλαττώθηκαν. Οἱ ἐκτιμήσεις ποικίλλουν, ἀλλὰ γεγονὸς εἶναι ἡ μεγάλη μείωση. Τὸ 1917 οἱ Χριστιανοὶ ἦταν τὸ 20% τῆς Μ. Ἀνατολῆς, τὸ 2017 λιγότερο τοῦ 3-4%[60]. Οἱ ἑλληνορθόδοξοι τοῦ Λιβάνου ἀποτελοῦν (2012) τὸ 8%[61] τοῦ πληθυσμοῦ (ἀπὸ 12,5% τὸ 1932)[62]. Ἡ δυναμικότητά τους φάνηκε στὶς κινητοποιήσεις ὁρισμένων ἐξ αυτῶν κατὰ τῆς τουρκικῆς προπαγανδιστικῆς ταινίας «Φετὶχ 1453» τὴν προηγούμενη δεκαετία. Οἱ Χριστιανοὶ τοῦ Λιβάνου ἀπὸ 57,5% (1932)[63] σήμερα εἶναι 32,4% (2019)[64]. Στὴ δεκαετία τοῦ 1920 στὴ Συρία ἦταν τὸ 1/3, τὸν 17ο αἰ. 25%, σήμερα τὸ 10% ἢ λιγότερο[65]. Στὴν Παλαιστίνη τοῦ 16ου αἰ. οἱ Χριστιανοὶ ἦταν 13-14%. Στὴν Βρετανικὴ Παλαιστίνη τοῦ 1920 οἱ Χριστιανοὶ / Ὀρθόδοξοι ἦταν τὸ 9,64% / 4,40% τοῦ πληθυσμοῦ, ἐνῶ τὸ 2019 οἱ Χριστιανοὶ στὴν ἴδια περιοχὴ περίπου 1,67%[66]. Στὴ Γάζα τοῦ 16ου αἰ., οἱ Ὀρθόδοξοι ἦταν τὸ 25%[67].


[1] Βλ. G. Cohen, The Hellenistic Settlements in Syria, the Red Sea Basin, and North Africa, Berkeley – Los Angeles 2006, σσ. 73-303.

[2] Βλ. G. Bowersock, Ἑλληνισμὸς στὴν Ὕστερη Ἀρχαιότητα, Ἀθήνα 1996 (ἑλλ. μετ. Μ. Γιόση – Ἀ. Φιλιπποπούλου), σ. 70.

[3] Βλ. J.-P. Rey-Coquais, Συρία, στὸ Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν, τ. 6, σσ. 307-310.

[4] Βλ. G. Bowersock, .π., σσ. 23-27.

[5] Βλ. Β. Φειδᾶς, Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, τ. 1, Ἀθήνα 20023.

[6] Βλ. Β. Φειδᾶς, Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, τ. 1.

[7] Ἰσίδωρος Σεβίλλης, Etymologiarum Sive Originum, 6.6.1.

[8] Ἰουλιανός, Ἀντιοχικός, 28.

[9] Ἰουλιανός, Ἀντιοχικός, 40.

[10] Βλ. Εὐάγριος, Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, 1.20.

[11] S. Noble – A. Treiger, Introduction, στο S. Noble – A. Treiger, The Orthodox Church in the Arab World, 700-1700. An anthology of sources, DeKalb Illinois 2014, σ. 14. Τὰ πρώιμα κείμενα Ἀρμενίων, Κοπτῶν, Ἰακωβιτῶν κ.λπ., εἶναι ἐνίοτε «βιτριολικὰ» ὅταν κάνουν λόγο γιὰ τὴν ἀραβικὴ ἐξάπλωση. Βλ. R. Hoyland, Seeing Islam as Others saw it, Princeton 1997,σσ. 23-26 κ.ἀ. Τὸ 993, ὁ ἀραβικὸς στόλος στὸ Κάιρο, ναυπηγημένος μὲ σκοπὸ εἰσβολὴ στὸ Βυζάντιο, κάηκε ἀπὸ Χριστιανούς. C. Panchenko, Arab Orthodox Christians under the Ottomans: 1516-1831, New York 2016 (ψηφιακὴ ἔκδ.), κεφ. 1.

[12] C. Panchenko, .π., κεφ. 1.

[13] J. M. Fiey, Nasara, στὸ The Encyclopaedia of Islam, Leiden 1993, τ. 7, σ. 972.

[14] C. Panchenko, .π., κεφ. 1.

[15] Βλ. Θεοφάνης. Ἐξαιτίας τῶν μέτρων, οἱ Χριστιανοὶ τῆς Ἰορδανίας κατέστρεφαν ἀπεικονίσεις ἀνθρώπων στὰ ψηφιδωτά τους, γιὰ νὰ τὰ προστατέψουν. Βλ. S. Noble – A. Treiger, .π., σ. 18.

[16] C. Panchenko, .π., κεφ. 1.

[17] C. Panchenko, .π., κεφ. 1.

[18] Βλ. σχετικὰ G. Yaacoub, Οἱ Νεομάρτυρες τῆς Συρίας κατὰ τὴν πρώιμη Ἰσλαμικὴ περίοδο (632-800), ΑΠΘ-Θεσσαλονίκη 2010. C. Panchenko, .π., κεφ. 1, ποὺ τὰ θεωρεῖ μεμονωμένες περιπτώσεις. Ἡ κρίση τοῦ Χαλιφάτου μετὰ τὸν 9ο αἰ. ὁδήγησε σὲ μεγαλύτερη ἔλλειψη ἀνεκτικτότητας, σημειώνει ὁ ἴδιος.

[19] C. Panchenko, .π., κεφ. 1. Καὶ τὴν ὑποχρέωση οἱ Χριστιανοὶ νὰ τοποθετήσουν στὴν ἐξώπορτα τῆς οἰκίας τους ξύλινες ἀπεικονίσεις τοῦ Διαβόλου. Βλ. J. M. Fiey, Nasara, .π., σ. 972.

[20] B. Holmberg, Nasturiyyun, στο Encyclopaedia of Islam τ. 7, Leiden 1993, σ. 1032. C. Panchenko, .π., κεφ. 1.

[21] Θεοφάνης, 758, καὶ Ζωναρᾶς, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, 15.6, ποὺ τοποθετεῖ τὸ συμβὰν πρὸ τοῦ 755.

[22] Βλ. Γρ. Ζιάκας, Τὰ ἑλληνικὰ γράμματα καὶ Ἀριστοτέλης στὴν ἀραβικὴ παράδοση,Ἀθήνα, 20072, σσ. 91-92, 122.

[23] Βλ. S. Noble – A. Treiger, .π., σ. 20.

[24] Ἡ ἄποψη ὁρισμένων ἐρευνητῶν ὅτι λόγος τῶν μεταφράσεων ἦταν τὸ ἀραβοϊσλαμικὸ ἐνδιαφέρον χωρὶς νὰ προϋφίσταται χριστιανικὸ ἐνδιαφέρον τῶν γλωσσικὰ ἐξαραβιζόμενων Χριστιανῶν (βλ. D. Gutas, Greek thought, Arabic culture, London – New York 1998,σ. 137) δὲν ἐξηγεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν μεταφράστηκαν στὰ Ἀραβικὰ ἀρχαιοελληνικοὶ λόγοι, ρητορικὰ κείμενα, ποίηση, τραγωδία, ἱστορία, μυθολογία κ.λπ. (βλ. Γρ. Ζιάκας, .π., σ. 36. S. Sameh Farouk, Τὰ ἑλληνικὰ γράμματα εἰς τὰς ἀνατολικὰς ἐπαρχίας τοῦ Βυζαντίου κατὰ τοὺς δύο πρώτους αἰώνας τῆς Ἀραβοκρατίας (Ζκαὶ Η’), Ἀθήνα 2007, σσ. 279-280), δηλαδὴ ὁ πυρήνας τῆς ἀρχαίας σκέψης καὶ κοσμοαντίληψης, ἐνῶ ἀντιθέτως οἱ Χριστιανοὶ Βυζαντινοὶ ἀντέγραφαν τὴν μυθολογία. Ὁ Ὅμηρος δὲν ἐθεωρεῖτο πραγματικὸς ποιητὴς μὲ τὴν αὐστηρὴ ἔννοια τοῦ ὅρου (Al-Farabi), καὶ μόνο οἱ Ἄραβες ξέρουν ἀπὸ ποίηση (Al-Gahiz). Ἡ Ἰλιάδα μεταφράστηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ. ἀπὸ ἕναν Μαρωνίτη. Βλ. E. Muftic, Homer: An Arabic portrait, Pro tempore 13 (2018) 24, 31.

[25] C. Panchenko, .π., κεφ. 1.

[26] C. Panchenko, .π., κεφ. 1.

[27] Ἐπιστολὴ 1η τοῦ Πατριάρχη Νικόλαου Μυστικοῦ πρὸς Ἄραβα (904), ἔκδ. R. Jenkins – L. Westerink (ἔκδ.) Nicholas I Patriarch of Constantinople Letters, Dumbarton Oaks 1973, 2.16-22. Νικήτας Χωνιάτης, Χρονικὴ Διήγησις, ἔκδ. J. van Dieten, Nicetae Choniatae Historia, Berlin 1975, 553.3-9. C. Bosworth, Rum, The Encyclopaedia of Islam, τ. 8, Leiden 1995, σ. 604.

[28] C. Panchenko, .π., κεφ. 1.

[29] Σκυλίτζης, Νικηφόρος Φωκᾶς, 21.

[30] Κ. Τακιρτάκογλου, Οἱ πόλεμοι τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ καὶ τῶν Ἀράβων, Βυζαντινὰ Σύμμεικτα 25 (2015) 112. C. Panchenko, .π., κεφ. 1.

[31] C. Panchenko, .π., κεφ. 1. Γιὰ τὴ βοήθεια στὴν κατάληψη τῆς Ἀντιόχειας, βλ. Κ. Τακιρτάκογλου, ὅ.π. 107-108.

[32] J. Lentin, al-Sham, The Encyclopaedia of Islam,τ. 9, Leiden 1997, σ. 266.

[33] Τότε εἶναι ποὺ ἡ Ἑλληνορθόδοξη κοινότητα σχεδὸν ἐξαφανίστηκε λόγῳ τῆς φυγῆς ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Βλ. S. Noble – A. Treiger, .π., σ. 25. C. Panchenko, .π., κεφ. 1.  

[34] C. Panchenko, .π., κεφ. 1.

[35] Βλ. S. Noble – A. Treiger, .π., σ. 30. C. Panchenko, .π., κεφ. 1.

[36] C. Panchenko, .π., κεφ. 1.

[37] Βλ. S. Noble – A. Treiger, .π., σ. 31. C. Panchenko, .π., κεφ. 1.

[38] Βλ. S. Noble – A. Treiger, .π., σ. 32. C. Panchenko, .π., κεφ. 1.

[39] J. M. Fiey, Nasara, ὅ.π., σ. 973, π.χ. σὲ σφαγιασμὸ τῶν Χριστιανῶν στὴν Ἀρμπίλ (Ἄρβυλα) τοῦ Ἰρὰκ τὸ 1309.

[40] Βλ. B. Holmberg, Nasturiyyun, ὅ.π., σ. 1032.

[41] Στὶς ἀρχὲς τῆς ὀθωμανικῆς περιόδου, οἱ Ἑλληνορθόδοξοι ἦταν 1.000. Βλ. C. Panchenko, .π., κεφ. 1. Τότε ἔδρασαν μουσουλμάνοι διανοητὲς ποὺ υἱοθέτησαν τὴν ἄποψη τοῦ Al-Tabari ὅτι οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ ἀπελαθοῦν ἀπὸ περιοχὲς τὶς ὁποῖες ἐλέγχει τὸ Ἰσλάμ. Βλ. S. Griffith, The Church in the Shadow of the Mosque, Princeton 2008, σ. 146.

[42] Βλ. C. Panchenko, .π. κεφ. 1.

[43] Βλ. S. Noble – A. Treiger, .π., σσ. 33-36.

[44] Βλ. C. Panchenko, .π., κεφ. 9. Τὸ «Μελκίτης» ἦταν ὄχι αὐτοπροσδιορισμός, ἀλλὰ ὄνομα ποὺ ἀρχικὰ οἱ ἑτερόδοξοι Χριστιανοὶ ἔδωσαν στοὺς ἑλληνορθόδοξους πληθυσμοὺς μετὰ τὴν ἀραβικὴ κατάκτηση, γιὰ νὰ δειχθεῖ ὅτι συντάσσονταν μὲ τὸν βυζαντινὸ αὐτοκράτορα. Βλ. S. Noble – A. Treiger, .π., σ. 6.

[45] C. Panchenko, .π., κεφ. 1.

[46] Βλ. S. Noble – A. Treiger, .π., σ. 33.

[47] C. Panchenko, .π., κεφ. 2.

[48] Βλ. S. Noble – A. Treiger, .π., σ. 33-34.

[49] C. Panchenko, .π., κεφ. 2.

[50] C. Panchenko, .π., κεφ. 10.

[51] C. Panchenko, .π., κεφ. 7.

[52] C. Panchenko, .π. κεφ. 2, 4, καὶ 5.

[53] Βλ. S. Noble – A. Treiger, .π., σσ. 35, 36.

[54] C. Panchenko, .π. κεφ. 2 καὶ 5. Οἱ μαρτυρίες γιὰ τὰ γεγονότα στὴ Βηρυτὸ καὶ τὸ διωγμὸ τῶν χριστιανῶν κατοίκων της προέρχονται ἀπὸ ἀναφορὰ προξένου τῆς ἐποχῆς ἡ ὁποία δημοσιεύθηκε πρόσφατα, βλ. T. Prousis, Bedlam in Beirut: A British Perspective in 1826, Chronos 15 (2007) 99-101. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι οἱ ἐπαναστάτες ἀπευθύνθηκαν καὶ στοὺς Δρούζους γιὰ συνεργασία.

[55] Ἀκόμη ἔνα πογκρὸμ εἶχε λάβει χώρα τὸ 1850 στὸ Χαλέπι. B. Masters, Christians and Jews in the Ottoman Arab World, Cambridge 2001, σ. 158. Λιγότερο γνωστὲς σφαγὲς Χριστιανῶν στὸν 20 αἰ. εἶναι ἐκεῖνες στὴ Βαγδάτη (1933) καὶ στὴ Μαδιβά (1955).

[56] C. Panchenko, .π., κεφ. Conclusions.

[57] B. Masters, ὅ.π., σσ. 145, 153-154. Ὁ «ἀφελληνισμὸς» τῶν ἑλληνορθόδοξων τῆς περιοχῆς ἦταν συνέπεια πολλῶν παραγόντων, ἀπὸ τοὺς ὁποίους οἱ κυριότεροι ἦταν ἐξωγενεῖς (π.χ. οἱ Καθολικοὶ προσηλυτιστὲς καὶ ἡ τσαρικὴ Ρωσία, μὲ τὴν παρόμοια μὲ τὴν βουλγαρικὴ Ἐξαρχία παρέμβασή της ὑπὲρ τῆς ἀντικατάστασης τῶν ἑλλήνων ἱεραρχῶν, βλ. D. Hopwood, The Russian Presence in Syria and Palestine 1843-1914, Oxford 1969, σσ. 160-164), μὲ τὸ Ἑλληνικὸ Κράτος νὰ λάμπει διὰ τῆς ἀπουσίας του καὶ με τὴν ἀδιαφορία του γιὰ ἕναν πολιτισμικὰ συγγενικὸ λαό.

[58] Οἱ Ἕλληνες ἱεράρχες καὶ Ἁγιοταφίτες τῆς Ἱερουσαλὴμ δὲν διακατέχονταν ἀπὸ ἐθνοτικὸ σωβινισμό, ἀλλὰ ἀποδέχονταν πρόθυμα ὅποιον, ἀνεξαρτήτως καταγωγῆς, ἀφομοιωνόταν στὴν ἑλληνικὴ (ἀρχαία-βυζαντινή) κουλτούρα. Ἐπίσης ἐπὶ Τουρκοκρατίας μετέφραζαν λειτουργικὰ κείμενα στὰ ἀραβικὰ γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ ποίμνιού τους. Ἄραβες γίνονταν δεκτοὶ ὡς ἐπίσκοποι, ἢ καὶ ἀρχιεπίσκοποι Κύπρου. Ἡ «ἑλληνοποίηση» τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας ἦταν φαινόμενο ἤδη προοθωμανικό. Ὁ μύθος τῆς ἀπόλυτης ἑλληνικῆς κυριαρχίας δημιουργήθηκε ἀπὸ Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ ὑιοθετήθηκε ἀπὸ Παναραβιστές. Βλ. C. Panchenko, .π, κεφ. 2, 4-6, 10 κ.ἀ. Οἱ «Ἄραβες Ὀρθόδοξοι», γράφει ὁ Panchenko (κεφ. 6) ταυτίζονταν συνειδητὰ μὲ τὴ βυζαντινὴ παράδοση, ταυτίζονταν μὲ τοὺς Ἕλληνες ἔναντι ἄλλων ὀρθόδοξων λαῶν· παρὰ τὰ λαϊκιστικὰ τετριμμένα περὶ Φαναριωτισμοῦ, οἱ Ἕλληνες Πατριάρχες Ἀντιοχείας δὲν ἀγνοοῦσαν τὰ συμφέροντα τοῦ ποιμνίου τους. Μπορεῖ ἡ ἔνταξη τῶν ἀραβόφωνων Ρωμιῶν στὸ ὀθωμανικὸ «μιλὲτ τῶν Ροὺμ» νὰ ἔγινε μόλις τὸν 16ο αἰ., ἀλλὰ οἱ πληθυσμοὶ αἰῶνες πρὶν τὸν 16ο, αὐτοαποκαλοῦνταν ὅπως (καὶ μόνον) οἱ Ἕλληνες: Ρωμιοί. Ἔτσι, ἡ ἐναντίωση στὴν ἄποψη γιὰ τὸν ἑλληνορθόδοξο (κι ὄχι ἀπαραίτητα νεοελληνικό, ἀλλὰ σίγουρα βυζαντινό) χαρακτήρα τῶν ἀραβόφωνων Ροὺμ ὡς «ἐθνικιστικῆς» ἢ πρόσφατης, ἑλλαδικῆς, «ἐπινόησης» (λὲς κι αὐτοαποκαλοῦνταν «Ρωμιοὶ» οἱ Σέρβοι ἢ οἱ Βούλγαροι) εἶναι τελείως ἀβάσιμη, καὶ «ἐπινόηση» ἡ ἴδια. Ἡ κύρια διαφορὰ μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν «μὴ Μουσουλμάνων» τῆς Μ. Ἀνατολῆς ἦταν ὅτι οἱ δεύτεροι δὲν μποροῦσαν νὰ διανοηθοῦν τὴν ἀνεξαρτησία τους ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους. Βλ. B. Masters, ὅ.π., σ. 125.

[59] Διάφοροι Χριστιανοὶ κυρίως τῆς Συρίας ὑποστήριξαν ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰ. τὴν ἀραβικὴ ἰδέα. Τὴν ἴδια ἐποχή, οἱ ἄραβες Μουσουλμάνοι «ἀραβιστὲς» εἶχαν κατὰ νοῦ τὴν ἀναγέννηση τοῦ Ἰσλὰμ κι ὄχι κοσμικὸ ἀραβικὸ κράτος ποὺ θὰ ἐξίσωνε τοὺς μεσανατολίτες Χριστιανοὺς μὲ τὴν ἰσλαμικὴ πλειονότητα. Ἀπὸ τοὺς πρώτους Ἄραβες Μουσουλμάνους ἐθνικιστὲς ποὺ θεώρησαν ἰσότιμα «Ἄραβες» τοὺς μεσανατολίτες Χριστιανούς, ὁ al-Husri (1880 – 1968) ὡς ἀπόδειξη τῆς ἀραβικότητάς τους ἔδινε «τὸν ἀγώνα τους κατὰ τοῦ ἑλληνικοῦ ἐλέγχου ἐπὶ τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας». Βλ. A. Dawisha, Arab nationalism in the twentieth century, Princeton 20162,σσ. 25-27, 70.

[60] Βλ. Huma Haider, The Persecution of Christians in the Middle East (https://assets.publishing.service.gov.uk/media/59786a0040f0b65dcb00000a/042-Persecution-of-Christians-in-the-Middle-East.pdf ).

[61] US Department of State 2010 Report on International Religious Freedom: Lebanon (https://2009-2017.state.gov/j/drl/rls/irf/2010_5/168269.htm).

[62] R. Maktabi, The Lebanese Census of 1932 Revisited. Who Are the Lebanese?, British Journal of Middle Eastern Studies 26.2 (1999).

[63] R. Maktabi, ὅ.π.

[64] Βλ. US Department of State 2019 Report on International Religious Freedom: Lebanon (https://www.state.gov/reports/2019-report-on-international-religious-freedom/lebanon/).

[65] ἄρθρο Walter Russell Mead, The Plight of the Middle East’s Christians, The Wall Street Journal 15-5-2015. Ἐκτίμηση γιὰ τὸν 17ο αἰ.: 15-25 ἢ καὶ 25-30%. Βλ. C. Panchenko, .π. κεφ. 3.

[66] J. Barron. Palestine: Report and General Abstracts of the Census of 1922, σ. 3 καὶ Πίν. ΧΙΙ  γιὰ τὸ 1920. Γιὰ τὸ 2019, βλ. US Department of State 2019 Report on International Religious Freedom: Israel – West Bank and Gaza (https://www.state.gov/reports/2019-report-on-international-religious-freedom/israel/ καὶ https://www.state.gov/reports/2019-report-on-international-religious-freedom/israel/west-bank-and-gaza/). Γιὰ τὸν 16ο αἰ., βλ. C. Panchenko, ὅ.π., κεφ. 3.

[67] C. Panchenko, .π. κεφ. 2. Σήμερα (2019) 0,05% (US Department of State 2019 Report on International Religious Freedom: Israel – West Bank and Gaza (https://www.state.gov/reports/2019-report-on-international-religious-freedom/israel/west-bank-and-gaza/)).

ΣΧΕΤΙΚΑ

1 ΣΧΟΛΙΟ

Τζούλια Λιακοπούλου 3 Οκτωβρίου 2021 - 12:20

Εξαιρετικό άρθρο και απόλυτα διαφωτιστικό!!!

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ