Οι Τσάμηδες και πάλι στο επίκεντρο, όπως αποκάλυψε ο Αυστριακός επίτροπος Γιοχάνες Χαν, Ελλάδα και Αλβανία βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις για διευθέτηση σειρά ζητημάτων, μεταξύ άλλων και το θέμα της Τσαμουριάς. Συγκεκριμένα ο επίτροπος Διερεύνησης της ΕΕ, Γιοχάνες Χαν, απαντώντας σε ερώτηση που έθεσε η ευρωβουλευτής της ΝΔ, Μαρία Σπυράκη, για την ανακίνηση αλυτρωτικών διεκδικήσεων εναντίον της Ελλάδας, κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Νίκου Κοτζιά στην Αλβανία, ανέφερε ότι η Κομισιόν επικρότησε το γεγονός πως Ελλάδα και Αλβανία εξετάζουν τη θέσπιση κοινού μηχανισμού, που θα συνέρχεται σε τακτά χρονικά διαστήματα για την επίλυση των εκκρεμών διμερών ζητημάτων. Σε αυτά, πρόσθεσε, περιλαμβάνονται η οριοθέτηση της ελληνοαλβανικής υφαλοκρηπίδας και των θαλάσσιων ζωνών, τα δικαιώματα των ατόμων που ανήκουν σε μειονότητες και το τσαμικό ζήτημα. Ο Σύριζα και ο υπουργός Εξωτερικών “κατόρθωσαν” και το ζήτημα των Τσάμηδων, να μπει στην ατζέντα των προς επίλυση διαφορών μεταξύ Ελλάδας-Αλβανίας.
Επειδή το ζήτημα των Τσάμηδων θα απασχολήσει έντονα την χώρα τα επόμενα χρόνια ας έχουμε κατά νου τι έπραξαν οι Τσάμηδες την περίοδο της Κατοχής στην περιοχή της Θεσπρωτίας. Δημοσιεύουμε τον πρόλογο από το βιβλίο του Αθανάσιου Γκότοβου, Τσαμουριά, (κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις) ένα απόσπασμα που μας εισάγει στο θέμα.
“A”
Τσαμουριά
Όταν το 1913 ο πολιτικός χάρτης της Ηπείρου αλλάζει και η προηγούμενη (οθωμανική) εξουσία ακυρώνεται με την ένταξη της περιοχής στην ελληνική επικράτεια μετά τους νικηφόρους βαλκανικούς πολέμους, η σύνθεση του πληθυσμού στη Θεσπρωτία παραπέμπει σε ορατή γλωσσική, θρησκευτική και εθνοτική ετερότητα ή, για να χρησιμοποιήσω έναν όρο της τρέχουσας πολιτικής ορθότητας, σε μια «πολυ-πολιτισμική» κατάσταση.
Οι προσπάθειες του ελληνικού κράτους, κυρίως μέσω της εκπαίδευσης και της διοίκησης, να δημιουργήσει για τη δημόσια σφαίρα κοινούς λειτουργικούς γλωσσικούς και πολιτισμικούς κώδικες στην περιοχή, δίπλα στους ήδη υπάρχοντες, δεν σκόνταψαν μόνο στην πολιτική ρευστότητα του Μεσοπολέμου και στις δυσκολίες της Ελλάδας να ισορροπήσει μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ούτε στην ανεπάρκεια των μέσων και στην αδυναμία του διοικητικού κέντρου (Αθήνα) να αξιολογήσει ορθά και να αποτρέψει φυγόκεντρες τάσεις που είχαν εκδηλωθεί από την αρχή της νέας εποχής στην περιοχή, αλλά και στις αντιστάσεις μεγάλου τμήματος του μουσουλμανικού πληθυσμού της Θεσπρωτίας που αυτοπροσδιορίζονταν ως «Αλβανοί» (Μουσουλμάνοι Τσάμηδες). Πολιτικά οι αντιστάσεις αυτές βρήκαν κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου ερείσματα στο ιταλικό και το αλβανικό κράτος και εκδηλώθηκαν με διάφορες μορφές. Στον τομέα της εκπαίδευσης η άρνηση προσαρμογής στα νέα δεδομένα υπήρξε ιδιαίτερα έντονη και συχνά έπαιρνε τη μορφή άρνησης του ίδιου του δημόσιου σχολείου, και όχι απλώς μέρους του σχολικού προγράμματος ή κάποιων σχολικών εγχειριδίων. Η συσπείρωση μεγάλου μέρους των μουσουλμανικών οικογενειών γύρω από τις παραδοσιακές αξίες της θρησκευτικής ομάδας στην οποία ανήκαν δεν είχε μόνο πολιτισμικά αίτια, δεν ήταν δηλαδή απλώς «άμυνα» των παραδοσιακών πολιτισμικών δομών απέναντι στις απαιτήσεις του ελληνικού κράτους για εισαγωγή νέας γλωσσικής και πολιτισμικής νόρμας. Η απόκρουση της προσπάθειας της Πολιτείας για γλωσσική, κοινωνική και πολιτισμική ένταξη είχε πολιτική βάση. Στηρίχτηκε στην «ελπίδα» ενός Provisorium του «Ρωμαίικου», όπως ονομαζόταν τότε στη λαϊκή φωνή το ελληνικό κράτος. Για τη συντήρηση αυτής της «ελπίδας» εργάστηκαν εξέχοντες Μουσουλμάνοι Τσάμηδες ήδη πολύ πριν από την Κατοχή.
Όταν μετά την άνοιξη του 1941 η Θεσπρωτία καταλαμβάνεται για δεύτερη φορά μέσα σε λίγους μήνες από τα ιταλικά στρατεύματα, στις συνειδήσεις όχι μόνον των πολιτικών παραγόντων των Μουσουλμάνων Τσάμηδων της περιοχής, αλλά και του ευρύτερου μουσουλμανικού πληθυσμού, η «ελπίδα» της απαλλαγής από την κυριαρχία του ελληνικού κράτους φάνηκε να πραγματώνεται. Γι’ αυτό και στις ξαφνικές ανατροπές της καθημερινότητας των χριστιανών κατοίκων της περιοχής με τις οποίες συνδέεται η Κατοχή –βίαιες «απαλλοτριώσεις» κτημάτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων, απαγωγές για την καταβολή λύτρων, ξυλοδαρμοί, δολοφονίες κ.α. εκ μέρους ένοπλων συμμοριών Μουσουλμάνων Τσάμηδων– η μόνιμη επωδός των δραστών, όπως αυτή μεταφέρεται χρόνια μετά στις αφηγήσεις των παθόντων, είναι η χαρακτηριστική φράση «χάλασε το Ρωμαίικο».
Όλη η περίοδος από το 1941 μέχρι το καλοκαίρι του 1944 ήταν για τη Θεσπρωτία όντως ένα «ξήλωμα» του Ρωμαίικου. Μετά την εκτέλεση του Αναπληρωτή Νομάρχη Γεώργιου Βασιλάκου τον Φεβρουάριο του 1942 στην Ηγουμενίτσα η ελληνική (κατοχική) διοίκηση στο νομό παρέλυσε, ενώ μετά την καταστροφή των χωριών του Φαναρίου και τις εκτελέσεις στην Παραμυθιά (Σεπτέμβριος 1943) έπαψε να υφίσταται και τυπικά. Στη θέση της λειτουργούσε με βάση συμφωνία της ηγεσίας των Τσάμηδων με τους νέους «εταίρους», τη γερμανική κατοχική δύναμη, μια άτυπη μεν, αλλά ουσιαστική αλβανική διοίκηση με πολιτικά, αστυνομικά και στρατιωτικά όργανα. Η διοίκηση αυτή περιελάμβανε εδαφικά το σύνολο σχεδόν της Θεσπρωτίας, είχε εθνικοσοσιαλιστικό πολιτικό στίγμα και λειτούργησε όχι απλώς εξ αντικειμένου, αλλά προγραμματικά στο πλευρό των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων. Στο ενεργητικό της εγγράφεται η εκδίωξη μεγάλου μέρους του χριστιανικού πληθυσμού από την περιοχή μέσω της συστηματικής άσκησης ένοπλης βίας, αντικείμενο της οποίας υπήρξε η περιουσία και η ζωή των διωκόμενων. Ως προς το στοιχείο αυτό (εθνοκάθαρση μέσω τρομοκρατίας), οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας εξομοιώνονται με όλες τις φιλοναζιστικές, γερμανικές και άλλες, μειονότητες της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων, που έτρεφαν αντίστοιχα πολιτικά οράματα, είδαν τη Βέρμαχτ ως απελευθερωτική δύναμη και υιοθέτησαν παρόμοιες πρακτικές εθνοκάθαρσης.
Όπως, όμως, συνέβη με όλες τις μειονότητες που πόνταραν στο χαρτί του Άξονα για την πραγμάτωση των πολιτικών τους σχεδιασμών, η αντίστροφη μέτρηση άρχισε από τη στιγμή που κατέρρευσε στο πολιτικο-στρατιωτικό πλαίσιο από το οποίο αυτές αντλούσαν την ισχύ τους. Ωστόσο, για την περίπτωση των Μουσουλμάνων Τσάμηδων της Θεσπρωτίας υπάρχει μια ιδιαιτερότητα: δεν είναι ο κόκκινος στρατός που ξηλώνει τη φιλοναζιστική διοίκηση στις περιοχές της Θεσπρωτίας που απελευθερώνονται, ούτε το κατοχικό ελληνικό κράτος με τις ένοπλες ομάδες του (Τάγματα Ασφαλείας), αλλά οι δυνάμεις του Ζέρβα ως τμήμα των συμμαχικών ενόπλων δυνάμεων.
Η ιδιαιτερότητα αυτή θα έχει συνέπειες. Λόγω του ελληνικού εμφυλίου, πρώιμου και κανονικού, για μια μερίδα της Αριστεράς ο Ναπολέων Ζέρβας ανήκε στην «αντίδραση» και τους συνεργαζόμενους με τους Γερμανούς «μοναρχοφασίστες». Επομένως η δράση του στη Θεσπρωτία, συμπεριλαμβανομένης της δράσης εναντίον των ένοπλων Μουσουλμάνων Τσάμηδων, έπρεπε στην αφήγηση αυτή να χαρακτηριστεί με παρόμοιο πολιτικό πρόσημο. Αντίστοιχα, έπρεπε να επινοηθεί η μαζική συμμετοχή Μουσουλμάνων Τσάμηδων στην εαμική αντίσταση και να εστιαστεί η ευθύνη για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από Μουσουλμάνους Τσάμηδες εναντίον του χριστιανικού πληθυσμού της Θεσπρωτίας στη «φασιστική κλίκα» των Ντιναίων. Με εξαίρεση την αναφορά στην «κλίκα» των Ντιναίων – που για ευνόητους λόγους δεν γίνεται – το κόμμα των Τσάμηδων (PDIU) στη γειτονική Αλβανία επαναλαμβάνει ουσιαστικά μια αφήγηση που έχει τις ρίζες της στις επικοινωνιακές σκοπιμότητες του ελληνικού εμφυλίου.
Αντίστοιχες κινήσεις με εκείνη των Τσάμηδων στην Αλβανία δημιουργήθηκαν στη Δυτική Γερμανία αμέσως μετά τον πόλεμο, ενώ παρόμοιες διεκδικήσεις προέβαλαν μέχρι πρότινος στην Ενωμένη Γερμανία πολύ μεγαλύτερες σε μέγεθος, και επομένως σε πολιτική επιρροή, οργανώσεις εκτοπισθέντων από περιοχές του Τρίτου Ράϊχ στην Ανατολική Ευρώπη. Χωρίς αποτέλεσμα μέχρι τώρα ούτε στη διεκδίκηση των εδαφών και των περιουσιών που εγκατέλειψαν στην αρχική κοιτίδα, ούτε στην αναθεώρηση της Ιστορίας μέσω αλυτρωτικών σχολικών εγχειριδίων. Ωστόσο, όσοι δέχονται ότι η Ιστορία «κατασκευάζεται» κοινωνικά, ας είναι έτοιμοι να υποδεχθούν και άλλες, πιο ριζοσπαστικές, «κατασκευές» μέσα από τα κομμουνιστικά χαλάσματα των Βαλκανίων. Η εποχή τις ευνοεί. Αυτό που δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει είναι για πόσο ακόμη.
Ιωάννινα, Ιούνιος 2016
Από τον πρόλογο του βιβλίου (σελίδες 9-13)