του Νίκου Σβορώνου
* Το μεγαλύτερο μέρος από το ομώνυμο βιβλίο που εξέδωσαν οι Εκδόσεις Πανσέληνος, με την επιμέλεια του Αρχιμ. Ευδόκιμου Καρακουλάκη. Δημοσιεύτηκε στον νέο Λόγιο Ερμή τ. 27.
Ἡ ἵδρυση νέων μεγάλων μοναστηριῶν στὸν Ἄθω. Ἡ ἀνάπτυξη τῆς Ἀθωνίτικης Πολιτείας
Ἡ ἵδρυση τῆς Λαύρας καὶ ἡ δράση τοῦ Ἀθανασίου ἀποτέλεσαν πραγματικὸ σταθμὸ στὴν ἐξέλιξη τοῦ Ἄθω καὶ ἔδωσαν την ὤθηση γιὰ τὴν ἵδρυση καὶ ἄλλων μεγάλων κοινοβίων, ποὺ ὅλα συνδέονται, περισσότερο ἤ λιγότερο, μὲ τὴ δράση τοῦ μεγάλου αὐτοῦ μεταρρυθμιστή.
Ἡ φήμη του πράγματι εἶχε φθάσει, ὅπως μᾶς βεβαιώνουν οἱ Βίοι του, στὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴ Δύση καὶ πολλοὶ μεγάλοι ἀσκητὲς κατέφθαναν στὴ Λαύρα γιὰ νὰ τεθοῦν κάτω ἀπὸ τὴν πνευματική του καθοδήγηση. Ἀπὸ τὴ Ρώμη, τὴν Καλαβρία, τὸ Ἀµάλφι, τὴν Ἰταλία γενικότερα, ἀπὸ τὴν Ἀρμενία καὶ τὴ Γεωργία «καὶ τῶν ἔτι τούτων ἐνδοτέρων», ἰδιαίτερα ὕστερ’ ἀπὸ τὴν ἀναγνώριση τοῦ κοινοβιακοῦ συστήματος ἀπὸ τὸ Τυπικὸ τοῦ Τσιμισκή[1]. [ ]
Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς ἰδιαίτερη θέση κατέχουν οἱ Ἴβηρες πού, σὲ ἄμεση ἐπαφή μὲ τὸν Ἀθανάσιο καὶ κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδρασή του, θὰ ἱδρύσουν σὲ λίγο τὸ δεύτερο κοινοβιακὸ μοναστικὸ ἵδρυμα στὸν Ἄθω. Ἡ ἱστορία τους, ποὺ παρουσιάζει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ὅλη αὐτὴ κίνηση τῆς δημιουργίας μεγάλων κοινοβίων, συνοψίζεται στὰ ἑξῆς: Ἡ πρώτη ὁμάδα τῶν Ἰβήρων, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Ἰωάννη τὸν Ἴβηρα, συγγενῆ ἀπὸ τὴ γυναῖκα του τῆς μεγάλης ἰβηρικῆς οἰκογένειας τῶν Τορνικίων, καὶ τὸ γιό του Εὐφύμιο, ἐμφανίζεται στὸν Ἄθω γύρω στὸ 965.
Ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ γιός του ἦταν πρὶν μοναχοὶ σὲ κάποιο γεωργιανὸ μοναστήρι, στὸν Ὄλυμπο τῆς Βιθυνίας. Ἀποκτοῦν μεγάλη φήμη καὶ προσέρχεται κοντά τους πλῆθος γεωργιανῶν μοναχῶν. Ἐνοχλημένοι ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτό, φεύγουν ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο καὶ καταφεύγουν στὸν Ἄθω, στὴ Λαύρα τοῦ Ἀθανασίου, ποὺ τοὺς παραχωρεῖ μερικὰ κελιά, ὅπου θὰ παραμείνουν κάτω ἀπὸ τὴν πνευματική ὑπακοὴ τοῦ Ἀθανασίου καί, ὕστερα ἀπὸ τὸ θάνατό του, τῶν διαδόχων του. Ἐδῶ τοὺς βρίσκει ἀργότερα ὁ «Μέγας Ἰωάννης Τορνίκιος», ὅταν κι αὐτὸς ἔγινε μοναχός, ἀφοῦ τοὺς εἶχε ἀναζητήσει ἐπὶ ματαίῳ στὸν Ὄλυμπο.
[ ] Οἱ σχέσεις τῶν Τορνικίων μὲ τὸν Βασίλειο Β΄ εἶναι στενὲς κατὰ την ἐπανάσταση τοῦ Βάρδα Σκληροῦ. Ὁ Ἰωάννης Τορνίκιος μεσολαβεῖ στὸν ἡγεμόνα τῆς Ἰβηρίας, κουροπαλάτη Δαβίδ, γιὰ ἀποστολὴ βοήθειας στὸν Βασίλειο Β΄ ἐναντίον τοῦ ἐπαναστάτη. Ὁ Ἰωάννης Τορνίκιος, ἐπικεφαλῆς τῆς βοήθειας αὐτῆς (12.000 ἱππεῖς), συμβάλλει στὴ νίκη τοῦ στρατηγοῦ Βάρδα Φωκᾶ στὴν Παγκάλεια ἐναντίον τοῦ Σκληροῦ (978/979). Σὲ ἀντάλλαγμα ὁ Βασίλειος τοῦ παραχωρεῖ πλουσιοπάροχες ἀμοιβές. Ἕνα μεγάλο μέρος ἀπὸ τὰ πλούτη ποὺ ἀπόκτησε ἔτσι ὁ Τορνίκιος διατέθηκαν στὸν Ἰωάννη τὸν Ἴβηρα γιὰ τὴν ἵδρυση, σὲ συμφωνία μὲ τὸν Ἀθανάσιο τῆς Λαύρας, ἀνεξάρτητου γεωργιανοῦ μοναστηριοῦ (979-980)[2]. [ ]
Μὲ τὸν Ἀθανάσιο συνδέεται καὶ ἡ ἵδρυση τοῦ τρίτου μεγάλου κοινοβιακοῦ μοναστηριοῦ, τῆς μονῆς τοῦ Βατοπεδίου, στὸ τέλος τοῦ 10ου αἰῶνα. Ὁ ἴδιος ὁ Ἀθανάσιος εἶχε διατυπώσει τὸ τυπικό του. Ὡς κτήτορες ἀναφέρονται οἱ πλούσιοι μεγιστᾶνες ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη, Ἀθανάσιος, Νικόλαος καὶ Ἀντώνιος, γιὰ τοὺς ὁποίους δέν ξέρουμε πρὸς τὸ παρὸν παρὰ λίγα πράγματα. Ἡ συστηματικὴ ἔκδοση καὶ μελέτη τοῦ πλούσιου ἀρχείου τοῦ μοναστηριοῦ θὰ φωτίσει σίγουρα πολλὲς πλευρὲς τῆς ἀθωνίτικης κίνησης.
Στὸ τέλος τοῦ 10ου αἰῶνα ἱδρύεται ἡ μονὴ τῶν Ἀμαλφηνῶν καὶ ἄλλα μικρότερα κοινόβια[3].
Τὰ κοινόβια στὸν Ἄθω πολλαπλασιάζονται μὲ τέτοιο ρυθμὸ ὥστε στὸ τέλος τοῦ 10ου αἰῶνα οἱ ἀνεξάρτητοι ἀναχωρητὲς σχεδὸν ἐξαφανίζονται. Ἡ τελευταία ὁμάδα ἀναχωρητῶν, οἱ ἡσυχαστὲς τοῦ Χάλδου, ἀναγκάζονται κι αὐτοὶ νὰ μεταβάλουν τὸ καθεστώς τους σὲ κοινοβιακὸ πρὶν ἀπὸ τὸ 991. Θὰ ἀπορροφηθοῦν μὲ τὸν καιρό, μαζὶ μὲ ἄλλα μικρὰ μοναστήρια, ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα[4].
Ἡ ἐπιβολὴ τοῦ νέου μοναστικοῦ καθεστῶτος καὶ οἱ ἀντιδράσεις τῶν μοναχῶν
Ἡ δραστηριότητα τοῦ Ἀθανασίου ποὺ ἄλλαξε τὸ χαρακτῆρα τοῦ Ἄθω ἐπιβάλλοντας τὸ κοινοβιακὸ καθεστὼς καὶ δίνοντας στὸ νέο του ἵδρυμα κοσμικὸ χαρακτῆρα μὲ ἔντονη οἰκονομικὴ δραστηριότητα, προκάλεσε εὐθὺς ἐξαρχῆς την ἀντίδραση τῶν ἀσκητῶν παλαιοῦ τύπου.
[ ] Οἱ ἀντίπαλοι τοῦ νέου συστήματος, ποὺ φαίνεται νὰ ἦταν τὸ μεγαλύτερο µέρος τῶν Ἀθωνιτῶν, ἐπωφελήθηκαν ἀπὸ τὴν ἐχθρότητα ἢ τουλάχιστον ἀπὸ τὴν ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης ποὺ ἦταν φυσικὸ νὰ αἰσθάνεται ὁ Τσιμισκῆς πρὸς τὸν Ἀθανάσιο, τὸν ἄνθρωπο τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, γιὰ νὰ κατηγορήσουν τὸν Ἀθανάσιο ὅτι καταργεῖ τοὺς ἀρχαίους δεσμοὺς καὶ μεταβάλλει τὸ Ὄρος σὲ κοσμική πολιτεία, καὶ νὰ ζητήσουν την ἀπομάκρυνση του[5]. [ ]
Τὶ ὅτι τὸν πλάνον τοῦτον [ ] περιείδετε καταδυναστεύοντα καὶ τῆς ὑμῶν κατατρυφῶντα χρηστότητος καὶ τοὺς ἀρχαίους τύπους καὶ τὰ ἔθιμα καταλύοντα [ ] οἰκοδομὰς ἀνεγείροντα πολυτελεῖς καὶ περιβόλους καὶ ναοὺς καὶ ἐπίνεια, καὶ καταγωγὰς ὑδάτων ἐπινοοῦντα, καὶ ζεύγη βοῶν καὶ ημιόνων ὠνούμενον, καὶ τὸ ὄρος εἰς κόσμον ἤδη μεταποιοῦντα; Ἤ οὐχ ὁρᾶτε ὡς ἔσπειρεν ἀγροὺς καὶ ἐφύτευσεν ἀμπελῶνας καὶ ἐποίησε καρπὸν γεννήματος [ ] ἀλλὰ δεῦτε [ ] καὶ ἐξολοθρεύσωμεν αὐτὸν ἔνθεν ἐν τάχει, τὴν κτῆσιν αὐτοῦ τὴν πολυτελῆ καταλαθώµεθα, τὰς ἐπαύλεις κατασκάψωμεν, καὶ οὐ μή μνησθῇ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἔτι· ἢ γοῦν βασιλέως δεήθητε, ὅς τοῦτον ἐπὶ κεφαλήν σὺν πᾶσι τοῖς ὑπάρχουσιν αὐτοῦ τάχος ἐξώσει[6].
Πράγματι, ἀντιπροσωπεία τῶν μοναχῶν, στὴν ὁποία μετέχουν ὁ ἴδιος ὁ Πρῶτος τοῦ Ἄθω, ποὺ κι αὐτὸς ὀνομαζόταν Ἀθανάσιος, καὶ ὁ μοναχὸς Παῦλος, ποὺ εἶχε μεγάλο κῦρος στὸν Ἄθω, καὶ ἄλλοι, ἔρχεται στὸν Ἰωάννη Τσιμισκῆ καὶ τοῦ ζητᾶ νὰ θέσει τέρμα στὰ σκάνδαλα καὶ στὴν ἀνώμαλη κατάσταση ποὺ εἶχε δημιουργηθεῖ ἀπὸ τὶς διενέξεις μεταξὺ τῶν μοναχῶν καὶ τοῦ ἡγουμένου τῆς Λαύρας, τὸν ὁποῖο κατηγοροῦν, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ὅτι ἀδικεῖ καὶ καταπιέζει τοὺς μοναχούς («περικόπτονταί τινες καὶ ἀδικοῦνται παρ’ αὐτοῦ»)[7]. [ ] Ὁ Ἰωάννης Τσιμισκῆς στέλνει στὸν Ἄθω τὸν Εὐθύμιο τοῦ Στουδίου μὲ την ἀποστολὴ νὰ βάλει τέρμα στὰ σκάνδαλα καὶ νὰ συντάξει ἕνα τυπικό τοῦ Ὄρους σύμφωνα μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῶν καιρῶν. Ὁ Εὐθύμιος ἔρχεται στὶς Καρυές, προβαίνει σὲ ἀνακρίσεις μπροστὰ στὴ Σύναξη σὲ πλήρη ἀπαρτία καὶ ὕστερα ἀπὸ συζήτηση συντάσσει τὸ Τυπικό, τὸν περίφημο Τράγο (972 περίπου)[8].

Στο αρχειοφυλάκιο του Πρωτάτου φυλάσσεται το Α΄ Τυπικό του Αγίου Όρους, υπογραμμένο ιδιοχείρως από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ιωάννη Τσιμισκή και τον Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη. Επονομάζεται «Τράγος», γιατί είναι γραμμένο σε δέρμα τράγου και αποτελεί το ιστορικότερο κείμενο του Αγίου Όρους. Πηγή
Τὸ Τυπικὸ τοῦ Τσιμισκῆ, παρ᾽ ὅλες τὶς παραχωρήσεις ποὺ κάνει στοὺς ἀναχωρητές, τῶν ὁποίων κατοχυρώνει τὴ θέση ἀναγνωρίζοντας τὴν ἐκπροσώπησή τους στὴ Σύναξη τῶν Καρεῶν, νομιμοποιεῖ καὶ ἐπιβάλλει τὸ κοινοβιακὸ σύστημα ὡς τὴν κύρια μορφὴ τοῦ μοναστικοῦ βίου. Ἡ πολιτικὴ τοῦ Ἀθανασίου ἀναγνωρίζεται πληρέστατα. Στόν ἴδιο ἀναγνωρίζεται ἡ πρώτη θέση στὴν ἱεραρχία τοῦ Ὄρους, ὕστερα ἀπὸ τὸν Πρῶτο, καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν περίφημο ἀσκητή Παῦλο. Ἡ Λαύρα τῶν Μελανῶν ἀναγνωρίζεται ὡς τὸ πρῶτο στὴν ἱεραρχία μοναστήρι τοῦ Ὄρους[9].
Στὸ Τυπικὸ αὐτὸ ἀναγνωρίζεται πράγματι τὸ δικαίωμα ἰδιοκτησίας τῶν μοναχῶν καὶ τῶν μοναστηριῶν στὸν Ἄθω καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν Ἄθω καὶ προβλέπονται καὶ ρυθμίζονται οἱ τρόποι μεταβίβασης τῶν περιουσιακῶν στοιχείων ἐν ζωῇ καὶ μετὰ θάνατον, καθὼς καὶ οἱ διάφορες δοσοληψίες μεταξὺ μοναχῶν ἢ μεταξὺ μοναχῶν καὶ λαϊκῶν, μὲ φανερὴ τὴν προσπάθεια ἀποφυγῆς καταχρήσεων. Ἐξασφαλίζονται ἀκόμα τὰ δικαιώματα τῶν μοναχῶν ποὺ ἐργάζονται ἐπὶ μισθῷ.
Γίνεται λόγος γιὰ λαϊκοὺς οἰκοδόμους ποὺ ἐργάζονται στὰ μοναστήρια κλπ. Στὸ σύνολό του τὸ σημαντικὸ αὐτὸ ἔγγραφο δίνει την ἐντύπωση γενικοῦ νόμου ποὺ ρυθμίζει τὴ ζωὴ μιᾶς αὐτοδιοικούμενης ἀγροτικῆς κοινότητας.
Ἡ συγκέντρωση γύρω ἀπό τὸν Ἀθανάσιο διάσημων ἀσκητῶν ἀπὸ παντοῦ καὶ προσωπικοτήτων ποὺ ἀνῆκαν στὴν ἀνωτάτη κρατική καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία καὶ διέθεταν μεγάλα οἰκονομικὰ µέσα, βοήθησε στὴν ἐκτέλεση τοῦ προγράµματός του μὲ τὴν ἵδρυση κοινοβιακῶν πλούσιων μοναστηριῶν[10], παρὰ τὶς συνεχεῖς ἀντιδράσεις –καὶ ὕστερα ἀπὸ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ Τυπικοῦ τοῦ Τσιμισκῆ– μιᾶς ὁμάδας μοναχῶν, ποὺ δὲν ἐδίστασαν νὰ φτάσουν ὣς την ὀργάνωση ἀπόπειρας δολοφονίας ἐναντίον του[11]. [ ]
Ἡ ραγδαία οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη, ἰδιαίτερα τῶν μεγάλων μοναστηριῶν Λαύρας, Ἰβήρων, Βατοπεδίου, ὕστερα ἀπὸ τὴ νομιμοποίηση τοῦ νέου καθεστῶτος ἀπὸ τὸ Τυπικὸ τοῦ Τσιμισκῆ, καὶ ἡ συρροὴ μεγάλου πλήθους μοναχῶν ἀπὸ παντοῦ, εἶχαν μεταβάλει τὸ Ὄρος σὲ διεθνὲς μοναστικὸ κέντρο, ἀλλὰ, συγχρόνως, εἶχαν σὰν συνέπεια τὴν διατάραξη τῆς μοναστικῆς ζωῆς, ποὺ παρουσιάζει ὅλο καὶ περισσότερο τὸ χαρακτῆρα κοσμικῆς πολιτείας. Οἱ διατάξεις τοῦ Τυπικοῦ τοῦ Τσιμισκῇ, ποὺ περιόριζαν τὶς καταχρήσεις στὶς οἰκονομικὲς δραστηριότητες καὶ τὴν ἐπίτευξη κάποιας ἁρμονίας ἀνάμεσα στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ στὴν οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη, εἶχαν μείνει νεκρὸ γράμμα. Η ἴδια ἡ Λαύρα, ἰδιαίτερα ὕστερα ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ ἱδρυτῆ της, συνεχίζει νὰ συγκεντρώνει ὅλο καὶ μεγαλύτερες ἐκτάσεις γῆς καὶ νὰ ἀπορροφᾶ τὰ μικρότερα μοναστήρια [ ] Ἡ ἐξέλιξη τῶν ἄλλων μεγάλων μοναστηριῶν εἶναι ἀνάλογη. Παράλληλα, οἱ διενέξεις ἀνάμεσα στὰ διάφορα μοναστήρια σχετικὰ μὲ τὴ διοίκηση τοῦ Ὄρους ἢ γιὰ κτηματικὲς διαφορὲς ἐντείνονται, ὅπως καὶ οἱ ταραχὲς στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ κάθε μοναστηριοῦ. [ ] Οἱ ἔριδες αὐτὲς φαίνεται νὰ ἔχουν σχέση μὲ τὴν ἀντίθεση Ἑλλήνων μοναχῶν καὶ Ἰβήρων. Οἱ ταραχὲς αὐτὲς ἐξακολουθοῦν στὴ Λαύρα, ὅπως καὶ σ᾽ ὁλόκληρο τὸ Ὄρος, ὡς τὴν ἐποχὴ τοῦ Κωνσταντίνου Μονομάχου ποὺ προσπαθεῖ ν᾽ ἀποκαταστήσει τὴν τάξη μὲ ἕνα νέο Τυπικὸ (Σεπτέμβριος 1045)[12] [ ].
Τὸ νέο αὐτὸ τυπικὸ δὲν καταργεῖ τὸ παλαιὸ τοῦ Τσιμισκῆ, τὸ συμπληρώνει ὅμως καὶ τὸ προσαρμόζει στὴν καινούργια κατάσταση. Σκοπός του ἐπίσης εἶναι νὰ περιορίσει τὶς καταχρήσεις.
Τὸ σημαντικὸ αὐτὸ κείμενο δίνει μιὰ ζωντανὴ εἰκόνα τῆς κατάστασης ποὺ δημιουργήθηκε στὸν Ἄθω, ὕστερα ἀπὸ τὸ Τυπικὸ τοῦ Τσιμισκῇ καὶ ὡς τὰ μέσα τοῦ 11ου αἰῶνα: Ἔντονη καλλιεργητικὴ δραστηριότητα τῶν μεγάλων μοναστηριῶν μέσα στὸ Ὄρος μὲ τὴν ἀπόκτηση πολλῶν ζευγαριῶν βοδιῶν· ἀνάπτυξη τῆς κτηνοτροφίας (τὰ μεγάλα μοναστήρια κατέχουν κοπάδια ὁλόκληρα ἀπὸ γιδοπρόβατα ποὺ βόσκουν στὸ Ὄρος): ἔντονη ἐκμετάλλευση τοῦ δασικοῦ πλούτου γιὰ τὴν ἐξαγωγὴ ἐργάσιμης ξυλείας, σανίδων καὶ πίσσας (τὰ μεγάλα μοναστήρια ἀπαγόρευαν μάλιστα στὰ μικρὰ ποὺ δὲν διέθεταν δάση νὰ προμηθεύονται καυσόξυλα ἢ οἰκοδομικὴ ξυλεία), κατοχὴ μεγάλων πλοίων μὲ τὰ ὁποία ἐμπορεύονταν κρασί, σιτάρι, κριθάρι, ὀπωρικὰ καὶ ἄλλα εἴδη ὡς τὴν Κωνσταντινούπολη.
Οἱ Καρυὲς εἶχαν μεταβληθεῖ σὲ πραγματικὸ ἐμπορικὸ κέντρο («τὴν δὲ λαύραν τῶν Καρεῶν φασίν ἀντὶ λαύρας ἐμπόριον γενέσθαι»). Ἡ ἐξαιρετικὴ αὐτὴ οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη εἶχε ἐπιφέρει χαλάρωση τῶν μοναστικῶν ἠθῶν. Οἱ ἡγούμενοι παραβαίνουν τοὺς παλιοὺς μοναστικοὺς κανόνες τοῦ ἁγίου Βασιλείου, κι ἀκόμα τὶς διατάξεις τοῦ Τυπικοῦ τοῦ Τσιμισκῇ. Οἱ ἡγούμενοι τῶν μεγάλων μοναστηριῶν (Λαύρας, Ἰβήρων, Βατοπεδίου), ποὺ ἔρχονται στὶς Συνάξεις μὲ πλῆθος ὑπηρετῶν, τρομοκρατοῦν τοὺς μοναχούς, ἰδιαίτερα ὁ ἡγούμενος τῆς Λαύρας. [ ] Τὰ μεγάλα μοναστήρια διατηροῦν τὰ ζῶα τους, τὰ πλοῖα τους, καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ κατευθύνουν τὴ μοναστικὴ κοινότητα.
Ἡ πορεία τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἱδρυμάτων, ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν ξεφεύγει ὁ Ἄθως, ἀκολουθεῖ τὴ γενικὴ ἐξέλιξη τῆς οἰκονομίας καὶ τῆς κοινωνίας τῆς αὐτοκρατορίας, ποὺ ἔτεινε ἤδη ἀπὸ τὸν 9ο αἰῶνα στὴν συγκέντρωση τοῦ πλούτου, ἰδιαίτερα τῆς γῆς, στὰ χέρια ὅλο καὶ μικρότερου ἀριθμοῦ μεγάλων γαιοκτημόνων καὶ στὴ δημιουργία μιᾶς γαιοκτητικῆς ἄρχουσας τάξης, ποὺ εἶχε πάρει ἀπὸ τὸν 10ο αἰῶνα στὰ χέρια της τὶς ἡγετικὲς θέσεις στὴν Πολιτεία καὶ στὴν Ἐκκλησία. Μεγάλοι γαιοκτήμονες καὶ ἀνώτατοι ἀξιωματοῦχοι τοῦ Κράτους καὶ τῆς Ἐκκλησίας σχεδὸν ταυτίζονται. Στὸν κατάλογο τῶν «δυνατῶν» ποὺ δίδεται στὴ Νεαρὰ τοῦ Ρωμανοῦ Λεκαπηνοῦ (934) ἀναφέρονται, δίπλα στοὺς συγκλητικοὺς καὶ τοὺς πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικοὺς ἀξιωματούχους τῆς κεντρικῆς καὶ ἐπαρχιακῆς διοίκησης, τὰ ἀνώτατα στελέχη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας: μητροπολῖτες, ἀρχιεπίσκοποι, ἐπίσκοποι, ἡγούμενοι μονῶν, διοικητές «εὐαγῶν βασιλικῶν οἴκων». Ἡ νομοθεσία τῶν αὐτοκρατόρων τῆς Μακεδονικῆς δυναστείας γιὰ τὴν προστασία τῆς μικρῆς καὶ μεσαίας ἰδιοκτησίας καὶ τῶν ἀγροτικῶν κοινοτήτων, καθὼς καὶ τὴν ἐπίτευξη κάποιας κοινωνικῆς ἰσορροπίας, τελικὰ θ’ ἀποτύχει. Τὴν ἴδια τύχη θὰ ἔχουν καὶ οἱ προσπάθειες τῶν αὐτοκρατόρων τοῦ 11ου αἰῶνα, ὅπως καὶ τῶν τυπικῶν τοῦ Ὄρους.

Τὸ ἱστορικὸ τῆς ἵδρυσης καὶ ἀνάπτυξης τῆς ᾿Αϑωνικῆς μοναστικῆς πολιτείας
Ἀπὸ τὴν σύντομη ἐπισκόπηση τῆς ἐξέλιξης τοῦ βαλκανικοῦ χώρου τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας ἔγινε, νομίζω, φανερὸ ὅτι ἡ δράση τοῦ Ἀϑανασίου στὸν Ἄϑω καὶ οἱ ἄμεσες συνέπειές της ἀποτελοῦν τὸ κορύφωμα μιᾶς γενικότερης κίνησης.
Πράγματι, ἀπὸ τὸν 8ο αἰῶνα, ἰδιαίτερα ἀπὸ τὸν 9ο, παρατηρήσαμε τὴ συχνὴ ἄφιξη μοναχῶν στὸν ἑλλαδικό χῶρο, τὴν ἵδρυση μοναστηριῶν καὶ ἐκκλησιῶν καὶ τὴν δράση ἐκκλησιαστικῶν προσωπικοτήτων μὲ σημαντικὸ ρόλο στὴν ἀναδιοργάνωση τοῦ δυτικοῦ τμήματος τῆς αὐτοκρατορίας[13]. […]
Οἱ στόχοι τῆς γενικῆς αὐτῆς πολιτικῆς φαίνονται σαφεῖς. Ἀποσκοποῦν α) στὴν ὑποταγὴ τῶν ἡμιανεξαρτήτων σλαβικῶν ὁμάδων, τῶν «Σκλαβηνιῶν», ποὺ βρίσκονται ἀκόμα μέσα στὰ σύνορα τῆς αὐτοκρατορίας καὶ ποὺ ἐξεγείρονταν συχνὰ ἐναντίον τῶν βυζαντινῶν ἀρχῶν ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τῶν μακροχρονίων βυζαντινο-βουλγαρικῶν πολέμων ἐπὶ Συμεών (894-927) καὶ ἐπὶ Σαμουὴλ καὶ τῶν διαδόχων του (976-1018)· β) στὴν ἐνίσχυση τῆς ἄμυνας τῆς περιοχῆς καὶ τὴν ἀπαλλαγή της ἀπὸ τὶς συχνὲς ἐπιδρομές τῶν Σαρακηνῶν κουρσάρων. γ) στὴν ἐπέκταση τῆς βυζαντινῆς ἐπιρροῆς στοὺς γύρω βαλκανικοὺς λαοὺς καὶ στὶς δυτικὲς ὑπερπόντιες ἰταλιωτικὲς κτήσεις.
Ὁ ἐκχριστιανισμὸς τῶν Νοτίων Σλάβων καὶ τῶν Βουλγάρων (864/65) καὶ ἡ δράση τῶν ἱεραποστόλων Κωνσταντίνου (Κυρίλλου) καὶ Μεϑοδίου, καθὼς καὶ οἱ βυζαντινο-βουλγαρικοὶ πόλεμοι καὶ οἱ προσπάθειες τῶν αὐτοκρατόρων νὰ ἑδραιώσουν τὴ βυζαντινὴ κυριαρχία στὴν Ἰταλία καὶ νὰ ἐξουδετερώσουν τὶς προσπάθειες διείσδυσης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης στοὺς χώρους ἐπιρροῆς τῆς αὐτοκρατορίας ἐντάσσονται στὴν ἴδιαν αὐτὴ πολιτική. Γιὰ τὴν πραγματοποίησή της ἡ αὐτοκρατορία, δίπλα στὶς στρατιωτικές ἐνέργειες, δίπλα στὰ ἀναδιαρθρωτικὰ διοικητικὰ καὶ οἰκονομικὰ μέτρα γιὰ τὴν ἐνίσχυση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ της τμήματος, κηρύσσει παράλληλα μιὰ χωρὶς προηγούμενο γιὰ τὸ βαλκανικὸ χῶρο πνευματικὴ ἐπιστράτευση.
Στὴν πνευματικὴ αὐτὴ ἐπιστράτευση καὶ τὶς ποικίλες προεκτάσεις της ἐγγράφεται καὶ ἡ ἵδρυση τῶν μεγάλων μοναστικῶν ἱδρυμάτων στὸ βαλκανικὸ τμῆμα τῆς αὐτοκρατορίας, κίνηση στὴν ὁποία ὁ Ἄθως καὶ ὁ Ἀθανάσιος παίζουν τὸν πρῶτο ρόλο.
Οἱ ἐνδείξεις ὅτι ἡ πνευματικὴ αὐτὴ ἐπιστράτευση ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο τμῆμα τῆς γενικότερης οἰκουμενικῆς αὐτοκρατορικῆς πολιτικῆς δὲν λείπουν.
Στὴν ἐνίσχυση τῆς οἰκονομικῆς δραστηριότητας τοῦ βαλκανικοῦ χώρου ἀποσκοπεῖ ἐπίσης ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τὸν Λέοντα ΣΤ΄, ὕστερ᾽ ἀπὸ εἰσήγηση τοῦ ὑπουργοῦ του Τζαουσᾶ, τοῦ γενικοῦ τελωνείου, γιὰ τὸ ἐμπόριο μὲ τοὺς Βουλγάρους, ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὴν Θεσσαλονίκη, μέτρο ποὺ ἔγινε ἡ ἀφορμὴ τοῦ βυζαντινο-βουλγαρικοῦ πολέμου ἐπὶ Συμεών[14].
Οἱ σημαντικὲς προσωπικότητες ποὺ πρωταγωνιστοῦν στὴν κίνηση αὐτὴ βρίσκονται σὲ ἄμεση σχέση μὲ τὴν αὐτοκρατορικὴ αὐλὴ ἢ μὲ τοὺς ἴδιους τοὺς αὐτοκράτορες, ἢ ἀνήκουν στὴν ἀνώτερη καὶ ἀνώτατη ἱεραρχία τῶν κρατικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν λειτουργῶν τοῦ Κέντρου καὶ τῶν ἐπαρχιῶν[15]. Πολλοὶ προέρχονται ἀπὸ τὰ μεγάλα πνευματικὰ κέντρα τῆς Ἀνατολῆς, Κυμινᾶ, Ὄλυμπο Βιϑυνίας, Κωνσταντινούπολη. Δὲν εἶναι βέβαια τυχαῖο ὅτι τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τοῦ Κωνσταντίνου-Κυρίλλου καὶ τοῦ Μεϑοδίου συνδυάζεται μὲ γενικότερες διπλωματικὲς ἀποστολὲς ποὺ καὶ τὰ δύο ἀνατίθενται σὲ δύο γιοὺς ἀνωτάτου βυζαντινοῦ ἀξιωματούχου. Ὁ Μεθόδιος ὑπῆρξε διοικητὴς κάποιας «Σκλαβηνίας», καὶ εἶχε μονάσει ἔπειτα κι αὐτὸς στὸν Ὄλυμπο τῆς Βιϑυνίας. Ὁ Κωνσταντίνος-Κύριλλος ἀνήκει στὸν κύκλο τοῦ Λέοντα τοῦ Μαθηματικοῦ καὶ τοῦ Φωτίου καὶ βρίσκεται σὲ ἄμεση σχέση μὲ τὸ ἀνώτατο ἐκπαιδευτήριο τῆς Κωνσταντινούπολης[16]. Ὁ Ἀθανάσιος, ὁ ἱδρυτὴς τῆς Λαύρας, καὶ ὁ Νίκων ὁ Μετανοεῖτε βρίσκονται στὴν Κρήτη καὶ βοηθοῦν, μαζὶ μὲ ἄλλους μοναχοὺς ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ, τὸ Νικηφόρο Φωκᾶ στὸ ἔργο του γιὰ τὴν ἑδραίωση τῆς χριστιανικῆς πίστης.
Εἶναι ἄραγε τυχαῖο ὅτι ἀπὸ δῶ στέλνονται ὁ Νίκων στὸ Νότο, στὴν Πελοπόννησο, ὁ Ἀθανάσιος στὸ Βορρᾶ, στὸν Ἄθω;
Μπορεῖ ἀκόμα νὰ διερωτηθεῖ κανεὶς ἂν ἀποτελεῖ ἁπλῆ σύμπτωση τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ περιπλανήσεις τοῦ Ἀθανασίου στὴν Κύπρο καὶ στὶς ἀπέναντι χῶρες τῆς Μ. Ἀσίας (Παμφυλία ἢ Κιλικία), γιὰ τὶς ὁποῖες ὁ ἴδιος ὁ Ἀθανάσιος σιωπᾶ, καὶ ἡ συνάντησή του ἔπειτα μὲ τὸν Φωκᾶ στὴν Κωνσταντινούπολη, γίνονται στὶς παραμονὲς τῆς ἐκστρατείας τοῦ Φωκᾶ στὴν Κιλικία (964) καὶ τῆς ἀνακατάληψης τῆς Κύπρου (πρὶν ἀπὸ τὸ 965), ἢ μήπως καὶ τὰ γεγονότα αὐτὰ συνδέονται μὲ τὶς ἀνακτητικὲς δραστηριότητες τοῦ Νικηφόρου[17]. Ἂς ὑπενθυμίσουμε ἀκόμα τὶς σχέσεις τοῦ Ἀθανασίου μὲ τὸ Νικηφόρο Οὐρανό, τὸ νικητὴ τῶν Βουλγάρων στὸ Σπερχειό (997)[18].
Οἱ ἐνδείξεις αὐτές, καθὼς καὶ ἄλλες, ὑποβάλλουν τὴν ἰδέα ὅτι οἱ ἐξαιρετικὲς αὐτὲς προσωπικότητες ποὺ ἀναφέρθηκαν παραπάνω, ἔχουν τεθεῖ στὴν ὑπηρεσία τῆς οἰκουμενικῆς πολιτικῆς τῆς αὐτοκρατορίας ποὺ ἐντείνεται στὸν 9ο καὶ 10ο αἰῶνα καὶ ποὺ ἀποσκοπεῖ νὰ καταστήσει τὸν ἑλληνικὸ χῶρο τῶν Βαλκανίων κέντρο ἐξόρμησης. Ὁ Ἄθως, μὲ τὴν ἵδρυση τῆς Λαύρας καί, κατὰ τὸ παράδειγμά της, τῶν ἄλλων μεγάλων μοναστηριῶν, γίνεται τὸ μεγάλο πνευματικὸ κέντρο τῶν Βαλκανίων, ἀνάλογο μὲ τὸν Κυμινᾶ καὶ τὸν Ὄλυμπο, καὶ ἀποκτᾶ διεθνῆ ἀκτινοβολία. Ἀπὸ τὸν 10ο αἰῶνα βρίσκονται ἐδῶ Ἴβηρες (965, 979, 980), Ἀμαλφηνοί (981) καὶ ἄλλοι δυτικοί, πιθανότατα ἐκχριστιανισμένοι Σλάβοι. Ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ αἰῶνα ἤ τὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου ἔρχονται σ᾽ ἐπαφὴ μὲ τὴν ἀθωνικὴ πολιτεία οἱ Ρώς, κι ἔπειτα οἱ Βούλγαροι.
Στὴν αὐτοκρατορικὴ αὐτὴ πολιτικὴ ἀνταποκρίνεται ἐπίσης ὁ τύπος τοῦ κοινοβίου μὲ τὴν ὀλιγαρχικὴ αὐστηρὰ ἱεραρχημένη ὀργάνωση ποὺ ἐπικρατεῖ στὸν Ἄθω ὕστερα ἀπὸ τὴν ἵδρυση τῆς Λαύρας. Εἶναι ἀκόμα ἐδῶ χαρακτηριστικὸ ὅτι στὴν διαμόρφωση καὶ διατύπωση τοῦ νέου μοναστικοῦ ἰδεώδους ἔπαιξε πιθανότατα σημαντικὸ ρόλο τὸ κωνσταντινουπολίτικο μοναστήρι τοῦ Στουδίου, ποὺ ἀπὸ παλιὰ βρισκόταν στὸ κέντρο τῆς θρησκευτικῆς, πνευματικῆς ἀλλὰ καὶ πολιτικῆς ζωῆς τῆς αὐτοκρατορίας[19].
Χαρακτηριστικὸ ἐπίσης εἶναι ὅτι σχεδὸν ὅλα τὰ ἀθωνίτικα μεγάλα μοναστήρια γίνονται γρήγορα βασιλικὰ ἱδρύματα καὶ διαθέτουν μεγάλους οἰκονομικοὺς πόρους καὶ ἐξαιρετικὰ προνόμια. Ἡ οἰκονομικὴ αὐτὴ εὐρωστία θὰ τοὺς ἐπιτρέψει νὰ ἐπιτελέσουν τὴν πνευματική τους ἀποστολὴ καὶ νὰ συμβάλουν συγχρόνως στὴν οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη τοῦ τόπου.
Οἱ διάφορες παροχὲς τῶν αὐτοκρατόρων δὲν ἀντίκεινται, τουλάχιστον στὴν ἀρχή, στὴ σειρὰ τῶν μέτρων ποὺ παίρνουν οἱ ἴδιοι αὐτοὶ αὐτοκράτορες, ἀπὸ τὸ Ρωμανὸ Α΄ Λεκαπηνὸ καὶ τὸ Βασίλειο Β΄ γιὰ τὴν προστασία τῶν ἀγροτικῶν κοινοτήτων, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἀγροτικῆς οἰκονομίας μὲ τὴν ἀξιοποίηση τῆς γῆς. Πρέπει πράγματι νὰ τονισθεῖ ὅτι ἕνα σημαντικὸ μέρος τῶν γαιῶν ποὺ παραχωροῦνται στὰ μοναστήρια κατὰ τὸν 9ο καὶ 10ο αἰῶνα εἶναι ἐγκαταλελειμμένες γαῖες (κλασματικὴ γῆ), ἀποτέλεσμα τῶν σλαβικῶν καὶ βουλγαρικῶν ἐπιδρομῶν καὶ τῆς πειρατείας τῶν Ἀράβων[20].
Ἀργότερα, βέβαια, ἰδιαίτερα κατὰ τὰ μέσα τοῦ 11ου αἰῶνα, στὴν ἐποχὴ τῶν Κομνηνῶν καὶ ἔπειτα τῶν Παλαιολόγων, τὰ μοναστικὰ αὐτὰ ἱδρύματα θὰ ἐξελιχθοῦν σὲ μεγάλους γαιοκτήμονες καὶ ἡ συμπεριφορά τους ἀπέναντι τῶν μικρῶν ἰδιοκτητῶν καὶ τῶν ἀγροτικῶν κοινοτήτων δὲν θὰ διαφέρει ἀπὸ τὴ συμπεριφορὰ τῶν μεγάλων λαϊκῶν γαιοκτημόνων.
Ὁ πρωταρχικὸς ρόλος τῆς Λαύρας στὸ Ὄρος συνεχίζεται καὶ ἐντείνεται ἀπὸ τὸ τελευταῖο τέταρτο τοῦ αἰῶνα, καθ’ ὅλο τὸ 12ο ἐπὶ Κομνηνῶν καὶ τῶν διαδόχων τους, στὴν περίοδο δηλαδὴ τῆς μεγάλης ἀνάπτυξης τοῦ Ἄθω, ποὺ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ θὰ ὀνομάζεται πλέον «Ἅγιον Ὄρος». Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ παλιὰ μεγάλα μοναστήρια, τὴ Λαύρα, τῶν Ἰβήρων, τὸ Βατοπέδι, τὴ Μονὴ τῶν Ἀμαλφηνῶν, ἱδρύονται τώρα ἀπὸ νέους πάμπλουτους γαιοκτήμονες καὶ ἀνώτατους ἀξιωματούχους, νέα μοναστικὰ ἱδρύματα καὶ τὰ παλαιότερα ἀνακαινίζονται καὶ ἀναπτύσσονται. Ἡ Μονὴ Ξενοφῶντος (1078), ἡ Μονὴ Χιλανδαρίου, ποὺ ἐπανασυνιστᾶται ἀπὸ τὸν δευτερότοκο γιὸ τοῦ Σέρβου ἡγεμόνα Στεφάνου Νεμάνια, Σάββα, καὶ ἀποτελεῖ τὸ πρῶτο βαλκανικὸ μοναστικὸ ἵδρυμα στὸν Ἄθω. Οἱ αὐτοκράτορες ἐνισχύουν τὴν τάση αὐτὴ καὶ ἐπικυρώνουν τὴν ἀνεξαρτησία τοῦ Ἄθω ἀπὸ τὶς ἐκκλησιαστικὲς καὶ πολιτικὲς ἀρχές[21].
Η ραγδαία οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη ποὺ παρατηρεῖται στὴν ἐποχὴ αὐτὴ προσδίδει στὸ Ὄρος ὅλο καὶ περισσότερο τὴν ὄψη μιᾶς κοσμικῆς πολιτείας, μὲ συνέπεια τὴ χαλάρωση τῶν μοναστικῶν ἠθῶν καὶ τῆς ἀσκητικῆς πειθαρχίας, γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ὁποίας ἐπεμβαίνουν οἱ αὐτοκράτορες καὶ οἱ πατριάρχες καὶ στὴν ὁποία ἡ Λαύρα παίζει πάντα τὸν πρῶτο ρόλο, προσπαθῶντας νὰ διαφυλάξει τὴν ἰσορροπία ἀνάμεσα στὴν πνευματικὴ ἀποστολή της καὶ στὰ οἰκονομικά της συμφέροντα. Ἐξασφαλίζει ἔτσι τὰ προνόμιά της καὶ μὲ διάφορα μέσα αὐξάνει τὴν περιουσία της μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ Ὄρος. Μὲ τὶς βασιλικὲς προνομιακὲς δωρεές, ποὺ μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς νομιμοποιοῦν ἀκόμα καὶ τὴν καταπατημένη κρατικὴ γῆ, καὶ τὰ κληροδοτήματα ποὺ δέχεται ἀπὸ διαφόρους ἀνωτάτους ἀξιωματούχους τοῦ κράτους, ἐπεκτείνει τὶς κτήσεις της σ᾽ ὁλόκληρη τὴ Μακεδονία καὶ μέρος τῆς Θράκης. Στὸ τέλος τοῦ 12ου αἰῶνα, ἡ ἔκταση τῆς κτηματικῆς της περιουσίας ὑπερβαίνει τὰ 50.000 πόδια (παραπάνω ἀπὸ 50.000 στρέμματα). Διαθέτει ἐπίσης ἱκανὸ ἐμπορικὸ στόλο μὲ φορολογικὲς ἀπαλλαγές[22]. Ἀνάλογη εἶναι ἡ οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη τῶν ὑπολοίπων μεγάλων μοναστηριῶν.
Ἡ αὐτοκρατορικὴ πολιτική, τῆς ὁποίας οἱ στόχοι μένουν σταθεροὶ ἀπὸ τὸν 9ο ὡς τὰ μέσα περίπου τοῦ 11ου αἰῶνα καὶ στὴν ὁποία ὁ Ἄθως κατέχει κεντρικὴ θέση, εἶχε φέρει τὰ ἀποτελέσματά της. Στὴ γενικὴ οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη ποὺ χαρακτηρίζει τὴν περίοδο αὐτὴ, γιὰ πρώτη φορὰ τὸ βαλκανικὸ τμῆμα τῆς αὐτοκρατορίας ἀρχίζει νὰ παίζει σημαντικὸ ρόλο. Γιὰ πρώτη φορὰ παρατηρεῖται ἕνα εἶδος ἰσορροπίας ἀνάμεσα στὸ ἀνατολικὸ καὶ τὸ δυτικό της τμῆμα, κάποια ἰσορρόπηση ἐπίσης ἀνάμεσα στοὺς διαφόρους τομεῖς τῆς οἰκονομίας, τὸν ἀγροτικό, τὸ βιοτεχνικό, τὸν ἐμπορικό[23], καὶ στὴν ἐξισορροπητικὴ αὐτὴ τάση ἔχει συμβάλει κατὰ πολὺ ἡ ἵδρυση καὶ ἐξέλιξη τῶν μεγάλων μοναστηριῶν τοῦ Ἄθω, ποὺ εἶναι μαζὶ πνευματικὰ κέντρα καὶ μεγάλες ἐπιχειρήσεις, ἀγροτικές, βιοτεχνικές, ἐμπορικές.
Ἡ ἐπέκταση στὸν βαλκανικὸ χῶρο τῶν κέντρων αὐτῶν τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ποὺ ἀρχίζει τὸν 9ο αἰῶνα, συνεχίζεται ὡς τὸν 11ο καὶ κορυφώνεται στοὺς μετέπειτα αἰῶνες[24], καθὼς καὶ ἡ μεγαλύτερη ὁλοένα συγκέντρωση τῆς πνευματικῆς ἱστορίας της καὶ στὴν ἴδια τὴν πολιτικὴ της ἰδεολογία. Ἄς σημειωθεῖ πρὸς τὸ παρὸν ὅτι ὁ ἑλληνισμὸς εἶναι στὴν περιοχὴ αὐτὴ περισσότερο παρὼν καὶ ἡ ἀναγεννώμενη Δύση βρίσκεται στὰ σύνορά της. Ἂς ἐλπίσουμε ὅτι τὰ σοβαρὰ αὐτὰ προβλήματα θὰ ἐκτεθοῦν μὲ ἄλλη εὐκαιρία.
[1] Βλ. παρακάτω, σσ. 53-54.
[2] Γιὰ τὴ σχέση τοῦ Ἀθανασίου μὲ τοὺς Ἴβηρες καὶ γιὰ τὴ δράση τους στὸν Ἄθω, βλ. P. Lemerle, ὅ.π. σ. 41 κ.ἑ., Denise Papachryssanthou, ὅ.π., σσ. 83-85, 98.
[3] Denise Papachryssanthou, ὅ.π., σελ. 86, κ. ἑ.
[4] Denise Papachryssanthou, ὅ.π.
[5] Βίος Α, § 109, σελ. 51.
[6] Βίος Α, § 114, σελ. 54-55. Βίος Β, § 36, σελ. 168.
[7] Τυπικὸν Τσιμισκῆ: Denise Papachryssanthou, Actes du Prôtaton, ἀρ. 7, σ. 209, στ. 4-5.
[8] Τελευταία ἔκδοση, ἀνάλυση καὶ σχόλια: Denise Papachryssanthou, Actes du Prôtaton, ἀρ. 7, σσ. 202-2015. Πρβλ. σσ. 95-102.
[9] Γιὰ τὸ πρόβλημα τῶν σχέσεων τοῦ Ἀθανασίου μὲ τὴ Μονή Στουδίου, βλ. J. Leroy, «La conversion de Saint Athanase l’ Athonite à l’idéal cénobitique et l’influence studite», Le millénaire du mont Athos, 963-1963, Etudes et mélanges, I, Chevetogne, [1963], σσ. 101-120. Πρβλ. P. Lemerle, ὅ.π., σ. 41 καὶ Denise Papachryssanthou, ὅ.π., σσ. 990-100. Πρόβλημα ἐπίσης γιὰ παραπέρα διερεύνηση ἀποτελοῦν ὁρισμένες ὁμοιότητες ἀνάμεσα στὸ Τυπικὸ τοῦ Ἀθανασίου καὶ στοὺς µοναστικοὺς κανονισμοὺς τοῦ Saint Benoit. Βλ. J. Leroy, «S. Athanase l’ Athonite et la règle de $S. Benoit», Revue d’ ascétique et de mystique, 29, 1953, σσ. 108-122. Πρβλ. P. Lemerle, ὅ.π.
[10] Βλ. παρακάτω σ. 47 κ.ἑ. καὶ παρακάτω σ. 62 κ.ἑ.
[11] Γιὰ τις ἀντιδράσεις των μοναχῶν, βλ. Βίος Α, § 126-128, σσ. 60-62, § 209-211, σσ. 100-102. Πρβλ. Βίος Β, § 37-39, σσ. 169-172, § 58, σσ. 194-195.
[12] Ἔκδοση καὶ σχολιασμὸς ἀπὸ τὴν Denise Papachryssanthou,Actes du Prôtaton, ἀρ. 8, σσ. 216-232. Πρβλ. σσ. 102-107.
[13] Βλ. παραπάνω σ. 19 κ.ἑ.
[14] G. Ostrogorsky, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους, Β΄, Ἀθήνα, 1979, σσ. 131-132.
[15] Βλ. παραδείγματα παραπάνω.
[16] Πρβλ. P. Lemerle, Le premier humanisme byzantin, Paris, 1971, σ. 160 κ.ἑ.
[17] Βλ. παραπάνω, σ. 33 κ.ἑ.
[18] Βλ. παραπάνω, σ. 40.
[19] Βλ. παραπάνω, σ. 54.
[20] N. Svoronos, «Le domaine de Lavra jusqu’en 1204», Actes de Lavra, I, σ. 58 κ.έ.
[21] Γιὰ τὴν ἐξέλιξη τῆς Λαύρας ὕστερα ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Ἀθανασίου καὶ ἐπὶ Κομνηνῶν βλ. P. Lemerle, «Chronologie de Lavra des origines à 1204», Actes de Lavra, I, σ. 48 κ.ἑ. Γιὰ τὸν Ἄθω γενικότερα: Denise Papachryssanthou, Actes du Prôtaton,σ. 111 κ.ἑ.
[22] Γιὰ τὴν οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη τῆς Λαύρας κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ, N. Svoronos, «Le domaine de Lavra jusqu’en 1204», Actes de Lavra, I, σ. 64 κ.ἑ.
[23] N. Svoronos, «Société et organisation intérieure au XIème siècle», Proceedings of the XIIIth International Congress of Byzantine Studies, Oxford, 1967, σσ. 373-389. – του ἴδιου, «Remarques sur les structures économiques de l’empire byzantin au XIème siècle», Travaux et Mémoires, 6, 1976, σσ. 49-67.
[24] Γιὰ τὴν ἐξέλιξη τῆς Λαύρας μὲ ἀναφορὲς στὸν Ἄθω γενικότερα κατὰ τὴν περίοδο ἀπὸ τὸν 13ο-15ο αἰῶνα, βλ. P. Lemerle, «Chronologie de Lavra des origines à 1204», Actes de Lavra, IV, σελ. 1-621 – N. Svoronos, «Le domaine de Lavra jusqu’en 1204», Actes de Lavra, IV, σσ. 63-173.