Tiziano – The rape of Europa (dettaglio)
Του Γιώργου Κουτσαντώνη από το respublica.gr
Όλη η ιστορία της λογοτεχνίας στην ουσία είναι η περιγραφή δυο αλληλένδετων πραγμάτων. Από τη μια του μύθου, ως αντικείμενο αναζήτησης και εξερεύνησης την ανθρώπινης κατάστασης (δευτερευόντως της φαντασίας) και από την άλλη του αέναου αγώνα ανάμεσα στην Κανονικότητα και στην Εκτροπή: ανάμεσα στους υψηλούς χαρακτήρες του Ντίκενς και στις σαπισμένες ψυχές του Ντοστογιέφσκι. Η πολιτική φιλοσοφία ζευγαρωμένη με την λογοτεχνία μπορεί να αποκαλύψει αμέτρητα διδάγματα, μικρά και μεγάλα, περισσότερο φανερά ή απόκρυφα. Η ανακάλυψή τους μοιάζει με αναρρίχηση δέντρου – απαιτείται ένα συνεχές σκαρφάλωμα προς τους ανώτερους, πιο ισχνούς, κι επικίνδυνους, κλάδους για να φανεί κάπως το ξέφωτο που προσφέρει, έστω την ψευδαίσθηση μιας αποκάλυψης. Υπάρχει ωστόσο ένα σαφές δίδαγμα που φανερώνεται ήδη από τον κεντρικό κορμό της πολιτικής φιλοσοφίας και της λογοτεχνίας: στον κόσμο δεν επικρατεί πάντα η Κανονικότητα, ούτε νικάει πάντα το καλό. Αυτή η οπτιμιστική πεποίθηση είναι αφελής, αλλά και επικίνδυνη γιατί σχεδόν πάντα οδηγεί σε εφησυχασμό και οκνηρία.
Στον αντίποδα της οπτιμιστικής ιδέας, που μιλάει για καλή και αγαθή ανθρώπινη φύση, όπως λ.χ. ο Ρουσσώ και άλλοι στοχαστές, βρίσκεται η γνωστή χομπσιανή αντίληψη: του εγωιστή, επιθετικού και άπληστου ανθρώπου. Συνολικά, δε συμφωνούμε με κανέναν από τους δυο. Συχνά οι οπτιμιστές πιστεύουν στην «καλή ανθρώπινη φύση», ακριβώς γιατί απολαμβάνουν την προστασία των ανθρώπινων επιτευγμάτων και δικαιωμάτων χωρίς να συνειδητοποιούν πόσο δύσκολη, σκληρή και αγωνιώδης υπόθεση είναι η προάσπιση και διατήρηση αυτής της αφέλειάς τους. Από την άλλη πολλοί πεσιμιστές (κάποιοι αυτοαποκαλούνται ρεαλιστές) αδιαφορούν, κατά την ερμηνεία ποικίλων φαινομένων, για το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής, για την αυτοθυσία και τις αρετές του ανθρώπου που φαίνονται συνήθως πιο καθαρά σε περιόδους μεγάλων κρίσεων, δηλαδή διάκρισης και δοκιμασιών – κάτι που βλέπουμε αυτές τις μέρες μέσα από τη γενναία στάση του ουκρανικού έθνους η οποία έχει εκθέσει ανεπανόρθωτα πλήθος αναλυτών.
«Οι δημοκρατίες οφείλουν την ύπαρξή τους στην πίστη στο έθνος. Μια κοινή πίστη που υποτίθεται ότι μοιράζονται κυβέρνηση και αντιπολίτευση και γίνεται αποδεκτή απ’ όλα τα πολιτικά κόμματα, αλλά και από το εκλογικό σώμα στο σύνολό του. Όπου η εθνική αντίληψη είναι αδύναμη ή ακόμη και ανύπαρκτη, η δημοκρατία δεν μπορεί να ριζώσει»[1].
Σήμερα υπάρχει ένας ορισμένος δυτικός κόσμος – γιατί δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο τι είναι Δύση στον 21ο αιώνα- και ένα πλέγμα τρόπων ζωής, δηλαδή κοσμοθέασης, που εκφράζει την Κανονικότητά μας η οποία ταυτίζεται με τη Συντήρηση της υπάρχουσας κατάστασης (εθνικά σύνορα και κυριαρχίες, δημοκρατικά κεκτημένα, ανθρώπινα δικαιώματα, πλαίσια ευημερίας, συνεργασίας και ειρηνικής συνύπαρξης, προστασία του περιβάλλοντος, κ.λπ.). Αυτός ο κόσμος εδώ και καιρό συγκρούεται με την Εκτροπή, που είναι η αναθεώρηση των πάντων, άλλοτε (κυρίως) με τρόπο δεσποτικό και επιθετικό, όπως στην περίπτωση της Ρωσίας και της Τουρκίας, και άλλοτε (κυρίως) με στρατηγικές υπονόμευσης και φθοράς της Δύσης, όπως στην περίπτωση της Κίνας. Η Συντήρηση μιας Κανονικότητας, δεν είναι γνωστό πώς μπορεί να επιτευχθεί, ένα όμως είναι σίγουρο: δεν μπορεί να γίνει χωρίς συλλογική αφύπνιση και χωρίς μια μεγάλη προσπάθεια διαρκείας. Πρώτα από όλα για να (απο)δείξουμε, αρχικά στον ίδιο μας τον εαυτό και στη συνέχεια στους άλλους, ότι αυτό το ενίοτε προβληματικό και ατελές μοντέλο – που σήμερα εκφράζεται από την Ευρώπη – είναι βιώσιμο, ισχυρό, μπορεί να πρωταγωνιστήσει στο διεθνές στερέωμα, να παρακολουθήσει και να ρυθμίσει την τεχνολογική επανάσταση που βρίσκεται σε εξέλιξη – συνεπώς να μετασχηματίσει, με βελτιοδοξία, προς το καλύτερο.
Πρέπει να καταλάβουμε ότι η πορεία εκδημοκρατισμού και ευημερίας, κατά βάση, είναι συντηρητικό πλάνο και αποτελεί ένα από τα πιο υψηλά επιτεύγματα της ανθρώπινης ιστορίας με απαρχή την αρχαία Αθήνα. Άλλωστε είναι προτιμότερο να φυλάγεται κανείς από τη δυνητικά κακή ανθρώπινη φύση, παρά να πιστεύει στην καλή. Το θετικό είναι ότι για να γίνει αντιληπτό, το τελευταίο, δεν απαιτούνται φιλοσοφικές ή λογοτεχνικές γνώσεις, αρκούν μερικά στοιχειώδη ανθρώπινα βιώματα.
[1] Roger Scruton, England and the Need for Nations, (Λονδίνο: εκδόσεις Civitas – Institute for the Study of Civil Society, 2004).