του Αναστάση Μπαλτατζή
Η καταπολέμηση της ανόδου των τιμών ενέργειας σε όλη την Ευρώπη είναι από τα μείζονα θέματα στην κεντρική πολιτική σκηνή. Η άνοδος των τιμών του φυσικού αερίου έχει αυξήσει κατακόρυφα τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος σε ολόκληρη την Ευρώπη παρά την μεγάλη προσπάθεια για μείωση της συμμετοχής του στο ενεργειακό μίγμα. Αυτό οφείλεται ως επί το πλείστον στον τρόπο με τον οποίο είναι οργανωμένη η ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας.
Η λειτουργία του ενεργειακού χρηματιστηρίου στις χώρες της ΕΕ βασίζεται στο λεγόμενο «merit order principle». Σύμφωνα με αυτό οι παραγωγοί ενέργειας καταθέτουν τις προσφορές τους βασισμένες στα ακραία κόστη του εκάστοτε παραγωγού. Οι προσφορές τοποθετούνται κατά αύξουσα τιμή. Ο τελευταίος και άρα ο ακριβότερος παραγωγός που καλύπτει την ζήτηση καθορίζει την τιμή και για τους υπόλοιπους. Αυτό σημαίνει ότι και οι «φθηνότεροι» παραγωγοί πωλούν στην ίδια τιμή.
Επί παραδείγματι, μία ημέρα ή καλύτερα μερικές ώρες μέσα στη μέρα, όπου οι ΑΠΕ καλύπτουν τη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας οι τιμές παραμένουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα και οι παραγωγοί «αναγκάζονται» να πουλάνε σε αυτές τις τιμές. Όταν όμως τα εργοστάσια είναι αναγκαία για το ηλεκτρικό μίγμα, η τιμή ανεβαίνει και οι ίδιες οι ΑΠΕ οι οποίες πουλούσαν την ηλεκτρική ενέργεια σε πολύ χαμηλές τιμές, την πωλούν πλέον στην ίδια τιμή με ένα εργοστάσιο άνθρακα ή φυσικού αερίου. Η αύξηση λοιπόν στην τιμή του φυσικού αερίου συμπαρέσυρε μαζί της όλη την αγορά ενέργειας.
Οι παραγωγοί «φτηνής» ενέργειας αποκομίζουν επομένως πολύ μεγαλύτερα κέρδη σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα, χωρίς να έχουν αυξηθεί ανάλογα τα λειτουργικά τους έξοδα κι αυτό οφείλεται στην ίδια την φύση της ενεργειακής αγοράς.
Για να καταπολεμηθεί το πρόβλημα της ακρίβειας το προηγούμενο διάστημα συζητήθηκε σε ευρωπαϊκό επίπεδο η επιβολή πλαφόν στην τιμή του εισαγόμενου ρωσικού φυσικού αερίου. Η πρόταση αυτή αν και φαινομενικά θα έβαζε φρένο στην άνοδο των τιμών βρήκε αντίθετες πολλές από τις ευρωπαϊκές χώρες οι οποίες φοβόντουσαν μια οριστική διακοπή των ροών από πλευρά της Ρωσίας. Παράλληλα οι όποιες συζητήσεις για επιβολή συνολικού πλαφόν στην τιμή του εισαγόμενου φυσικού αερίου φαίνεται να βρίσκουν σε σκόπελο καθώς τα κράτη μέλη δεν μπορούν να συμφωνήσουν σε μία κοινή φόρμουλα.
Οι νέες προτάσεις της Κομισιόν
Σε ομιλία της στις 14 Σεπτεμβρίου η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ανακοίνωσε τις προτάσεις της Κομισιόν για αλλαγές που θα γίνουν το επόμενο διάστημα στην ενεργειακή αγορά. Πρωταρχικός στόχος θα είναι η μείωση 5% στην ζήτηση ενέργειας τις ώρες αιχμής με έναν δεύτερο ενδεικτικό στόχο της μείωσης της γενικής ζήτησης κατά 10% να ορίζεται για το τέλος του ερχόμενου Μάρτιου.
Στα άμεσα μέτρα η Κομισιόν πρότεινε να καθοριστεί ανώτατο όριο εσόδων για τους παραγωγούς -εξαιρουμένων αυτών του φυσικού αερίου- που καλύπτουν τις βασικές ανάγκες του συστήματος στα 180 €/MWh. Παράλληλα προτείνεται να μπει και εισφορά 33% στους παραγωγούς που χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα αν τα κέρδη τους υπερβαίνουν κατά 20% το μέσο όρο της προηγούμενης τριετίας. Από αυτά τα μέτρα αναμένεται να εισπραχθούν από τις κυβερνήσεις τουλάχιστον 140 δις. € τα οποία θα ανακατευθυνθούν ώστε να στηριχθούν τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Οι παραπάνω προτάσεις επικυρώθηκαν εν τέλει από τους Υπουργούς Ενέργειας των χωρών της ΕΕ σε συνεδρίαση στις 30 Σεπτεμβρίου. Παράλληλα όμως τρέχει και το θέμα επιβολής πλαφόν στο εισαγόμενο φυσικό αέριο, για το οποίο όμως δεν υπάρχει ακόμα κάποια ολοκληρωμένη πρόταση, ενώ εξετάζεται και το ενδεχόμενο όλες οι συναλλαγές φυσικού αερίου να λαμβάνουν χώρα σε μία ενιαία αγορά. Πίσω απ’ αυτή την ιδέα έχουν συνταχθεί 15 κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένου της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας.
Γιατί όμως καθυστερεί η πρόταση;
Στον αντίποδα η Γερμανία ηγείται μίας ομάδας χωρών με τις Αυστρία, Ουγγαρία, Ολλανδία και Δανία που αντιτίθεται σε μία τέτοια κίνηση. Στο τέλος της συνεδρίασης ο Ρόμπερτ Χάμπεκ εξέφρασε την άποψη του ότι η επιβολή γενικού πλαφόν στο εισαγόμενο φυσικό αέριο δε θα πρέπει να εφαρμοστεί χωρίς να υπάρχει σχέδιο για το τι θα γίνει εάν μειωθούν οι ροές προς την Ευρώπη. Ο Γερμανός Υπουργός Ενέργειας και Οικονομίας συνέχισε λέγοντας πως μία κατανομή των απωλειών του φυσικού αερίου στα κράτη μέλη «δεν είναι πολιτικά βιώσιμη. Αυτό θα έφερνε την Ευρώπη στα όριά της, πιθανότατα στο τέλος της».
Η Επιτροπή πάντως συνεχίζει να επεξεργάζεται μία πρόταση. Οι βασικότεροι φόβοι είναι ότι η επιβολή πλαφόν θα μείωνε τις εισαγωγές και θα οδηγούσε σε αύξηση της κατανάλωσης, αντίθετη στο πνεύμα της εξοικονόμησης. Σε αυτό το κλίμα η Κάντρι Σίμσον, Ευρωπαία Επίτροπος ενέργειας τόνισε την σημασία για την ενίσχυση του σχεδίου μείωσης του φυσικού αερίου της ΕΕ πέραν του στόχου του 15%. Παράλληλα πρότεινε την επιβολή ενός στοχευμένου ορίου τιμής στο φυσικό αέριο που προορίζεται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και ένα άλλο για το υγροποιημένο (LNG) χωρίς ωστόσο να μπαίνει σε λεπτομέρειες. Η Επιτροπή σε έγγραφο της πριν την συνεδρίαση για να εξάρει την δυσκολία του εγχειρήματος είχε σημειώσει ότι η επιβολή ανώτατου ορίου σε όλες τις εισαγωγές θα απαιτούσε την δημιουργία ξεχωριστού οργάνου διαχείρισης της δίκαιης κατανομής του φυσικού αερίου και ότι «επί του παρόντος δεν υπάρχει κανένας σε επίπεδο ΕΕ (…) που να έχει αυτή την εμπειρία και την τεχνογνωσία να αναλάβει αυτό το έργο».
Πώς κινούνται Γερμανία και Γαλλία;
Ανεξαρτήτου των μέτρων που λαμβάνονται κεντρικά σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κάθε χώρα λαμβάνει τα δικά της. Στην Γερμανία προχώρησαν σε πλήρη εθνικοποίηση της Γιούνιπερ με κράτος να αποκτά το 98,5% της εταιρείας, μία συμφωνία που θα ξεπεράσει τα 30 δις. €. Από το καλοκαίρι είχε ήδη εξαγγελθεί ότι θα προχωρήσει σε μερική κρατικοποίηση του 30% της εταιρείας, η όποια είχε βρεθεί σε δυσμενή θέση λόγω της εξάρτησης από το ρωσικό αέριο. Παράλληλα, η γερμανική κυβέρνηση ανέλαβε προσωρινά τον έλεγχο δύο θυγατρικών του ρωσικού ενεργειακού κολοσσού Ρόσνεφτ. Έτσι θα καταστεί αρμόδια για την διαχείριση των μετοχών της εταιρείας σε τρία διυλιστήρια. Το ένα απ’ αυτά προμηθεύει μάλιστα το 90% των καυσίμων του Βερολίνου.
Την περασμένη Τρίτη η γερμανική κυβέρνηση ανακοίνωσε μέτρα ύψους 200 δις. €. Την λεγόμενη «ομπρέλα προστασίας» για την καταπολέμηση της ενεργειακής ακρίβειας. Το ποσό αυτό αναμένεται να χρηματοδοτήσει μεταξύ των άλλων και την επιβολή «φρένου» στην τιμή του φυσικού αερίου, με την διάρκεια του προγράμματος να τοποθετείται μέχρι τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο του 2024 σύμφωνα με τον Χάμπεκ. Την ίδια άποψη ενστερνίζεται και ο πρόεδρος του Ομοσπονδιακού Οργανισμού Δικτύων Κλάους Μύλερ, ο οποίος δήλωσε ότι η επιβολή πλαφόν στο αέριο θα είναι αναγκαία ίσως και μέχρι το καλοκαίρι του 2024.
Με αυτά τα μέτρα το κράτος θα πληρώνει στους προμηθευτές φυσικού αερίου την διαφορά από την τιμή που θα καθορίσει και αυτήν της αγοράς. Μία επιτροπή θα είναι επιφορτισμένη με το έργο να καταθέσει μία ολοκληρωμένη πρόταση μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου, οπότε και θα ανακοινωθούν οι λεπτομέρειες. Με τα μέχρι τώρα στοιχεία πάντως η επιβολή ορίου στην τιμή του φυσικού αερίου αναμένεται να κοστίσει στο γερμανικό δημόσιο από 16.5 έως 36.5 δις. €. Το ποσό αυτό είναι πολύ πιθανόν να καλυφθεί μέσω κρατικού δανεισμού, βάζοντας στον πάγο για ένα χρόνο το λεγόμενο «φρένο χρέους».
Σύμφωνα με τον καγκελάριο Σολτς τα μέτρα αυτά θα επαναφέρουν τις τιμές του φυσικού αερίου για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις σε «φυσιολογικά επίπεδα» χωρίς όμως να προσδιορίζει ποια είναι αυτά. Ο Χάμπεκ δήλωσε από την άλλη ότι ακόμα και αυτά τα μέτρα δεν θα μπορέσουν να καλύψουν εξ ολοκλήρου την αύξηση των τιμών και τόνισε την ανάγκη για εξοικονόμηση, αλλιώς «εάν τα νοικοκυριά δεν μειώσουν την κατανάλωση, τότε εξακολουθεί να υπάρχει ο κίνδυνος να μην έχουμε αρκετό φυσικό αέριο το χειμώνα».
Κι ενώ αυτά γίνονται στην Γερμανία η γαλλική κυβέρνηση θα προχωρήσει στην λήψη δανείου ύψους 270 δις. € το επόμενο έτος ώστε να χρηματοδοτήσει έναν προϋπολογισμό που περιλαμβάνει πλαφόν στις τιμές ενέργειας. Σύμφωνα με τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών Μπρούνο Λε Μαιρ η χώρα του θα περιορίσει τις αυξήσεις των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου για τους καταναλωτές στο 15% από τον Ιανουάριο, πράγμα που αναμένεται να κοστίσει 45 δις. €. Χωρίς αυτή την κίνηση η αύξηση αναμενόταν να φτάσει το 150% όπως δήλωσε ο Υπουργός Προϋπολογισμού Γκαμπριέλ Ατάλ. Το γαλλικό κράτος θα προσφέρει επιπλέον ένα ειδικό βοήθημα 200 € για 12 εκατομμύρια νοικοκυριά.
Μέχρι στιγμής η γαλλική κυβέρνηση κατάφερε να περιορίσει για φέτος αυτές τις αυξήσεις στο 4 %, με την λεγόμενη «δασμολογική ασπίδα» που έχει κοστίσει στο γαλλικό κράτος από το περασμένο φθινόπωρο 24 δις. €. Χωρίς αυτό το πακέτο οι τιμές θα είχαν ανέβει κατά 45 % όσο αφορά την ηλεκτρική ενέργεια και 60 % όσον αφορά το φυσικό αέριο, όπως δήλωσε ο Λε Μαιρ. Παράλληλα το γαλλικό κράτος ανάγκασε την κρατική EDF να πουλάει περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια στους ανταγωνιστές της πολύ κάτω από τις τιμές της αγοράς.
Η κυβέρνηση ανακοίνωσε νέες προσλήψεις 10.000 ατόμων στο δημόσιο, μεταξύ των οποίων και 2.000 δάσκαλοι και την αύξηση των μισθών των καθηγητών, των δικαστών και άλλων δημοσίων υπαλλήλων.
Σύμφωνα με τον Λε Μαιρ κύριος στόχος της γαλλικής πολιτικής είναι η καταπολέμηση των πληθωριστικών πιέσεων, με τις προβλέψεις για το επόμενο έτος να τον φέρουν στα επίπεδα του 4 %, με τα σημερινά επίπεδα να κυμαίνονται στο 6 %. Η κυβέρνηση σίγουρα πάντως θα αντιμετωπίσει δυσκολίες για να περάσει τον προϋπολογισμό καθώς δεν διαθέτει πλέον την πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση.
Οι ευρωπαϊκές χώρες τόσο σαν οντότητα όσο και μεμονωμένα κινούνται για να καταπολεμήσουν την ενεργειακή ακρίβεια. Τα μέτρα που προτείνει η Κομισιόν από μόνα τους δεν αρκούν εάν δεν ληφθούν κι άλλα από τις κυβερνήσεις. Το παρόν μοντέλο της αγοράς ενέργειας είχε σχεδιαστεί υπό πολύ διαφορετικές συνθήκες και δεν μπορεί να θεωρηθεί πλέον κατάλληλο. Το επόμενο διάστημα απαιτούνται σημαντικές αλλαγές σε μία αγορά η οποία αποδείχθηκε πολύ ευάλωτη στην αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου.