–Γράφει ο Παναγιώτης Παπαδάς* από το ιστολόγιο Historia et Cultura Graeca
Είχα στον νου μου από καιρό να γράψω κάποιες σκέψεις μου σχετικά με το δημοτικό τραγούδι και την κατάσταση, στην οποία αυτό βρίσκεται σήμερα. Όχι ως ειδικός, αλλά -ας μού επιτραπεί, παρακαλώ, ο αυτοχαρακτηρισμός- ως μελετητής κατά κάποιον τρόπο της λαογραφίας και του μουσικού αυτού είδους μέσα από τις όποιες παρατηρήσεις και τις εμπειρίες, που έχω αποκομίσει από αυτήν την ενασχόληση, οι οποίες και θα αναφερθούν παρακάτω. Και αφορμή λοιπόν για αυτό ήταν, ότι το τελευταίο διάστημα έτυχε να πέσουν στην αντίληψή μου λόγια κάποιου γνωστού στον χώρο της παραδοσιακής -και μη- μουσικής σχετικά με την συνέχισή της και το δημοτικό τραγούδι! Μού έκανε, ομολογώ, μεγάλη εντύπωση, ότι είπε πως τα σημερινά πανηγύρια συντηρούν την παράδοση και το δημοτικό τραγούδι! Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Αν ομιλούμε και εννοούμε τα ίδια πανηγύρια, όχι απλώς έχω ενστάσεις, αλλά και απορώ με αυτά τα λεγόμενα! Δηλαδή, τί ακριβώς συντηρούν τα σημερινά πανηγύρια από την παράδοση; Τον χορό; Θα έλεγε κανείς, ότι το κάνουν εξ ανάγκης, αφού δεν υπάρχει -προς το παρόν- άλλος χορευτικός τρόπος διαθέσιμος πλην του παραδοσιακού, τον οποίον και με την πρώτη ευκαιρία θα άφηναν να χαθεί χάριν του κέρδους! Μήπως συντηρούν τα δημοτικά τραγούδια; Ξεκάθαρα όχι, γιατί όσο περνά ο καιρός φθίνουν οι ερμηνείες δημωδών ασμάτων στις λαϊκές αυτές συγκεντρώσεις, οι οποίες συνεχώς “εμπλουτίζονται” με το εμπορικό ρεπερτόριο του/της εκάστοτε ‘’αοιδού’’! Μήπως σήμερα ο θεσμός του πανηγυριού είναι παραδοσιακός; Επ’ ουδενί και εδώ θα έλεγε κανείς, ότι αρχίζει βασικά το κυρίως “γλέντι”. Καθώς τα πανηγύρια από λαϊκή σύναξη, αυθόρμητη πολιτισμική έκφραση και ψυχό-κοινωνική ανάγκη του μέσου ανθρώπου, έχουν καταντήσει προϊόντα εμπορίας και μάλιστα αισχίστης ποιότητος! Είναι λοιπόν, τουλάχιστον φαιδρό να λέγονται και να πιστεύονται τα παραπάνω!
Ποιά είναι όμως, η αιτία που έχει περάσει στον νου του κόσμου αυτή η αντίληψη, ότι δηλαδή αυτή η υφισταμένη κατάσταση στα πανηγύρια αντιπροσωπεύει την παράδοση; Μήπως έχει συμβεί άραγε καμμία ρήξη με την παραδοσιακή συνέχειά της;
Κατά την γνώμη μου, κύρια αιτία, που πιστεύεται αυτή η άποψη, θα μπορούσε να θεωρηθεί η εμπορευματοποίηση των πανηγύρεων και της δημοτικής μουσικής. Τί ήσαν κάποτε τα πανηγύρια; Αυθόρμητες συγκεντρώσεις των ανθρώπων μιας περιοχής, που ήθελαν να γιορτάσουν κάποιο γεγονός (π.χ. θρησκευτικό, επετειακό, κοινωνικό, κλπ). Όταν όμως ξεκίνησαν να οργανώνονται επίσημα και κεντρικά αυτές οι συνάξεις -πολλές φορές και από ιδιώτες(!)- και όχι πλέον συλλογικά και αυθόρμητα από την ίδια την κοινότητα, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν και μάλιστα προς το χειρότερο… Σκοπός πλέον, δεν ήταν η εκδήλωση χαράς ή ο εορτασμός κάποιου γεγονότος, αλλά το κέρδος, όπως είπαμε, του εκάστοτε διοργανωτή! Αυτό δημιούργησε την ”ανάγκη” να εμφανίζονται επί σκηνής εμπορικά ονόματα, δηλαδή οι καλλιτεχνικές “φίρμες” της κάθε εποχής, ώστε να αυξάνονται οι συμμετέχοντες, άρα όπως είναι λογικό και τα κέρδη, φαινόμενο, το οποίο συνεχίζεται έως και σήμερα!
Από την άλλη, οι κατ’ επάγγελμα τραγουδιστές και μουσικοί, που έρχονταν συνήθως από τα αστικά κέντρα στις εκδηλώσεις αυτές -και κυρίως εξ Αθηνών- έφερναν ο καθένας και την δισκογραφική του δουλειά και έτσι αυτή άρχισε να γίνεται σταδιακά μέρος του ρεπερτορίου τραγουδιών που ακούγονταν στην εκδήλωση, με αποτέλεσμα πολλά τραγούδια με ιστορία αιώνων, είτε να ξεχνιούνται με τον καιρό, είτε να “παραγκωνίζονται” σκοπίμως χάριν του κέρδους, και εν τέλει να χάνονται!
Σήμερα, αν πάει κάποιος σε πανηγύρια της ηπειρωτικής Ελλάδος γενικά, κυρίως όμως της Πελοποννήσου -ενός τόπου που υπό φυσιολογικές συνθήκες και λόγω ιστορικών συγκυριών ίσως έχει τον μεγαλύτερο αριθμό δημοτικών τραγουδιών βάσει των δεδομένων- θα ακούσει κατά κόρον τραγούδια της παλαιότερης και της νεώτερης εμπορικής δισκογραφίας και ελάχιστα “καθαρά” δημοτικά και θα διαπιστώσει ‘’ιδίοις ωσί’’ τον εν λόγω εκφυλισμό! Πλην του παραπάνω, σε αυτές εκδηλώσεις -οι οποίες έχουν ‘’μπουζουκοποιηθεί’’ με γαρύφαλλα, ουίσκι, και άλλα συναφή με την αισθητική της νυχτερινής ζωής των πόλεων- δεν είναι πρωταγωνιστές οι ντόπιοι οργανοπαίκτες και τραγουδιστές, δηλαδή οι γνήσιοι φορείς της παράδοσης του τόπου. Δεν καλούνται αυτοί που την ερμηνεύουν αυθεντικότερα λόγω των βιωμάτων και των ακουσμάτων, που έχουν από τους παλαιοτέρους τους, και έτσι χάνονται σταδιακά οι κατά τόπους υφολογικές και πάσης φύσεως ιδιαιτερότητες και ομογενοποιείται αρνητικά το δημοτικό τραγούδι κατά τον προαναφερθέντα αστικό -ας μού επιτραπεί η χυδαία έκφραση- “σκυλοποιημένο” τρόπο των κέντρων διασκεδάσεως! Επιπλέον, δεν αρκεί το παραπάνω, αλλά έχουν ‘’εισβάλλει’’ και όργανα ξένα προς την παραδοσιακή μας μουσικής, πράγμα που θα το δούμε καλύτερα σε λίγο.
Αρκετά όμως ασχοληθήκαμε με τα σημερινά κακώς κείμενα των ίδιων των εκδηλώσεων. Ας εισαχθούμε τώρα στο κυρίως θέμα, δηλαδή στο ποιά είναι τα στοιχεία που καθιστούν ως προς την ουσία του το τραγούδι ως παραδοσιακό δημοτικό, ώστε να αρχίζουν να γίνονται πιο σαφείς και ευδιάκριτες οι διαφορές, επομένως και η λανθασμένη (κατά-) χρήση του όρου ‘’δημοτικό τραγούδι’’ που υφίσταται, είτε λόγω λάθος ενημερώσεως, είτε λόγω αγνοίας, είτε για οποιονδήποτε άλλον αυθαίρετο λόγο.
Για αρχή πρέπει να αναφέρουμε, ότι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των αυθεντικών δημοτικών ασμάτων και των σημερινών που ακούγονται στα πανηγύρια, είναι το στοιχείο της παραδοσιακότητος. Ως παραδοσιακό χαρακτηρίζεται κάτι, το οποίο παραδίδεται συνειδητά από τους παλαιότερους στους νεώτερους προς χρήση και αξιοποίηση. Στην περίπτωση αυτή εννοείται η μουσική και προφορική-ερμηνευτική μεταφορά των τραγουδιών, η οποία στηρίζεται βεβαίως σε μια ιστορική συνέχεια με το παρελθόν ως προς τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά, δεν προκύπτει ”εκ του μη όντος” και δεν προστίθεται κάτι σε αυτήν χωρίς την έγκριση της κοινότητας, όπως θα δούμε και παρακάτω.
Αν παρατηρήσει ή μελετήσει κάποιος την ελληνική μουσική, θα διαπιστώσει, ότι αυτή χωρίζεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: 1) στην θρησκευτική και 2) στην εξωτερική/κοσμική μουσική. Η κοσμική με την σειρά της χωρίζεται: α) στην ‘’λόγια’’/ ‘’έντεχνη’’, και β) στην ‘’λαϊκή’’ μουσική. Και από τα δυο υπό-είδη της ‘’λαϊκής’’ μουσικής μάς ενδιαφέρει εν προκειμένω η ‘’δημοτική’’ (λαϊκή μουσική της υπαίθρου) και όχι η ‘’αστική’’ λαϊκή (λαϊκή μουσική της πόλεως). Πρέπει να σημειωθεί, ότι με τον όρο ‘’λαϊκή’’ εννοείται από τους μουσικολόγους και τους λαογράφους η άμεση, ανεπιτήδευτη, μη λόγια και κατ’ εξοχήν αυθεντική έκφραση του μέσου ανθρώπου, η οποία και δεν έχει επ’ ουδενί ταξική σημασία, όπως επιδιώκουν κάποιοι με σοφίσματα να της προσδώσουν κινούμενοι από πολιτικές σκοπιμότητες και αντεπιστημονικές θέσεις!
Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί, ότι το δημοτικό τραγούδι στην Ελλάδα είναι πρώτον, διαχρονικό φαινόμενο που παρατηρείται καθ’ όλη την διάρκεια της Ιστορίας, και δεύτερον, είναι κυρίως τοπικό τραγούδι εκτός βέβαια κάποιων περιπτώσεων πανελλήνιας διάδοσης. Αυτό σημαίνει, ότι εξ αιτίας των χωρικών και χρονικών συνθηκών εντός, των οποίων δημιουργήθηκε, έχει κάποια ιδιαίτερα τοπικά δηλωτικά χαρακτηριστικά, από τα οποία μπορούμε να αντλήσουμε χρήσιμες πληροφορίες για την συγκεκριμένη κοινωνία ανθρώπων, για την εποχή τους και τις χωρικές και κοινωνικές γενικά συνθήκες, στις οποίες ζούσαν. Ο όρος δημοτικό τραγούδι συναντάται και στον πλατωνικό ‘’Φαίδωνα’’ υπό τον όρο ‘’δημώδης μουσική’’ και ο ‘’Επιτάφιος του Σεικίλου’’ είναι το αρχαιότερο διασωθέν ελληνικό τραγούδι, του οποίου διασώζεται και η μελωδία και υπάρχει μάλιστα και στο διαδίκτυο! Από την άλλη τα νεώτερα ελληνικά δημοτικά τραγούδια ανάγονται περίπου στον 11ο αιώνα μ.Χ. και έχουν κυρίως επικό περιεχόμενο, σχετικό με την ζωή των Ακριτών. Οι Έλληνες σε κάθε κοινωνία, σε κάθε τόπο και από την αρχή της Ιστορίας τους δημιουργούσαν οι ίδιοι το δημοτικό τραγούδι για προσωπική τους έκφραση, όπως είπαμε. Αυτή είναι και η αιτία, που δεν υπάρχουν επώνυμοι συνθέτες των τραγουδιών αυτών. Γιατί παρ’ όλο που άρχιζε κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο την δημιουργία τους, μέχρι αυτά να αφομοιωθούν στα κοινωνικά, ηθικά και πολιτισμικά πλαίσια της κοινότητας, υφίσταντο ‘’ζυμώσεις’’ από τα μέλη της με αποτέλεσμα να ανήκουν πλέον σε όλους, σε αντίθεση με τα σημερινά τραγούδια του πανηγυριού, που έχουν επώνυμους συνθέτες και στιχουργούς.
Άλλο βασικό στοιχείο είναι, ότι το δημοτικό τραγούδι ως λαϊκή έκφραση εμπεριέχει μέσα του, εκτός των χώρο-χρονικών συνθηκών δημιουργίας, και τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν συνολικά την κοινότητα που το δημιουργεί, δηλαδή τα ήθη του, τα πάθη του, τις πάσης φύσεως ανησυχίες και σκέψεις του, και εν γένει τις υφιστάμενες κατά την δημιουργία συνθήκες. Αντιθέτως, το συντεθειμένο τραγούδι, έχει συνήθως μέσα του τον χαρακτήρα του ανθρώπου-ατόμου, που το δημιούργησε, και κάποιες φορές ενός συγκεκριμένου κοινού, στο οποίο αυτός απευθύνεται. Αυτό, μού φαίνεται, ότι είναι μάλλον και η αιτία της μη διαχρονικότητάς των ψευδό-δημοτικών αυτών συνθέσεων, όπως γίνεται άλλωστε και με κάθε τι που προκύπτει από τεχνητές ή οικονομικές αιτίες και όχι από έμφυτες, διαχρονικές και φυσικές ανάγκες, όπως αυτή της έκφρασης του ανθρώπινου ψυχισμού.
Αφού είδαμε σε γενικές γραμμές τα περί του ήθους(=χαρακτήρα) των δημοτικών τραγουδιών, πρέπει να δούμε και τα περί της γλώσσας τους σε αντιδιαστολή πάντα με τις σύγχρονες ψευδό-δημοτικές συνθέσεις.
Η γλώσσα και κάποια βασικά στοιχεία στα παραδοσιακά τραγούδια, είναι γνωστή στον υποφαινόμενο από τα σχολικά χρόνια, όπως σε γενικές γραμμές και σε πολλούς άλλους ανθρώπους. Άρα ας ξαναδούμε τα βασικότερα! Το ποιητικό κείμενο συνήθως είναι συντεθειμένο σε δεκαπεντασύλλαβους στίχους, ενίοτε και σε λιγότερους, ιαμβικούς ή τροχαϊκούς, με ομοιοκαταληξία ή χωρίς και με τρόπο τέτοιο, που να εξυπηρετεί το ποιητικό και μουσικό μέτρο. Το δε λεξιλόγιο είναι συνήθως, απλό και καθημερινό με σπανιότατες -για να μη πω ανύπαρκτες- τις εξεζητημένες λέξεις και έχει νόημα αύταρκες. Από την άλλη, είναι συχνό φαινόμενο στις σύγχρονες ψευδό-δημοτικές συνθέσεις να χρησιμοποιούνται χωρίς κάποιον εμφανή λόγο πιο επιτηδευμένες λέξεις, πράγμα που κάνει αυτό το είδος μουσικής να έχει εμφανέστατες διαφορές κατά την ακρόασή του με ένα αυθεντικό δημοτικό τραγούδι! Το πρώτο είναι ποίηση επενδεδυμένη με μουσική, πολλές φορές με υψηλότατα υπαρξιακά και άλλα νοήματα γενικά, ενώ το δεύτερο κάποιες φορές στερείται ουσιώδους νοήματος και είναι σαν να αναφέρονται κάποια πράγματα χωρίς λόγο!
Ως προς τα μουσικολογικά χαρακτηριστικά τώρα, στο δημοτικό τραγούδι παρατηρούνται οι παραδοσιακές ρυθμικές φόρμες των εκάστοτε γεωγραφικών περιοχών της Ελλάδος, ενώ συνήθως στο κατά πολλούς -και λάθος κατά την γνώμη μου- ‘’λαϊκό- δημοτικό’’ τραγούδι παρατηρείται, ότι περιορίζονται οι ρυθμοί κυρίως στις φόρμες του τσιφτετελιού, του συρτού, ενίοτε και κάποιων νησιωτικών χορών. Και αυτό το μόρφωμα το ορίζουν κάποιοι εσφαλμένα και καταχρηστικά, όπως είπαμε ως ‘’δημοτικό’’, μόνο και μόνο επειδή ακούγεται στα σύγχρονα πανηγύρια… Μουσική “πενία” δεν παρουσιάζεται μόνο στους ρυθμούς, αλλά και στις μελωδίες του! Ενώ δηλαδή, το δημοτικό τραγούδι αξιοποιεί, κατά τους μουσικολόγους, αρχέγονες μελωδίες με καταβολές από την αρχαία Ελλάδα, όπως αυτές πέρασαν μέσω της κοσμικής μουσικής του Βυζαντίου στην εποχή μας, το ψευδό-δημοτικό περιορίζεται, είτε σε ελάχιστες ευρωπαϊκές και ευρωπαϊκά παιγμένες κλίμακες, που πάλι κάνουν αισθητή την έλλειψη παραδοσιακότητας και ελληνικότητας στο τραγούδι! Η ποικιλία παραδοσιακών μελωδιών στα δημοτικά τραγούδια δημιουργεί και ποικίλα συναισθήματα, όπως είναι η χαρά, η λύπη, η αγάπη, ο φόβος, το δέος προς το θείο και την φύση και άλλα πολλά. Από την άλλη το ψευδό-δημοτικό περιορίζεται κυρίως στο συναίσθημα της χαράς με το χαρακτηριστικό του συναισθηματικού ‘’ξεσηκωμού’’. Είναι εξ άλλου γνωστόν, ότι είναι εύπεπτο και ότι αποβλέπει στην εμπορική επιτυχία και επομένως δεν είναι λογικό να επιδιώκει να δημιουργήσει άλλα, μη επιθυμητά για τις πωλήσεις, αισθήματα, όπως η λύπη επί παραδείγματι. Ακόμη και η αγάπη ως συναίσθημα κατήντησε στο ψευδό-δημοτικό πρόσκαιρη ‘’καψούρα’’ χωρίς ηθικούς φραγμούς και αναστολές, όπως παρατηρείται και από τους στίχους του, με την αντίστοιχη οργιαστική μουσική επένδυση. Άρα συμπεραίνεται επιπλέον, ότι οι μελωδίες του δημοτικού τραγουδιού είναι πιο εκφραστικές και το ποιητικό περιεχόμενο ταυτίζεται με την μουσική του επένδυση περισσότερο, σε αντίθεση με το άλλο είδος.
Θα πρέπει όμως, να σταθώ και λίγο στο ζήτημα των οργάνων στα δυο παραπάνω είδη. Πιο πριν ανέφερα, ότι έχει ‘’εισβάλλει’’ στα δημοτικά τραγούδια η αισθητική των μαζικών κέντρων διασκέδασης, η οποία έχει αλλάξει εις βάθος το ήθος τους. Αυτό σημαίνει, από πλευράς ενορχήστρωσης, ότι από εκεί που υπήρχαν δύο διαφορετικά είδη μουσικής με τις όποιες διαφορές τους, ύστερα προέκυψε το ‘’λαϊκό- δημοτικό’’ και τώρα έχει δημιουργηθεί ένα νέο ‘’υβρίδιο’’. Παλαιότερα αυτό δεν ήταν ούτε αστικό λαϊκό, ούτε δημοτικό λαϊκό, τώρα περιέχει και στοιχεία της pop! Αν κάποτε δίπλα στο κλαρίνο στεκόταν η κιθάρα υποβαθμίζοντας αρχικά και αντικαθιστώντας εν τέλει το λαούτο και τα άλλα παραδοσιακά μουσικά όργανα, όπως τις φλογέρες, τα βιολιά, τους ζουρνάδες, τα σαντούρια και τους ταμπουράδες, τώρα έχουν ‘’εισβάλλει’’ ακόμα αρμόνια και drums, αλλάζοντας ριζικά προς το χειρότερο το ύφος και το ήθος της μουσικής, με συνέπεια να μη θυμίζει σε τίποτα παραδοσιακή ορχήστρα και δημοτικό λαϊκό τραγούδι, εξ αιτίας του γεγονότος του ότι δεν μπορεί να αποδώσει τα ασυγκέραστα μουσικά διαστήματα των παραδοσιακών μουσικών κλιμάκων, άρα και όλη την εκφραστικότητα του παραδοσιακού ύφους και ήθους!
Τα παραπάνω στοιχεία λοιπόν, είναι αυτά που συνθέτουν τον ορισμό και την ουσία του δημοτικού τραγουδιού και εφόσον έχει οριστεί έτσι από τους ειδικούς επιστήμονες, μουσικολόγους ή λαογράφους, αποτελεί μέγιστο σφάλμα να ονομάζεται το ψευδό-δημοτικό ως συνέχεια του δημοτικού, ενώ έχει διαρρήξει και την σχέση του με τις προσθήκες που του έχουν επιβληθεί. Προϋποτίθενται όλα τα παραπάνω στοιχεία, για να θεωρηθεί ένα άσμα ως δημοτικό τραγούδι. Το να διατηρεί μόνον κάποια γλωσσικά στοιχεία ή τον ρυθμό ή κάτι άλλο τέλος πάντων και να έχει χάσει κάθε άλλο από τα προαναφερθέντα εκ των ως ουκ άνευ χαρακτηριστικά, αφήνει, ό,τι έχει απομείνει να αλλοιωθεί και εν τέλει να χαθεί!
Δεν πρέπει όμως, να είμαστε απαισιόδοξοι, γιατί τα τελευταία χρόνια παρατηρείται θερμή στροφή των ανθρώπων και μάλιστα πολλών νέων προς την ενασχόληση και την μελέτη της παραδοσιακής μας μουσικής και σε αυτό το έργο έχουν συμβάλλει τα μέγιστα κάποιοι πολύ δραστήριοι στην έρευνα και στην καταγραφή της παραδοσιακής μουσικής φορείς και άνθρωποι, όπως και τα ελληνικά μουσικά σχολεία, οι κατά τόπους έμπειροι δεξιοτέχνες και δάσκαλοι και τα τμήματα Παραδοσιακής και Βυζαντινής μουσικής, εκκλησιαστικά ή ιδιωτικά, κάποιοι πολιτιστικοί σύλλογοι, αλλά και κάθε ατομική ή συλλογική προσπάθεια “μύησης” στην λαϊκή μας παράδοση.
Εν κατακλείδι πρέπει να επισημάνω, ότι δεν είμαι ειδικός, ούτε σε ειδικούς απευθύνομαι με το κείμενο αυτό. Ως ερασιτέχνης και λάτρης αυτού του είδους όμως απευθύνομαι στον απλό άνθρωπο, που πρόκειται να ασχοληθεί με το δημοτικό τραγούδι και την μουσική ή ενδιαφέρεται για την μελέτη της ‘’αυθεντικής’’ μας παράδοσης και λαογραφίας. Νομίζω δε, ότι δεν είμαι ο μόνος, που δεν μπορώ να βλέπω διαστρεβλωμένη την μορφή και τον ορισμό αυτού του ιερού πολιτιστικού μας κειμηλίου! Διότι λογικά ο εκφυλισμός του ίσως είναι και η αιτία, λόγω της οποίας το λοιδορεί ο μέσος άνθρωπος! Επειδή ακριβώς έχει σχηματίσει λάθος αντίληψη περί αυτού!
Ήρθε λοιπόν η ώρα να πιάσουν τόπο, οι κόποι, οι προσπάθειες και τα έργα του Σίμωνος Καρά, της Δόμνας Σαμίου, του Νικόλαου Πολίτη, του Γεωργίου Μέγα, αλλά και όλων των άλλων γνωστών και λιγότερο γνωστών, λαογράφων, μουσικολόγων, τραγουδιστών και μουσικών! Και ο μόνος τρόπος να διορθωθούν τα λάθη, είναι να ακολουθήσουμε το παραπάνω πρότυπο-ορισμό και τα στοιχεία, που τον συνθέτουν, και μέσω αυτού να προστατεύσουμε τα υπάρχοντα τραγούδια, αλλά και να πλάσουμε και άλλα νέα και εξ ίσου αισθητικά όμορφα, γιατί πάντα θα δίνονται αφορμές στην ζωή μας, για να το κάνουμε, κατά τον τρόπο που λέει το ρητό ότι: ‘’Παράδοση δεν είναι η διατήρηση της στάχτης, αλλά η μεταλαμπάδευση της φλόγας’’.
*Ο Παναγιώτης Παπαδάς είναι φοιτητής στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και μελετητής Λαογραφίας.
Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook
Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube