της Γιώτας Χουλιάρα*
Σε μια δραματική ανατροπή πολιτικής, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν στις 15 Ιουλίου αντάλλαξε την υπόσχεση «παρίας» της προεκλογικής του εκστρατείας με μια τηλεοπτική γροθιά και ώρες διαλόγου με τον διάδοχο του θρόνου της Σαουδικής Αραβίας, Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, για ένα ευρύ φάσμα θεμάτων που αντιμετωπίζει η Μέση Ανατολή και η Αραβική Χερσόνησος.
Υπενθυμίζουμε πως όταν ο Μπάιντεν ανέλαβε τα καθήκοντά του, τον Ιανουάριο του 2021, σχεδίαζε ν’ αποφύγει κάθε επαφή με το βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας. Σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος τον Μάιο του 2017, κατά την επίσκεψή του στη χώρα, βρέθηκε να χορεύει τον παραδοσιακό χορό με ξίφη Ardah, γιορτάζοντας με τον τρόπο αυτό τη συμφωνία των 380 δισ. για εξοπλιστικά, ο Μπάιντεν ακολούθησε μια πιο εχθρική στάση. Κατά τη διάρκεια της προεδρικής του εκστρατείας το 2020, ο πρόεδρος των ΗΠΑ υποσχέθηκε ότι θα έκανε τους Σαουδάραβες «να πληρώσουν το τίμημα» για τη δολοφονία του Σαουδάραβα δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι –το 2018–και τη συμμετοχή της Σαουδικής Αραβίας στον πόλεμο στην Υεμένη και τόνιζε πως θ’ αντιμετώπιζε τους Σαουδάραβες ως «ο παρίας που είναι». Μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του, ενέκρινε τη δημοσίευση μιας έκθεσης των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, σύμφωνα με την οποία ο διάδοχος του θρόνου της Σαουδικής Αραβίας ήταν υπεύθυνος για τη δολοφονία του Κασόγκι από πράκτορες της χώρας στο προξενείο του βασιλείου στην Κωνσταντινούπολη. Παράλληλα, αρνήθηκε να συναλλάσσεται άμεσα με τον διάδοχο και έλαβε πολιτικά μέτρα που επιδείνωσαν τις σχέσεις με τους Σαουδάραβες, συμπεριλαμβανομένης της άρσης του επίσημου χαρακτηρισμού των Χούτι (των αντιπάλων των Σαουδάραβων στην Υεμένη) ως τρομοκράτες – είχαν χαρακτηριστεί επί κυβέρνησης Τραμπ- και της επανέναρξης των πυρηνικών συνομιλιών με το Ιράν. Επομένως, η πρόσφατη επίσκεψη του στο Ριάντ αντιπροσωπεύει μια ανατροπή που είχε ως σκοπό να ρίξει νερό στις άνυδρες σχέσεις και ενδεχομένως να εγκαινιάσει ένα νέο κεφάλαιο στις επαφές των δυο χωρών, οι οποίες χρονολογούνται από τον Φεβρουάριο του 1945, όταν ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Φράνκλιν Ρούσβελτ συναντήθηκε με τον Σαουδάραβα βασιλιά Ιμπν Σαούντ στο USS Quincy στη Διώρυγα του Σουέζ.
Με το ταξίδι του ο Μπάιντεν προσπάθησε να εξισορροπήσει την προεκλογική του υπόσχεση για μια διαφορετική από τον προκάτοχό του εξωτερική πολιτική, με την άνοδο των τιμών του πετρελαίου σε παγκόσμιο επίπεδο και τον στόχο του ν’ αντιμετωπίσει τη Ρωσία, την Κίνα, αλλά και το Ιράν. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η συνέχιση ενός πολέμου χωρίς προοπτική λήξης στον ορίζοντα απέδειξαν περίτρανα στις ΗΠΑ ότι έχουν ανάγκη να κρατήσουν κοντά τους τη Σαουδική Αραβία, καθώς ο παγκόσμιος συσχετισμός ισχύος επιδεινώνεται, με τη Ρωσία και την Κίνα να αμφισβητούν τη δυτική ηγεμονία. Η Ουάσιγκτον, τη δεδομένη χρονική στιγμή, δεν έχει περιθώρια να εγκαταλείψει –παρά τις προεκλογικές υποσχέσεις Μπάιντεν– το Ριάντ και να του επιτρέψει να παρασυρθεί στην τροχιά της σινορωσικής συμμαχίας.
Καθώς λοιπόν οι Σαουδάραβες έμοιαζαν να θεωρούν την τρέχουσα κυβέρνηση των ΗΠΑ ως επέκταση της προεδρίας του Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος υποστήριξε τις αραβικές εξεγέρσεις του 2010 και του 2011 εξοργίζοντας τον αείμνηστο βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας, Αμπντουλάχ, η επίσκεψη Μπάιντεν ήταν μια κίνηση που επιβαλλόταν στο πλαίσιο μιας ρεαλιστικής πολιτικής της Ουάσιγκτον. Η βιαστική απόσυρση των Ηνωμένων Πολιτειών από το Αφγανιστάν πριν ένα χρόνο και η επανέναρξη των πυρηνικών συνομιλιών με το Ιράν είχαν δημιουργήσει αμφιβολίες στο Ριάντ για την προθυμία του Μπάιντεν να υπερασπιστεί τη Σαουδική Αραβία, έναντι οποιασδήποτε μελλοντικής απειλής για την υπαρξιακή της ασφάλεια. Αμφιβολίες που φαίνεται να πέρασαν σε δεύτερη μοίρα με την επίσκεψη Μπάιντεν και το κοινό ανακοινωθέν ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας που κυκλοφόρησε από τον Λευκό Οίκο. Ένα ανακοινωθέν όμως που επικρίθηκε, γιατί τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν αναφέρθηκαν πουθενά.
Η απουσία αναφοράς στο λεπτό ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν το κατάλληλο ερέθισμα για κριτική προς το πρόσωπο του Μπάιντεν από τα αμερικάνικα ΜΜΕ, σε μια στιγμή μάλιστα που ως πρόεδρος αντιμετωπίζει έναν αυξανόμενο αριθμό πολιτικών προβλημάτων εντός της αμερικανικής επικράτειας. Η δημοσιογράφος Κάρεν Έλιοτ Χάους δημοσίευσε άρθρο στη Wall Street Journal χαρακτηρίζοντας την επίσκεψη ντροπιαστική. «Οι συναντήσεις μεταξύ ηγετών σημαντικών εθνών συνήθως αξίζουν τον κόπο ακόμα κι αν δεν έχουν άμεσα αποτελέσματα. Υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις. Όπως η συνάντηση του Νέβιλ Τσάμπερλεν το 1938 στο Μόναχο με τον Χίτλερ και η συνάντηση του Προέδρου Μπάιντεν με τον Σαουδάραβα διάδοχο πρίγκιπα Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Παρά τις αντιδράσεις που δημιούργησε σε μεγάλη μερίδα των Δημοκρατικών στο εσωτερικό των ΗΠΑ, η επίσκεψη Μπάιντεν –επιβεβλημένη εκ των δεδομένων σε παγκόσμιο επίπεδο–είχε ως στόχο να στηρίξει τις παραδοσιακές σχέσεις των ΗΠΑ τόσο με τη Σαουδική Αραβία όσο και με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα· εξάλλου, ο Αμερικανός πρόεδρος συμμετείχε στη Σύνοδο Κορυφής της Τζέντα, ένα φόρουμ του αραβικού και αραβόφωνου κόσμου, δίνοντας το στίγμα της δυτικής διπλωματίας σε μια εποχή ανακατατάξεων. Ουδείς αναλυτής θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι περίμενε η επίσκεψη Μπάιντεν να λύσει με μαγικό τρόπο όλες τις διαφορές και τα τυχόν προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί ανάμεσα στο βασίλειο και τις ΗΠΑ. Όμως ήταν μια αρχή, η οποία έθεσε κάποιες βάσεις σηματοδοτώντας μια ανατροπή στη μέχρι πρόσφατα επαφή των δυο χωρών. Ουσιαστικά η επίσκεψη απομάκρυνε από το τραπέζι των συζητήσεων τη σκιά της δολοφονίας Κασόγκι. Παράλληλα, έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα για την επιστροφή του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή, η οποία έμοιαζε ν’ αποτελεί πεδίο της ρωσικής διπλωματίας.
Ταυτόχρονα, η επίσκεψη Μπάιντεν φάνηκε να αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης ιδεολογικής αναθεώρησης. Διότι δεν είναι μόνο η κυβέρνηση του Αμερικανού προέδρου που παραμέρισε τις ιδεολογικές της δεσμεύσεις και τις υποσχέσεις της προεκλογικής εκστρατείας λόγω των γεωπολιτικών αναταράξεων. Από τις «Συμφωνίες του Αβραάμ» και έπειτα, ολόκληρη η Μέση Ανατολή και η Αραβική Χερσόνησος μοιάζουν να διάγουν μια νέα εποχή επαφών. Η εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ και ορισμένων αραβικών χωρών το 2020, καθώς και μια σειρά διμερών συνομιλιών της Σαουδικής Αραβίας με το Ιράν τους τελευταίους μήνες, με τη μεσολάβηση της ιρακινής κυβέρνησης, αποτελούν μόνο μερικά δείγματα των προσπαθειών που γίνονται να μην αρπάξει φωτιά το καζάνι που λέγεται Μέση Ανατολή.
Φυσικά, καμία από αυτές τις εξελίξεις δεν μπορεί να διαβεβαιώσει ότι θα επικρατήσει ειρήνη στην περιοχή, είναι όμως απαραίτητες για τη διαφύλαξη της εύθραυστης ισορροπίας σε μια εποχή παγκόσμιου αναθεωρητισμού.
*Δημοσιογράφος – Διεύθυνση Σύνταξης Geopolitics & Daily News. Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ρήξη (Ιούλιος 2022, φ. 179).