Η ανθεκτικότητα, η βιωσιμότητα και η πράσινη μετάβαση δεν θα έχουν καμία ουσία αν δεν τις εντάξουμε στον αναπτυξιακό σχεδιασμό και στις πολιτικές συλλογικής ασφάλειας.
Ίσως είναι πολύ άκαιρο τούτη την ώρα να αναζητηθούν αιτίες ή να προταθούν λύσεις (που σίγουρα έχουν ξανατεθεί), δεδομένου ότι προέχει ο απεγκλωβισμός, η ανεύρεση των αγνοουμένων, η διάσωση σε ότι απέμεινε από το βιός των οικογενειών αλλά και μια αξιόπιστη πρόταση επιβίωσης όσων επλήγησαν από τις θεομηνίες των τελευταίων μηνών. Με απόλυτο σεβασμό σε αυτές τις προτεραιότητες και στην μνήμη των ανθρώπων που χάθηκαν, τολμώ να επαναλάβω κάποια σημεία απευθυνόμενος σε πολιτικούς και κρατικούς αξιωματούχους του «επιτελικού κράτους» που διαχειρίζονται –ή νομίζουν πως το κάνουν – το συλλογικό μας μέλλον:
1. Πράγματι η ποσότητα του νερού που έπεσε στη Θεσσαλία το τελευταίο διάστημα ήταν τεράστια ξεπερνώντας τους 700tn ανά στρέμμα κατά διαστήματα, -πάνω από τους 500 tn ανά στρέμμα του Ιανού το 2020- και ορθώς επαναφέρει στη μνήμη μας την τραγική πλημμύρα του 1955 στο Βόλο με τους 21 νεκρούς.
2. Ο σχεδιασμός της αντιπλημμυρικής προστασίας είναι ανεπαρκής για την αντιμετώπιση ανάλογων ακραίων φαινομένων τα οποία όμως θα εμφανίζονται συχνότερα ως αποτέλεσμα της κλιματικής απορύθμισης. Η ανεπάρκεια της αντιπλημμυρικής θωράκισης είναι αποτέλεσμα δομικών στρεβλώσεων και παγιωμένων συμφερόντων, όπως για παράδειγμα:
• Το ύψος του νερού που λαμβάνεται υπόψη στην αφετηρία του σχεδιασμού των έργων είναι πολύ μικρότερο από τις τιμές που σημειώνονται στα ακραία καιρικά φαινόμενα, με αποτέλεσμα τα έργα όποτε ολοκληρώνονται να είναι ανεπαρκή και να θέλουν συμπλήρωση.
• Το ότι δεν περιλαμβάνονται προβλέψεις αποτροπής των φερτών υλικών που αυξάνονται συνεχώς μετά από πυρκαγιές ή σε απογυμνωμένους ορεινούς όγκους.
• Το ότι επικεντρώνονται αποκλειστικά στην διαχείριση της αστικής ροής του νερού και μάλιστα με στρεβλό τρόπο, προτάσσοντας τους εγκιβωτισμούς των ρεμάτων, τα συρματοκιβώτια, τα υπόγεια φρεάτια κι ένα σύνολο τσιμέντινων έργων που απλά συντηρούν την διαχρονική διαπλοκή της κεντρικής και τοπικής εξουσίας με τους ημέτερους εργολάβους, τους μηχανικούς και τις κατασκευαστικές εταιρίες.
Κι όλα αυτά μετά από μια δεκαετή παραμέληση των υποδομών την περίοδο της οικονομικής κρίσης, απόρροια των συνεχών περικοπών του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων που επέτεινε την διαχρονική παθογένεια έλλειψης στρατηγικών σχεδίων προς όφελος της αποσπασματικότητας και του «μπαλώματος», συνήθως λίγο πριν τις εκλογικές αναμετρήσεις.
3. Όπως και στην περίπτωση των πυρκαγιών έτσι και η αποτελεσματική αντιμετώπιση των πλημμυρικών φαινομένων πραγματοποιείται στο ξεκίνημα της ροής του νερού δηλαδή μέσα στο δάσος ή στον ορεινό όγκο, λαμβάνοντας υπόψη μια βασική αρχή της φυσικής μηχανικής: το νερό θέλει το χώρο που του πήραμε, πόσο μάλλον σε μια περίοδο ακραίων καιρικών φαινομένων.
Σύμφωνα με κτηματολογικές απεικονίσεις το κεντρικό ποτάμι του Βόλου, ο Κραυσίδωνας, είχε το 1945 εκβολές 240 μέτρων οι οποίες σήμερα μετά βίας ξεπερνούν τα 40 μέτρα όσο είναι και οι εκβολές του παραπόταμου του Ξηριά που το 1945 ξεπερνούσαν τα 640μέτρα! Όσο για τα ανάντι, οι στροφές και οι μαιανδρισμοί των ποταμών που καθυστερούν την ορμή του νερού έχουν αντικατασταθεί, λόγω ανθρωπογενών δραστηριοτήτων και εκμεταλλεύσεων, από ευθύγραμμες και στενές κοίτες που εντείνουν την ορμητική πορεία των νερών, ελλείψει φυσικής εκτόνωσης.
Και μιας και βρισκόμαστε ενόψει αυτοδιοικητικών εκλογών απευθύνω ρητορικά ερωτήματα στους διεκδικητές των θέσεων ευθύνης και σε συνέχεια των μεγάλων καταστροφών αυτού του καλοκαιριού. Ποια τοπική ή περιφερειακή διοίκηση θα τολμήσει στο πλαίσιο ενός αντιπλημμυρικού σχεδιασμού να προχωρήσει:
• στη φυσική ανάδειξη των ρεμάτων οριοθετώντας τα βάσει του πραγματικού πλημμυρικού κύματος, προχωρώντας στις αναγκαίες απαλλοτριώσεις κτισμάτων στις κοίτες τους για την δημιουργία παραρεμάτιων πάρκων ασφαλούς εκτόνωσης του νερού;
• σε διανοίξεις των εκβολών των ποταμών και των ρεμάτων απομακρύνοντας και απαγορεύοντας οριστικά οχλούσες δραστηριότητες τουριστικού ή ψυχαγωγικού ενδιαφέροντος;
Επιπλέον,
• πως θα μπορούσε η τοπική αυτοδιοίκηση να εμπλακεί σε συνεργασία με τις δασικές υπηρεσίες στην εκπόνηση ολοκληρωμένων υδρολογικών μελετών για τις λεκάνες απορροής των ποταμών, βάση των νέων δεδομένων, υλοποιόντας έργα ορεινής υδρονομίας,- από λιμνοδεξαμενές μέχρι φράγματα μικρής κλίμακας με φυσικά υλικά-, που όμως δεν έχουν άμεσο εκλογικό όφελος;
• πώς θα εμπλακεί ενεργά η τοπική αυτοδιοίκηση στην πολιτική προστασία με εκπαίδευση του γενικού πληθυσμού σε κανόνες και πρακτικές επιβίωσης σε ακραία φαινόμενα και στον προσδιορισμό συγκεκριμένων σημείων προστασίας όταν αυτά συμβαίνουν, ώστε τα μηνύματα του 112 να μην περιορίζονται απλά στην ενημέρωση για την έλευση ενός ακραίου φαινομένου;
Θα αντέτεινε κάποιος πως τέτοια μέτρα θα είχαν υψηλό κοινωνικό και οικονομικό κόστος και είναι αλήθεια. Όμως οι επιπτώσεις του Ιανού μόνο στη Θεσσαλία το 2020 ξεπέρασαν το 1 δισ ευρώ ενώ ο Daniel εκτιμάται ότι επέφερε ζημιές πάνω από 1,5 δισ στην ίδια περιοχή. Μόλις σε 3 χρόνια (2020-2023) το κόστος των πλημμυρών φτάνει το αντίστοιχο μιας 10ετίας (2010 -2020) και έπεται συνέχεια!
Όπως σωστά αναφέρει ο Γιώργος Ρακκάς στο άρθρο του «Μονιμοκρίση και πολιτικές της φροντίδας» έχουμε προ πολλού εισέρθει σε μια περίοδο «μονιμοκρίσης» και κανένας εθνικός προϋπολογισμός δεν θα είναι σε θέση ν’ ανταποκριθεί στις ανθρωπογενείς και περιβαλλοντικές συνέπειες της. Υπό αυτή την έννοια η ανθεκτικότητα, η βιωσιμότητα και η πράσινη μετάβαση δεν θα έχουν καμία ουσία αν δεν τις εντάξουμε στον αναπτυξιακό σχεδιασμό και στις πολιτικές συλλογικής ασφάλειας ως βασική παράμετρο τα φυσικά οικοσυστήματα.