Της Πάμελα Πωλ, από τους Τάιμς της Νέας Υόρκης
Αυτή θα έπρεπε να είναι η στιγμή του Δημοκρατικού Κόμματος. Ο ασφυκτικός εναγκαλισμός του Ντόναλντ Τραμπ έχει εξωθήσει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα στο περιθώριο. Η στάση των Ρεπουμπλικανών στο Κογκρέσο, αντανακλά τις διαθέσεις ενός ασυγκράτητου νηπίου, ενώ τα πνευματικά και ιδεολογικά θεμέλια του κόμματος έχουν αποσαθρωθεί εντελώς.
Ωστόσο μακράν από το να κυριαρχεί το Δημοκρατικό Κόμμα δείχνει ανήμπορο να συναντήσει τις προτεραιότητες, τις ανάγκες και τις αξίες πολλών Αμερικανών.
Οι τρέχουσες δημοσκοπήσεις δείχνουν στην αναμέτρηση τους το 2024, η διαφορά μεταξύ του Τραμπ και του Μπάιντεν είναι πολύ οριακή ώστε να επαναληφθεί εύκολα το σενάριο του 2020.
Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση όπου η Νίκι Χέιλι ή ο Ρον ΝτεΣάντις λάβουν το χρίσμα από τους Ρεπουμπλικάνους. Πολλοί ψηφοφόροι που κάποτε αποτελούσαν την συμπαγή βάση του Δημοκρατικού Κόμματος –εργατική τάξη, οικογένειες της μεσαίας τάξης, μαύροι, λατινοαμερικάνοι και υπόλοιπες εθνοτικές μειονότητες– έχουν στραφεί προς τους Ρεπουμπλικάνους.
Μια εξέλιξη που έχει προκαλέσει ταραχή στους Δημοκρατικούς, Ρεπουμπλικάνοι υποψήφιοι στις πρόσφατες εκλογές συγκέντρωσαν υψηλότερα ποσοστά στις ομάδες αυτές.
Κάτι ανησυχητικό συμβαίνει στο κόμμα του λαού.
Αυτή η ανησυχία δεν είναι εντελώς καινούργια. Το 2004, στο βιβλίο του ο Τόμας Φρανκ αναρωτιόταν, «Τι συμβαίνει στο Κάνσας»; Γιατί, οι εργαζόμενοι και η μεσαία τάξη των Αμερικανών ψήφισαν τους Ρεπουμπλικάνους την ίδια στιγμή που οι πολιτικές των Δημοκρατικών ήταν περισσότερο κοντά στις ανάγκες τους;
Το ερώτημα που πρέπει να τεθεί τώρα είναι: Γιατί το Δημοκρατικό Κόμμα δεν εξυπηρετεί ούτε καν τις ανάγκες τους;
Οι John B. Judis και Ruy Teixeira, συγγραφείς του εξαιρετικά σημαντικού βιβλίου του «The Emerging Democratic Majority» (2002), μπορεί να φαίνονται οι τελευταίοι που θα μπορούσαν να έχουν απάντηση. Η εκτίμηση του βιβλίου τους, ότι οι Δημοκρατικοί θα απολάμβαναν μια άνετη πλειοψηφία μέχρι το 2010, λόγω των μετατοπίσεων που έλαβαν χώρα στο εκλογικό σώμα, αλλά και των δημογραφικών ανατροπών, διαψεύσθηκε παταγωδώς.
Αλλά σ’ ένα άλλο βιβλίο τους, το «Where Have All the Democrats Gone?» δίνουν μια αρκετά πειστική απάντηση –η οποία μάλιστα θα μπορούσε να εκληφθεί και ως προειδοποίηση.
Αν η απάντηση στο ερώτημα του Φρανκ ήταν ότι τα πολιτισμικά ζητήματα μπορούν να υπερκεράσουν τα ταξικά ζητήματα με τρόπους που ευνοούν τους Ρεπουμπλικάνους, η απάντηση του Judis και του Teixeira φαίνεται διπλά ανησυχητική για τους Δημοκρατικούς: Όχι μόνο το Δημοκρατικό Κόμμα αποτυγχάνει όλο και περισσότερο και στα πολιτισμικά ζητήματα (παρά τη δύναμη που ακόμα έχει σε ό,τι αφορά στο δικαίωμα υπέρ της άμβλωσης), αλλά θεωρείται ότι υπολείπεται και σε θέματα τάξης. Σε μια χώρα που έχει γίνει όλο και πιο έκδηλα λαϊκιστική ως προς τις αξίες και τις ανάγκες της, οι Δημοκρατικοί είναι αυτοί που μοιάζουν με το κόμμα των ελίτ και δεν έχουν επαφή με την κοινωνία.
«Είχαμε αυτή την περίεργη κατάσταση όπου η κυρίαρχη δύναμη στο Δημοκρατικό Κόμμα ήταν μεταξύ των προοδευτικών κοινωνικών οργανώσεων και της νεοφιλελεύθερης επιχειρηματικής ελίτ», είπε ο Judis όταν μίλησα μαζί του την περασμένη εβδομάδα. Η πλειοψηφία των Αμερικανών αισθάνεται ότι έχει μείνει πίσω.
Αυτό αποτελεί κακό προμήνυμα για τους Δημοκρατικούς. Όπως γράφουν ο ίδιος και ο Teixeira στο βιβλίο τους, «το δημοκρατικό κόμμα κατέγραψε τις μεγαλύτερες επιτυχίες του όταν επιδίωξε να εκπροσωπήσει τους απλούς άνδρες και γυναίκες ενάντια στους πλούσιους και τους ισχυρούς, τον λαό ενάντια στις ελίτ, τους πληβείους εναντίον των πατρικίων».
Όταν πρόκειται για την οικονομία, λένε οι συγγραφείς, πολύ συχνά πια οι Δημοκρατικοί προωθούν τα συμφέροντα των δικών τους ελίτ και χορηγών. Από τη δεκαετία του 1990, το κόμμα έχει επιδιώξει πολιτικές που επιδεινώνουν την οικονομική δυσπραγία των Αμερικανών, που δεν είναι εύποροι.
Ο πρόεδρος Μπιλ Κλίντον, για παράδειγμα, υποστήριξε τη NAFTA και την είσοδο της Κίνας στο Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, μια κίνηση που υπονόμευσε την αμερικανική βιομηχανία. Η κυβέρνηση επίσης υποστήριξε τον τραπεζικό νόμο του 1999, ο οποίος επιτάχυνε τη χρηματιστηριοποίηση της αμερικανικής οικονομίας. Ενώ ο Μπαράκ Ομπάμα μετέφερε ένα λαϊκό μήνυμα κατά την προεκλογική του εκστρατεία, ως πρόεδρος, ισχυρίζονται, έγινε δέσμιος της νεοφιλελεύθερης Ουάσινγκτον.
Μεγάλο μέρος της ατζέντας του Δημοκρατικού Κόμματος καθορίστηκε από αυτό που οι Judis και Teixeira αποκαλούν «σκιώδες κόμμα», ένα μείγμα χορηγών από τη Wall Street, το Χόλυγουντ και τη Silicon Valley, πλούσιων ιδρυμάτων, ομάδων ακτιβιστών, ΜΜΕ, ισχυρών των λόμπι και ακαδημαϊκών.
Οι ηγέτες των Δημοκρατικών φαίνονται πολύ πρόθυμοι να συμβιβαστούν με ένα είδος φτηνού προοδευτισμού, εκείνου που κάποτε ονομαζόταν φιλελευθερισμός της λιμουζίνας, με την προσθήκη των πολιτικών για την ουδετερότητα του άνθρακα ή την ηθικολογία της πολιτικής ορθότητας. Αλλά ούτε η Αμερική μπορεί να ανασυγκροτηθεί, ούτε το Δημοκρατικό Κόμμα να κερδίσει εάν δεν δοθεί προτεραιότητα στην οικονομική ευημερία της αμερικανικής πλειοψηφίας έναντι των οικονομικών συμφερόντων και των πολιτιστικών εμμονών μιας μειοψηφικής ελίτ.
Ο Μπάιντεν περιόρισε μέρος της οικονομικής ατζέντας του σκιώδους κόμματός του –λιγότερο την πολιτιστική και κοινωνική πολιτική του. Εκεί, υποστηρίζουν οι Judis και Teixeira, το κόμμα φαίνεται αποφασισμένο να επιβάλει μια στενόμυαλα προοδευτική στάση σε θέματα όπως η φυλή, ο «σεξουαλικός δημιουργισμός» (γνωστός ως ιδεολογία του φύλου), η μετανάστευση και το κλίμα, εις βάρος των πεποιθήσεων που είναι ευρύτερα κοινές εντός του εκλογικού σώματος.
Οι ηθικές αξίες μπορεί να διαφέρουν σε κάθε άκρο των δύο κομμάτων, αλλά οι ηθικολογίες τους προκαλούν την δυσαρέσκεια πολλών Αμερικανών. Παρ’ όλο που οι ίδιοι οι Δημοκρατικοί προσπαθούν «να αλλάξουν την κουλτούρα με έναν εξαιρετικά επιθετικό τρόπο», λέει ο Teixeira, το Δημοκρατικό Κόμμα συμπεριφέρεται σαν όποιος αντιδρά ενάντια στις παραδοχές της προοδευτικής του πτέρυγας να μην μπορεί να ανήκει καθόλου στη βάση του.
«Υπάρχει μια ορισμένη δόση θράσους μεταξύ των Δημοκρατικών εκείνων που υποθέτουν ότι μόνο η άλλη πλευρά επιδιώκει έναν πολιτισμικό πόλεμο», είπε.
Για πάρα πολύ καιρό, το Δημοκρατικό Κόμμα εξαρτιόταν από τη μετατόπιση των δημογραφικών στοιχείων για να στηρίξει την υπόθεσή του. Στη συνέχεια βασίστηκε στο σκιάχτρο των Ρεπουμπλικάνων για να πάρει τους ψηφοφόρους με το μέρος του. Και τα δύο ήταν ένας αποτελεσματικός, αλλά εξαιρετικά επιζήμιος αντιπερισπασμός. Όπως το θέτουν οι Judis και Teixeira, οι Δημοκρατικοί «πρέπει να κοιταχτούν στον καθρέφτη και να εξετάσουν το βαθμό στον οποίο οι δικές τους αποτυχίες συνέβαλαν στην άνοδο των πιο τοξικών τάσεων στην πολιτική δεξιά».
Δεν έχουμε πλέον την πολυτέλεια να αποφεύγουμε τις σκληρές αλήθειες. Αν το Δημοκρατικό Κόμμα δεν επικεντρωθεί σε αυτό που μπορεί να προσφέρει στην πλειοψηφία των Αμερικανών, θα αναρωτιούνται πού πήγαν οι ψηφοφόροι.
2 Νοεμβρίου 2023