Η εισβολή στην Ουκρανία μας έβαλε για τα καλά σε μια νέα εποχή. Ε.Ε. και Ελλάδα καλούνται να βρίσκονται σε εγρήγορση
Δύο χρόνια κλείνουν σήμερα από την γενική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Εκείνης, για την οποία αναλυτές σε εσωτερικό και εξωτερικό έλεγαν ότι είναι ζήτημα ορισμένων ημερών ή εβδομάδων, ώστε να πέσει το Κίεβο και να αποβεί νικηφόρα. Η ρωσική επίθεση, όμως, αντιμετώπισε την παλλαϊκή ουκρανική άμυνα και απέτυχε κλείνοντας τα στόματα διαφόρων ειδημόνων καθηγητών. Ο «2ος μεγαλύτερος στρατός στον κόσμο» λύγισε ενώπιον μιας συντριπτικά καθολικής κοινωνικής κινητοποίησης –ένα πάθημα που δεν έγινε μάθημα στους λάτρεις των καθαρών μαθηματικών της ισχύος. Ακολούθησε μια επιτυχημένη ουκρανική αντεπίθεση, η οποία ανακατέλαβε μέρος των κατακτημένων εδαφών.
Όμως, μετά το πρώτο σοκ η Ρωσία γρήγορα ανασυντάχθηκε. Άλλαξε προσέγγιση και αμυντική διάταξη, οπότε κατάφερε να καθηλώσει την 2η ουκρανική αντεπίθεση. Από ένα σημείο κι έπειτα, χρόνος –κάτι στο οποίο εξ αρχής πόνταραν οι σχεδιασμοί της Ρωσίας, άρχισε να λειτουργεί εναντίον των Ουκρανών. Το φρόνημα της κοινωνίας παραμένει μεν σε υψηλά επίπεδα –και σε αυτό συμβάλουν και οι ειδήσεις που καταφθάνουν από τα κατεχόμενα και την επιμονή του ρωσικού κόσμου να καταστείλει σε αυτά κάθε εθνική έκφραση των Ουκρανών. Ωστόσο τα ρήγματα άρχισαν να εκδηλώνονται στο επίπεδο της ηγεσίας, με πιο χαρακτηριστική τους έκφραση να αποτελεί η πρόσφατη διάσταση απόψεων επί της αντεπίθεσης και άλλων στρατιωτικών ζητημάτων ανάμεσα στον Πρόεδρο Βολοντιμίρ Ζελένσκι με τον πρώην –πια– αρχηγό του στρατού και ήρωα της άμυνας του Κιέβου, Βαλέρι Ζαλούζνι· διάσταση που εν τέλει οδήγησε στην αποχώρηση του τελευταίου, και την αναδιοργάνωση της ηγεσίας των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων.
Οι αδυναμίες της Δύσης
Το μεγαλύτερο πρόβλημα, ωστόσο, της Ουκρανίας δεν είναι εσωτερικό. Έχει να κάνει με τις ευρύτερες και δομικές αδυναμίες ολόκληρου του Δυτικού κόσμου, κάτι που σε πιο απτό επίπεδο μεταφράζεται στην δυσκολία με την οποία καταφθάνει πλέον η στρατιωτική της συνδρομή, ώστε να ανταποκριθεί ο ουκρανικός στρατός στις ανάγκες του μετώπου. Μια συνδρομή, που όπως πολύ εύστοχα τοποθετούνται οι ηγέτες της Ανατολικής Ευρώπης δεν αποτελεί επί της ουσίας «βοήθεια» αλλά συνεισφορά σ’ ένα μέρισμα ειρήνης ώστε να πάψει ο ρωσικός επεκτατισμός να απειλεί την Ευρώπη με πόλεμο.
Το πέρασμα του χρόνου, λοιπόν, αναδεικνύει τα δομικά προβλήματα της Δύσης. Ένα γεγονός που ισοσταθμίζει τις γενικές απώλειες της Ρωσίας και διαμορφώνει άλλες ισορροπίες στον συγκεκριμένο πόλεμο.
Μπορεί οι κυρώσεις να έχουν πλήξει καίρια την ρωσική οικονομία. Μπορεί η σκλήρυνση του καθεστώτος Πούτιν στο εσωτερικό να έχει οδηγήσει πάνω από 1 εκατομμύριο Ρώσους στην έξοδο. Μπορεί επίσης το διεθνές κύρος της Ρωσίας να έχει καταβαραθρωθεί. Από την άλλη, όμως, υπάρχουν παράμετροι που δεν είχαν υπολογίσει εκείνοι που έσπευσαν να εκφράσουν την αισιοδοξία τους για μια γρήγορη ήττα της Ρωσίας στη βάση όλων των προηγούμενων.
Πρώτον, οι Ευρασιατικές δυνάμεις έσπευσαν προς ενίσχυση της Ρωσίας: η Κίνα, που υπολογίζει σωστά πως η απομάκρυνσή της από την Δύση θα την καταστήσει εξαρτώμενη από την ίδια· η Τουρκία που σπάει το εμπάργκο, ή σώζοντας εν πολλοίς την οικονομία της, την ίδια στιγμή που πλασάρει τον εαυτό της ως διαμεσολαβητή· το Ιράν, που απομονωμένο κι αυτό εξασφαλίζει πολύτιμους έναντι μη επανδρωμένων αεροχημάτων, κυρίως· ακόμα και η Βόρεια Κορέα.
Δεύτερον, είναι η εσωτερική αποδυνάμωση της Δύσης. Βλέπουμε τι γίνεται στις ΗΠΑ αλλά και την ΕΕ, με το μπλοκάρισμα της βοήθειας που επιχειρείται από τον Τραμπ ή τον Ορμπάν· αποδεικνύεται επίσης, πόσο μικρό παραγωγικό βάθος της έχει απομείνει, καθώς οι ανάγκες της Ουκρανίας για πυρομαχικά εξαντλούν τα αποθέματά της. Είναι όμως τα ευρύτερα ζητήματα που τίθενται σε αυτό το επίπεδο, η φθορά που επέρχεται στις διαθέσεις της κοινής γνώμης, εξαιτίας του πληθωρισμού και των άλλων έμμεσων συνεπειών του πολέμου.
Κυρίως, όμως, είναι ότι αυτή ο πόλεμος φαίνεται να λειτουργεί πολλαπλασιαστικά ως προς την πολιτιστική και πολιτική ενδόρρηξη της Δύσης, καθώς ο Πούτιν και το τεράστιο δίκτυο υβριδικού επικοινωνιακού, και πολιτιστικού πολέμου που συντηρεί στη Δύση εκμεταλλεύεται πλήρως το Woke, τις μεγάλες οικονομικές ανισότητες, το έλλειμμα εμπιστοσύνης και εκπροσώπησης που διαπερνά την Ευρώπη και τις ΗΠΑ· ακόμη, το γεγονός ότι και το δικό της διεθνές κύρος είναι βαριά πληγωμένο, με συνέπεια ένα μεγάλο μέρος του άλλοτε τρίτου κόσμου να μην μπορεί να συμπλεύσει μαζί τους, όταν καταγγέλλουν την ίδια τη Ρωσία και τον Πούτιν για το παράνομο της εισβολής, την βαρβαρότητα του πολέμου, την αναθεωρητική λογική που βρίσκεται από πίσω της.
Τέλος, όμως, λειτουργεί και ένας βαθύτερος παράγοντας που αφορά σε ένα βαθύτερο και διαχρονικότερο χαρακτηριστικό της ρωσικής ηγεσίας. Είναι γνωστό το απόφθεγμα που αποδίδεται στον Στάλιν πως «ο θάνατος ενός ανθρώπου είναι τραγωδία, ενώ ο θάνατος εκατομμυρίων, στατιστική». Δεν είναι σίγουρο αν όντως το είπε, εντούτοις αποδίδει πλήρως μια βαθύτερη πεποίθηση της ρωσικής κουλτούρας διακυβέρνησης, που ποντάρει στον ‘πληθωρισμό των ανθρώπινων απωλειών’. Μετά από δύο χρόνια όπου σφυροκοπούνται διαρκώς και ανελέητα όλες οι πολιτικές υποδομές της Ουκρανίας, σε ποιόν κάνει αίσθηση ότι η Ρωσία επιτίθεται σε νοσοκομεία ή σχολεία; Η βαναυσότητα έχει κανονικοποιηθεί. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τις απώλειες που έχει η ίδια η ρωσική πλευρά. Ο Ζαλούζνι δήλωσε κάπου ότι οι σχεδιασμοί της Ουκρανίας υπερεκτίμησαν τον αντίκτυπο που έχουν οι τεράστιες απώλειες των Ρώσων. Η ρωσική ηγεσία, όμως, διατηρεί μια μακρά παράδοση στο να αντιμετωπίζει τις μάζες –τις δικές της και κατ’ επέκτασιν και των άλλων– ως «λίπασμα».
Με αυτά και με εκείνα, και την σύγκρουση στην Μέση Ανατολή να προσφέρει έναν πολύ βολικό αντιπερισπασμό στον Πούτιν, ίσως τώρα, δύο χρόνια μετά την έναρξή του, να μπαίνουμε και στην πιο αβέβαιη φάση του πολέμου.
Σε ό,τι αφορά στην ίδια την Δύση, τα δύο αυτά χρόνια του πολέμου θα εμβαθύνουν, και δεν θα επουλώσουν τα δικά της εσωτερικά ρήγματα. Αυτό συμβαίνει διότι η ίδια συνεχίζει να αναγιγνώσκει λανθασμένα την μετακίνηση των γεωπολιτικών τεκτονικών πλακών που συμβαίνει γύρω της. Κυρίως στο ότι επιμένει να αδιαφορεί για το γεγονός ότι η εισβολή στην Ουκρανία μας έβαλε για τα καλά σε μια νέα εποχή, που απαιτεί από την ίδια να εγκαταλείψει ό,τι υπονομεύει εκ των έσω την ενότητα την δυνατότητα να αντέξει στους σκληρούς ανταγωνισμούς.
ΗΠΑ – Ευρώπη- Ελλάδα
Αντίθετα, οι ΗΠΑ ενόψει των αμερικανικών εκλογών του 2024 φαίνονται διαιρεμένες όσο ποτέ, με τις Woke παλαβομάρες των Δημοκρατικών από την μία, και την Τραμπική αντίδραση από την άλλη, που διακινεί έναν απομονωτισμό ο οποίος ενθαρρύνει ακόμα περισσότερο τις αναθεωρητικές βλέψεις της Ρωσίας, της Κίνας, ακόμα και της Τουρκίας.
Η Ευρώπη έχει μεγαλύτερο πρόβλημα. Μιλάει πολύ, για την αμυντική, ενεργειακή, διατροφική, γεωπολιτική της αυτοδυναμία, αλλά πράττει λίγα. Αφήνεται σε πεδία όπως στο μεταναστευτικό σε μια πολύ επικίνδυνη αυτοϋπονόμευση. Η ιδεολογία που κυριαρχεί στο δυτικό σκέλος της γηραιάς Ηπείρου, αποτελεί τον μείζονα παράγοντα της αυτοϋπονόμευσή της, και βέβαια, είναι και ο καλύτερος σπόνσορας του ρωσικού υβριδικού πολέμου.
Όσο για την Ελλάδα, τοποθετήθηκε μεν και ορθά απέναντι στον ρωσικό αναθεωρητισμό, και από θέση αρχής, και διότι αντιμετωπίζει η ίδια τον αντίστοιχο αναθεωρητισμό της Τουρκίας. Ωστόσο, οι ηγεσία της, δεν έχει ολοκληρώσει αυτό το βήμα, αποδεχόμενη τον ακριτικό ρόλο που οι ίδιες οι εξελίξεις αποδίδουν στην χώρα. Σε τελευταία ανάλυση, πιστεύει ακόμα ότι πρόκειται για έναν κακό όνειρο, που αργά ή γρήγορα θα τελειώσει επαναφέροντάς μας στην πρότερη κατάσταση. Επίσης, στο εγχώριο πεδίο, ο πόλεμος αυτός απέδειξε πόσο διαβρωμένα είναι και διάφορα δήθεν ρεύματα δήθεν ‘αντισυστημικά’. Κι αυτό γιατί ο πόλεμος απέδειξε ότι τόσα χρόνια διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για τα μνημόνια, τα εθνικά θέματα, ή την ενίοτε συντριπτική επιρροή που ασκούν οι μεγάλες δυνάμεις της Δύσης στην εγχώρια ηγεσία, όχι από αγνό και άδολο πατριωτισμό ή αίσθημα κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά απλώς γιατί άλλοι είναι όντως ενταγμένοι στα δίκτυα υβριδικού πολέμου της Ρωσίας, και άλλοι πολύ θα ήθελαν να είναι.
Θετικές παρακαταθήκες
Δύο χρόνια πολέμου, όμως, και –ας μην το ξεχνάμε– αντίστασης των Ουκρανών με αμείωτο φρόνημα, αφήνουν πίσω τους και πολλές θετικές παρακαταθήκες.
Η Ανατολική Ευρώπη, πλην Ουγγαρίας, έχει ανανεώσει την ευρωπαϊκή κληρονομιά της εθνικής ανεξαρτησίας, του κράτους δικαίου, και της δημοκρατίας, κρατώντας την μακριά από την μαύρη τρύπα του αποδομητισμού. Διαθέτει μεγαλύτερη παραγωγική αυτοδυναμία, οι κοινωνίες της προσπέρασαν επιτυχώς την πολυπολυτισμική διάσπαση –ακριβώς διότι η αίσθηση της ιστορικής απειλής και ενεργή ήταν, και σφυρηλατημένη βαθύτερα.
Ακολουθεί η Σκανδιναβία, που αφυπνίζεται έπειτα από δεκαετίες όπου στην ουσία άφησε το δικό της μοντέλο να μαραζώσει. Εγκαταλείπει τον πολυπολιτισμό και γυρεύει να επανασυνδέσει την αίσθηση της εθνικής αλληλεγγύης που απέδιδε την εγγύτητα ανάμεσα στο κράτος και την κοινωνία, και κατ’ επέκτασιν καθιστούσε εφικτό το ‘θαύμα’ του κοινωνικού της κράτους.
Μπορεί, οι δύο περιοχές να ανήκουν στην περιφέρεια της Ευρώπης, έχουν συνειδητοποιήσει βαθύτερα τον ακριτικό τους ρόλο. Ως εκ τούτου βρίσκονται στην πρωτοπορία για την ευρωπαϊκή ανανέωση, εκεί που τα παραδοσιακά κέντρα της δυτικής Ευρώπης ασθμαίνουν, κλυδωνίζονται, βυθίζονται.
Πάντα έτσι, όμως, συνέβαινε με την κρίση των μεγάλων πολιτισμών –γιατί αναμφίβολα, τέτοια ζούμε. Η περιφέρειά τους είναι εκείνη που παίρνει την σκυτάλη από τους κλυδωνιζόμενους παραδοσιακούς πόλους. Αυτό είναι το θετικό σενάριο της έκβασης σε αυτήν την σύγκρουση. Το αρνητικό, θα είναι να κυριαρχήσουν οι αρνητικές τάσεις στο εσωτερικό της Δύσης, κάτι που επιτρέπει στον Πούτιν να πετύχει μια διευθέτηση στην Ουκρανία δίχως να ηττηθεί.
Απαιτείται εγρήγορση
Όπως δεκάδες αξιωματούχοι και ηγέτες της Ευρώπης έχουν πει τελευταίως, το τελευταίο θα σήμαινε ότι πολύ σύντομα η Ρωσία θα μπει σε πειρασμό να προχωρήσει και πέραν της Ουκρανίας, στην υπόλοιπη Ανατολική Ευρώπη. Δεν «βοηθάμε» απλώς την Ουκρανία όταν με αφορμή το κλείσιμο δύο χρόνων του πολέμου ανανεώνουμε την υποστήριξή της σε αυτήν. Προσπαθούμε να αποσοβήσουμε τα χειρότερα για όλη την Ευρώπη, και παλεύουμε ώστε να καταστεί συνείδηση και του Ελληνισμού, τόσο σε επίπεδο ηγεσιών όσο και σε επίπεδο κοινωνίας, του ακριτικού ρόλου που καλείται να διαδραματίσει η Ελλάδα από τις εξελίξεις. Κι ότι αυτός ακόμα συνεπάγεται και προϋποθέτει μια κουλτούρα εγρήγορσης και κινητοποίησης που πιέζει για την ανατροπή της κυρίαρχης ιδεολογικής αδράνειας.