Αρχική » Ταχυδακτυλουργοί της ρεαλιστικής πολιτικής

Ταχυδακτυλουργοί της ρεαλιστικής πολιτικής

από Γιάννης Ξένος

Μιρσχάιμερ και Κίσινγκερ, απέναντι στον Τσώρτσιλ

του Γιάννη Ξένου

Τις πρώτες εβδομάδες μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, oι εγχώριοι απολογητές του ρωσικού αναθεωρητισμού πρόβαλλαν –μέχρι κορεσμού– τις απόψεις ενός γκουρού της αμερικανικής ρεαλιστικής σχολής σκέψης, του Τζον Μιρσχάιμερ. Ανέκαθεν ο Μιρσχάιμερ δήλωνε ότι η Δύση, μέσω της επέκτασής της στην Ανατολική Ευρώπη, «προκαλούσε» τη Ρωσία· επομένως, δικαιολογημένα η Ρωσία ανέλαβε «στρατιωτική επιχείρηση» στην Ουκρανία. Ο πυρήνας του αφηγήματος του Μιρσχάιμερ μας γυρίζει στην εποχή των αυτοκρατοριών –μετρημένων στα δάκτυλα του ενός χεριού–, όταν τα εθνικά κράτη και οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες αντιμετωπίζονταν ως ενοχλητικά προβλήματα ή ως πιόνια της μιας ή της άλλης αυτοκρατορίας (ή του ενός ή του άλλου ψυχροπολεμικού στρατοπέδου), που υπονόμευαν την απέναντι αυτοκρατορία[1].

Ο άλλος γκουρού αυτής της σχολής σκέψης και ο επιφανέστερος εν ζωή εκπρόσωπός της, ο κορακοζώητος Χένρι Κίσινγκερ, πρόσφατα προέτρεψε την Ουκρανία να παραχωρήσει εδάφη της στη Ρωσία, προκειμένου να λάβει τέλος ο πόλεμος. Ο ρεαλιστής Κίσινγκερ, αντιλαμβανόμενος ότι οι πολεμικές επιχειρήσεις δεν πάνε καλά για τη Ρωσία, ζητά να επιστρέψουν τα πράγματα στο σημείο προ της εισβολής του Φεβρουαρίου, δηλαδή ν’ αναγνωρίσει η Ουκρανία την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία και τον ρωσικό έλεγχο του Ντονμπάς.

Ο Κίσινγκερ προβλήθηκε από τους απολογητές του Πούτιν ως ένας «σοφός» των διεθνών σχέσεων («ένα τέρας… σύνεσης και λογικής» τον χαρακτήρισε δημοσιογράφος της Εφημερίδας των Συντακτών σε ολοσέλιδο άρθρο), που πασχίζει να βρει μια νέα ισορροπία στο παγκόσμιο σύστημα. Ξεχνούμε, πρώτα από όλους εμείς οι Έλληνες, ότι και πριν σχεδόν 50 χρόνια, όταν ήταν νεότατος υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, τέτοιες ευφάνταστες ιδέες είχε, για να περιορίσει την ένταση στην ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Τότε πίστευε ότι μια «μικρή εισβολή» της Τουρκίας στην Κύπρο και η κατάληψη ενός ποσοστού 10% έως 20% του νησιού θα ήταν η ιδανική «λύση» για να κατευναστεί η Τουρκία. Το αποτέλεσμα των σχεδίων του Κίσινγκερ είναι γνωστό: η Τουρκία δεν έμεινε «πιστή» στο σχέδιο, κατέλαβε διπλάσιο ποσοστό και, φυσικά, το τουρκικό τέρας ουδόλως ησύχασε. Πλέον, διεκδικεί ολόκληρη την Κύπρο, το Αιγαίο και τη Θράκη, ενώ βρίσκεται σε κατάσταση πολέμου με τη Συρία και το Ιράκ.

Ωστόσο, αφού διαθέτουμε τόσους όψιμους οπαδούς της ρεαλιστικής σχολής σκέψης, γιατί δεν εντρυφούν και σ’ έναν άλλο εκπρόσωπο της ίδιας σχολής, τον Ουίνστον Τσώρτσιλ; Τουλάχιστον αυτός ήταν πετυχημένος πολιτικός· βεβαίως, δεν ξεχνάμε ότι η Ελλάδα και η Κύπρος κακόπαθαν από τις αποφάσεις του… Ο Τσώρτσιλ θα έδινε χρήσιμα μαθήματα στο σύνολο του πολιτικού προσωπικού: το «τέρας» δεν κατευνάζεται· ίσα ίσα, η κατευναστική πολιτική το κάνει ολοένα και πιο αλαζονικό και παράτολμο, επειδή αναγνωρίζει αυτήν τη στάση ως αδυναμία. Αυτά περιγράφονται λεπτομερώς στον πρώτο τόμο του τετράτομου έργου για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι ανάλογες –αποτυχημένες– προσπάθειες κατευνασμού της Γερμανίας και της Ιταλίας, τη δεκαετία του 1930, αξίζει να μελετηθούν και από αυτήν τη σκοπιά: η Δύση, τα τελευταία είκοσι χρόνια, δεν κατάφερε να οικοδομήσει μια σχέση αμοιβαίου σεβασμού με τη Ρωσία και την Τουρκία.

Ο Τσώρτσιλ περιγράφει σε τι κατάσταση βρίσκονταν οι δυτικές δημοκρατίες –στη δεκαετία του ’30– και πώς τις έβλεπαν οι εχθροί τους. Ο ίδιος είχε μείνει άφωνος όταν οι φοιτητές της «Ένωσης της Οξφόρδης» δημοσίευσαν ένα ψήφισμα που κατέληγε ως εξής: «Αυτή η κοινότητα δεν θα πολεμήσει σε καμία περίπτωση για τον Βασιλιά και τη Χώρα της». Μετά τη Συμφωνία του Μονάχου, στις αρχές του 1939, ο Τσάμπερλαιν με τον υπουργό Εξωτερικών του, Χάλιφαξ, επισκέφθηκαν την Ιταλία, για να προτείνουν στον Μουσολίνι μια παρόμοια συμφωνία. Τα σχόλια των Μουσολίνι-Τσιάνο, όπως αντλούνται από το ημερολόγιο του δεύτερου, είναι αποκαλυπτικά για το πόσο υπεροπτικά αντιμετώπιζαν την Αγγλία οι Ιταλοί φασίστες, μετά από αυτά που συνέβησαν το 1938, με την προσάρτηση της Αυστρίας και τον διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας, που αποφασίστηκε στη Συμφωνία του Μονάχου. Ο Μουσολίνι έλεγε ότι οι Άγγλοι ηγέτες δεν έχουν καμιά σχέση μ’ εκείνους που δημιούργησαν την Αυτοκρατορία· δεν είναι παρά εξαντλημένοι απόγονοι μιας γενιάς πλουσίων ανθρώπων. Και ο Τσιάνο υπερθεμάτιζε: «Οι Βρετανοί δεν θέλουν να πολεμήσουν. Απλώς προσπαθούν να κάνουν πίσω όσο πιο αργά μπορούν…»

Ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι βιάστηκαν να θεωρήσουν τις δυτικές δημοκρατίες «τελειωμένες», γιατί –εν τέλει– οι δυτικές δημοκρατίες πολέμησαν και κέρδισαν τον πόλεμο. Παρομοίως, σήμερα, οι οπαδοί του ευρασιατικού στρατοπέδου βιάζονται να πανηγυρίσουν για την τελεσίδικη ήττα της Δύσης, αλλά προκαλούν τόση φασαρία, ώστε υπάρχει κίνδυνος να ξυπνήσουν τη Δύση.       

Τέλος, οι εγχώριοι αναλυτές που καλούν σε λαϊκή εξέγερση, όχι για την τουρκική επιθετικότητα που τείνει να γίνει συνήθεια, αλλά για την τιμή της βενζίνης, ας θυμηθούν και την περίφημη φράση του Τσώρτσιλ όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία: «Δεν έχω τίποτε να σας προσφέρω εκτός από αίμα, μόχθο, δάκρυα και ιδρώτα». Είναι αδιανόητο –μέρα πάρα μέρα– να μας απειλούν οι Τούρκοι αξιωματούχοι με αφανισμό και η δημόσια συζήτηση ν’ αναλώνεται στην αύξηση της τιμής της βενζίνης ή του ηλιέλαιου, επειδή οι Ουκρανοί συνεχίζουν ν’ αγωνίζονται για την ελευθερία της πατρίδας τους.  


[1] Συνολική απάντηση στους ισχυρισμούς Μιρσχάιμερ και των υπόλοιπων Αμερικανών οπαδών της σκέψης διαβάστε στο Άρδην, τ. 123 από τους Ζαν Σιμολένσκι και Ζαν Ντούτκιεβιτς.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ