Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά και Δημήτρη Λιβιεράτου, Ιούλης 65, η έκρηξη.
Το κείμενο του Γιώργου Καραμπελιά από όπου και το απόσπασμα που δημοσιεύουμε υπό τον τίτλο ΜΕΤΑ ΕΙΚΟΣΙ ΕΤΗ γράφτηκε τον Μάϊο του 1985.
Τα «Ιουλιανά», αυτός ο «διογκωμένος» Ιούλης του 1965 που κράτησε εβδομήντα μέρες, σε μια αντιπαράθεση χωρίς όμοιά της στην μετεμφυλιακή ιστορία, σημαδεύουν σε βάθος τη σύγχρονη ελληνική ιστορία.
Το ’65 αποτέλεσε μια αληθινά επαναστατική στιγμή στη σύγχρονη ιστορία μας, που θα πυροδοτήσει στη συνέχεια το Πολυτεχνείο του ’73 και την μεταπολίτευση. Και βέβαια το δίλημμα που αντικειμενικά έθετε ήταν είτε ανατροπή του μετεμφυλιακού κατεστημένου και του Παλατιού είτε δικτατορία. Η 21η Απρίλη ήλθε να δώσει την δεύτερη απάντηση.
Αντικρίζοντας σήμερα, τα γεγονότα του Ιούλη 1965 αντιλαμβανόμαστε την κομβικότητα και τη σημασία των γεγονότων εκείνου του μακρινού Ιούλη που εξακολουθεί να πυροδοτείται μέσα στη σημερινή πραγματικότητα. Μόνο και μόνο η παρουσία δύο πρωταγωνιστών και αντιπάλων του ‘65 στην ηγεσία των δύο μεγάλων κομμάτων της χώρας, του Ανδρέα και του Μητσοτάκη, θα αρκούσε για να καταδείξει τη σημασία του.
Βλέποντας σήμερα το 1965 κατανοούμε πως αποτέλεσε τόσο τη συμπύκνωση αντιθέσεων που εκρήγνυνται στην τότε πραγματικότητα όσο και την αρχή μιας άλλης περιόδου που θα έρθει να ολοκληρωθεί με τη μεταπολίτευση.
Ταυτόχρονα οι 70 μέρες αδιάκοπων διαδηλώσεων, που άρχισαν τον Ιούλη και τέλειωσαν τον Σεπτέμβρη, σημαδεύουν και οριοθετούν εκείνη τη ριζοσπαστικότητα και την ιδιαιτερότητα της πολιτικο-κοινωνικής συγκρότησης που θα ξεδιπλωθεί στη συνέχεια στην περίοδο μετά τη μεταπολίτευση και θα πάρει την πιο ολοκληρωμένη μορφή της με το ΠΑΣΟΚ. Ίσως δε το 1985 να αποτελεί μια καμπή, ένα «τέλος εποχής» –και από αυτή την άποψη, ότι δηλαδή αυτή η ριζοσπαστικότητα έχει πια οδηγηθεί στο τέλος της με την ιδιαίτερη μορφή που αναπήδησε το 1965. Το 1965 υπήρξε η εκδήλωση των ίδιων δυνάμεων –βασικά– που κινήθηκαν στη μεταπολίτευση, ήταν το κλείσιμο της «μικρής μεταπολίτευσης», 1963-65, ως της πρώτης απόπειρας ριζικού εκδημοκρατισμού της ελληνικής κοινωνίας μετά τον εμφύλιο. Και η ήττα –τότε– ήρθε να πυροδοτήσει –από απόσταση– την ωρίμανση των δυνάμεων που 9 χρόνια αργότερα θα ξεκινούσαν τη μεγάλη κίνηση της μεταπολίτευσης. Αλλά ας δούμε τα πράγματα από πιο κοντά.
Οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα
Εκ των υστέρων μπορούμε να προτείνουμε μια συγκεκριμένη περιοδολόγηση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Η περίοδος 1950-1961 είναι η εποχή της «ανοικοδόμησης», της κατασκευής υποδομής, η εποχή των «έργων» του πρώτου Καραμανλή, μια εποχή κατά την οποία το κέντρο βάρους πέφτει στους δρόμους, το ηλεκτρικό δίκτυο, την ανοικοδόμηση των καταστροφών της δεκαετίας 1940-1950, της ανασύνθεσης του κοινωνικού ιστού σε μια νέα βάση. Εκείνη την πρώτη δεκαετία διαμορφώνεται ο χαρακτήρας της ανάπτυξης που θα σφραγίσει την μετέπειτα Ελλάδα.
Τα τέλη της δεκαετίας του 50 αποτελούν μια τομή σ’ αυτή την πολιτική. Η συγκυρία μεταβάλλεται. Η μεταπολεμική επέκταση του δυτικο-ευρωπαϊκού καπιταλισμού αρχίζει να επηρεάζει και την Ελλάδα. Η κυβέρνηση Καραμανλή υπογράφει τη συμφωνία σύνδεσης με την ΕΟΚ που μετά από μια μεταβατική περίοδο 22 χρόνων θα οδηγούσε σε ένταξη. Η εποχή της «υποδομής» έχει τελειώσει. Αρχίζει η εποχή της «μεγάλης ανάπτυξης». Για 12 χρόνια περίπου, από το 1961 μέχρι το 1973, η Ελλάδα γνωρίζει μια από τις σημαντικότερες περιόδους οικονομικής επέκτασης της ιστορίας της, ενώ ταυτόχρονα ο κοινωνικός ιστός ανασυντίθεται. Αρχίζει η μεγάλη εποχή της οικοδομής που ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 φέρνει την Ελλάδα σε μια από τις πρώτες θέσεις στην οικοδομή σε παγκόσμιο επίπεδο.
Στη βιομηχανία αρχίζει, μέσα από τη διεύρυνση της άμεσης και παραγωγικής κατανάλωσης, η δημιουργία εκείνης της «μοντέρνας βιομηχανίας» που σφραγίζει και τη σημερινή παραγωγική δομή. Τσιμέντα, διυλιστήρια, ναυπηγεία, χαλυβουργίες, αλουμίνιο, αναπτύσσονται ξαφνικά κάτω από την ώθηση του ξένου κεφαλαίου. Πεσινέ καιΈσσο-Πάππας γίνονται τα σύμβολα αυτής της νέας ανάπτυξης και εισβολής του ξένου βιομηχανικού κεφαλαίου. Ταυτόχρονα αρχίζει η μεγάλη έξοδος της αγροτιάς. Η μετανάστευση στην Αθήνα και την Ευρώπη παίρνει τεράστιες διαστάσεις. Περίπου 150.000 άτομα το χρόνο μεταναστεύουν στο εξωτερικό. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη έξοδο μετά την καμπή του αιώνα και τη μετανάστευση στην Αμερική.
Το παλιό κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο τρίζει. Νέες κοινωνικές δυνάμεις περνάνε στο προσκήνιο. Οικοδόμοι και βιομηχανικοί εργάτες κάνουν αισθητή την παρουσία τους, με επίκεντρο τους οικοδόμους. Εκατόν πενήντα χιλιάδες οικοδόμοι στην Αθήνα –ο «εργάτης-μάζα» της ελληνικής ανάπτυξης, με κέντρο τους μπεταζήδες– αποτελούν τις κεντρικές δυνάμεις αυτής της αυθεντικής «στρατιάς της αλλαγής». Και η κυριαρχία της Αριστεράς είναι σχεδόν απόλυτη. Ήταν μια «εκδίκηση της ιστορίας». Οι παλιοί αριστεροί, διωγμένοι από το δημόσιο και τις μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις από την Ασφάλεια και τα πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης, καταφεύγουν στην οικοδομή. Όταν μετά το 1960 ο κλάδος διογκώνεται με την είσοδο χιλιάδων αγροτών που διώχνονται από τα χωριά, η Αριστερά κατέχει μια στρατηγική θέση στον κλάδο. Παράλληλα αναπτύσσεται η νέα εργατική τάξη της βιομηχανίας.
Η ανατροπή προφανώς δεν περιορίζεται στις κατώτερες τάξεις. Γεννιέται μια νέα βιομηχανική και επιχειρηματική αστική τάξη που δε στοχεύει απλώς στην εισαγωγή και τη συναρμολόγηση, μια αστική τάξη που θεωρεί τη διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς ως ανάγκη. Για πρώτη φορά αναπτύσσονται τα «νέα μεσαία στρώματα». Τεχνικοί και τεχνοκράτες, οικονομολόγοι και μάνατζερ κάνουν την εμφάνιση τους στο ελληνικό στερέωμα. Παράλληλα ο φοιτητικός χώρος μεταβάλλεται σε κεντρικό χώρο ζύμωσης, προβληματισμού, συζήτησης.Η Ελλάδα έμπαινε σε μια περίοδο μεγάλης αλλαγής!
Οι εκλογές της «βίας και νοθείας» του1961 και η σύγκρουση που ακολούθησε, για να κορυφωθεί το 1965, επιτρέπουν μια νέα αναδιάταξη των δυνάμεων, μια αναδιάταξη που θα σφραγίσει την επόμενη εικοσαετία. Η νέα αντιπαράθεση που αρχίζει από το 1961 θα είναι η αντιπαράθεση ανάμεσα στις δυνάμεις του «σκότους» και του «φωτός», ανάμεσα στις «προοδευτικές» δυνάμεις και την «αντίδραση», ανάμεσα στον εκσυγχρονισμό και την καθυστέρηση. Έτσι η παλιά αντιπαράθεση ανάμεσα σε αριστερά και «εθνικόφρονες» (γιατί, παρά τις διαφορές τους, δεξιοί και κεντρώοι, είχαν αντιμετωπίσει από κοινού την Αριστερά στη διάρκεια του εμφύλιου) αρχίζει να περνάει σε δεύτερο πλάνο. Η ελληνική κοινωνία μπαίνει σε κίνηση. Μια κίνηση που θα διαρκέσει τουλάχιστον είκοσι χρόνια, και που οι κατευθύνσεις της θα διαγραφούν αδράσ’αυτή την αρχική περίοδο σχηματισμού.
Η ανατροπή του παλιού μπλοκ
Αρχίζει οανένδοτος αγώνας που θα σημαδέψει αυτή τη νέα τομή, αυτό το νέο διπολισμό της ελληνικής κοινωνίας, διπολισμό που η μεταπολίτευση θα έρθει να ολοκληρώσει και να μεταθέσει σε τελευταία ανάλυση σε νέα πεδία. Αλλά ας μείνουμε στο θέμα μας: Το παλαιό «Κέντρο», οργανωμένο κάτω από την πρωτοβουλία των ίδιων των Αμερικανών και διαθέτοντας πρόσκαιρα την εύνοια του Παλατιού, προβάλλει πλέον ως ο φορέας μιας εναλλαγής, μετά από δέκα χρόνων κυριαρχία δεξιών κυβερνήσεων. Αλλά ο μακιαβελισμός του Παλατιού θα αποδειχτεί παιδαριώδης. Μπορεί στην ηγεσία του Κέντρου να βρίσκονταν οι ίδιοι φθαρμένοι και δοκιμασμένοι πολιτικοί, ο Βενιζέλος, ο Παπανδρέου, ο Στεφανόπουλος, αλλά το «περιεχόμενο» δεν ήταν πλέον το ίδιο. Δεν επρόκειτο για μια εναλλαγή του τύπου της εναλλαγής δεξιών και κεντρώων κυβερνήσεων της δεκαετίας του ’40 και του ’50. Με έναν ιδιότυπο τρόπο, πίσω από τον φθαρμένο τίτλο της «Ένωσης Κέντρου», συγκεντρώνονταν οι νέες δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας. Ο «ανένδοτος αγώνας» του Γεώργιου Παπανδρέου μπορεί να φάνταζε σαν προεκλογική μανούβρα ενός γερασμένου πολιτικού με παρωχημένα ρητορικά σχήματα, ωστόσο επέτρεπε την ανάπτυξη δυνάμεων που δεν έβρισκαν τρόπο να εκφραστούν μέσα από την παλιά Αριστερά.
Το«κατόρθωμα» του Ανδρέα Παπανδρέουμετάτο 1974, η δημιουργία δηλαδή ενός μεγάλου κόμματος και η απογύμνωση της παραδοσιακής Αριστεράς από συνθήματα και ανθρώπους είχε ήδη πραγματοποιηθεί, σε άλλες συνθήκες και με άλλους όρους, από τον πατέρα του. Η ΕΔΑ, που το 1958 με το 25% των ψήφων έμοιαζε πως έβαζε στα σοβαρά υποψηφιότητα για τη μεταβολή της στο δεύτερο πόλο της ελληνικής πολιτικής ζωής, γρήγορα ξεπεράστηκε και υποβιβάστηκε σε εκείνο το 14% που και σήμερα δείχνει να αποτελεί το «μοιραίο» όριο της παραδοσιακής Αριστεράς στο σύνολό της. Η προσκόλληση της στη Ρωσία και βέβαια η ήττα της στον Εμφύλιο, όπως και η αδυναμία της να κινηθεί έξω από τα κλασικά της σχήματα, την έκαναν ανίκανη να εκφράσει τη νέα δυναμική. Στο βάθος αυτής της αδυναμίας της παραδοσιακής αριστεράς θα πρέπει βέβαια να αναζητηθεί η ιδιαίτερη κοινωνική δομή της Ελλάδας. Μια χώρα όπου οι μισθωτοί δεν ξεπερνούσαν –τότε– το 35% και σήμερα μόλις φτάνουν το 50%, μια χώρα όπου οι μικροϊδιοκτήτες αγρότες κυμαίνονταν ανάμεσα στο 50% το 1960 και το 25% το 1985, ο παπανδρεϊσμός, τόσο του «γέρου» όσο και του «Ανδρέα» στη συνέχεια, δεν εξέφραζε παρά τη φυσική πορεία της ριζοσπαστικοποίησης μιας μικροϊδιοκτητικής κοινωνίας.
Το 1963-64, με τις δύο αλλεπάλληλες εκλογικές νίκες τηςΕ.Κ., όλα φαίνονταν πιθανά για το εγχείρημα του εκσυγχρονισμού. Η αστική τάξη, πραγματοποιώντας μια ευρεία εκσυγχρονιστική κίνηση και έχοντας αφαιρέσει το 35% της δύναμης της παραδοσιακής Αριστεράς, φάνηκε πως μέσα σε μια ευνοϊκή οικονομική συγκυρία –με ρυθμούς βιομηχανικής επέκτασης που ξεπέρναγαν συχνά το 10% το χρόνο, με την εξαγωγή των πλεονασματικών χεριών στο εξωτερικό, την εισαγωγή συναλλάγματος, τη διόγκωση του, τουρισμού, της ναυτιλίας, με ένα νόμισμα αρκετά σταθερό κ.λπ..– θα πετύχαινε έναν «ήρεμο εκσυγχρονισμό», με τις ευλογίες των Αμερικάνων και του Παλατιού.
Η Πολιτιστική Επανάσταση του ’60
Και όπως γίνεται πάντα, αυτή η μεγάλη πολιτική και κοινωνική κίνηση, αυτή η απελευθερωτική κίνηση της ελληνικής κοινωνίας από τα μετεμφυλιακά δεσμά, συνοδεύτηκε και ή προετοιμάστηκε από μια πολιτιστική επανάσταση που όμοια της δεν είχε γνωρίσει η μεταπολεμική Ελλάδα. «Επανάσταση» που συμβάδιζε με την παγκόσμια πολιτιστική επανάσταση που διαπερνούσε τον πλανήτη μας, από την Κίνα μέχρι το Μπέρκλεϋ και από τη Λατινική Αμερική μέχρι την Αφρική. Αυτός ο συντονισμός της ελληνικής με την παγκόσμια κίνηση είχε σα συνέπεια μια άνθηση μεγάλης κλίμακας.
Το Πανεπιστήμιο μεταβάλλεται σε έναν χώρο προβληματισμού που όμοιος του ίσως δεν έχει υπάρξει στη σύγχρονη Ελλάδα. Για πρώτη φορά εισβάλλουν όλα τα ρεύματα σκέψης, έστω και σε μικροκλίμακα. Η «Πανσπουδαστική» γίνεται το πρώτο όργανο προβληματισμού. Τα βιβλία του Λένιν και του Μαρξ αρχίζουν και πάλι να κυκλοφορούν. Από τότε γνωρίζουμε τον Καίσλερ και φτάνουν οι πρώτοι απόηχοι της ομάδας Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα. Ο Γκεβάρα, ο Κάστρο, ο Μάο, τοΚράτος και Επανάσταση του Λένιν, τα βιβλία του Πουλιόπουλου, κλπ. Αλλά στην άκρα αριστερά θα επανέλθουμε. Ας δούμε τι γίνεται στον τομέα της γενικότερης πολιτιστικής και ιδεολογικής κίνησης.
Στην ποίηση είναι η εποχή της κριτικής αποτίμησης του παρελθόντος και της αποφασιστικής αλλαγής στη μορφή. Ο Αναγνωστάκης, ο Κύρου, ο Λεοντάρης, ο Ρίτσος εκείνης της εποχής. Ανακαλύπτεται και πάλι ο Κατσαρός, και περιοδικά όπως οιΜαρτυρίες και ηΕπιθεώρηση Τέχνης σπάνε τα παλιά δεσμά του «δογματισμού» (έστω και αν οιΜαρτυρίες το κάνουν από μια «τροτσκιστική» επαναστατική σκοπιά και η Επιθεώρηση Τέχνης από πρώιμη «ευρωκομμουνιστική»). Ο Σεφέρης παίρνει το Νόμπελ και ο Ελύτης μεσουρανεί. Η Ελλάδα ανακαλύπτει τον Μπρεχτ, τον Σαρτρ, και στο θέατρο προβάλλει πια η «νέα ελληνική δραματουργία», Καμπανέλλης, Αναγνωστάκη, Κουν, κλπ. Στο τραγούδι έχουμε την «επανάσταση» του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη ενώ ήδη το 1963-64 εμφανίζεται ο Σαββόπουλος. Στον κινηματογράφο ανατέλλει ο «νέος ελληνικός κινηματογράφος», Μανθούλης, Πανουσόπουλος, Αγγελόπουλος, Δαμιανός, κλπ. Δημιουργούνται και λειτουργούν δυο κινηματογραφικές λέσχες στην Αθηνα. Στην πεζογραφία η κυριαρχία της παλιάς γενιάς του τριάντα σπάει με την εμφάνιση του Τσίρκα, του Κουμανταρέα, του Βασιλικού, του Χατζή, και άλλων. Στην κριτική, στο δοκίμιο, κλπ. εμφανίζονται ήδη ο Μαρωνίτης, ο Σταματίου, ο Μπακογιαννόπουλος, ο Ραφαηλίδης, ο Γεωργουσόπουλος, κλπ. Και αν συνεχίσουμε την απαρίθμηση θα διαπιστώσουμε ότι όλο το πνευματικό κατεστημένο της μεταπολίτευσης και της Αριστεράς που σήμερα θεσμοθετεί και κυριαρχεί στην πολιτιστική ζωή, αναπτύσσεται και διαμορφώνεται σε κείνη την κοσμογονική για την Ελλάδα και τον κόσμο αρχή της δεκαετίας του 1960.
Αυτή η πολιτιστική επανάσταση αγκαλιάζει τομείς που μέχρι τότε είχαν μείνει ακίνητοι, έξω από κάθε προβληματισμό. Από τονΟικονομικό Ταχυδρόμο θα ξεπηδήσει ο νεαρός αρθρογράφος —παλιός Επονίτης— για να γίνει υπουργός της κυβέρνησης Παπανδρέου, Θανάσης Κανελλόπουλος·. Τα new Ιοοκ Αμέρικα μπόυς που ήρθαν στην Ελλάδα στις αποσκευές του Ανδρέα Παπανδρέου, οι κεϋνσιανοί και νεο-κευνσιανοί, θα συσπειρωθούν γύρω από το περιοδικό Νέα Οικονομία, Φίλιας, Παπασπηλιόπουλος, Καράγιωργας, Νοταράς (η μετέπειτα «Σοσιαλιστική Πορεία»). Η θεωρία της υπανάπτυξης,, ο «τριτο-κοσμισμός», ξαπλώνονται. Σε όποιο τομέα και να κοιτάξουμε έχουμε αυτή την αίσθηση αναβρασμού και κίνησης. Τότε είναι η μεγάλη εποχή της ανακάλυψης του Μακρυγιάννη, του Θεόφιλου, του «λαϊκού» και του ρεμπέτικου.