Του Νίκου Μελέτη από το liberal.gr
Αντιμέτωπη με ένα εντελώς νέο σκηνικό σε ό,τι αφορά τα Ελληνοτουρκικά αλλά και τις περιφερειακές συνεργασίες και ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή της Αν. Μεσογείου – Μ. Ανατολής – Κόλπου βρίσκεται η Αθήνα, καθώς η Τουρκία αναβαθμίζει τον ρόλο της ελπίζοντας ότι σύντομα θα το εξαργυρώσει. Περιφερειακοί παίκτες όπως το Ισραήλ, τα Εμιράτα, το Κατάρ και η Αίγυπτος βρίσκονται σε αναζήτηση νέων ρόλων στη σκιά της Ουκρανικής κρίσης και της αντιπαράθεσης Δύσης – Ρωσίας.
Η Τουρκία έχοντας να αντιμετωπίσει τις οικονομικές συνέπειες του πολέμου, που θα υπονομεύσουν ακόμη περισσότερο τις προσπάθειες και τα τεχνάσματα του Τ. Ερντογάν για τη διάσωση της λίρας και τιθάσευση του πληθωρισμού, από την πρώτη στιγμή και με τις ευλογίες του Β. Πούτιν επεδίωξε να έχει ένα ρόλο ενδιαμέσου σε αυτή την κρίση.
Παρά το γεγονός ότι σε έναν βαθμό η στάση της Τουρκίας αναδεικνύει τις αδυναμίες που υπάρχουν στο ίδιο το ΝΑΤΟ, όταν η χώρα με τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό, αρνείται να λάβει οποιοδήποτε μέτρο έναντι της Ρωσίας, η Άγκυρα επιδιώκει και τουλάχιστον προς το παρόν επιτυγχάνει, να γίνεται αποδεκτή από τους εταίρους και συμμάχους αυτή η suis generis (μη) συμμετοχή της στο κοινό μέτωπο ΝΑΤΟ και ΕΕ έναντι της Ρωσίας.
Η συγκυρία είναι ευνοϊκή για την Τουρκία, καθώς αν και η προσωπική αντιπάθεια του προέδρου Μπάιντεν προς τον Τ. Ερντογάν παραμένει, στην Ουάσιγκτον τα ηνία στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής έχουν πάρει οι επίγονοι της περιόδου Κλίντον, που θεωρούν ότι η Τουρκία είναι στρατηγικός πυλώνας της αμερικανικής πολιτικής ασφάλειας και ότι δεν μπορεί η χώρα αυτή να «χαθεί» για κανένα λόγο από το Δυτικό στρατόπεδο.
Έτσι η Τουρκία εκμεταλλεύεται αυτό το κλίμα για να επιτύχει την «ανατροπή» στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις με την παράκαμψη των εμποδίων που υπήρχαν μέχρι τώρα (S-400, ανθρώπινα δικαιώματα, κράτος δικαίου, Συρία, Ιρακ κ.α.) ως αντάλλαγμα στις υποτιθέμενες υπηρεσίες που προσφέρει τόσο για την υποστήριξη της Ουκρανίας (που περιορίζονται βεβαίως στην εμπορική πράξη της πώλησης των Bayraktar) όσο και για τη «μεσολάβηση» προς τον Β. Πούτιν.
Βεβαίως, αυτή η διαδικασία αποκρύπτει το γεγονός ότι η Τουρκία έρχεται όλο και πιο κοντά στον Ρώσο πρόεδρο ο οποίος στην πραγματικότητα κρατάει το «χαλινάρι» της Τουρκίας λόγω της ισχυρής εξάρτησης στην ενέργεια, τον τουρισμό, αλλά και στην ευαίσθητη εμπλοκή της στη Συρία.
Η Τουρκία βρίσκεται επίσης σε μια διαδικασία εξομάλυνσης των σχέσεών της με κρίσιμες περιφερειακές δυνάμεις, το Ισραήλ, τα ΗΑΕ αλλά και την Αίγυπτο, καθώς η οικονομική κατάσταση της χώρας δεν επιτρέπει πλέον τις πολυτέλειες περιφερειακών αντιπαλοτήτων.
Με τα ΗΑΕ η διαδικασία αυτή προχωρά με ιδιαίτερα γοργούς ρυθμούς, με το Ισραήλ επίσης υπάρχει δυναμική επαναφοράς των σχέσεων στην προ «Μαβη Μαρμαρα» περίοδο και σε αυτή την κατεύθυνση σπρώχνει και ένα σημαντικό μέρος της Διοίκησης Μπάιντεν που οραματίζεται έναν φιλοδυτικό άξονα συνεργασίας στην περιοχή με συντελεστές την Τουρκία, το Ισραήλ, τα ΗΑΕ, το Κατάρ και την Αίγυπτο.
Σε ό,τι αφορά το Ισραήλ η στήριξη της Χαμάς από το καθεστώς Ερντογάν είναι ένα σημαντικό πρόβλημα, όμως από την άλλη πλευρά τονίζεται ότι ο Τούρκος πρόεδρος με την επιρροή που ασκεί στη Χαμάς θα μπορεί να λειτουργήσει ως μηχανισμός εκτόνωσης εντάσεων και ελέγχου της εξτρεμιστικής οργάνωσης.
Και βεβαίως το Ισραήλ δεν κρύβει την επιθυμία του να κλείσει μέτωπα όπως αυτό με την Τουρκία, ώστε να επικεντρωθεί στη μεγάλη απειλή ασφαλείας, το Ιράν.
Οι εξελίξεις αυτές προκαλούν δικαιολογημένα προβληματισμό στην Αθήνα. Τα ΗΑΕ προφανώς δεν θα είναι η χώρα στην οποία θα μπορεί αποκλειστικά να στηριχθεί η Ελλάδα σε ζητήματα ασφαλείας, αλλά όπως τονίζει άριστα ενημερωμένη πηγή, παραμένει ως σημαντικό κέρδος ότι οι κινήσεις προς το Αμπού Ντάμπι τα τελευταία χρόνια άνοιξαν μια «πόρτα στην Ελλάδα που μέχρι τότε ήταν κλειστή. Και έτσι ότι και αν μείνει από αυτή τη στενότατη σχέση που αναπτύχθηκε τα προηγούμενα χρόνια είναι «μεγάλο όφελος» για την Ελλάδα.
Στο Ισραήλ η καχυποψία έναντι του Τ. Ερντογάν δεν έχει εκλείψει φυσικά και παρά το γεγονός ότι η ισραηλινή εξωτερική πολιτική φημίζεται ότι συνήθως «απαιτεί τα πάντα και δεν προσφέρει τίποτα στον άλλο», η σχέση με την Ελλάδα παραμένει ακόμη ισχυρή, κάτι που αναμένεται να επιβεβαιωθεί την επόμενη Τρίτη με την επίσκεψη του Ισραηλινού ΥΠΕΞ Γ. Λαπίντ στην Αθήνα για συνομιλίες με τον Ν. Δένδια και Τριμερή με τη συμμετοχή του Ι. Κασουλίδη.
Τα ενεργειακά παραμένουν σημαντικό κομμάτι στις σχέσεις και οι επιλογές του Ισραήλ θα αποτελέσουν και τον μπούσουλα για το πού στρέφεται το Ισραήλ και ποιες είναι οι προοπτικές των περιφερειακών συνεργασιών του. Η Τουρκία έχοντας τη στήριξη και κύκλων της Ουάσιγκτον προωθεί την ενεργειακή συνεργασία με το Ισραήλ, θεωρώντας ότι αυτό μπορεί να αποτελέσει τη βάση για το «δέσιμο» των δύο χωρών.
Όμως και για τα σχέδια αυτά υπάρχουν αντιδράσεις, ενώ υπάρχει και η πιο οικονομική και πιο ευέλικτη μέθοδος εξαγωγής φυσικού αερίου, μέσω των σταθμών LNG της Αιγύπτου ή από πλωτούς σταθμούς FLNG.
Αυτή τη στιγμή η πιο σταθερή και καθαρή σχέση στην περιοχή είναι αυτή με την Αίγυπτο, που και η ίδια αισθάνεται ως απειλή για τη σταθερότητα, την επεκτατική πολιτική της Τουρκίας, ενώ μεταξύ των δύο χωρών κτίζεται πλαίσιο συνεργασίας πολύ ισχυρό και ανθεκτικό σε γεωστρατηγικές και τακτικές αναταράξεις.
Η στήριξη που προσέφερε και πάλι η Ουάσιγκτον με δήλωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στην ηλεκτρική διασύνδεση της Αιγύπτου με την Ελλάδα αλλά και στην εξαγωγή του φυσικού αερίου της περιοχής μέσω LNG, υπό το φως μάλιστα της προσπάθειας της Ευρώπης να απεξαρτηθεί από το ρωσικό φυσικό αέριο, οδηγούν σε επίσπευση των διαδικασιών για τις μελέτες, έρευνες και υλοποίηση του σημαντικού αυτού έργου Euro Africa Interconnector που θα προσφέρει στην Ευρώπη πρόσβαση σε «πράσινη ενέργεια».
Η Αθήνα προσβλέπει όμως στην Αίγυπτο και για ένα ακόμη σοβαρό ζήτημα, εκείνο της Λιβύης. Το Κάιρο διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο για τις εξελίξεις στη γειτονική του χώρα και στηρίζει τον πρωθυπουργό Φ. Μπασάγκα ο οποίος αναδείχθηκε από το Κοινοβούλιο, ενώ συνεχίζει να έχει ισχυρή επιρροή τόσο στον πρόεδρο του Κοινοβουλίου Α. Σάλεχ όσο και στον στρατηγό Χαφτάρ (οι οποίοι επισκέφθηκαν τη Δευτέρα το Κάιρο).
Ο Φ. Μπασάγκα αν και ο παραδοσιακός φίλος της Τουρκίας στην προηγούμενη λιβυκή κυβέρνηση, τώρα επιχειρεί να ισορροπήσει, ώστε να έχει τη στήριξη της Αιγύπτου και για την Αθήνα είναι αυτή η σχέση Αιγύπτου – Μπασάγκα ο μοναδικός τρόπος που έχει για να ελέγξει τις εσωτερικές εξελίξεις και να αποφύγει δυσάρεστα τετελεσμένα με ενδεχόμενη προσπάθεια υλοποίησης του Τουρκολιβυκού Μνημονίου επί του πεδίου. Κάτι που θα οδηγούσε σε αντιπαράθεση την Ελλάδα τόσο με την Τρίπολη όσο και με την Άγκυρα.
Σε αυτό το σκηνικό, η Αθήνα παρακολουθεί τις κινήσεις Ερντογάν και ελπίζει ότι την ώρα που εμφανίζεται ως ειρηνοποιός στην Ουκρανία και κρατά «κλάδο ελαίας» στη Μέση Ανατολή και στον Κόλπο, θα αποφύγει να χαλάσει αυτή την εικόνα προκαλώντας ένταση επί του πεδίου εις βάρος της Ελλάδας.
Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι αλλάζει προς το ελάχιστον η θέση της Τουρκίας σε ό,τι αφορά τα μεγάλα ζητήματα των διμερών σχέσεων, ενώ και για την Ελλάδα θα είναι όλο και πιο δύσκολο να πείσει τους Συμμάχους και τους εταίρους για τον πραγματικά αποσταθεροποιητικό ρόλο της Τουρκίας που δεν κρύβεται πίσω από διαμεσολαβήσεις και φιλειρηνικές διακηρύξεις.
Η Αθήνα κερδίζει χρόνο, πρέπει να δίνει μάχη για να αναβιώνει και να συντηρεί διμερείς συνεργασίες και συμμαχίες και συγχρόνως να ολοκληρώνει τα εξοπλιστικά προγράμματά της. Γιατί η Τουρκία ακόμη και με τη μάσκα του ειρηνοποιού, όλοι γνωρίζουν ότι κάνει απλώς «διάλειμμα» και σύντομα θα επιστρέψει με τη γνωστή ατζέντα της στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο.