του Γιώργου Ρακκά από το Άρδην τ. 127 που κυκλοφορεί
Και το όνομα της «πρωτοβουλίας των 11» βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι αποφάσισαν την διάσπαση και την οργάνωση ενός νέου πολιτικού φορέα, «Νέα Αριστερά». Σχήμα οξύμωρο, αν αναλογιστούμε πως το βασικό πρόβλημα του όλου της αριστεράς και ανεξαρτήτως επιθετικών προσδιορισμών –ας μην ξεχνάμε και το «έχει αποτύχει σύμπασα η Αριστερά» του Διονύση Σαββόπουλου– είναι το θεμελιωδώς ανεπίκαιρο της ιδεολογίας της.
Πέραν αυτού· οι δημοσκόποι ήδη ισχυρίζονται κατ’ ιδίαν σε δημοσιογραφικούς κύκλους ότι έχουν καταγράψει τις χαμηλές πτήσεις του νέου εγχειρήματος. Μάλλον αναπόφευκτο. Υπάρχουν στοιχεία της ιδεολογικής ατζέντας που προτάσσουν η Έφη Αχτσιόγλου, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο Αλέξης Χαρίτσης, που εκ των πραγμάτων περιχαρακώνουν την (ιδεολογική) απεύθυνσή τους σ’ ένα 10%-15% της ελληνικής κοινωνίας – το οποίο μοιράζονται με το ΚΚΕ, τον Βαρουφάκη και τον αριστερισμό. Ναι, είναι η εμμονή στην ιδεολογία των ανοιχτών συνόρων, της πολυπολιτισμικότητας και στη woke ατζέντα· και ναι, τα στοιχεία αυτά στήνουν μπλόκο στην προσπάθεια αυτού του τύπου της Νέας Αριστεράς να απευθυνθεί στα μεσαία και τα κατώτερα στρώματα και προοπτικά να συγκροτήσει κάποια συμμαχία που να τα περιλαμβάνει. Το ζήτημα αφορά σε όλη την Ευρώπη και σχετίζεται με την εκλογική περιχαράκωση της αριστεράς σε συγκεκριμένες κατηγορίες, δηλαδή σε ψηφοφόρους υψηλού εισοδήματος/μορφωτικού επιπέδου, τους γόνους των ανώτερων μεσαίων στρωμάτων και, βέβαια, τους μετανάστες.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, και μέχρι το 2010, το νέο αυτό εκλογικό κοινό της αριστεράς είχε θεωρηθεί από κάποιους ως το ισχυρό της χαρτί: Οι σύμβουλοι του Ομπάμα και του Φρανσουά Ολάντ στη Γαλλία θα αποθεώσουν την πολυσυλλεκτικότητα της εκλογικής βάσης των Δημοκρατικών και του Σοσιαλιστικού Κόμματος, καθώς υποτίθεται ότι αυτό το νέο κοινό λειτουργούσε προσθετικά στην παραδοσιακή και λαϊκότερη βάση τους, και άρα προσέδιδε ένα προβάδισμα στο εύρος της απήχησης συγκριτικά με την δεξιά.
Ακόμα και βιβλία κυκλοφορούσαν εκείνη την περίοδο, ιδίως στις ΗΠΑ, προβλέποντας την «επερχόμενη πλειοψηφία» της κεντροαριστεράς. Επρόκειτο για μια εκτίμηση που βασιζόταν και στις προβλέψεις για την αλλαγή της δημογραφικής σύνθεσης των κοινωνιών υπό το βάρος της μετανάστευσης, και των άλλων ανατροπών που θα επέφεραν αλλαγές στους συσχετισμούς της πλειοψηφίας με τις μειονότητες. Η δε «τριγωνοποίηση», μια τακτική που εφάρμοσε αρχικώς ο Κλίντον και ύστερα ο Ομπάμα, σκοπό είχε να γεφυρώσει αντιθέσεις που εν τέλει αποδείχθηκαν αγεφύρωτες, ανάμεσα στις κατηγορίες των γηγενών και παραδοσιακών ψηφοφόρων της κεντροαριστεράς, και το νέο εκλογικό κοινό.
Εν τέλει τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν σύμφωνα με το αισιόδοξο σενάριο: τα ανοιχτά σύνορα, ο πολυπολιτισμός και η woke ατζέντα, εκκινούν μεν από μια πολιτισμική αφετηρία, υποκρύπτουν όμως στην βάση τους την κήρυξη ενός ταξικού πολέμου, και αυτή τη φορά όχι ενάντια στις ελίτ και τις ιθύνουσες τάξεις, αλλά εναντίον των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων. Η δε επιμονή στα πολιτισμικά ζητήματα –η αριστερά σήμερα, για τους πρεσβευτές της, λειτουργεί περισσότερο ως ταυτοτικό ζήτημα παρά ως ταξικό– κυοφορεί μέσα της την ριζική αντίθεση με τον καθημερινό άνθρωπο. Εξ ου και η περιχαράκωση.