Μυθολογία & Θρησκεία
του Γιάννη Ταχόπουλου από τον νέο Λόγιο Ερμή τ. 24
Όσον αφορά τη μυθολογία, κι εδώ είναι χαρακτηριστική η τοπική ποικιλομορφία των μύθων και των παραλλαγών τους. Η συνύπαρξη Ολύμπιων και Χθόνιων θεοτήτων καθώς και δημόσιας και οικογενειακής λατρείας, είναι εντυπωσιακή. Οι θεοί της αρχαίας θρησκείας φαίνεται ότι υπήρχαν πολύ πριν από τον Όμηρο, στην μυκηναϊκή εποχή, ωστόσο συχνά ήταν χθόνιοι θεοί. Οι επικοί ποιητές περισσότερο συστηματοποίησαν και ιεράρχησαν το υπάρχον σύμπαν των θεών παρά ίδρυσαν κάποια τελείως νέα θρησκεία. Κατά τη μεγάλη αυτή αναδιάταξη των θεών, διάφοροι υποβιβάστηκαν σε ήρωες άλλοι ενσωματώθηκαν σε άλλους δίνοντας τις δυνάμεις τους, και ναοί των ολύμπιων κτίστηκαν στις θέσεις μυκηναϊκών ανακτόρων.
Ένα ενδιαφέρον σημείο της αρχαίας μυθολογίας και θρησκείας είναι ο ανθρωπομορφισμός της. Αν δούμε λ.χ. τους αιγυπτιακούς θεούς, αυτοί παριστάνονται ή συμβολίζονται ή λατρεύονται με τη μορφή ζώων. Υπάρχει ο αετός του Δία, ο Δίας όμως δεν είναι αετός, ενώ ο Άνουβις είναι τσακάλι και η Μπαστέτ είναι γατόμορφη και λατρεύεται ως γάτα που τριγυρνά στο ναό της, ο κροκόδειλος λατρεύεται και ταΐζεται στο ναό του από ιερείς, οι ιεροί ταύροι βαλσαμώνονται. Η γηγενής μικρασιατική θεά στην Έφεσο που αργότερα ονομάστηκε Άρτεμις έχει άγαλμα με δεκάδες μαστούς, ενώ η ελληνική Άρτεμις είναι μια κανονική κοπέλα. Αν δούμε τι κάνει ο Ηρακλής ή ο Θησέας με τον Μινώταυρο, αντιθέτως, είναι η εξόντωση κάθε είδους τέρατος: Λερναία Ύδρα κ.λπ. Τα τέρατα αυτά ήταν ανθρωποκτόνα (Στυμφαλίδες όρνιθες, Λερναία Ύδρα). Ή ο μύθος της σφίγγας, που αυτοκτονεί στην ανθρωποκεντρική λύση του αινίγματός της από τον Οιδίποδα. Η ελληνική αντίληψη καθαρίζει το θρησκευτικό τοπίο από το μη ανθρώπινο και το τερατώδες. Αν το συγκρίνουμε με άλλους λαούς και θρησκείες, βλέπουμε ότι ο Βουδισμός δεν είχε καθόλου αγάλματα ή απεικονίσεις, προτού έρθει ο Αλέξανδρος και οι επίγονοί του στην Ινδία. Οι αρχαίοι Άραβες λάτρευαν κυβόλιθους, τους βαίτυλους, τόσο στην Αραβία όσο και στις αραβικές περιοχές της Συρίας και Ιορδανίας. Τα κατοπινά αγάλματα και γλυπτά της Παλμύρας είναι ελληνική επίδραση. Οι ίδιοι οι ρωμαϊκοί θεοί δεν υπήρχαν ως πρόσωπα πέρα από συγκεκριμένα φαινόμενα, πράξεις ή λειτουργίες, και δεν είχαν προσωπική ιστορία ή οικογενειακή ζωή πριν από την επαφή της Ρώμης με την ελληνική μυθολογία. Ακόμη και η γυμνότητα των αγαλμάτων ήταν κυρίως ελληνικό κι όχι ρωμαϊκό χαρακτηριστικό. Οι χονδροειδείς μορφές των θεοτήτων στην Αφρική και την Πολυνησία και οι με πολλά χέρια ινδικές θεότητες δεν είναι συνεπής ανθρωπομορφισμός όπως ο ελληνικός. Δεν θα ήταν υπερβολή να σκεφτούμε ότι ο ανθρωπομορφισμός, είναι προνόμιο του Ελληνισμού. Αυτό δεν ήταν ένα εγγενές χαρακτηριστικό που συνεπώς επικράτησε αβίαστα αλλά χρειάστηκε προσπάθεια γι’ αυτό, αφού στην αρχή και οι Έλληνες είχαν παρόμοιες πρακτικές, όπως αφηγήται ο Παυσανίας. Μόνο περιθωριακές και ίσως προολύμπιες θεότητες ή δαίμονες παραμένουν τερατόμορφες, π.χ. ο Πάνας και οι Σάτυροι, που άλλωστε ζουν στα δάση και τις ερημιές.
Η αρχαία θρησκεία και μυθολογία βέβαια με τη σειρά της έχουν αποκτήσει μια πρόσφατη και πρόσθετη μυθολογία ως ερμηνεία για την φύση τους. Γι’ αυτό χρειάζονται ουκ ολίγες επισημάνσεις: Η ελληνική θρησκεία δεν είχε δόγματα δηλαδή ορθοδοξία, είχε όμως ορθοπραξία αντί της ορθοδοξίας. Η λατρεία νέων θεών χωρίς επίσημη άδεια ήταν κολάσιμη, όπως και η άρνηση λατρείας των γηγενών θεών. Δεν είχε ιερά κείμενα, άρα δεν υπήρχε ζήτημα λαθεμένης ερμηνείας και καταδίκης της, και βεβαίως κάθε ποιητής που έκανε προσθήκες στο βασικό σκελετό κάθε μύθου πίστευε ή μπορούσε να λέει ότι μια θεά του έβαζε στο στόμα όσα έλεγε, και όχι η δική του φαντασία. Ωστόσο, η αλλαγή των βασικών κειμένων της (Όμηρος) ήταν απαγορευμένη, ενώ κάθε πόλη είχε ξεχωριστά τελετουργικά βιβλία. Στη συνείδηση των ανθρώπων, το να μην πιστεύεις σε έναν μύθο προκαλούσε την οργή των θεών. Οι Αρχαίοι, τουλάχιστον μέχρι να αρχίσει ο φιλοσοφικός στοχασμός, πίστευαν στην πραγματικότητα των μύθων κι όχι στη συμβολικότητά τους, και έως τον 5ο αι. θεωρούσαν ιστορία την μυθολογία (π.χ. τον Τρωικό Πόλεμο όπως τον περιγράφει ο Όμηρος). Οι θεοί της Ελλάδας δεν έφτιαξαν το σύμπαν, κατά τον Πλάτωνα διαμόρφωσαν βάσει των ιδεών την προϋπάρχουσα ύλη, και συνεπώς δεν κυριαρχούν απόλυτα σε αυτό, ωστόσο κάνουν θαύματα και αναιρούν τη φυσική τάξη και τους νόμους του σύμπαντος αυτού, που δεν ελέγχουν: Η αρχαία θρησκεία είναι γεμάτη θαύματα από τις απαρχές έως τα τέλη της, θαύματα καθημερινά και μη, και συνεπώς δεν έχει ιδιαίτερο νόημα ο τονισμός της μη παντοδυναμίας των θεών. Οι θεοί ακούν τα πάντα, ξέρουν το μέλλον, επεμβαίνουν στα ανθρώπινα πράγματα βοηθώντας ή καταστρέφοντας κι όχι πάντα με ηθικά κριτήρια. Άλλοτε οι θεοί εμφανίζονται από τη μυθολογία να είναι τελείως πέραν του καλού και του κακού, και άλλοτε γίνεται επίκληση στη δικαιοσύνη τους ενάντια στους κακούς ανθρώπους, τους εκμεταλλευτές κ.λπ. Οι θεοί εξαρχής παίρνουν μέρος στην εξέλιξη της ανθρώπινης δημιουργίας (χρυσό γένος, αργυρό, χάλκινο, σιδηρούν, ήρωες, θνητοί) και ενδιαφέρονται για το ανθρώπινο γένος, έστω και στη βάση μιας ανταλλακτικής αντίληψης – αυτό που ο Πλάτων στον Ευθύφρονα ονόμαζε «εμπορία μεταξύ ανθρώπων και θεών» και επί Ρωμαίων ονομάστηκε «Ειρήνη των θεών»: Προστατεύουν την κοινωνία εφόσον λατρεύονται από αυτήν με τον ορθό τρόπο. Υπάρχει στην Ησιόδεια θρησκεία η αντιμετώπιση της ανθρώπινης ιστορίας ως Πτώσης (το γένος των θνητών, το οποίο ο Δίας, που το έπλασε, θα καταστρέψει) και ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται ως το πιο αξιολύπητο πλάσμα από το Δία (Ιλιάδα Ρ 446). Υπάρχει όμως και το άκρως αντίθετο, δηλαδή η πρόοδος με βοήθεια από τους θεούς ή με μόνη την ανθρώπινη δράση (Ξενοφάνης, τραγικοί). Και φυσικά, υπάρχει η αντίθετη άποψη, για τον άνθρωπο ως το πιο θαυμαστό πλάσμα. Η Αρχαιότητα δεν πίστευε ολοκληρωτικά στην απουσία μεταθανάτιας συνείδησης όπως ο Όμηρος, γιατί τα Μυστήρια, ο Ορφισμός και ο Πυθαγορισμός υπήρξαν πριν από την αθηναϊκή δημοκρατία του 5ου αι., και το ησιόδειο τέταρτο γένος των ηρώων πεθαίνοντας πάει στις νήσους των Μακάρων. Ήδη στην Οδύσσεια διάφοροι πηγαίνουν σε ένα είδος παραδείσου. Ακόμη και στην Ιλιάδα (Γ 258) οι επίορκοι τιμωρούνται στον Κάτω Κόσμο, δηλαδή φαίνονται ήδη στον Όμηρο τα σημάδια μιας αλλαγής στην αντίληψη περί μεταθανάτιας ζωής. Ο ομηρικός κόσμος βεβαίως είναι για τους ήρωες πολεμιστές, που αυτονόητα ζητάν τη δόξα σε αυτή τη ζωή και απλώς την μεταθανάτια φήμη, με φόντο την ολιγάριθμη κλειστή κοινότητα των Σκοτεινών Αιώνων, γι’ αυτό και δεν ανέπτυξαν σύστημα μεταθανάτιας επιβίωσης της ατομικότητάς τους. Θα βρούμε στους Έλληνες την ομηρική αγάπη για την ηρωική υστεροφημία δια του πολέμου αλλά και το αντίθετο, το ανέμελο πέταμα της ασπίδας από τον Αρχίλοχο. Η ποικιλομορφία των απόψεων και στάσεων μπροστά στο θάνατο και τους θεούς δεν επιτρέπει το να εμφανίζουμε μία από τις πολλές απόψεις για καθένα ζήτημα ως την άποψη της Αρχαιότητας.
Ένας Σπαρτιάτης δεν είχε δικαίωμα να συμμετάσχει στις ιεροπραξίες της Αθηνάς Πολιάδας ή της Ήρας του Άργους, παρ’ ό,τι στην Σπάρτη υπήρχαν ναοί της Ήρας και της Αθηνάς, από την άλλη όμως υπήρχαν Πανελλήνιες γιορτές –γενικά του Δία, γενικά του Ποσειδώνα κ.ο.κ.– με δικαίωμα συμμετοχής όλων των Ελλήνων, και οι μύθοι π.χ. του Δευκαλίωνα τόνιζαν την κοινή καταγωγή η οποία διακηρυσσόταν π.χ. και από τον Ηρόδοτο. Ο Δίας, σύμφωνα με την ομηρική-ησιόδεια θρησκεία, θα κυριαρχεί αιώνια, και μόνο κατοπινοί στοχαστές του 5ου αι. (ο Αισχύλος, δηλαδή ενάντια στους μύθους και έξω από αυτούς) σκέφτηκαν ότι ο Προμηθέας προφητεύει την ανατροπή τους από άλλο θεό, άρα ότι η εξουσία των θεών βασίζεται σε μια ισχύ που μπορεί να υπερνικηθεί, άρα είναι απλώς ζήτημα δύναμης.
Η αρχαία κοσμοαντίληψη διόλου δεν είχε αποκλείσει την υπομονή απέναντι στα κακά που στέλνουν οι θεοί στους θνητούς, ούτε την τυφλή ελπίδα. Η ομηρική αποδοχή της θνητότητας ήδη βρίσκει αντίπαλη άποψη μέσα στα ομηρικά έπη. Η θρησκεία δεν ήταν ένα τυπικό «κομμάτι» ή λειτουργία της πολιτικής ζωής, αλλά διαχεόταν σε όλες τις πλευρές της καθημερινότητας. Άρχοντες και πολίτες, άρχιζαν την ημέρα τους και τις εργασίες τους με θυσίες· οι Αθηναίοι άρχοντες για να αναλάβουν το αξίωμά τους ερωτώνταν εάν πιστεύουν στους θεούς και πού βρίσκονταν τα ιερά τους, οι εκστρατείες των Σπαρτιατών ακυρώνονταν εάν είχε πανσέληνο, οι Δελφοί πήραν το μέρος των Σπαρτιατών στον Πελοποννησιακό πόλεμο και προφήτευσαν τον χαμό της Ελλάδας κατά τον Περσικό πόλεμο. Ήταν με βάση τους μύθους και τις ηρωικές γενεαλογίες που τα αρχαία κράτη-πόλεις διεκδικούσαν το α ή β κομμάτι εδάφους από γειτονικά κράτη, και θεωρούσαν τους θεούς και ήρωες πρώτους ευρέτες τεχνών, επιστημών κλπ. Το ότι όλα αυτά δεν ήταν ανιαρά τυπικά μα είχαν ένα ισχυρό υπόβαθρο πίστης, φαίνεται από τις πάμπολλες διώξεις για ασέβεια κατά φιλοσόφων κι επιστημόνων, οι οποίοι είπαν πράγματα που ήταν ή φάνηκαν ότι ήταν ενάντια στην αρχαία θρησκεία και ευσέβεια.
Η θρησκεία των Αθηναίων δεν ήταν πολιτική με την έννοια ότι το περιεχόμενό της μπορούσε να θεσμίζεται χωρίς σταματημό. Οι επίσημες γιορτές πράγματι ήταν επιδεικτικές και απέβλεπαν ελάχιστα στην τόνωση της θρησκευτικότητας ή στόχευαν σε πατριωτική επίδειξη, ο Περικλής ήταν θρησκευτικά αδιάφορος και η σύζυγός του διώχθηκε για ασέβεια, ωστόσο η ευλάβεια των απλών ανθρώπων δεν ήταν επιφανειακή: απλά, για να εκφράσουν οι απλοί άνθρωποι τη γνήσιά τους θρησκευτικότητα, προσέφευγαν συχνά στη προγενέστερη χθόνια κι όχι την ολύμπια πτυχή των γνωστών θεών, στα παλαιά αρχαιότροπα ξόανα με ελάχιστη ή καθόλου λάξευση αντί για τα καλογυαλισμένα αγάλματα της κλασσικής αρχαιότητας, σε ιερά αντικείμενα με υπερφυσική δύναμη, σε λείψανα ηρώων με παρόμοια δύναμη (π.χ. οστά του Ορέστη, οστά του Θησέα), και σε πλήθος ιερών χώρων άσχετων με τους μεταγενέστερους κλασσικούς ναούς, όπως άδυτα, άβατα, εγκοιμητήρια, ιερές σπηλιές, άλση, πανάρχαια ερείπια που χρονολογούσαν στους μυθικούς χρόνους κοκ.
Η δυτική παρανόηση
Τέλος, ας αναφερθούμε και στην δυτική παρανόηση. Δεν είναι μόνο η τεράστια απόσταση που χωρίζει Δύση και Αρχαιότητα και αναπόφευκτα καθιστά ακαδημαϊκού επιπέδου το βίωμα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού (ακόμη κι αν οι καλύτεροι φιλόλογοι είναι όντως Άγγλοι, Γερμανοί ή Γάλλοι), ούτε απλώς ότι κάθε είδους μίμηση είναι μεθερμηνεία και επιλογή τμήματος κι όχι όλου του αρχαίου πολιτισμού, ο οποίος άλλωστε χαρακτηρίζεται από απίστευτη ποικιλομορφία. Για παράδειγμα, διάφοροι βλέποντας τα λευκά αγάλματα που επιδεικνύονταν ή που έρχονταν στο φως με τις ανασκαφές πίστεψαν ότι οι Έλληνες άφηναν άβαφα τα αγάλματά τους κι αναπτύχθηκε μια μυθοπλασία περί των λευκών αγαλμάτων, η οποία είχε και πολιτικές προεκτάσεις σχετικές με την παγκόσμια δυτική κυριαρχία/αποικιοκρατία. Προσεκτικότερες και κατοπινές παρατηρήσεις έδειξαν ωστόσο ίχνη χρώματος πάνω στα γλυπτά, το οποίο έφυγε με τους αιώνες. Ποια είναι η πλησιέστερη αισθητική στην αρχαιοελληνική; Τα χρωματισμένα χωριάτικα σπίτια και τα πολύχρωμα βυζαντινά ψηφιδωτά ή η λευκότητα των δυτικών κριτικών της αρχαίας ελληνικής τέχνης; Αυτό δεν το λέμε για να απαξιώσουμε τη Δύση, άλλωστε η ίδια η Δύση ανακάλυψε το σφάλμα της. Το λέμε για να παρουσιάσουμε ένα γεγονός.
Από την άλλη, πρόσφατα σε τηλεοπτική σειρά ο Αχιλλέας παρουσιάστηκε ως μαύρος Αφρικανός, πράγμα που επίσης μπορεί να υποτεθεί ότι είχε πολιτικές σκοπιμότητες (τις ακριβώς αντίθετες από εκείνες σχετικά με τα «λευκά αγάλματα»: πολυπολιτισμό κ.λπ.). Παρομοίως, η γραμμική προοπτική των ζωγραφικών πινάκων της Αναγέννησης και η μία πηγή φωτός σε αυτούς, διαφέρει κατά πολύ από την προοπτική στις σωζόμενες αρχαίες ζωγραφικές παραστάσεις, όπου συνυπάρχουν 2 ή περισσότερες προοπτικές, ή όπου η πηγή του φωτός μπορεί να προέρχεται από πολλές μεριές. Κι όμως η Αναγέννηση νόμιζε ότι είχε αναστήσει την αρχαία ελληνική τέχνη. Η γυμνότητα των αρχαίων αγαλμάτων εξελήφθη από την σύγχρονη Δύση ως σεξουαλική απελευθέρωση δηλαδή ηθικιστικά ή ως ανατίμηση της φύσης κ.ο.κ. Στην πραγματικότητα (όσο κι αν οι προηγούμενες ερμηνείες ήταν εν μέρει σωστές), με τη γυμνότητα πολύ συχνά τονίζεται η αντίθεση θεών-θνητών ή ελεύθερων ανδρών και δούλων, ενώ το γυναικείο γυμνό σχεδόν απουσιάζει. Δηλαδή, είναι ένα καλλιτεχνικό μέσο. Δεν έχουμε υπόψη μόνο τη σύγχρονη Δύση: οι αρχαίοι Ρωμαίοι αντιλαμβάνονταν τα αγάλματα με τελείως άλλο τρόπο από τους Έλληνες: βίδωναν διαδοχικά στον ίδιο κορμό κεφάλια διαφορετικών ηγεμόνων (αλλάζοντάς τα όταν ανατρεπόταν ο προηγούμενος αυτοκράτορας), και στις ανάγλυφες σκηνές απεικόνιζαν μαζί θεούς και ανθρώπους σε αντίθεση με τους Έλληνες. Η διαφορά μεταξύ αντιπροσωπευτικής και άμεσης δημοκρατίας δεν χρειάζεται να εξηγηθεί.
Οι Ολυμπιακοί στην Ελλάδα ονομάζονταν Αγώνες, στην αγγλική γλώσσα είναι Games, παιχνίδια, στην Αρχαιότητα υπάρχει η έννοια του Αγώνα και η επιδίωξη της αριστείας και της Αλήθειας, στην Δύση η επιδίωξη της Ευτυχίας, ατομικής ή συλλογικής, ή –με σημερινούς όρους– του ωφελιμισμού. Η Ευτυχία, όταν στον σχετικό μύθο ο νεαρός Ηρακλής πρέπει να διαλέξει το δρόμο που θα πάρει, τού λέει ότι ως δεύτερο όνομά της έχει το Κακία, ενώ ένας Γάλλος Επαναστάτης ο Σαιν Ζυστ, έλεγε το 1794 ότι η ευτυχία είναι μια νέα ιδέα στην Ευρώπη.
Η αντίληψη περί ορθολογισμού, πάλι, είναι διαφορετική. Στην ελληνική γλώσσα, κάνουμε λόγο για αποτυχία και επιτυχία[1], πράγμα που σημαίνει ότι για την επίτευξη ενός στόχου μας πέρα από την δική μας μέθοδο και προσπάθεια υπάρχει ο ρόλος του τυχαίου, του μη ελέγξιμου. Αντίθετα, το αγγλικό success και το γαλλικό succès με βάση την ετυμολογία τους περιέχουν την έννοια της διαδοχής, και το ίδιο ισχύει με το γερμανικό erfolgen (folgen έπομαι, ακολουθώ). Η επιτυχία είναι αποτέλεσμα κάποιας ενέργειάς μας. Θα κάνω το Α πράγμα, και θα ακολουθήσει σίγουρα, θα προκύψει, το επιθυμητό Β. Έτσι, ανοίγει ο δρόμος (που ήδη είναι ορατός στη χριστιανική μεσαιωνική Δύση με την εξονυχιστική ορθολογική εξέταση της ουσίας του Θεού) για την απολυτοποίηση της λογικής, για τη άποψη ότι μπορούμε ή πρέπει να εφαρμόσουμε ορθολογικές διαδικασίες στα πάντα, κι ότι έτσι σίγουρα θα έχουμε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Δηλαδή για μια αυταπάτη παντοδυναμίας. Κάτι τέτοιο δεν το έκαναν οι Αρχαίοι, που είχαν την αντίληψη του τραγικού άλλωστε, κατά την οποία κανείς δεν μπορεί να ελέγχει ή να φανταστεί εκ των προτέρων τα αποτελέσματα των πράξεων ή και την ερμηνεία των λόγων του – πέρα από τη συναίσθηση της κατωτερότητας του ανθρώπου μπροστά στη φύση ή τους θεούς. Ασφαλώς ο λόγος κυβερνά τα πάντα και είναι κοινός σύμφωνα με τους Αρχαίους, αλλά αυτό είναι έτερον εκάτερον.
Ή πάλι, η αρχαία θρησκεία, που στη νεωτερική Δύση ειδώθηκε συχνά σε αντιπαράθεση με το χριστιανικό μεσαιωνικό παρελθόν της Δύσης, με αποτέλεσμα διάφορες παρερμηνείες. Για παράδειγμα, στην Αρχαιότητα του 6ου και 5ου αι. συνυπήρχαν ενίοτε ισόβαθμα καύση και ταφή στην Αθήνα, παρά τις απόψεις του 19ου αι. και μετά, ότι στην κλασσική Ελλάδα λάμβανε χώρα μόνο καύση των νεκρών και μάλιστα ότι η επιλογή αυτή αντιστοιχούσε σε συγκεκριμένες μεταφυσικές απόψεις του παγανισμού για το σώμα και την ψυχή[2] . Πτυχές της εσφαλμένης ερμηνείας της Αρχαιότητας αφορούν ακόμη και νεοελληνικές λαϊκές παραδόσεις: Η κουκουβάγια θεωρείται σήμερα από τις λαϊκές δοξασίες το πουλί του θανάτου, αλλά αυτό δεν έγινε γιατί στα χριστιανικά χρόνια άλλαξε ο τρόπος που οι Έλληνες έβλεπαν το πτηνό αυτό, πλέον ως πουλί του θανάτου κι όχι της σοφίας, αλλά γιατί η Αθηνά ήταν αρχικά θεότητα του Κάτω Κόσμου, εμμέσως του θανάτου και συνεπακόλουθα της νύχτας, διαστήματος κατά το οποίο δραστηριοποιείται η κουκουβάγια. Ενώ ο Παρθενώνας και η Ακρόπολη ουδέποτε ήταν στην Αρχαιότητα σύμβολα της Φιλοσοφίας, της αρχαίας θρησκείας και του Πανελλήνιου Πνεύματος (τέτοια ήταν οι Δελφοί, τα Ίσθμια, η Ολυμπία, η Ελευσίνα) η δυτική έκσταση με τον Παρθενώνα οδήγησε σε τέτοιες παρανοήσεις – προφανώς γιατί ήταν ένα πολύ καλά διατηρημένο κι εντυπωσιακό κτίσμα.
Οι εσφαλμένες αναγνώσεις της Αρχαιότητας δεν είναι μόνο ακούσιες. Η Δύση μετά τον Μεσαίωνα σκοπό είχε να αντλήσει από την Αρχαιότητα επιχειρήματα κατά όσων θεωρούσε στο εσωτερικό της ή στο εξωτερικό της (λοιπός, προς κατάκτηση, πλανήτης) εχθρούς της, και κατά συνέπεια δεν ήθελε να διακρίνει τα θετικά από τα αρνητικά της Αρχαιότητας, αλλά την αντιμετώπισε ως ένα πράγμα εσωτερικά αδιαφοροποίητο. Και πάλι αυτά δεν τα λέμε για καταδίκη της Δύσης, η οποία ειδικά σήμερα δεν έχει κανένα νόημα. Ούτε η μεθερμηνεία είναι καταδικαστέα ούτε η επιλογή τμημάτων της Αρχαιότητας, ούτε η νεότερη δυτική δημιουργία είναι κάτι κακό. Απλά, πρέπει κάποιος να αναγνωρίζει δημόσια ότι επιλέγει τμηματικά, και ότι δεν παριστάνει τον μόνο και πρώτο που αναβίωσε την μελέτη της Αρχαιότητας. Ωστόσο, η Δύση ισχυρίζεται έως σήμερα ότι αυτή αναβίωσε πρώτη την Αρχαιότητα κι ότι μόνο αυτή τη μελέτησε. Μελέτη της Αρχαιότητας στην πραγματικότητα, παρατηρείται νωρίτερα από τη Δύση τόσο στους Άραβες όσο και στους Βυζαντινούς. Καθένας τους επέλεξε ό,τι θεώρησε σημαντικό. Τι είναι σημαντικό δεν ορίζεται αντικειμενικά.
* Το κείμενο αποτελεί εισήγηση του συγγραφέα που δόθηκε στις 18 Νοεμβρίου 2021, στο πλαίσιο του κύκλου σεμιναρίων του Άρδην Θεσσαλονίκης με τίτλο «Η ιστορική περιπέτεια της ελληνικότητας».
[1] Αυτές οι λέξεις υπήρχαν στην αρχαία γλώσσα με ίδιο νόημα, βλ. Liddell, Scott, Jones ἀποτυχίη, ἀποτυγχάνω, ἐπιτυχία, ἐπιτυγχάνω
[2] Βλ. D. Kurtz – J. Boardman, Greek Burial Customs, Λονδίνο 1971
Ενισχύστε την προσπάθειά μας κάνοντας μια δωρεά στο Άρδην πατώντας ΕΔΩ.
Γνωρίστε τα βιβλία των Εναλλακτικών Εκδόσεων
Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook
Ακολουθήστε το Άρδην στο twitter
Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube