του Σάββα Δ. Βλάσση από την ιστοσελίδα Δούρειος Ίππος
H κακοκαιρία DANIEL έπληξε την Λιβύη στις 10 Σεπτεμβρίου και αμέσως υπήρξε διεθνής κινητοποίηση για την παροχή ανθρωπιστικής βοηθείας. Η Ελλάδα, λόγω της καταστροφής που είχε πλήξει την Θεσσαλία, αρχικώς κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να συνεισφέρει. Όσο οι ημέρες περνούσαν όμως, εκτιμήθηκε για διαφόρους λόγους εθνικού συμφέροντος κι εξωτερικής πολιτικής, ότι θα έπρεπε να αποσταλεί κάποια συνδρομή. Η απόφαση ελήφθη από την κυβέρνηση στις 14 Σεπτεμβρίου, σύμφωνα με πληροφορίες, κι αφού εξετάσθηκαν διάφορα σενάρια περί της αποστολής (αεροπορικώς, θαλασσίως) αναλόγως των δυνατοτήτων και του μεγέθους, επιλέχθηκε η αεροπορική μεταφορά ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, με ιατροφαρμακευτικό εξοπλισμό και τρόφιμα. Η αποστολή έγινε στις 17 Σεπτεμβρίου, σε μια στιγμή που τα Ηνωμένα Έθνη απηύθυναν έκκληση για επιπλέον βοήθεια.
Οι αποστολές ανθρωπιστικής βοηθείας, αποτελούν αρμοδιότητα του Υπουργείου Εξωτερικών (ΥΠΕΞ) το οποίο σε συνεργασία με τις τοπικές Αρχές κάθε χώρας, οργανώνει από την άφιξη της αποστολής, την μετακίνηση προσωπικού και την μεταφορά υλικού στην ξένη επικράτεια. Δεν πρόκειται για στρατιωτικής φύσεως αποστολές, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται η μεταφορά ενόπλων τμημάτων και την ευθύνη ασφαλείας των ξένων αποστολών διατηρεί η φιλοξενούσα χώρα. Ακόμη και αν αποσταλεί στρατιωτικό προσωπικό, αυτό δεν φέρει οπλισμό.
Η όλη αποστολή οργανώθηκε από το ΥΠΕΞ μέσω του ελληνικού Γενικού Προξενείου στην Βεγγάζη, που ανέλαβε όλες τις συνεννοήσεις με τις Αρχές στην ανατολική Λιβύη. Το προσωπικό της αποστολής επιλέχθηκε από τις Ένοπλες Δυνάμεις καθώς όλες οι άλλες υπηρεσίες δήλωναν αδυναμία. Ενδεικτικώς, ο Ερυθρός Σταυρός θα μπορούσε να αποστείλει κλιμάκιο, μερικές ημέρες μετά.
Πρέπει να διευκρινιστεί ότι αποστολή στρατιωτικού τμήματος σε ξένη χώρα για επιχειρήσεις, με όλες τις προβλέψεις οπλισμού και μέτρων ασφαλείας που κρίνονται σκόπιμα, λαμβάνει χώρα κατόπιν εντολής των Ηνωμένων Εθνών ή κατόπιν ειδικής αδείας που μπορεί να παραχωρήσει μία χώρα για την φιλοξενία ενόπλου τμήματος, στο πλαίσιο διασώσεως αμάχων από κράτη όπου επικρατεί αναρχία. Αυτό συνέβη τον περασμένο Απρίλιο, όταν το ΥΠΕΞ ενήργησε για την φιλοξενία ελληνικής στρατιωτικής αποστολής σε αεροπορική βάση της Αιγύπτου, με ετοιμότητα επεμβάσεως στο Σουδάν. Στην περίπτωση αυτή, με ανάλογες συνεννοήσεις του ΥΠΕΞ, επιτράπηκε η προσγείωση αεροπλάνων της Πολεμικής Αεροπορίας με ένοπλο προσωπικό ασφαλείας σε αεροδρόμια άλλων χωρών (Τζιμπουτί, Ιορδανία) για την παραλαβή αμάχων.
Στην Λιβύη, αναλήφθηκε μία αποστολή καθαρά ανθρωπιστικής βοηθείας, υπό την οργάνωση του ΥΠΕΞ, σε συνεννόηση με το ΓΕΕΘΑ από πλευράς ΥΠΕΘΑ, ώστε να υπάρχει αμφίδρομη ενημέρωση – συντονισμός για τα σκέλη μεταφοράς και την φύση της αποστολής σε προσωπικό και υλικά, προκειμένου να ενημερωθούν επ’ αυτών οι Αρχές στην ανατολική Λιβύη.
Η κατάσταση ασφαλείας στην ανατολική Λιβύη, μετά την συμφωνία καταπαύσεως του πυρός τον Αύγουστο του 2020, είναι σταθερή. Δεν υπήρξε ούτε τότε πεδίο μαχών ενώ οι όποιοι πυρήνες ακραίων ισλαμιστικών οργανώσεων έχουν εξαληφθεί και οι περιοχές είναι ήρεμες, με πλέον ασφαλή την περιοχή Βεγγάζης. Η τελευταία ειδικώς, αποτελεί την απτή απόδειξη της απόλυτης επιβολής του στρατάρχη Χαφτάρ, λειτουργώντας σε κανονικούς ειρηνικούς ρυθμούς. Η ύπαρξη διαφόρων φυλών που έχει πυροδοτήσει στο παρελθόν αποσχιστικές τάσεις, δεν επηρεάζει, καθώς το μίσος του κόσμου για τους εξτρεμιστές ισλαμιστές είναι πολύ μεγάλο, επειδή έχει γίνει αντιληπτή η τεράστια ζημιά που έχουν προκαλέσει στην χώρα. Ο τελευταίος θύλακας φανατικών στην Βεγγάζη, στην παλιά πόλη πλησίον του λιμένος, εξαλείφθηκε το 2019. Έχει παρέλθει περίοδος 1,5-2 ετών από κάποια μεμονωμένα επεισόδια επιθέσεων εναντίον στρατιωτικών στόχων (LNA) κι έκτοτε επικρατεί ησυχία. H θεωρουμένη ως επικίνδυνη περιοχή στην χώρα, είναι αυτή της επαρχίας Φαζάν, προς τον νότο, η οποία όμως βρίσκεται στο ύψος της Τριπόλεως, δηλαδή στην δυτική Λιβύη. Το ίδιο ισχύει νοτιότερα, στην παραμεθόριο με το Μάλι.
Αυτή είναι η κατάσταση σήμερα. Όσο και αν η Λιβύη χαρακτηρίζεται κατεστραμμένη χώρα λόγω απουσίας ενιαίας κρατικής Αρχής και το πρόσφατο παρελθόν είναι απολύτως φυσιολογικό να προκαλεί ανησυχία, η ειρηνική πραγματικότητα, ιδίως στην ανατολική Λιβύη, δεν αλλάζει. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, είναι αναμενόμενο να υφίστανται γενικές ταξιδιωτικές οδηγίες για πολίτες, που προειδοποιούν για ενδεχόμενους κινδύνους. Αλλά οι κρατικές ξένες αποστολές, δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα ενώ σε αυτές διατίθεται εάν ζητηθεί και ασφάλεια από τις τοπικές Αρχές.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, η ελληνική αποστολή προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο της Βεγγάζης, αντί του αρχικώς σχεδιασμένου, λόγω ενημερώσεως για ζημιές που δεν θα επέτρεπαν την εξυπηρέτηση. Εκεί εξάλλου προσγειώθηκαν και οι περισσότερες αποστολές που κατέφθασαν αεροπορικώς, για να συνδράμουν στην Ντέρνα.
Την ευθύνη για τα μέσα και τα μέτρα ασφαλείας κατά την μετακίνηση οδικώς, είχαν οι τοπικές Αρχές. Όπως έγραψε ο ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ, στην μικρή πομπή υπήρχε εμπρός και στο τέλος οπλισμένο όχημα ασφαλείας και στην μέση μικρό λεωφορείο με την ελληνική αποστολή, συν φορτηγό όχημα με τον ιατροφαρμακευτικό εξοπλισμό και τα τρόφιμα. Σε σημείο της διαδρομής, όχημα ερχόμενο από την αντίθετη κατεύθυνση, συγκρούστηκε με το λεωφορείο, με τα γνωστά αποτελέσματα. Αναφέραμε από νωρίς για την φύση του δυστυχήματος αναποφεύκτως όμως, υπήρχαν στα διάφορα μέσα συνειρμοί για σκόπιμο χτύπημα κ.λπ.
Αρνητική κριτική
Ενώ έτσι έχουν τα πράγματα, παρουσιάσθηκαν σε διάφορα μέσα έντονες επικρίσεις κατά των Ενόπλων Δυνάμεων, αναφορικώς με τον σχεδιασμό, τα μέτρα ασφαλείας κ.λπ. Απόστρατοι, έσπευσαν να παραθέσουν παραδείγματα από το Αφγανιστάν και τα μέτρα ασφαλείας που υπήρχαν σε κάθε μετακίνηση, άλλοι προέβησαν σε μαθήματα μέτρων ασφαλείας και συγκεκριμένων τεχνικών, γενικώς για πολεμικές επιχειρήσεις, με κοινή κατάληξη τον χαρακτηρισμό της ελληνικής αποστολής ως πρόχειρης. Παρατηρήθηκε πλειοδοσία απαξιωτικών χαρακτηρισμών και επιθέσεις σε συγκεκριμένα πρόσωπα, προκαλώντας έντονες εντυπώσεις στην ανίδεη κοινή γνώμη.
Ειδικώς οι απόστρατοι, όταν τοποθετούνται δημοσίως, οφείλουν να αντιλαμβάνονται ότι ο λόγος τους έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Είναι λοιπόν απογοητευτικό, όταν στις όποιες αναλύσεις τους μιλούσαν με βάση τις εντυπώσεις που είχαν (“φαίνεται ότι”) κι όχι με γνώση των πραγμάτων, τα οποία είναι φυσιολογικό να αγνοούν λόγω απουσίας τους από κάθε διαδικασία σχεδιασμού και προετοιμασίας στην αποστολή. Εν τούτοις, το αδαές κοινό που παρακολουθεί, συνήθως δεν προσέχει ότι τοποθετούνται υποθετικά και τείνει να απορροφά ως πραγματικότητα, τα όσα αναπτύσσουν, λόγω ιδιότητος των συνεντευξιαζόμενων, που παρουσιάζονται απόλυτοι στον έντονα καταγγελτικό λόγο τους.
Όμως, όσοι απόστρατοι έσπευσαν και τοποθετήθηκαν, δεν γνώριζαν καν ή δεν μπορούσαν να αντιληφθούν ή απέκρυψαν σκοπίμως την διαφορά στις θεσμικές διαδικασίες χειρισμών, μεταξύ μίας ΕΙΡΗΝΙΚΗΣ αποστολής ανθρωπιστικής συνδρομής όπως αυτή στην Λιβύη και μίας καθαρά ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ αποστολής υπό την εντολή του ΟΗΕ σε εμπόλεμη ζώνη, όπως εκείνη στο Αφγανιστάν, στην οποία ενδεχομένως συμμετείχαν. Αυτός ο ουσιώδης διαχωρισμός δεν έγινε προς το κοινό αλλά συγκαλύφθηκε πίσω από την εύπεπτη παρουσίαση της περιοχής ανατολικής Λιβύης γενικώς ως “θερμή ζώνη”, “ζώνη υψηλού κινδύνου” κ.λπ. Η αξιολόγηση αυτή είναι αυθαίρετη καθώς οι μόνοι που μπορούν να μεταφέρουν υπευθύνως και αρμοδίως την πραγματική κατάσταση στο έδαφος, είναι τα στελέχη της εκάστοτε διπλωματικής αποστολής στην χώρα ενδιαφέροντος. Η εικόνα που ισχύει στην ανατολική Λιβύη και μετέφερε το ελληνικό Γενικό Προξενείο προς το ΥΠΕΞ, είναι αυτή που περιγράψαμε παραπάνω.
Σημειώνεται περίπτωση τμήματος Ισπανών πυροσβεστών που προσγειώθηκε στην Βεγγάζη, το οποίο έκανε δύο ημέρες για να μεταβεί οδικώς στην Ντέρνα, λόγω των αντικειμενικών προβλημάτων στην μετακίνηση. Μάλλον δεν ήταν ενήμεροι από Έλληνες αποστράτους για την κατάσταση ασφαλείας στην ανατολική Λιβύη, ώστε να ματαιώσουν την αποστολή τους.
Πρέπει να επισημανθεί ότι ο εμμονικός σχολιασμός περί μέτρων ασφαλείας, αποκρύπτει την ωμή πραγματικότητα, ότι το περιστατικό στην Λιβύη ήταν ένα τροχαίο δυστύχημα. Ο διαρκής τονισμός και οι υπεραναλύσεις για τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας σε εμπόλεμες ζώνες, τροφοδοτούν στο κοινό την εικόνα – εντύπωση ότι η ελληνική αποστολή υπέστη εχθρική επίθεση. Ο σχεδιασμός της αποστολής κατακρίνεται ως ελλιπής σε σειρά ενδεχομένων τα οποία όφειλαν οι αρμόδιοι να έχουν διερευνήσει, χωρίς όμως οι κατακρίνοντες να έχουν πραγματική γνώση του αν όντως διερευνήθηκαν, και αν αποκλείστηκαν, τους λόγους για τους οποίους έγινε αυτό. Σε όλα, “φαίνεται ότι” και “θα έπρεπε“… Υποδείξεις όμως, προς αυτόν που δεν είχε θεσμικώς την αρμοδιότητα του σχεδιασμού και φυσικά ως μετά Χριστόν προφήτες. Το μόνο εύκολο δηλαδή.
Το αποτέλεσμα αυτού του τύπου επικρίσεων, είναι η πλήρης κατάρρευση της εμπιστοσύνης προς την ικανότητα των Ελλήνων στρατιωτικών από την κοινή γνώμη, όταν βλέπει αποστράτους να “κουνούν το δάκτυλο” κατ’ αυτό τον τρόπο στους εν ενεργεία συναδέλφους τους.
Επιμέρους σημεία κριτικής
Επιπλέον πεδίο κριτικής προσέφεραν άλλες πτυχές, όπως η φωτογραφική κάλυψη της αποστολής από το ΓΕΕΘΑ και η διαχείριση στην ενημέρωση για τα θύματα. Και εδώ, κυριαρχεί η λογική των μέτρων ασφαλείας σε στρατιωτικές επιχειρήσεις ενώ η συγκεκριμένη δεν ήταν, επισημαίνοντας ότι στο κλιμάκιο συμμετείχε προσωπικό του ΕΤΑ.
Το τελευταίο εκλαμβάνεται ως ένδειξη παραδοχής των αναγκών ασφαλείας αλλά στην πραγματικότητα τα στελέχη του ΕΤΑ επελέγησαν με βάση την ειδικότητα του νοσοκόμου μάχης με πτυχίο τουλάχιστον TCCC, για να συνεργαστούν με το λοιπό νοσηλευτικό προσωπικό. Η αποκάλυψη της παρουσίας του ΕΤΑ, εμφανίζεται από τους επικριτές ως αφορμή ταχείας σχεδιάσεως χτυπήματος από έναν εχθρικό λαό ή ακόμη και τούρκους πράκτορες(!) ασχέτως του ότι μιλάμε για ειρηνική αποστολή σε περιοχές φιλικές για τους Έλληνες.
Η αδυναμία στην ενημέρωση, παραβλέπει ότι αυτή ήταν πλήρως εξαρτημένη από τις διάφορες λιβυκές υπηρεσίες που αρχικώς έδιναν αντικρουόμενες πληροφορίες για μόνο τραυματίες κι εν συνεχεία διαβεβαιώσεις. Σημειώνεται ότι η ΔΕΠ στην Αθήνα ήταν αυτή που αντιλήφθηκε πρώτη ότι υπήρχε πρόβλημα και κίνησε τις διαδικασίες στην Λιβύη αλλά οι προσπάθειες προσέκρουσαν στην “ομίχλη” της ενημερώσεως από εκεί. Αρχικώς διαβεβαιώθηκε το ελληνικό Γενικό Προξενείο για τραυματίες, που ενημέρωσε αρμοδίως το ΥΠΕΞ ενώ ενδιαμέσως υπήρξε και επικοινωνία υπαξιωματικού του ΕΤΑ απευθείας με Αθήνα, χωρίς όμως απολύτως διευκρινισμένη εικόνα για την τύχη όλων των μελών της αποστολής. Η μεταφορά των τραυματιών κατά προτεραιότητα σε διάφορες τοπικές κλινικές και κέντρα υγείας, δικαιολογεί τις πρώτες αναφορές περί μόνο τραυματιών. Καθώς οι απανθρακωμένοι είχαν εγκλωβιστεί στα συντρίμμια, οι Λίβυοι που έδιναν αναφορά στο Υπουργείο Υγείας, μόνο αυτούς είχαν καταγεγραμμένους και δεν έγινε σύνθεση εικόνας με την Αστυνομία, η οποία μπορούσε να αναφέρει από την σκηνή του περιστατικού για τους νεκρούς. Ακόμη και όταν το Υπουργείο Υγείας ανακοίνωσε την ύπαρξη νεκρών, μίλησε για τέσσερις.
Ο χαρακτηρισμός “αγνοούμενοι” δόθηκε από την Λιβύη, επειδή οι μαρτυρίες προς Αθήνα δεν ήταν πλέον από το σημείο του δυστυχήματος, για αναγνώριση ταυτοτήτων διά ζώσης. Εκτός της σκηνής του περιστατικού, κανείς δεν μπορούσε να αναλάβει την ευθύνη και να βεβαιώσει πέντε νεκρούς και τις ταυτότητές τους. Στις συγκεκριμένες συνθήκες συγχύσεως, κάτι τέτοιο θα ήταν ανεύθυνο.
Η έκδοση των ανακοινώσεων περί απωλειών από το ΓΕΕΘΑ, δεν σημαίνει ότι την ώρα που εκδίδονται αυτές, έχει έλθει και η πληροφορία. Η πληροφορία έχει έλθει πολύ νωρίτερα αλλά προηγούνται διαδικασίες ενημερώσεως της ιεραρχίας, διατάζονται ενέργειες σύμφωνα με τυποποιημένα πρωτόκολλα (προηγείται ενημέρωση των οικογενειών) και όλα αυτά απαιτούν χρόνο. Η ρευστή εικόνα που ερχόταν από την Λιβύη, υποχρέωσε σε επανάληψη των διαδικασιών.
Όλα αυτά, αποτελούν επιμέρους πτυχές της συνολικής κριτικής που ασκήθηκε αλλά μπορούσαν να εξηγηθούν στον έναν ή τον άλλον βαθμό από ώριμα άτομα, διά της λογικής. Ο “θόρυβος” των λίγων αποστράτων ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις δεν ενήργησαν όπως σε μία πολεμική επιχείρηση, ασχέτως του ότι δεν είχαν την αρμοδιότητα γιατί δεν επρόκειτο για πολεμική αποστολή, ήταν αυτή που έμεινε στην κοινή γνώμη. Η ονομαστική κατάδειξη “υπευθύνων”, αποκαλύπτει προφανώς προσωπικά ταπεινά κίνητρα ενώ η ενημέρωση από πλευράς δημοσιογραφικών μέσων, περιείχε σε πολλές περιπτώσεις εντελώς εσφαλμένη πληροφόρηση, που παραπλανούσε. Δημοσιογράφοι έφθασαν στο σημείο να διακηρύξουν ότι δεν υπήρχε δυνατότητα αναγνωρίσεως των νεκρών, επειδή δεν γνώριζε η υπηρεσία καν, ποια στελέχη συμμετείχαν στην αποστολή! Υπήρχε ακόμη και το στοιχείο της αισχρότητος, με “εμπόριο πόνου”, στοχευμένες συκοφαντικές ιστορίες και περιγραφές φθηνού εντυπωσιασμού για το δυστύχημα.
Τα σενάρια συνωμοσίας που αναπτύχθηκαν από δήθεν ύποπτες οπές στο λεωφορείο, είναι ίσως το μικρότερο στην όλη κλίμακα αρνητικών συμπτωμάτων που εκδηλώθηκαν. Ενίσχυσαν την “οπτική” της θεωρίας περί μέτρων ασφαλείας, διά του συνδρόμου καταδιώξεως από εχθρούς με υπερκόσμιες δυνατότητες.
Τα μέσα δεν ασχολήθηκαν φυσικά με την παράπλευρη δραστηριότητα που αναπτύχθηκε εκτάκτως λόγω της ανατροπής των πάντων με το δυστύχημα. Από την στιγμή που κυκλοφόρησε η πρώτη είδηση για Έλληνες τραυματίες, έγιναν πάρα πολλά από μικρό σχετικώς αριθμό χειριστών του ΥΠΕΞ και του ΥΠΕΘΑ, υπό δυσμενείς συνθήκες. Το δίκτυο κινητής τηλεφωνίας στην Λιβύη είναι εξαιρετικά αδύναμο και αναξιόπιστο, με συχνές πολύωρες διακοπές ανά περιοχές, δυσκολεύοντας κάθε συνεννόηση. Μερικές ώρες μετά το δυστύχημα, C-130H προσγειωνόταν στην Βεγγάζη, ακολουθούμενο από C-27J, για την παραλαβή της αποστολής. Εκτελέσθηκε αεροδιακομιδή (MEDEVAC) αυξημένου βαθμού δυσκολίας, λόγω μεγάλου αριθμού τραυματιών διαφορετικής βαρύτητος, εκτελέσθηκε υποδειγματικώς, παρά το ότι το διακλαδικό προσωπικό δεν είχε συνεργαστεί ξανά, προηγουμένως.
Όλα καλά λοιπόν;
Ασφαλώς και όχι.
Ακόμη κι αν έγιναν όλα κατά τα καθορισμένα – προβλεπόμενα, ο θάνατος πέντε ψυχών, επιτάσσει την διερεύνηση των πραγμάτων. Από πλευράς ΓΕΕΘΑ κινήθηκαν άμεσα σχετικές διαδικασίες ενώ το ΥΠΕΞ, λόγω απουσίας του υπουργού στο εξωτερικό και προσωρινώς κενής θέσεως γενικού γραμματέως, ακολουθεί στις σχετικές ενέργειες. Οι διαπιστώσεις θα είναι χρήσιμες και θα ληφθούν υπ’ όψιν για τροποποιήσεις σε διαδικασίες και την εν γένει συνεργασία μεταξύ ΥΠΕΘΑ και ΥΠΕΞ σε ανάλογες περιπτώσεις, μελλοντικώς.
Ως δίδαγμα, πρέπει να συγκρατήσουμε την ζημιογώνο διαίρεση της κοινής γνώμης, που προκλήθηκε από την εύκολη επίθεση στο ΥΠΕΘΑ, ανεξαρτήτως του ότι δεν ήταν το αρμόδιο για την συγκεκριμένη αποστολή. Η σε μεγάλο βαθμό στοχευμένη επίθεση στο ΓΕΕΘΑ, αφήνει τον κίνδυνο μόνιμης πληγής, στην μορφή της πλήρους απορρίψεως κάθε έννοιας επίσημης ενημερώσεως του κρατικού μηχανισμού σε περιόδους κρίσεως και πολέμου. Έλειψε η ψυχραιμία, η πειθαρχία και παρατηρήθηκε… προσμονή αντιπολιτευτικού τύπου κριτικής άνευ ορίων. Βλέποντας με θαυμασμό την κεντρική επικοινωνιακή διαχείριση των Ουκρανών στον πόλεμο που συμπληρώνει σχεδόν διετία, με την απόλυτη συσπείρωση του λαού, πρέπει να προβληματίσουν τα ανακλαστικά μας και να αποδοθεί κεντρικά, ακόμη μεγαλύτερη προσοχή σε αυτό το κεφάλαιο.