του Νίκου Ντάσιου
Σε αναδίπλωση φαίνεται να οδηγείται ο Όλαφ Σόλτς, συναινώντας στην έκδοση ευρωπαϊκού χρέους για την αντιμετώπιση των υψηλών τιμών ενέργειας μετά τις επικρίσεις που δέχθηκε από Ευρωπαίους πολιτικούς όπως ο Ντράγκι, στην άτυπη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε στην Πράγα, σχετικά με την εξαγγελία του για μονομερές γερμανικό σχέδιο ενεργειακής στήριξης βιομηχανίας και νοικοκυριών.
Συγκεκριμένα, ο Γερμανός πρωθυπουργός είχε προτείνει ενισχύσεις 200 δισ. € από τον κρατικό προϋπολογισμό, πρόταση που υποστηρίχθηκε από τον Ολλανδό ομόλογό του, δεν θα ήταν όμως εφικτό να εφαρμοστεί στις φτωχότερες χώρες της Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης. Ελλάδα, Ιταλία, Πολωνία και Βέλγιο αντιτείνουν έναν «δυναμικό διάδρομο τιμών», με προσωρινό πλαφόν στις τιμές των συναλλαγών χονδρικής του φυσικού αερίου (φ.α.), που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με μεταβαλλόμενο όριο, ανάλογα με τις διακυμάνσεις της αμερικανικής και ασιατικής αγοράς ενέργειας.
Η διακύμανση προτείνεται για να μετριαστούν οι φόβοι της Γερμανίας πως η εφαρμογή του πλαφόν θα στρέψει τη ροή φ.α. προς τις αγορές της Ασίας, που είναι διατεθειμένες να αγοράσουν σε υψηλότερες τιμές, προκαλώντας ελλείψεις στον βιομηχανικό της τομέα, επιτείνοντας της εκτιμήσεις του ΔΝΤ για ύφεση της γερμανικής οικονομίας (-0,3%) το 2023. Η δε Ολλανδία έχει εξασφαλίσει κομβικό ρόλο στον προσδιορισμό της εμπορικής τιμής του φ.α. μέσω του δικού της χρηματιστηρίου ενέργειας (TTF), το οποίο έχει τον υψηλότερο ετήσιο όγκο συναλλαγών στην Ευρώπη, ξεπερνώντας τις 46.000 TWh το 2020 και δεν θα επιθυμούσε ενδεχόμενες διαταραχές της λειτουργίας του.
Τα χρηματιστήρια ενέργειας εγκαινιάστηκαν την περίοδο των πετρελαϊκών κρίσεων της δεκαετίας του ’70 σε μια προσπάθεια της Δύσης να περιορίσει, μέσω της αγοράς, τον καθοριστικό ρόλο των παραγωγών χωρών (OPEC) στη διαμόρφωση της τελικής τιμής της ενέργειας. Σήμερα η λειτουργία τους επηρεάζεται κυρίως από την ψυχολογία που διαμορφώνουν τα πολιτικά γεγονότα, όπως για παράδειγμα η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ή ένας ενδεχόμενος ελληνοτουρκικός πόλεμος, αφήνοντας έκθετους εκατομμύρια καταναλωτές σε κερδοσκοπικά παιχνίδια. Εν αναμονή των αποφάσεων στη σύνοδο κορυφής της 20ης-21ης Οκτωβρίου θα ήταν σκόπιμη η παράλληλη ανάδειξη της ανάγκης ανασχεδιασμού της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, με αποσύνδεση του καθορισμού της τιμής της KWh μονομερώς από την υψηλότερη οριακή τιμή του συστήματος (target model), που είναι συνήθως αυτή του φ.α., και διασύνδεσή της με το συνολικό μείγμα ηλεκτροπαραγωγής.
Για την Αθήνα, μια ευρωπαϊκή λύση στο ενεργειακό κόστος αποτελεί τη μοναδική εγγύηση βιωσιμότητας του προϋπολογισμού, το προσχέδιο του οποίου κατατέθηκε στη βάση εκτίμησης για διακύμανση της τιμής του αερίου στα 185€/MWh κατά μέσο όρο το 2023. Με τον τρόπο που διαμορφώνεται σήμερα η τιμή της KWh κι εφόσον η τιμή του φ.α. φτάσει ή ξεπεράσει τα επίπεδα του Αυγούστου (235€/MWh), θα απαιτηθούν πάνω από 500 εκατ. € επιπλέον του 1 δισ. που έχει προβλεφθεί για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων τον επόμενο χρόνο.
Κάτι τέτοιο θα αναιρούσε τον στόχο επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος το 2023 και άρα απόκτησης επενδυτικής βαθμίδας ενώ θα δυσχέραινε ακόμη περισσότερο τις πληθωριστικές πιέσεις και την ακρίβεια που πλήττει τα νοικοκυριά, την ώρα που διαγράφεται εκ νέου ο κίνδυνος η τιμή του πετρελαίου να επανέλθει στα 120$/ βαρέλι. Σ’ αυτές τις συνθήκες τα ζητήματα της εξοικονόμησης ενέργειας, η αναβάθμιση των δικτύων για την αξιοποίηση παραγόμενης ενέργειας από ΑΠΕ, η ολοκλήρωση του χωροταξικού σχεδιασμού κι η επίλυση των δικαστικών διενέξεων για τη χωροθέτηση των ΑΠΕ, η σύσταση αναπτυξιακού ταμείου δανεισμού και παροχής εγγυήσεων για τις ενεργειακές κοινότητες, η εκμετάλλευση των γεωργικών αποβλήτων και η κυκλική οικονομία αποτελούν ζητήματα πρώτης κοινωνικής προτεραιότητας που πρέπει να τύχουν άμεσης χρηματοδότησης και υλοποίησης, παρακάμπτοντας τα γραφειοκρατικά εμπόδια.
Παράλληλα η Ελλάδα θα πρέπει να επαναφέρει μετ’ επιτάσεως στο ευρωπαϊκό επίπεδο την ανάγκη αξιοποίησης των ελληνικών κοιτασμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο, νοτίως της Κρήτης και στο Ιόνιο, αναδεικνύοντας τις ευρωπαϊκές αντιφάσεις. Δεν είναι, για παράδειγμα, λογικό, στο όνομα της αποδέσμευσης από τους Ρωσικούς υδρογονάνθρακες να προκρίνεται η αύξηση της ροής φ.α. μέσω του TANAP στα 20 bcm με μνημόνιο συνεργασίας Ευρώπης-Αζερμπαϊτζάν πριν δυο μήνες. Τη στιγμή μάλιστα που το Αζερμπαϊτζάν βομβαρδίζει την Αρμενία, η κατασκευαστική εταιρεία του TANAP, Tekfek Construction, είναι συμφερόντων Ερντογάν, και το κοίτασμα από το οποίο αντλεί αέριο ο αγωγός, Shah Deniz -2, αξιοποιείται κατά 25% από τη ρωσική Lukoil.
H μόνη προοπτική ενεργειακής απεξάρτησης της Ευρώπης είναι αυτή της αξιοποίησης των κοιτασμάτων στον άξονα Αδριατική, Ιόνιο, Ανατολική Μεσόγειος. Μόνο αυτό καθιστά βιώσιμη την επαναφορά στον σχεδιασμό του EAST MED μετά και τις ανακαλύψεις στα κυπριακά κοιτάσματα Αφροδίτης και Κρόνου, συμπληρωματικά της πρόσφατης λειτουργίας του ηλεκτρικού καλωδίου Ισραήλ–Κύπρου-Ελλάδας, που ενώνει Ασία και Ευρώπη. Αυτό το ενδεχόμενο είναι που επιχειρεί με κάθε τρόπο να αναιρέσει η Τουρκία, με τις πρόσφατες ενεργειακές συμφωνίες με τη Λιβύη και την απειλή αποστολής του πλωτού γεωτρύπανού της Αμπντούλ Χαμίτ Χαν σε θαλάσσιες ζώνες που δέσμευσε με το παράνομο τουρκολυβικό μνημόνιο του 2019.
Η Ελλάδα πρέπει να πείσει τους δυτικούς συμμάχους της ότι η χάραξη ΑΟΖ με την Κύπρο και η άσκησή τους μονομερούς δικαιώματος επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια, κατ’ αρχήν νοτίως και δυτικά της Κρήτης, πέρα από ζήτημα εθνικής κυριαρχίας, καθίσταται ζωτικής σημασίας για τα δυτικά ενεργειακά συμφέροντα στη νέα ιστορική συγκυρία.
Ενισχύστε την προσπάθειά μας κάνοντας μια δωρεά στο Άρδην πατώντας ΕΔΩ.
Γνωρίστε τα βιβλία των Εναλλακτικών Εκδόσεων
Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook
Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube