Αρχική » Πως ο Πούτιν ανήλθε στην εξουσία: Οι βόμβες στις πολυκατοικίες του 1999

Πως ο Πούτιν ανήλθε στην εξουσία: Οι βόμβες στις πολυκατοικίες του 1999

από Άρδην - Ρήξη

Αναδημοσιεύουμε εκτενή αποσπάσματα από την 1ο κεφάλαιο του βιβλίου του David Satter, The Less you know, the better you sleep. Russia’s road to terror and dictatorship under Yeltsin and Putin, (Yale University Press, 2016) καθώς πιστεύουμε ότι περιγράφουν πολύ χαρακτηριστικά το κλίμα και τις μεθοδεύσεις που οδήγησαν στην ανάδειξη του Πούτιν στην εξουσία. Οι βομβιστικές επιθέσεις στις πολυκατοικίες της Μόσχας και άλλων πόλεων της Ρωσίας προανήγγειλαν με τον δικό τους τραγικό τρόπο τον τύπο του καθεστώτος που έμελλε να εγκαθιδρυθεί επί της διακυβέρνησης του Βλαδίμηρου Πούτιν. Ενδεικτικό, βέβαια, είναι το γεγονός ότι όσοι πολιτικοί αγωνίστηκαν για να διαλευκανθούν αυτές οι υποθέσεις ‘εξουδετερώθηκαν’ με όλους τους δυνατούς τρόπους. [ardin-rixi.gr]

Το καλοκαίρι του 1999, η εποχή του Μπόρις Γιέλτσιν βάδιζε προς το τέλος της, και εκείνοι που κράδαιναν τα ηνία της εξουσίας στη Ρωσία ανησυχούσαν μήπως απειλούνταν η ελευθερία τους ή ακόμα ακόμα και η ζωή τους. Υπήρχαν ενδείξεις οικονομικής ανάκαμψης, αλλά η πλειοψηφία των πολιτών ακόμα ζούσε σε συνθήκες φτώχειας και περίμενε μήνες για να λάβουν τους μισθούς τους. Η καμαρίλα του Γιέλτσιν βρισκόταν όλο και περισσότερο σε απομόνωση, ενώ γινόταν ολοένα και πιο μισητή για τον ρόλο που διαδραμάτισε στη λεηλασία της χώρας. Σύμφωνα με Ρώσους και Δυτικούς που είχαν πρόσβαση στην ηγεσία του Κρεμλίνου, τα κορυφαία μέλη της γιελτσινκής «οικογένειας» –η κόρη του προέδρου, Τατιάνα Ντιατσένκο, ο Μπορίς Μπερεζόφσκι, στενός της σύμβουλος και πλουσιότερος άνθρωπος της χώρας, και ο Βαλεντίν Γιουμάσεφ, μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας και μελλοντικός σύζυγος της Ντιατσένκο– ζούσαν υπό τον φόβο μιας αμείλικτης νέμεσης. Πολλοί ήταν ήδη πεπεισμένοι ότι δεν θα έπρεπε να παραδώσουν την εξουσία ποτέ.   

Στις δώδεκα μέρες που μεσολάβησαν μεταξύ της 4ης και της 16ης Σεπτεμβρίου του 1999, ωστόσο, τα πάντα άλλαξαν. Τέσσερις πολυκατοικίες ανατινάχτηκαν στη Μόσχα, το Μπιουνάκσκ, και το Βολγκοντόνσκ, και οι διαμάχες που συγκλόνιζαν τη χώρα για τις ιδιωτικοποιήσεις και τη διαφθορά ξαφνικά έπαψαν. Οκτώ χρόνια μετα-σοβιετικής ιστορίας ξεχάστηκαν μπροστά στις σοκαριστικές εικόνες των πτωμάτων που σύρονταν έξω από τα χαλάσματα των βομβαρδισμένων πολυκατοικιών.

 «Θα καταδιώξουμε τους τρομοκράτες όπου κι αν βρίσκονται. Εάν βρίσκονται σε αεροδρόμιο, στο αεροδρόμιο, και –συγχωρέστε με– αν είναι στην τουαλέτα, θα τους καθαρίσουμε μέσα στην τουαλέτα. Το ζήτημα αυτό κλείνει μια για πάντα»[1].

Ρώσοι αξιωματούχοι δήλωσαν ότι υπάρχουν ‘ίχνη Τσετσένων’ στις βομβιστικές επιθέσεις[2]. Η χρήση του όρου ήταν ασυνήθιστη: όχι ενδείξεις αλλά «ίχνη». Οι Τσετσένοι επέμεναν ότι δεν είχαν καμία σχέση με τις βομβιστικές επιθέσεις[3], και ποτέ δεν προέκυψε καμία απόδειξη για την εμπλοκή τους. Αλλά ο ρωσικός στρατός ήδη πολεμούσε τους Τσετσένους αντάρτες στο Νταγκεστάν, και η χώρα έψαχνε απελπισμένα κάποιον να βάλει στο στόχαστρο. Οι Ρώσοι αντιτάσσονταν σε περαιτέρω κλιμάκωση στην Τσετσενία, αλλά έπειτα από τις βομβιστικές επιθέσεις, η διάθεση της κοινής γνώμης άλλαξε[4]. Ήταν πια έτοιμοι για έναν νέο πόλεμο στην Τσετσενία. 

Το μυστήριο του ποιος έβαλε τις βόμβες στις πολυκατοικίες το 1999 δεν λύθηκε ποτέ. Στο βαθμό που έχουν προκύψει στοιχεία για τους δράστες, αυτά δεν παραπέμπουν σε Τσετσένους τρομοκράτες αλλά στην ηγεσία του Κρεμλίνου και την FSB

[ ]

Την άνοιξη του 1999 η Ρωσία του Γιέλτσιν ήταν ένα έθνος τραυματισμένο από την εκπτώχευση και την μαφιοζοποίηση, και δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι οι προγραμματισμένες για τον Ιούνιο του 2000 εκλογές εν τέλει θα διεξάγονταν. Τα ποσοστά αποδοχής τόσο του Γιέλτσιν, όσο και του νεοδιοριζόμενου πρωθυπουργού και εν τέλει διαδόχου του, Βλαντιμίρ Πούτιν, μόλις που έφταναν το 2%[5]. Φάνταζε σχεδόν αδιανόητο ότι ο οποιοσδήποτε συνδεδεμένος με τον Γιέλτσιν θα ήταν σε θέση να κερδίσει ελεύθερες εκλογές. Αλλά υπήρχε ένας διάχυτος φόβος ότι ο Γιέλτσιν θα έβρισκε κάποιο πρόσχημα ώστε να θέσει τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, και να ματαιώσει την εκλογική διαδικασία. 

Στις 6 Ιουνίου του 1999, ο Ζαν Μπλόμγκρεν, ανταποκριτής στη Μόσχα της σουηδικής εφημερίδας Σβένσκα Ταγκμπλαντέτ [Svenska Dagbladet], ανέφερε ότι μια φράξια του Κρεμλίνου εξέταζε σοβαρά την πραγματοποίηση «βομβιστικών ενεργειών οι οποίες θα μπορούσαν να αποδοθούν στους Τσετσένους»[6]. Στο φύλλο της 26ης Ιουλίου της εφημερίδας Μοσκόβσκαγια Πράβδα [Moskovskaya Pravda], ο δημοσιογράφος επί των στρατιωτικών θεμάτων Αλεξάντερ Ζιλίν επικαλέστηκε την μαρτυρία «αξιόπιστων πηγών του Κρεμλίνου» υποστηρίζοντας ότι ο κύκλος της Ντιατσένκο σχεδίαζε την διεξαγωγή τρομοκρατικών επιθέσεων στη Μόσχα προκειμένου να εκτεθεί ο Γιούρι Λουζκόβ, δήμαρχος της Μόσχας, και ένας από τους πιο σοβαρούς πολιτικούς αντιπάλους του Γιέλτσιν. Το σχέδιο, υπό την ονομασία ‘Καταιγίδα στην Μόσχα’, προέβλεπε την διενέργεια επιθέσεων στο αρχηγείο της FSB, το Υπουργείο Εσωτερικών, και το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο, απαγωγές από Τσετσένους αντάρτες, και το ξέσπασμα συγκρούσεων μεταξύ εγκληματικών συμμοριών. Όλα αυτά είχαν ως σκοπό να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι ο Λουζκόβ είχε χάσει τον έλεγχο της πόλης του[7].  

Τον Ιούνιο, επίσης, η Ρωσία ξεκίνησε να συγκεντρώνει στρατεύματα στα σύνορά της με την Τσετσενία. Σημαντικές δυνάμεις πυροβολικού και αεροπορίας μεταφέρθηκαν στην περιοχή, ενώ τον Ιούλιο ακολούθησε και η μετακίνηση πολλαπλών εκτοξευτών πυραύλων που ήταν σε θέση να ισοπεδώσουν ολόκληρες περιοχές. H σταδιακή συγκέντρωση των δυνάμεων συνεχίστηκε μέχρι να φτάσουν τα μεγέθη της μεραρχίας, κι έτσι μια δύναμη 7.000 ανδρών έφτασε να στρατοπεδεύει στα σύνορα με την Τσετσενία[8].

Την ίδια στιγμή, υπήρχαν ανησυχητικές εξελίξεις στο γειτονικό Νταγκεστάν όπου  αναμένονταν μια εισβολή ισλαμιστών ανταρτών από το γειτονική Τσετσενία. Παρ’ όλα αυτά, προς το τέλος της άνοιξης, οι ρωσικές αρχές αιφνιδίασαν τις τοπικές αρχές καθώς μετακίνησαν τις δυνάμεις τους της χωροφυλακής που στρατοπέδευαν στα σύνορα με την Τσετσενία, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο στους επίδοξους εισβολείς.

Στις 7 Αυγούστου, πραγματοποιήθηκε εν τέλει η εισβολή. Μια ισλαμική δύναμη 1.200 ατόμων, υπό τις διαταγές του Τσετσένου ηγέτη των ανταρτών Σαμίλ Μπασάεφ, κι ενός Άραβα υπό το ψευδώνυμο Χατάμπ, εισήλθε στο Νταγκεστάν από την Τσετσενία δίχως να συναντήσει καμία αντίσταση. Ένα υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Εσωτερικών Υποθέσεων δήλωσε αργότερα ότι εάν οι δυνάμεις της χωροφυλακής δεν είχαν αποσυρθεί από τα σύνορα Τσετσενίας-Νταγκεστάν, η εισβολή δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί[9]. Οι εισβολείς κατέλαβαν μια μικρή περιοχή, που ονομάζεται Μποτλίκχ, και συγκρούστηκαν με μονάδες ντόπιων πολιτοφυλακών. Στις 23 Αυγούστου, οι εισβολείς αναδιπλώθηκαν, δίχως να συναντήσουν καμία αντίσταση. Ένας διοικητής των ρωσικών δυνάμεων δήλωσε σε έναν ανταποκριτή του Τάιμ ότι κατά την αποχώρηση των εισβολέων, είχε τον Μπασάεφ στο στόχαστρο, αλλά διατάχθηκε να μην του επιτεθεί. «Έτσι είδαμε την μακρά αυτοκινητοπομπή των φορτηγών και των τζιπ του Μπασάεφ να επιστρέφει στην Τσετσενία, υπό την κάλυψη που του παρείχαν τα δικά μας ελικόπτερα», είπε. «Θα μπορούσαμε να τον είχαμε εξαφανίσει εκείνη τη στιγμή, αλλά τα αφεντικά μας στη Μόσχα τον ήθελαν ζωντανό»[10].

Η τσετσενική κυβέρνηση καταδίκασε την εισβολή. Ο Ασλάν Μασκχάντοβ, πρόεδρος της Τσετσενίας, προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον Γιέλτσιν μέσα από την γραμμή άμεσης επικοινωνίας που είχε εγκατασταθεί από τον πρώτο πόλεμο της Τσετσενίας, αλλά εκείνος δεν σήκωσε το τηλέφωνο. Μέσα σε λίγες μέρες, η γραμμή έπαυσε εντελώς την λειτουργία της[11].

Μετά την αποχώρηση των ανταρτών, η Ρωσία βομβάρδιζε την περιοχή του Μποτλίχ επί αρκετές μέρες, και ξεκίνησε μια επιχείρηση αντιποίνων στην περιοχή Καραμάχι-Τσαμπανμάχι, θύλακας ο οποίος λίγα χρόνια πριν, με την άδεια των αρχών, είχε κηρύξει τον ισλαμικό νόμο. Οι ρωσικές δυνάμεις περικύκλωσαν χωριά και τα βομβάρδισαν, σκοτώνοντας πάνω από 1.000 αμάχους[12]. Δεν υπήρχε καμία εμφανής συσχέτιση ανάμεσα στα γεγονότα του Μποτλίχ και το Καραμάχι-Τσαμπανμάχι, μια εντελώς διαφορετική περιοχή του Νταγκεστάν.

Σε απάντηση των βομβαρδισμών που έλαβαν χώρα στο Καραμάχι-Τσαμπανμάχι, στις 4 Σεπτεμβρίου ο Μπασάεβ ξαναεισέβαλε στο Νταγκεστάν, προκαλώντας συγκρούσεις οι οποίες διήρκεσαν 3 εβδομάδες. Οι βομβιστικές επιθέσεις στις πολυκατοικίες συνέβησαν καθώς αυτές οι μάχες βρισκόταν σε εξέλιξη. Ο συγχρονισμός των βομβιστικών επιθέσεων με τις συγκρούσεις στο Νταγκεστάν, δημιούργησε την εντύπωση ότι οι πρώτες αποτελούσαν πράξεις αντεκδίκησης για τις επιθέσεις που διεξήγε ο ρωσικός στρατός εναντίον των ανταρτών στο Νταγκεστάν.

Η εισβολή στο Νταγκεστάν αντιμετωπίστηκε από την ρωσική κυβέρνηση ως ένδειξη του ότι οι Τσετσένοι ήθελαν να κατακτήσουν ολόκληρο τον Νότιο Καύκασο. Ωστόσο, τον Αύγουστο, η εβδομαδιαία επιθεώρηση Βερσίγια [Versiya] δημοσίευσε ένα ρεπορτάζ το οποίο καταδείκνυε ότι η εισβολή του Μπασάεφ στο Νταγκεστάν οργανώθηκε με την ανάμειξη των ίδιων των Ρώσων. Σύμφωνα με την επιθεώρηση, ο Αλεξάντερ Βολοσίν, επικεφαλής του προεδρικού γραφείου, είχε συναντηθεί προσωπικά με τον Μπασάεφ στις 4 Ιουλίου του ίδιου έτους, στην πόλη Μπεαλού, που βρίσκεται ανάμεσα στη Νίκαια και το Μονακό, σε μια βίλα που ανήκε στον έμπορο όπλων Αντνάν Κασόγκι. Η πληροφορία αυτή προήλθε από μια πηγή των γαλλικών μυστικών υπηρεσιών. Στις 13 και τις 14 Σεπτεμβρίου, η εφημερίδα Μοσκόβσκι Κομσομολέτς [Moskovsky Komsomolets] δημοσίευσε αποσπάσματα μιας φιλικής συνομιλίας ανάμεσα σ’ έναν άνθρωπο που η φωνή του έμοιαζε με εκείνην του Μπορίς Μπερεζόφσκι –στενού συμβούλου της κόρης του Γιέλτσιν– και του Μοβλάντι Ουντούγκοφ, ανεπίσημου εκπροσώπου της εξτρεμιστικής αντιπολίτευσης των Τσετσένων, στην οποία συμμετείχαν ο Μπασάεφ και ο Χατάμπ. Στην συνομιλία, παρουσιάζονται να συζητούν την μεταφορά χρημάτων στους εξτρεμιστές[13].

Τα δημοσιεύματα αυτά προκάλεσαν την αντίδραση του Βιτάλι Τρετιακόβ, εκδότη του πιο σημαντικού εντύπου ιδιοκτησίας Μπερεζόφσκι, της Νεζαγίσμαγια Γκαζέτα [Nezavisimaya Gazeta], και έτσι δημοσιοποίησε μια εκδοχή των γεγονότων που υπερασπιζόταν εμμέσως τον Μπερεζόφσκι, την ίδια στιγμή που αποδεχόταν ότι η επιχείρηση στο Νταγκεστάν οργανώθηκε από τις ρωσικές αρχές. «Ήταν εντελώς προφανές», έγραφε ο Τρετιακόβ «ότι οι Τσετσένοι παρασύρθηκαν στο Νταγκεστάν… προκειμένου να προσφέρουν μια επαρκή δικαιολογία… ώστε να ξεκινήσει η επιθετική φάση της επιχείρησης εναντίον των τρομοκρατών της Τσετσενίας. Ξεκάθαρα επρόκειτο για μια επιχείρηση των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών… για την οποία, επιπλέον, υπήρχε έγκριση από πολύ ψηλά ιστάμενα κλιμάκια». Όσο για τον Μπερεζόφσκι, η φωνή του οποίου είχε καταγραφεί στην ηχογράφηση να προσφέρει χρήματα στους εξτρεμιστές, ο Τρετιακόβ εκτίμησε ότι τον χρησιμοποίησαν «οι ρωσικές μυστικές υπηρεσίες δίχως να το ξέρει». Το πιο πιθανόν ήταν, συνέχιζε ο Τρετιακόβ, «να έδρασε σε συνεννόηση μαζί τους», μια προοπτική «πολύ πιο ρεαλιστική από την θεωρία ότι ο Μπερεζόφσκι τα έστησε όλα μόνος του’»[14].

Ο Χατάμπ (αριστερά) και ο Σαμίλ Μπασάεφ (δεξιά)

Κατά την διάρκεια εκείνου του μοιραίου καλοκαιριού, όταν η Μόσχα πλημμύριζε από φήμες, είχα επαφή με έναν Ρώσο πολιτικό πράκτορα που είχε αρκετές διασυνδέσεις στα υψηλότερα κλιμάκια της εξουσίας. Όταν τον συνάντησα, μου είπε για τον αυξανόμενο φόβο του Κρεμλίνου σχετικά με την πιθανότητα να χάσει την εξουσία η κυβέρνηση Γιέλτσιν, και για τις φήμες ότι η Μόσχα θα αποτελέσει πεδίο μιας μεγάλης προβοκάτσιας. Μου είπε ότι, σε περίπτωση που έχανε την εξουσία, η ασφάλεια του Γιέλτσιν και της οικογένειάς του θα βρισκόταν σε κίνδυνο, και ότι αν δεν υπάρξει κάποια διευθέτηση για τους όρους παράδοσης της εξουσίας «θα ανατινάξουν τη μισή Μόσχα».

Μπορούσα να νιώσω την ανησυχία του φίλου μου πίσω από τα λεγόμενά του, αλλά δεν ήξερα πώς να αξιολογήσω τους φόβους του. Δεν είχα καμία αυταπάτη για το ποιόν του Γιέλτσιν και του κύκλου του, ωστόσο ήταν δύσκολο για μένα να δεχθώ ότι ένας άνθρωπος που ανήλθε στην εξουσία μέσω μιας ειρηνικής, αντικομμουνιστικής επανάστασης η οποία έχαιρε ευρείας λαϊκής στήριξης, θα μπορούσε να φτάσει σε σημείο να δολοφονήσει ανθρώπους του δικού του λαού, προκειμένου να παραμείνει στην εξουσία. Η εξέλιξη των γεγονότων θα μου άλλαζε εντελώς γνώμη.

Στις 9.40 το βράδυ της 4ης Σεπτεμβρίου, ένα παγιδευμένο φορτηγό εξερράγη στο Μπουϊνάκσκ, την δεύτερη μεγαλύτερη χώρα του Νταγκεστάν. Κατέστρεψε μια πενταόροφη πολυκατοικία που στέγαζε στρατιώτες από την 136η μηχανοκίνητη ταξιαρχία τυφεκιοφόρων. Η έκρηξη συνέβη σε μια στιγμή που οι περισσότεροι βρίσκονταν σπίτι, βλέποντας την τηλεοπτική μετάδοση ενός ποδοσφαιρικού αγώνα μεταξύ Γαλλίας και Ουκρανίας, και δεκάδες άνθρωποι θάφτηκαν μέσα στα χαλάσματα. Ο συνολικός αριθμός των νεκρών έφτασε τους 64, ενώ οι τραυματίες, τους 100.

Αργότερα αποκαλύφθηκε ότι τα θύματα θα μπορούσαν να είναι πολύ περισσότερα. Ώρες μετά την πρώτη έκρηξη στο Μπουϊνάκσκ, μια δεύτερη βόμβα ανακαλύφθηκε σε ένα φορτηγό ZIL-130 που ήταν παρκαρισμένο δίπλα από το στρατιωτικό νοσοκομείο. Οι ναρκαλιευτές σταμάτησαν έναν ωρολογιακό μηχανισμό δώδεκα λεπτά πριν την προγραμματισμένη έκρηξη. Έξι χιλιάδες λίβρες εκρηκτικών ήταν φορτωμένες στο φορτηγό, ποσότητα αρκετή ώστε να ισοπεδώσει όλο το κέντρο της πόλης. 

Τα γεγονότα στο Μπουϊνακάκσκ, παρ’ όλο που ήταν συγκλονιστικά, δεν ξεσήκωσαν την κοινή γνώμη, γιατί τα θύματα ήταν από το Νταγκεστάν, όχι από τη Ρωσία, και το Νταγκεστάν βρισκόταν στη ζώνη του πολέμου. Στις 9 Σεπτεμβρίου, ωστόσο, οι τρομοκράτες χτύπησαν και πάλι, αυτή τη φορά στη Μόσχα. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, μια βόμβα εξερράγη στο υπόγειο ενός κτηρίου του αριθμού 19 της οδού Γκαριάνοβα, σε ένα φτωχό προάστιο στην νοτιοανατολική πλευρά της πόλης. Η κεντρική πτέρυγα του κτηρίου κατέρρευσε, αφήνοντας το κλιμακοστάσιο της δεξιάς και της αριστερής πτέρυγας να χάσκει μέσα από μια μεγάλη τρύπα. Η φωτιά μαίνονταν για ώρες κάτω από τα χαλάσματα. «Είναι σαν να καίει η κόλαση από κάτω», είπε ένας διασώστης, «ακόμα και αν επιβίωσαν της έκρηξης, κάποιοι θάφτηκαν ζωντανοί»[15]. Εν τέλει, 100 άνθρωποι θα πεθάνουν, και 690 θα τραυματιστούν[16]. Οι Ρώσοι αξιωματούχοι κατηγόρησαν τους Τσετσένους τρομοκράτες για τις επιθέσεις, λέγοντας ότι αποζητούσαν εκδίκηση για την «ήττα» τους στο Νταγκεστάν. Το κλιμάκιο της FSB στη Μόσχα ανακοίνωσε ότι τα ευρήματα από το σημείο της έκρηξης έφεραν ίχνη ΤΝΤ και κυκλωνίτη, ενός πανίσχυρου στρατιωτικού εκρηκτικού.  

Τέσσερις μέρες μετά, στις 13 Σεπτεμβρίου, μια έκρηξη στο κτήριο του αριθμού 6 της λεωφόρου Κασχίρσκογιε στη Μόσχα, ισοπέδωσε ένα 9όροφο κτήριο, μετατρέποντας το σ’ ένα σωρό από ερείπια. Η έκρηξη συνέβη στις 5 τα ξημερώματα, όταν σχεδόν όλοι οι ένοικοι της πολυκατοικίας κοιμούνταν. Οι Μοσχοβίτες ξύπνησαν βλέποντας τηλεοπτικά πλάνα ομάδων διάσωσης που έτρεχαν πάνω κάτω στα χαλάσματα. Τα θύματα έφτασαν τους 124, ενώ 7 τραυματίστηκαν[17].

Η ρωσική πρωτεύουσα πλέον είχε πλέον καταληφθεί από τον πιο ανείπωτο τρόμο. Κάθε μία από τις τριάντα χιλιάδες πολυκατοικίες της πόλης, διατάχθηκε να ερευνηθεί για την ύπαρξη εκρηκτικών[18], ενώ οι κάτοικοι οργάνωσαν περιπολίες εκ περιτροπής. Υπήρξαν δεκάδες χιλιάδες κλήσεις προς την αστυνομία από πολίτες που ανέφεραν ύποπτες δραστηριότητες.

Το πρωί της έκρηξης στη λεωφόρο Κασχίρσκογιε, ο Γκενάντι Σελέζνεβ, εκπρόσωπος της κρατικής Δούμας, ανακοίνωσε σε μια συνάντηση του Συμβουλίου ότι, την προηγούμενη νύχτα, μια πολυκατοικία ανατινάχτηκε στην πόλη του Βολγκοντόνσκ. Η σημασία αυτής της ανακοίνωσης, δεν θα γινόταν σαφής παρά πολύ αργότερα στην πορεία των γεγονότων.

Στις 16 Σεπτεμβρίου, ο τρόμος επεκτάθηκε και άλλο. Ενώ οι κηδείες των θυμάτων στη Μόσχα συνεχίζονταν, ένα παγιδευμένο φορτηγό εξερράγη στο Βολγκοντόνσκ. Το ωστικό κύμα προκάλεσε την κατάρρευση της πρόσοψης μιας 9όροφης πολυκατοικίας. Τα πτώματα δεκαοκτώ ανθρώπων, μεταξύ των οποίων και δύο παιδιών, ανασύρθηκαν από τα χαλάσματα. Ενενήντα εννιά άνθρωποι νοσηλεύτηκαν στο νοσοκομείο. Η έκρηξη αυτή, όπως και εκείνη στην λεωφόρο Κασχίρσκογιε, συνέβη στις 5 τα ξημερώματα. Το ψυχολογικό σοκ ήταν τόσο μεγάλο, που έπειτα από το συμβάν εκατοντάδες άνθρωποι δεν ήθελαν να επιστρέψουν σπίτια τους, και πέρασαν τη νύχτα έξω. Η βόμβα άφησε πίσω της έναν κρατήρα βάθους 11,5 ποδιών, και διαμέτρου 40 με 50 ποδιών. Κομμάτια από το παγιδευμένο όχημα εκτοξεύτηκαν σε μια ακτίνα που προσέγγιζε το μίλι[19]

Η επίθεση στο Βολγκοντόνσκ έδειχνε ότι υπήρχε πρόθεση να εξαπλωθούν οι βομβιστικές επιθέσεις και σε πόλεις εκτός της Μόσχας. Αυτή η εκτίμηση επαληθεύθηκε, ωστόσο με ανέλπιστο τρόπο.

Στις 8.30 της 22ας Σεπτεμβρίου, ο Αλεξέι Καρτοφέλνικοφ, επέστρεψε στο διαμέρισμά του στο Ριαζάν, μια πόλη που βρίσκεται 120 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Μόσχας, έπειτα από ένα σαββατοκύριακο στην ντάτσα του. Παρατήρησε ότι ένα άσπρο Λάντα ήταν παρκαρισμένο μπροστά από το κτήριο, στον αριθμό 14/16 της οδού Νοβοσέλοβ, ενώ ένας άνδρας βρισκόταν στα πίσω καθίσματα του οχήματος. Ο Καρτοφέλνικοφ ανέβηκε στο διαμέρισμά του και κάλεσε την αστυνομία. Οι τελευταίοι δύο αριθμοί της πινακίδας του αυτοκινήτου ήταν καλυμμένες με ένα κομμάτι χαρτί, όπου αναγραφόταν το «62» ο κωδικός που παρέπεμπε στο Ριαζάν. Η κόρη του Καρτοφέλνικοφ, Γιούλια, 23χρονη φοιτήτρια ιατρικής, παρατήρησε από το μπαλκόνι του σπιτιού της έναν άνθρωπο να βγαίνει από το υπόγειο του κτηρίου, και να ελέγχει το ρολόι του, προτού μπει στο αυτοκίνητο, όπου τον περίμεναν δύο άλλοι άνθρωποι. Εν τω μεταξύ, ένας άλλος ένοικος, ο Βλαντιμίρ Βασίλιεβ, επέστρεφε στο σπίτι του και επίσης πρόσεξε το αυτοκίνητο. Το κομμάτι χαρτί με το «62» είχε πλέον πέσει, κι έτσι διαπίστωσε ότι οι πινακίδες στο εμπρός μέρος του αυτοκινήτου ήταν διαφορετικές από εκείνες που υπήρχαν στο πίσω μέρος. Κάλεσε επίσης την αστυνομία.

Όταν η αστυνομία έφτασε, η Γιούλια επέμενε να ελέγξουν το υπόγειο. Το υπόγειο χρησιμοποιούνταν σαν τουαλέτα από τους άστεγους της γειτονιάς, και η αστυνομία δεν ήθελε να το ερευνήσει. Αλλά στο τέλος πείστηκαν, κατέβηκαν τις σκάλες, και επέστρεψαν άμεσα φωνάζοντας «υπάρχει βόμβα!». Σύντομα στο κτήριο επικράτησε χάος. Η αστυνομία άρχισε να ενημερώνει τους κατοίκους πόρτα πόρτα ώστε να εγκαταλείψουν το κτήριο. Οι ένοικοί του πήραν τα παιδιά τους από το μπάνιο, άρπαξαν γρήγορα τα χαρτιά τους, και κατέβηκαν κάτω. Οι άρρωστοι και οι αδύναμοι έμειναν πίσω.

Καθώς οι ένοικοι παρατηρούσαν από το δρόμο, η αστυνομία, μαζί με τον Γιούρι Τκατσένκο, επικεφαλής του τοπικού τμήματος εξουδετέρωσης βομβών, εισήλθε στο υπόγειο. Ο Τκατσένκο αποσυνέδεσε τον πυροκροτήτη και το ρολόι, και έπειτα έλεγξε τα τρία σακιά που περιείχαν μια άσπρη κρυσταλλική ουσία με έναν φορητό αναλυτή αερίων. Το περιεχόμενο των σάκων βρέθηκε θετικό στον κυκλωνίτη, την ίδια ουσία που χρησιμοποιήθηκε και στις προηγούμενες βομβιστικές επιθέσεις. Δεν υπήρχε αμφιβολία πλέον ότι κάποιος προσπάθησε να ανατινάξει το κτήριο.

Τα σακιά μεταφέρθηκαν έξω από το υπόγειο του κτηρίου γύρω στις 1.30 το βράδυ, και κατασχέθηκαν από την FSB. Αλλά οι πράκτορές της ξέχασαν πίσω τους τον πυροκροτητή, η κατασκευή του οποίου πρόδιδε την στρατιωτική του προέλευση, και αυτός κατέληξε στα χέρια του τμήματος εξουδετέρωσης βομβών. Φωτογραφήθηκε και σημάνθηκε κατά την επόμενη μέρα.

Στην βάση των περιγραφών που έδωσαν ο Καρτοφέλνικοφ, η κόρη του, και ο Βασίλιεφ, η αστυνομία προετοίμασε τα πορτραίτα των υπόπτων. Τα αεροδρόμια και οι σιδηροδρομικοί σταθμοί αποκλείστηκαν, στήθηκαν μπλόκα στους δρόμους που οδηγούσαν έξω από την πόλη.

Το άσπρο Λάντα βρέθηκε εν τέλει κατά την αυγή, εγκαταλειμμένο σε ένα πάρκινγκ. Λίγο μετά, πραγματοποιήθηκε μια κλήση προς την Μόσχα από ένα δημόσιο τηλέφωνο στο Ριαζάν, και ο τηλεφωνητής που συνέδεσε τη γραμμή άκουσε μέρος της συνδιάλεξης. Εκείνος που έκανε την κλήση έλεγε ότι δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής. Η φωνή από την άλλη πλευρά της γραμμής απάντησε «χωριστείτε και διαφύγετε ο καθένας μόνος σας»[20]. Ο τηλεφωνητής ανέφερε την κλήση στην αστυνομία, που εντόπισε τον αριθμό. Προς έκπληξή της, αυτός δεν άνηκε σε Τσετσένους τρομοκράτες, αλλά στην FSB. Οι τρομοκράτες σύντομα συνελήφθησαν, και, προς απογοήτευση της αστυνομίας, τους έδειξαν τα σήματα της FSB. Η τελευταία διέταξε την απελευθέρωσή τους. 

Η FSB ήταν αναγκασμένη να καταφύγει σε εξηγήσεις. Την Παρασκευή, 24 Σεπτεμβρίου, ο επικεφαλής της Νικολάι Πάτρουσεφ, εξήλθε από μια σύσκεψη στο Κρεμλίνο και δήλωσε ότι η εκκένωση του κτηρίου ήταν μέρος μιας ασκήσεως ετοιμότητας.

Οι δηλώσεις του Πάτρουσεφ έρχονταν σε ευθεία αντίθεση με τα όσα ισχυρίζονταν οι αρχές επί δύο μέρες. Το πρωί της 23ης Σεπτεμβρίου, ο Αλεξάντερ Σεργκέεφ, επικεφαλής του κλιμακίου της FSB στο Ριαζάν, εμφανίστηκε στην τηλεόραση και συνεχάρη τους ενοίκους για την εγρήγορσή τους, η οποία απέτρεψε μια τρομοκρατική επίθεση. Ο Βλαντιμίρ Ρουσάιλο, υπουργός Εσωτερικών, ανακοίνωσε στο πανεθνικό τηλεοπτικό δίκτυο ότι αποσοβήθηκε μια τρομοκρατική βομβιστική επίθεση. Αλλά τώρα ο Πάτρουσεφ ισχυριζόταν ότι το περιστατικό ήταν στην πραγματικότητα άσκηση ετοιμότητας. Οι σάκοι που βρέθηκαν στο υπόγειο περιείχαν ζάχαρη, και η εκτίμηση ότι περιείχαν κυκλωνίτη ήταν λανθασμένη.

Υπήρξαν παρόμοιες ασκήσεις σε άλλες πόλεις, είπε ο Πάτρουσεφ, αλλά μόνον στο Ριαζάν οι κάτοικοι αντέδρασαν με το σωστό τρόπο. Οι ένοικοι του κτηρίου δέχτηκαν τα συγχαρητήριά του για την επαγρύπνηση που επέδειξαν.

Τα γεγονότα προκάλεσαν οργή στο Ριαζάν, και οι άνθρωποι πέρασαν έξω την νύχτα της 23ης Σεπτεμβρίου. Δημοσιογράφοι διατύπωσαν το εύλογο ερώτημα μήπως η FSB και όχι οι Τσετσένοι είναι υπεύθυνη και για τις τέσσερις βομβιστικές επιθέσεις που προηγήθηκαν. Η κοινωνία, ωστόσο, δεν αντέδρασε οργανωμένα. Μια ημέρα μετά την ανακάλυψη της βόμβας, τα ρωσικά αεροσκάφη ξεκίνησαν το βομβαρδισμό του αεροδρομίου του Γκρόζνι, στην Τσετσενία, και στις 1 Οκτωβρίου τα ρωσικά στρατεύματα πέρασαν τα σύνορα, εξαπολύοντας τον δεύτερο πόλεμο της Τσετσενίας.  

Η οργή για την «προδοτική επίθεση» του Χίτλερ στη Σοβιετική Ένωση ήταν το συναίσθημα που βοήθησε στην κινητοποίηση του σοβιετικού λαού κατά τις πρώτες ημέρες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και έκτοτε η επίθεση αυτή αποτελεί ένα σημείο καμπής για τη ρωσική λαϊκή συνείδηση. Οι βομβιστικές επιθέσεις στις πολυκατοικίες έπαιξαν παρόμοιο ρόλο. Για τη συντριπτική πλειοψηφία των Ρώσων, οι Τσετσένοι είχαν στρέψει τον πόλεμο ενάντια στο ρώσικο λαό, και έπρεπε να πληρώσουν γι’ αυτή τους την επιλογή. Το επεισόδιο του Ριαζάν, αν και ανησυχητικό, ξεχάστηκε μέσα στην ορμή των ραγδαίων εξελίξεων.

Πέντε χρόνια νωρίτερα, ο πρώτος πόλεμος της Τσετσενίας ξεκίνησε με τη σφαγή των ρωσικών στρατευμάτων που παγιδεύτηκαν με τα άρματά τους στα στενά του Γκρόζνι, κατά την νύχτα της Πρωτοχρονιάς του 1994-1995. Αυτή τη φορά, όμως, η εισβολή στην Τσετσενία πραγματοποιήθηκε με μεθοδικότητα και φαινόταν ότι θα στεφθεί από επιτυχία. Στον απόηχό της, η δημοτικότητα του Πούτιν εκτοξεύτηκε. Μόλις το 2% ενέκρινε την προεδρική υποψηφιότητά του τον Αύγουστο, και τον Σεπτέμβριο το ποσοστό αυτό άγγιζε το 4%. Τον Οκτώβριο, η αποδοχή του εκτοξεύτηκε στο 21%, και το Νοέμβριο η υποψηφιότητα του Πούτιν υποστηριζόταν από το 45% των Ρώσων, ποσοστό που ήταν μακράν το υψηλότερο από οποιονδήποτε άλλον υποψήφιο[21]. Τώρα πια δεν χρειαζόταν να κηρυχθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης και να αναβληθούν οι εκλογές. Ο Πούτιν μπορούσε να κερδίσει και μόνος του, με την βοήθεια ενός πολέμου.

Οι ρωσικές δυνάμεις προωθήθηκαν γρήγορα μέσα από τις τσετσενικές πεδιάδες στον ποταμό Τερέκ. Εκεί σταμάτησαν και πραγματοποίησαν πλήγματα σε άλλα μέρη της χώρας. Τον Δεκέμβριο διέσχισαν τον ποταμό, περικύκλωσαν το Γκρόζνι και ξεκίνησαν έναν μαζικό βομβαρδισμό που θα άφηνε πίσω του την πόλη να μοιάζει με το Στάλινγκραντ.

Στις αρχές του Οκτώβρη, συνάντησα ξανά τον πράκτορα που με είχε προειδοποιήσει για την πραγματοποίηση μιας μεγάλης προβοκάτσιας στη Μόσχα· μου είπε τότε ότι οι βομβιστικές επιθέσεις στις πολυκατοικίες ήταν η προβοκάτσια που έλεγε. Δεν ήταν μόνο δική του άποψη. Αρκετές ρωσικές εφημερίδες απηύθυναν την ίδια κατηγορία, ιδίως η μαζικής κυκλοφορίας Μοσκόφσκι Κομσομολέτς, η Νοβάγια Βρέμιγια [Novaya Vremya], και η εβδομαδιαία εφημερίδα Όμπσκαγια Γκαζέτα [Obshchaya Gazeta]. Ήταν ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της μοσχοβίτικης διάθεσης κατά την γιελτσινική εποχή: μετά από οκτώ χρόνια διακυβέρνησης προς όφελος των γκάνκστερ και των ολιγαρχών, η ιδέα ότι οι αρχές θα μπορούσαν να έχουν οργανώσει μια τρομοκρατική ενέργεια εναντίον του ίδιου του λαού τους φαινόταν όχι μόνο λογική, αλλά και πιθανή.

 «Οι δράστες», είπε ο φίλος μου «τοποθέτησαν τη βόμβα επί της οδού Γκουριάνοφ, σε μια εργατική συνοικία, όχι σε μια συνοικία των ελίτ στο κέντρο της πόλης. Αν οι δράστες ήταν Τσετσένοι και ο σκοπός τους ήταν να προκαλέσουν πολιτικές εξελίξεις, η ανατίναξη απλών ανθρώπων δεν είχε κανένα νόημα.

 «Εάν κοιτάξεις έναν χάρτη της Μόσχας, θα καταλάβεις ότι για έναν τρομοκράτη η επιλογή του στόχου είναι εντελώς ηλίθια. Ένας τρομοκράτης θα έπρεπε να είχε προβλέψει δυνατότητες διαφυγής. Η περιοχή του Πετσάτνικι [όπου βρίσκεται η οδός Γκουριάνοφ] βρίσκεται σε μια χερσόνησο. Στις τρεις πλευρές της βρίσκεται ο ποταμός Μόσχοβας και η μόνη έξοδος διαφυγής είναι το Ριαζάνσκι Προσπέκτ.

 «Αυτή είναι επίσης μια από τις πιο φτωχές περιοχές της Μόσχας. Έχει τα φθηνότερα διαμερίσματα και την χειρότερη πολεοδομία. Η δεύτερη έκρηξη συνέβη στην λεωφόρο Κρασιρκσόγιε, όπου βρίσκονται επίσης κάποια από τις πιο ετοιμόρροπες πολυκατοικίες της Μόσχας.

Το εκρηκτικό που χρησιμοποιήθηκε ήταν ο κυκλωνίτης. Πρόκειται για τον δραστικό παράγοντα μιας νέας γενιάς οβίδων πυροβολικού που παράγονται στη Ρωσία. Υπάρχει μόνον ένα εργοστάσιο που παράγει κυκλωνίτη, βρίσκεται στην περιφέρεια του Περμ, και φυλάσσεται σχολαστικά από την FSB. Κάθε γραμμάριο καταγράφεται.

Προκειμένου να επιτευχθεί τέτοια καταστροφή η ποσότητα του κυκλωνίτη πρέπει να είναι ζυγισμένη στην ακρίβεια, και η βόμβα να έχει τοποθετηθεί σε στρατηγικό σημείο. Αυτό μπορεί να γίνει μόνον από ειδικούς. Τα εκρηκτικά τοποθετήθηκαν σε καλά προσχεδιασμένα σημεία, ώστε τα κτήρια να καταρρεύσουν σαν τραπουλόχαρτα»

Είχα μείνει άναυδος. Οι βομβιστικές επιθέσεις που βύθισαν την Ρωσία στον τρόμο, έχοντας δημιουργήσει την πρόφαση για την διεξαγωγή ενός δεύτερου πολέμου στην Τσετσενία, σταμάτησαν απότομα. Ταυτόχρονα, τα σημεία των βομβιστικών επιθέσεων καθαρίστηκαν επιμελώς από τα πτώματα και τα μπάζα μέσα σε τρεις ή τέσσερις μέρες καταστρέφοντας πολλά από τα στοιχεία του εγκλήματος.

Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι οι πληροφορίες που μου έδωσε ο φίλος μου προέρχονταν από δυσαρεστημένα μέλη των μυστικών υπηρεσιών. Του ζήτησα να κανονίσει ένα ραντεβού για να μιλήσω με τους πληροφοριοδότες του, και εκείνος μου υποσχέθηκε να κανονίσει κάποια συνάντηση. Την επόμενη μέρα δέχθηκα ένα τηλεφώνημα και συμφώνησα να συναντήσω τους δύο άνδρες έξω από το Θέατρο Μπολσόι στις 6 το απόγευμα.

Οι άνδρες ήταν περίπου στην ηλικία των τριάντα. Πήγαμε σε ένα παρακείμενο εμπορικό κέντρο, μπήκαμε στο ασανσέρ και κατευθυνθήκαμε προς τον τελευταίο όροφο. Στη συνέχεια κατεβήκαμε σε ένα αίθριο με θέα την πλατεία. Είχε ήδη σκοτεινιάσει, οι κολώνες του θεάτρου Μπολσόι ήταν φωτισμένες, και τα φώτα του δρόμου έκαιγαν στην πλατεία. Ξεκίνησε να πέφτει μια ελαφριά βροχή.

Οι άνδρες αυτοί είπαν ότι συμφώνησαν για τη συνάντηση, από σεβασμό στον κοινό μας φίλο, και επιβεβαίωσαν ότι κάτι πολύ περίεργο συνέβαινε με τις βομβιστικές επιθέσεις.

Από το βομβαρδισμένο Γκρόζνι

Καθώς οι δύο μιλούσαν, δεν κρατούσα σημειώσεις, και προσπαθούσα να τα καταγράψω όλα στο μυαλό μου. Δίναμε την εντύπωση ότι είχαμε κάποια φιλική συζήτηση. Παρ όλα αυτά κοιτούσα διαρκώς τριγύρω μήπως βρισκόταν κάποιος επίδοξος ωτακουστής. Οι δύο άνδρες επιβεβαίωσαν τις πληροφορίες που μου έδωσε ο φίλος μου. Είπαν ότι η εκδοχή ότι δράστες των βομβιστικών επιθέσεων ήταν η Τσετσένοι δεν έβγαζε κανένα νόημα. Όλες οι επιθέσεις έφεραν την ίδια «υπογραφή», αν κρίνουμε από το είδος και την ένταση της έκρηξης, καθώς και τον τρόπο που κατέρρευσαν οι προσόψεις των πολυκατοικιών. Η εκρηκτική ύλη που χρησιμοποιήθηκε σε όλες ήταν ο κυκλωνίτης, και όλες οι βόμβες είχαν προγραμματιστεί να εκραγούν το βράδυ ώστε να υπάρξει μέγιστος αριθμός θυμάτων.

Για να φέρουν σε πέρας μια τέτοια επιχείρηση, οι Τσετσένοι τρομοκράτες θα έπρεπε να είχαν επιδοθεί σε μια τεράστια προπαρασκευαστική επιχείρηση. Έπρεπε να οργανώσουν εννέα βομβιστικές επιθέσεις (4 που έλαβαν χώρα και άλλες 5 που οι ρωσικές αρχές ισχυρίστηκαν ότι απέτρεψαν) σε πόλεις που βρίσκονται σε αρκετή απόσταση η μία από την άλλη, στο διάστημα δύο εβδομάδων. Και αυτό θα έπρεπε να συμβεί όταν οι φερόμενοι ως δράστες, Τσετσένοι ισλαμιστές, είχαν ήδη εμπλακεί σε συγκρούσεις με τις ρωσικές δυνάμεις στο Νταγκεστάν, και η επίσημη Τσετσενική κυβέρνηση προετοιμαζόταν για τη ρωσική εισβολή. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι Τσετσένοι δεν θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε τόνους κυκλωνίτη από το εργοστάσιο του Περμ, το οποίο φύλαγαν σχολαστικά οι πράκτορες της FSB.

Οι δύο άνδρες επιβεβαίωσαν την εκτίμηση του φίλου μου ότι οι βομβιστές θα πρέπει να ήταν εξαιρετικά εκπαιδευμένοι πυροτεχνουργοί. Στη Μόσχα, μου είπαν, η πρώτη βόμβα θα προκαλέσει την κατάρρευση της κεντρικής πτέρυγας του κτηρίου. Προκειμένου να υπάρξει τέτοιο αποτέλεσμα, απαιτεί τον εντοπισμό και την τοποθέτηση της βόμβας σε κρίσιμα δομικά στοιχεία της κατασκευής. Αυτό απαιτεί εκπαίδευση. Οι μοναδικοί φορείς που παρέχουν τέτοια εκπαίδευση στη Ρωσία είναι οι Ειδικές Δυνάμεις, οι στρατιωτικές μυστικές υπηρεσίες (GRU), και η FSB.

Οι βομβιστικές επιθέσεις αποδόθηκαν σε αντίδραση των Τσετσένων στις ρωσικές επιθέσεις του Νταγκεστάν, που ήρθαν ως απάντηση στην εκεί εισβολή των ισλαμιστικών δυνάμεων που έγινε τον Αύγουστο. Αλλά η διερεύνηση των επιθέσεων οδήγησε στο συμπέρασμα ότι απαιτούνταν τέσσερις ή τεσσεράμισι μήνες προπαρασκευής των ενεργειών. Οι βομβιστές θα έπρεπε να εντοπίσουν και να επισκεφθούν τους επίδοξους στόχους, να σχεδιάσουν τις βόμβες, να βρουν τα υλικά τους, να τις κατασκευάσουν, να βρουν και να νοικιάσουν κάποιο χώρο στις πολυκατοικίες που έπληξαν, και να μεταφέρουν τα εκρηκτικά στα κτήρια-στόχο. Ο σχεδιασμός της επιχείρησης θα έπρεπε ήδη να έχει ξεκινήσει από την άνοιξη, πολύ πριν συμβεί η τσετσένικη εισβολή στο Νταγκεστάν. Οι επιθέσεις ωστόσο, θα μπορούσαν να είναι μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου που θα περιλάμβανε την εισβολή στο Νταγκεστάν, τον βομβαρδισμό από τους Ρώσους για «αντίποινα», και τις βομβιστικές επιθέσεις στο Μπουϊνάκσκ, τη Μόσχα και το Βολγκοντόνσκ, που στη συνέχεια θα παρουσιάζονταν ως εκδικητικές επιχειρήσεις των Τσετσένων. Ένα τέτοιο σχέδιο θα μπορούσε να έχει υλοποιηθεί επιτυχώς μόνο από παράγοντες της ρωσικής κυβέρνησης σε συνεργασία με την FSB.

Οι πληροφορίες που μου έδωσαν, μου φάνηκαν εξαιρετικά πειστικές. Πέρα από τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζαν οι Τσετσένοι τρομοκράτες κατά την υλοποίηση του σχεδίου τους, είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς το πώς ακριβώς θα υπηρετούσαν οι ενέργειες αυτές τους σκοπούς τους. Το μόνο αποτέλεσμα που θα είχαν,  θα ήταν να δώσουν αφορμή για μια νέα εισβολή στη Τσετσενία. Από την άλλοι, οι βομβιστικές επιθέσεις υπηρετούσαν ξεκάθαρα τα συμφέροντα της καμαρίλας του Γιέλτσιν, η οποία πάσχιζε να διασφαλίσει τον έλεγχο της προεδρικής διαδοχής, και με αυτόν τον τρόπο, να γλυτώσει την φυλακή.

Στις 30 Σεπτεμβρίου, ο Στρατηγός Αλεξάντερ Λέμπεντ, που είχε θέσει υποψηφιότητα για πρόεδρος το 1996, δήλωσε σε μια συνέντευξή του στην Γαλλική εφημερίδα Φιγκαρό, ότι ήταν σχεδόν σίγουρος πως η οικογένεια Γιέλτσιν βρισκόταν πίσω από τις βομβιστικές επιθέσεις. «Όποιος Τσετσένος διοικητής ήθελε να πάρει εκδίκηση, θα επέλεγε να επιτεθεί σε Ρώσους στρατηγούς.

Θα μπορούσαν να επιτεθούν στα κτήρια του Υπουργείου Εσωτερικών Υποθέσεων ή της FSB, ή σε αποθήκες όπλων, ή σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος. Δεν θα επέλεγαν να στοχοποιήσουν απλούς και αθώους ανθρώπους. Οι επιθέσεις είχαν ένα και μόνο στόχο –να προκαλέσουν μαζικά τον τρόμο». Ο Λέμπεντ ρωτήθηκε εάν πιστεύει ότι η συμμορία του Κρεμλίνου ήταν διατεθειμένη να προβεί σε τέτοιες πράξεις. «Θα μπορούσαν να κάνουν οτιδήποτε προκειμένου να παραμείνουν στην εξουσία», είπε, «γι’ αυτούς, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα»[22].  

Κατά τον Οκτώβριο, είχα ήδη μάθει αρκετά ώστε να καταγράψω τις υποψίες μου σε ένα άρθρο, στο οποίο έδωσα τίτλο «Ανατομία ενός Μακελειού». Είχα χάσει επαφή με τις αρχισυνταξίες των αμερικανικών εφημερίδων έπειτα από την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, και οι σχέσεις μου μαζί τους δεν είχαν αποκατασταθεί εντελώς. Αναρωτιόμουν επίσης ποιος θα ήταν διατεθειμένος να δημοσιοποιήσει ένα άρθρο που ισχυριζόταν ότι ο επικρατέστερος υποψήφιος πρόεδρος της χώρας ήταν τρομοκράτης. Ωστόσο είχα καταφέρει να αποκτήσω πρόσφατα επαφές με την Ουάσιγκτον Τάιμς, η οποία κατά την διακυβέρνηση Κλίντον, είχε μεγάλη αναγνωσιμότητα στην Ουάσιγκτον εξαιτίας της αντιπολιτευτικής της στάσης. Αποφάσισα να στείλω εκεί το άρθρο.

Ετοιμαζόμουν επίσης για ταξίδι στην πόλη του Κρασνοϊγιάρσκ, η οποία υπήρξε θέατρο μιας αιματηρής αντιπαράθεσης κατά την δεκαετία του 1990 με στόχο τον έλεγχο της τοπικής αλουμινοβιομηχανίας, κατά την οποία υπήρξαν πάρα πολλές δολοφονίες. Ήξερα επίσης, ότι θα χρειαζόταν μετά να ταξιδέψω με το αυτοκίνητο από το Κρασνογιάρσκ στο Σαγιάνσκ, ένα ταξίδι πέντε ωρών που διέσχιζε ατελείωτα τοπία χιονισμένης τάιγκας, όπου είναι εύκολο να υπάρξει ενέδρα για τα διερχόμενα αυτοκίνητα,  και συχνά άνθρωποι εξαφανίζονταν δίχως να αφήσουν πίσω τους κάποιο ίχνος.

Ενώ σκεφτόμουν τι θα κάνω το μάτι μου έπεσε επάνω στο φύλλο της 22ας Οκτωβρίου 1999 της εφημερίδας Μοσκόβσκι Κομσομολέτς, οι οποία είχε ένα εκτενές αφιέρωμα στα θύματα των βομβιστικών επιθέσεων. Στην κορυφή μιας σελίδας βρισκόταν μια φωτογραφία του κτηρίου της οδού Γκουριάνοφ, με τα φώτα να καίνε σε όλα του τα παράθυρα. Άρχισα να παρατηρώ τα πρόσωπα των θυμάτων. Ποιοι να ήταν αυτοί οι άνθρωποι; Το βλέμμα μου έπεσε επάνω στην φωτογραφία της οικογένειας Μιχαϊλίν, τον Σεργκέι, την Τατιάνα και τα δυο παιδιά τους, την 24χρονη Ζάννα, και τον 16χρονο Αλεξάντερ. Ζούσαν στο διαμέρισμα 97. Στην φωτογραφία, το κεφάλι της Ζάννα γέρνει προς τα εκείνο του αδερφού της. Οι γονείς τους δείχνουν ήρεμοι, ενώ το βλέμμα τους προδίδει αξιοπρέπεια. Όλη η οικογένεια σκοτώθηκε.

Η επόμενη σελίδα παρουσίαζε θύματα της έκρηξης στο κτήριο της λεωφόρου Κασχιρκόγιε. Η φωτογραφία του Φελίξ Μισαρίν, 54 ετών, τον έδειχνε σε μια στιγμή ευθυμίας. Πόζαρε με σηκωμένο το δεξί του χέρι, ενώ το αριστερό του αγκάλιαζε τη γυναίκα του, Βέρα, 50 ετών. Στην επόμενη σελίδα έδειχνε τα χαλάσματα του κτηρίου κάτω από τα οποία θάφθηκαν οι Μισαρίν, όταν η βόμβα που ήταν φυτεμένη στο υπόγειο εξερράγη. Τι να κάνω; Μπορώ να τα αγνοήσω όλα αυτά; Έγραψα ένα ηλεκτρονικό μήνυμα στην αρχισυνταξία των Ουάσιγκτον Τάιμς, επισύναψα το άρθρο μου και πάτησα «αποστολή». Ύστερα ετοιμάστηκα για το βραδινό μου ταξίδι προς το Κρασνογιάρσκ. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στους Τάιμς, την επόμενη ημέρα, και σε γενικές γραμμές αγνοήθηκε[23].

Η δημοσιοποίηση ενός τέτοιου άρθρου δεν ήταν ασυνήθιστη στο ρωσικό τύπο εκείνης της περιόδου· παρά όμως τις αρχικές αναφορές για τα περίεργα γεγονότα στο Ριαζάν, το ενδιαφέρον της Δύσης για τις βομβιστικές επιθέσεις εξαντλήθηκε σύντομα. Για τα επόμενα 15χρόνια, οι πολιτικές που εφάρμοσαν οι δυτικές δυνάμεις έναντι της Ρωσίας στηριζόταν στην παραδοχή ότι δεν ετίθετο ζήτημα νομιμότητας για το καθεστώς του Πούτιν.


[1] Vizit Vladimir Putin v Kazakhstan, Radiostantsiya Mayak, Novosti, 24 Σεπτεμβρίου 1999, αναφέρεται στο John B. Dunlop, The Moscow Bombings of September 1999 (Στουντγκάρδη: ibidem-Verlag, 2012), σελ. 80.

[2] Ilyas Akhmadov and Miriam Lanskoy, The Chechen Struggle: Independence Won and Lost (Νέα Υόρκη: Palgrave Macmillan, 2010), σελ. 162.

[3] Ό.π.

[4] Dunlop, The Moscow Bombings, σελ. 80.

[5] Ian Jeffries, The New Russia: A Handbook of Economic and Political Developments (Νέα Υόρκη: Routledge, 2002), σελ. 31.

[6] Patrick Cockburn, “Russia Planned Chechen War Before Bombings,” Independent, 29 Ιανουαρίου 2000.

[7] Dunlop, The Moscow Bombings, σελ. 20–22.

[8] “Silence After the Explosions, Moskovsky Komsomolets, 19 Ιανουαρίου 2000.

[9] Πρόκειται για τη μαρτυρία του Συνταγματάρχη Βιατσεσλάβ Οβτσίνχοβ [Vyacheslav Ovchinnikov], διοικητή της ρωσικής χωροφυλακής. Boris Karpov, Vnutrennie voiska: Kavazskii krest—2 (Μόσχα: Delovoi ekspress, 2000), 47, cited in Dunlop, The Moscow Bombings, σελ. 72.

[10] Yuri Zakharovich, “Profits of Doom,” Time Europe, 6 Οκτωβρίου 2003, αναφέρεται στο Dunlop, The Moscow Bombings, σελ. 73.

[11] Akhmadov και Lanskoy, The Chechen Struggle, σελ. 157.

[12] Ό.π., σελ. 159.

[13] Andrei Batumsky, “Sgovor,” Versiya, 3 Αυγούστου 1999.

[14] Vitaly Tret’yakov, “Goniteli sem’i i annibaly ‘Otechestva’” Nezavisimaya gazeta, 12 Οκτωβρίου 1999.

[15] Oksana Yablokova, Simon Saradzhyan, and Lera Kor, “Apartment Block Explodes, Dozens Dead,” Moscow Times, 10 Σεπτεμβρίου 1999.

[16] Dunlop, The Moscow Bombings, σελ. 78.

[17] Ό.π.

[18] “Russia to Seal Off Chechnya,” BBC News, 14 Σεπτεμβρίου 1999, http://news.bbc.co.uk/2/hi/europe/446689.stm.

[19] Dunlop, The Moscow Bombings, σελ. 238; “September 1999 Russian Apartment Bombings Timeline,” The Fifth Estate, 8 Ιανουαρίου 2015, www.cbc.ca/fifth/blog/september-1999-russian-apartment-bombings-timeline.

[20] Alexander Litvinenko and Yuri Felshtinsky, Blowing Up Russia: Terror from Within (Νέα Υόρκη: S.P.I. Books, 2002), σελ. 75.

[21] Timothy J. Colton and Michael McFaul, Popular Choice and Managed Democracy: The Russian Elections of 1999 and 2000 (Ουάσιγκτον, D.C.: Brookings Institution Press, 2003), 173, αναφέρεται στο Dunlop, The Moscow Bombings, σελ. 81.

[22] Dunlop, The Moscow Bombings, σελ. 82–83.

[23] David Satter, “Anatomy of a Massacre,” Washington Times, 29 Οκτωβρίου 1999.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ