Αρχική » Η άρνηση της συνέχειας του ελληνικού έθνους (Μέρος Γ΄)

Η άρνηση της συνέχειας του ελληνικού έθνους (Μέρος Γ΄)

από Γιώργος Καραμπελιάς

Εκεί σαν μπω, μες σ’ εκκλησία των Γραικών…

ο νους μου πιαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας,

στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό.

Κ.Καβάφης,  Στην εκκλησία

του Γιώργου Καραμπελιά, απόσπασμα από το βιβλίο του, Η αποστασία των διανοουμένων, Εναλλακτικές Εκδόσεις 2012.

Η νεώτερη εθνοαποδομητική ιστοριογραφία κυριάρχησε στους πανεπιστημιακούς και ακαδημαϊκούς χώρους, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, προπαντός κατά την εικοσαετία –1990-2010–, την εποχή της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης. Αυτή η σχολή σκέψης επιδιώκει να αποδείξει πως δεν υπάρχει ιστορική συνέχεια των σημερινών Ελλήνων ως έθνους, από την αρχαιότητα, το Βυζάντιο, αλλά ακόμα και από την Τουρκοκρατία το νεώτερο ελληνικό έθνος αποτελεί, κατ’ αυτήν, ένα καινοφανές ιστορικό δημιούργημα. Κατά συνέπεια, και η επανάσταση του ’21 δεν αποτελεί τον ξεσηκωμό ενός πανάρχαιου έθνους με στόχο την απελευθέρωσή του και την κατάκτηση μιας αυτόνομης κρατικής υπόστασης, αλλά συνιστά, στην πραγματικότητα, την καταστατική πράξη της εθνογένεσης του νεώτερου ελληνισμού.

Συναφώς, η νέα ιστοριογραφία πρέπει να αποδομήσει την έννοια της ιστορικής συνέχειας των Ελλήνων –, προϋπόθεση για τη μεταβολή του ’21 και του ελληνικού κράτους σε αφετηρία της εθνογένεσής τους, και να ερμηνεύσει την εθνική απελευθέρωση των Ελλήνων όχι ως ενδογενές αίτημα της ελληνικής κοινωνίας –μια και δεν υπάρχει «συνέχεια»– αλλά ως αντανάκλαση και επίδραση της γαλλικής Επανάστασης και του νεώτερου ευρωπαϊκού εθνικισμού.

*****

Κατά την περίοδο που προηγείται της Επαναστάσεως του 1821, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων θεωρούσε τον νεώτερο ελληνισμό συνέχεια του Βυζαντίου, την δε Κωνσταντινούπολη ως την ιστορική πρωτεύουσα του έθνους και «κληρονόμο» της αρχαίας Αθήνας. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος αποτελεί καθολικό σύμβολο του γένους και οι μεγάλοι Βυζαντινοί αυτοκράτορες παίρνουν τη θέση τους δίπλα στους ήρωες της αρχαιότητας και τον Αλέξανδρο. Ακόμα και στην ελληνική εισαγωγή της ανώνυμης μετάφρασης του έργου του Μοντεσκιέ, Considérations sur les causes de la grandeur et de la décadence des Romains, που κυκλοφόρησε το 1734 και ίσως έθεσε τη θεμέλιο λίθο της αντιβυζαντινής προκατάληψης του Διαφωτισμού, διαβάζουμε το 1795, μεσούσης της γαλλικής Επανάστασης, παρατηρήσεις που διατηρούν μια αρυτίδωτη επικαιρότητα:

καθέκαστος, ὑποθέτω, ἠξεύρει, ὅτι ἐστάθη ποτὲ Γραικικὸν Βασίλειον (ἡ βυ­ζαντινὴ Αὐτοκρατορία), ὅτι ἠχμαλωτίσθη καὶ ὅτι ἐκ τοῦ τότε ἐσκλαβώθημεν, διεσκορπίσθημεν καὶ εὑρισκόμεθα εἰς τὴν κατάστασιν, ὁποὺ εὑρισκόμεθα. Πλὴν ἐξέτασε τὶς τὴν ἀρχὴν τούτου τοῦ Βασιλείου; ἐξέτασε τὶς τὴν πρόοδόν του; ἐξέτασε τὶς τὰς μεταβολάς του; ἐξέτασε τὶς τέλος πάντων τὰς αἰτίας τοῦ ἀφανισμοῦ του;[1]

Ο Δημητράκης Καταρτζής, ο δάσκαλος του Ρήγα, στη «Συμβουλή στους νέους», θα διατυπώσει ένα «μανιφέστο» τόσο της διαχρονικής ενότητας του ελληνισμού, όσο και της δημιουργικής αναχώνευσης των οθνείων παραδόσεων:

… ἀφ’ οὗ ἕνας Ρωμηὸς συλλογιστῆ μία φορᾷ πὼς κατάγεται ἀπὸ τὸν Περικλέα, Θεμιστοκλέα καὶ ἄλλους παρόμοιους Ἕλληνες, ἢ ἀπτοὺς συγγενεῖς τοῦ Θεοδόσιου, τοῦ Βε­λισάριου, τοῦ Ναρσῆ, τοῦ Βουλγαροκτόνου, τοῦ Τζιμισκῆ κ’ ἄλλων τόσων μεγάλων Ρωμαίων, ἢ ἕλκει τὸ γένος του ἀπὸ κανέναν ἅγιο, ἢ ἀπὸ κανέναν τοῦ συγγενῆ, πῶς νὰ μὴν ἀγαπᾷ τοὺς ἀπογόνους ἐ­κείνων κ’ αὐτωνῶν τῶν μεγάλων ἀνθρώπων; [ ]

Ὤντας λοιπὸν κ’ ἐμεῖς ὅπωσουν ἕνα ἔθνος, κ’ ἔχωντας πατρίδα φίλον ἔδαφος, πρέπει νὰ ’χουμε οἰκείαις ἰδέαις ποὺ μας τεριάζουν, ἡ ὁποίαις κ’ εἲν’ ἄλλαις κ’ ἀλλοιώτικαις ἀπὸ τῆς τούρκικαις, ἰταλικαὶς ἢ φραντζέζικαις, καὶ γιὰ τοῦτο χαρακτηρίζωντας τὸ ἔθνος μας πρέπει νὰ σπουδάζ’ ἕνας Ρωμηὸς χριστιανὸς νὰ τῆς ἀποχτᾷ [  ]. Λοιπὸν κ’ ὅσοι μαθαίνουν ἀποὺ μας ξενικαὶς γλώσσαις, καὶ τρόπον τινὰ μὲ τοῦτο ἀποδημοῦν σ’ ἄλλα ἔθνη, δὲν πρέπει ναπομένουνε εἰς αὐτὰ καὶ ναρνιοῦνται τὴν πατρίδα τους, νὰ λειποτακτοῦν καὶ νὰ καταδικάζουνται μοναχοί τους σὲ ἀειφυγία, ἀλλὰ πάλε νὰ γυρίζουν στὸν τόπο τους, ὃ ἐστὶ παραβλέποντας τῆς ἄλλαις ἰδέαις, νὰ οἰκειοποιοῦνται τῆς ἰδέαις ποὺ τεριάζουν στὸ ἔθνος τους καὶ τὸ ὠφελοῦν, κ’ ἐκείναις μοναχὰ νὰ δοξάζουν καὶ νὰ ’χουν πάντα στὸ στόμα τους ἣ νὰ τῆς γράφουν καὶ νὰ τῆς μεταδίδουνε μὲ τὴν πέννα[2].

Τουναντίον, η αντίληψη του δυτικού διαφωτισμού υπήρξε κατ’ εξοχήν απορριπτική και υποτιμητική για το Βυζάντιο, αντίληψη την οποία εν μέρει ασπάστηκαν και αρκετοί Έλληνες λόγιοι και διαφωτιστές[3]: Ο Βολταίρος θεωρούσε τη Βυζαντινή Ιστορία «ιστορία… αφανών ληστών» και «όνειδος της γης»[4].

Έτσι, υπό την επιρροή των αντιλήψεων του δυτικού διαφωτισμού, στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, ένα νέο ρεύμα εμφανίζεται, επηρεασμένο από τη δυτική σκέψη, το οποίο, μετά τον Μοντεσκιέ και τον Γίββωνα[5], θεωρεί το Βυζάντιο εποχή παρακμής και αμφισβητεί κάθε σχέση συνέχειας των νεώτερων Ελλήνων μαζί του: Οι Έλληνες, από τη Χαιρώνεια και μετά ή, στην καλύτερη περίπτωση, μετά την Πύδνα και το 146 π.Χ., είναι υπόδουλοι στις αυτοκρατορίες που κυριάρχησαν στον ελληνικό χώρο, τους Μακεδόνες, τους Ρωμαίους, τους οποίους ακολούθησαν οι Βυζαντινοί, και εν τέλει στους Οθωμανούς. Αυτή η αντίληψη ενισχύεται και από τη σύγκρουση ορισμένων λογίων με την Εκκλησία, η οποία λειτουργεί ως κληρονόμος του Βυζαντίου.

Αυτό το σχήμα έμελλε να ενισχυθεί στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια[6]. Ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνος Σχινάς, θα μιλήσει, το 1837, κατά την εγκαθίδρυση του Πανεπιστημίου, για την «Ελλάδα [ ] μεταβάσα ως κληροδότημα τρόπον τινά υπό το σκήπτρον των διαδόχων της Ρωμαϊκής παντοκρατορίας Βυζαντινών αυτοκρατόρων»[7], ενώ ο πρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας, Ι. Ρίζος Νερουλός, το 1841, θα επανέλθει: «Η βυζαντινή ιστορία είναι… μακροτάτη σειρά πράξεων μωρών, και αισχρών βιαιοτήτων του εις το Βυζάντιον μετεμφυτευθέντος Ρωμαϊκού κράτους. Είναι στηλογραφία επονείδιστος της εσχάτης αθλιότητος και εξουθενώσεως των Ελλήνων»[8]. Εξ άλλου, κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της Βαυαροκρατίας, τα βυζαντινά κτήρια που βρίσκονταν πάνω σε αρχαία ερείπια γκρεμίζονταν[9].

Ο Νικόλαος Σαρίπολος, στον εναρκτήριο λόγο του στο Πανεπιστήμιο, το 1848[10], θα θεωρήσει πως, μετά τη μάχη της Χαιρωνείας, «πέπλος μέλας δουλείας επισκιάζει την Ελλάδα, εποχή μακράς καταστροφής, εποχή άγονος. Τους Μακεδόνας διαδέχονται οι Ρωμαίοι, τους Ρωμαίους οι βάρβαροι του Βορρά, τούτους δε οι αιμοχαρείς της Κασπίας περίοικοι». Έργο των νεωτέρων Ελλήνων είναι να γεφυρώσουν «τα δύο διεστώτα», «αποστρέφοντες τους οφθαλμούς του αναμέσον χάσματος»[11], ενός χάσματος που διετηρήθη για τουλάχιστον δεκαέξι αιώνες.

Ο Στέφανος Κουμανούδης, καθηγητής της Λατινικής Φιλολογίας, θα υποστηρίξει, το 1853, πως υπήρξε μεν «έθνος Ελληνικόν καθ’ όλον τον μέσον αιώνα», αλλά «εις αμάθειαν περιπεσόν ελεεινήν, υπείκεν εις τα δεσποτικά δόγματα της Καισαρικής αρχής [του Βυζαντίου][ ]. Αίσθησις πολιτικής υπάρξεως έλειπεν εν τω λαώ ή εκοιμάτο ύπνον βαθύν». Η επανεμφάνιση των Ελλήνων, συναρτάται εδώ, στον Κουμανούδη, απ’ ευθείας με τη Δύση, «ειμή αφού, και της μεγίστης συμφοράς επελθούσης, της υπό των Τούρκων αλώσεως του Βυζαντίου, ανεγεννήθησαν τα Ελληνικά γράμματα εν τη Δύσει». Το δε νεώτερο ελληνικό κράτος, της εποχής του Κουμανούδη, είναι το… μεγαλύτερο της ελληνικής ιστορίας, διότι περιέλαβε «ει μη πάσας, τόσας όμως Ελληνίδας χώρας, όσας ουδέποτε τούτω τω ονόματι»[12].

Αυτή την αντίληψη υποδαύλιζε, αν δεν την κατασκεύασε, η αγγλική «προστασία», που επεδίωκε να μείνει η Ελλάδα καθηλωμένη στη Μελούνα, η δε Αθήνα να καταστεί αντίπαλος της Κωνσταντινούπολης, εξ ου και το «αυτοκέφαλον» της ελλαδικής Εκκλησίας. Η επικέντρωση στην αρχαία πόλη-κράτος των Αθηνών μεταβάλλεται σε οιονεί πρόκριμμα για την «πόλη-κράτος» της Μελούνας – η οποία δεν συνιστά απειλή για τα δυτικά συμφέροντα, σε αντίθεση με τη «Μεγάλη Ιδέα» και την «Αυτοκρατορία», η οποία, με επίκεντρο την Κωνσταντινούπολη, θα αναβίωνε το ανταγωνιστικό προς τη Δύση, Βυζάντιο[13].

Ο Διονύσιος Ζακυθηνός, μόλις το 1974, επιχειρεί να εξηγήσει το φαινόμενο της ολοκληρωτικής απόρριψης του Βυζαντίου μετά τη δημιουργία του νεώτερου ελληνικού κράτους:

Ως ήτο φυσικόν, οι Έλληνες και παλαιότερον, αλλά εντόνως κατά την εποχήν ταύτην, είχον σταθή διστακτικοί και είχον διχασθή μεταξύ δύο φωτεινών κέντρων της παραδόσεως, δύο μεγάλων περιόδων της ιστορίας, δύο συμβόλων, του Παρθενώνος και της Αγίας Σοφίας. Εις τον διχασμόν τούτον παρενεβάλλετο, άλλοτε συμπορευομένη και άλλοτε εναντιουμένη προς την παράδοσιν, η από μακρού παρατηρουμένη ισχυρά έλξις προς την «πεφωτισμένην Ευρώπην». Οι υπέρμαχοι της Αρχαιότητος συνέδεον αμέσως τα δύο άκρα, τους κλασσικούς χρόνους και την αναγεννωμένην διά της Επαναστάσεως Ελλάδα, παρεγνώριζον δε και αυτήν την ουσίαν της Βυζαντινής Ιστορίας και υπετίμων την οικουμενικήν πολιτικήν του Βυζαντινού Ελληνισμού[14].

Ωστόσο, ακόμα και στο αρχαιόπληκτο νεοελληνικό κράτος, η αντίληψη της ιστορικής συνέχειας ήταν ούτως ή άλλως αυτονόητη για τους αγωνιστές της Επανάστασης και τον λαό, και αδιαμφισβήτητη στην εκκλησιαστική παράδοση. Εξάλλου όλες οι τάσεις αποδέχονταν τη συνέχεια του ελληνικού έθνους. Απλώς οι αρχαιόπληκτοι αντιβυζαντινιστές απέρριπταν την πολιτειακή συνέχεια, σε αντίθεση με τη σύγχρονη αποδομητική σχολή, η οποία, ταυτίζοντας την εθνική συνέχεια με την κρατική, απορρίπτει και την πρώτη.

Το γεγονός που θα πυροδοτήσει την αντίστροφη κίνηση, και έμελλε να υπονομεύσει εκ των ένδον το ιδεολόγημα του «ανθελληνικού Βυζαντίου», υπήρξε η παρέμβαση Φαλμεράυερ και η έκδοση των βιβλίων του, κατά την περίοδο 1830-1860[15]. Διότι, εάν όντως οι Έλληνες είχαν υποταχθεί για δεκαέξ αιώνες, τι απαγόρευε την παντελή εξαφάνισή τους κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, όπως υποστήριζε ο Φαλμεράυερ; [«Το γένος των Ελλήνων ξεριζώθηκε τελείως από την Ευρώπη. [ ] Είναι Σκυθικοί Σλάβοι, ιλλυρικοί Αρναούτες, απόγονοι βορείων λαών, ομόφυλοι των Σέρβων, των Βουλγάρων, των Δαλματών και των Μοσχοβιτών, αυτοί τους οποίους σήμερα ονομάζουμε Έλληνες»[16].]

Φαλμεράυερ και Παπαρρηγόπουλος

Η προσπάθεια των Ελλήνων λογίων και ιστορικών να απαντήσουν στον Φαλμεράυερ, τους έφερε για πρώτη φορά αντιμέτωπους με την ανάγκη διερεύνησης του ζητήματος της ταυτότητας του μεσαιωνικού ελληνισμού και κατ’ επέκτασιν του ζητήματος της διαχρονικότητάς του. Το 1843, θα εγκαινιάσει το ιστορικό του έργο ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, με τη δημοσίευση της μελέτης του, Περί της εποικήσεως Σλαβικών τινων φυλών εις την Πελοπόννησον[17]. Με τη μελέτη του, ο «εθνικός μας ιστοριογράφος» (κατά Δημαρά) εγκαινιάζει το έργο που επρόκειτο να θεμελιώσει τη σύγχρονη αντίληψη για την ιστορία του ελληνισμού,:

Καλή και αναγκαία είναι η σπουδή της αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας, αλλά παρορώντες την των μετέπειτα αιώνων, των οποίων, ούτως ειπείν, είμεθα άμεσα τέκνα, δεν είναι κίνδυνος μήπως ακούσωμεν να μας αφομοιώσωσι με τους δυστυχείς νόθους, οίτινες, αισχυνόμενοι ν’ αναφέρωσιν, ή αγνοούντες, τους πατέρας των, ανατρέχουσιν ακαταπαύστως εις τους πάππους και τους προπάππους αυτών;[18]

Το 1852, θα εκδοθεί το βιβλίο-σταθμός του Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου, Άσματα δημοτικά της Ελλάδος, όπου θα διατυπώσει, το πρώτον, με ευκρίνεια, το σχήμα της τριμερούς υφής του ελληνισμού, το οποίο και θα επεξεργασθεί περαιτέρω στο επόμενο βιβλίο του[19]. Ο Ζαμπέλιος θα αναζητήσει στον μεσαιωνικό τις ρίζες του νεώτερου ελληνισμού, οι οποίες αναβλύζουν «υπόγειοι και αδιόρατοι εξ αυτής της θείας ενανθρωπήσεως. Αναπηδώσιν εις την επιφάνειαν της γης επί Κωνσταντίνου και Θεοδοσίου. Ζητούσι τον ευθύτερον και συμφορώτερον δρόμον από Λέοντος του Θρακός άχρι Λέοντος του Ισαύρου, και δεν ορμώσιν ακατάσχετοι πλέον ή εις τας ημέρας Βασιλείου του Μακεδόνος και των διαδόχων του, ιθυτενώς έκτοτε προς την σύγχρονον παλιγγενεσίαν μας ευθυπορούσαι»[20]. Στον αντίποδα των απόψεων που υποτιμούν το Βυζάντιο, «η Δευτέρα και μέση περίοδος, υπερεχόντως των άλλων εμπεριέχει το νήμα της ενότητος και ολομελείας. Ο μεσαίων είναι ο μέσος και ουσιωδέστατος κρίκος ο συναρμολογών λογικώς και φιλοσοφικώς τα προηγούμενα μετά των επομένων»[21].

Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, με την Ιστορία του ελληνικού έθνους (1860-1874), θα κλείσει οριστικώς το κεφάλαιο της ανεπίγνωστης σχέσης των Ελλήνων λογίων και του επίσημου ελληνικού κράτους με τον βυζαντινό του πρόδρομο[22]. Η απόρριψη του Βυζαντίου υπήρξε η διττή συνέπεια της αρχαιολατρίας των διανοουμένων και της τυφλής προσκόλλησής τους στις εμμονές και την εχθρότητα της Δύσης έναντι του μεσαιωνικού ελληνισμού:

Η Εσπερία είχε προ καιρού διατεθή δυσμενώς προς την ημετέραν εν Κωνσταντινουπόλει μοναρχίαν. Συμφέροντα θρησκευτικά και πολιτικά πολλάς παρήγαγον αμοιβαίας αιτιάσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, επί τέλους δε επήγαγον και τας ολεθρίας σταυροφορικάς καθ’ ημών επιδρομάς[23].

Ο Παπαρρηγόπουλος διαπιστώνει, εξαιρετικά πρώιμα και διεισδυτικά, πως «φρονημάτων διάστασις μεταξύ λαού και λογίων συνέβη και εν τοις νεωτέροις χρόνοις παρ’ ημίν. Ενώ ουκ ολίγοι των λογίων σκώπτουσι κατά το μάλλον και ήττον ευφυώς τους πατέρας αυτών, ο λαός ουδέποτε έπαυε τιμών και γεραίρων αυτούς». Και θα θυμίσει τον πανελλήνιο λαϊκό θρήνο για την πτώση: «Πήραν την Πόλιν, πήραν την! πήραν την Σαλονίκην! Πήραν και την Αγιά Σοφιά, το μέγα Μοναστήρι!…», καθώς και το γεγονός πως, όταν ο αρματολός Χασιών, παπα-Θύμιος Βλαχάβας, συγκάλεσε, το 1808, στον Όλυμπο, σύνοδο για την κήρυξη νέου επαναστατικού κινήματος, «η Σύνοδος αύτη ώρισεν ως ημέραν ενάρξεως του αγώνος την 29ην Μαΐου, [ ] καθ’ ην έπεσεν επί των επάλξεων της Κωνσταντινουπόλεως ο έσχατος των Παλαιολόγων».

Εν Ελλάδι πολλοί επιμένουσιν έτι εις την αρχαίαν πλάνην, δεν εγκρίνουσιν όσα συνέβησαν επί της γης κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους και φαντασιοκοπούντες, αγωνίζονται να συναρμόσωσι τον νέον Ελληνισμόν μετά του αρχαίου δι’ εναερίου τινός και αοράτου γεφύρας[24].

Μπορείτε να διαβάσετε και τα προηγούμενα μέρη:


[1] Έρευνα περί προόδου και πτώσεως των Ρωμαίων συντεθείσα παρά του Μοντεσκίου και μεταφρασθείσα εκ της Γαλλικής διαλέκτου, εν Λειψία της Σαξωνίας, 1795. Βλ. Γεωργίου Γ. Λαδά και Αθανασίου Δ. Χατζηδήμου, Ελληνική βιβλιογραφία των ετών 1791-1795, εν Αθήναις 1970 (έτος 1795, αρθμ. 216, σ. 356 κ. ε.).

[2] Δημήτριος Καταρτζής, «Συμβουλή στους νέους πώς να ωφελιούνται και να μη βλάπτουνται απτά βιβλία τα φράγκικα και τα τούρκικα και ποια να ’ναι η καθ’ αυτό τους σπουδή», στο Δοκίμια, επιμ. Κ.Θ. Δημαράς, Ερμής, Αθήνα 1974, σσ. 43-47.

[3] Γιώργος Κοκορέλης, «Διαφωτισμός και Βυζάντιο», στο Η καθ’ ημάς Ανατολή, Περιοδική Έκδοση των εν Αθήναις Μεγαλοσχολιτών, τ. Δ΄, Αθήνα 1998, σσ. 119-141.

[4] Βλ. Δ.Α. Ζακυθηνός, «Βυζαντιναί σπουδαί», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, συμπλήρωμα, Αθήνα 1959, σ. 177.

[5] Gibbon, E., The History of the Decline and Fall of the Roman Empire, Strahan & Cadell, Λονδίνο 1776-1788.

[6] Βλ. Αλέξης Πολίτης, Ρομαντικά χρόνια. Ιδεολογίες και νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880, ΕΜΝΕ-Μνήμων, Αθήνα 21998  Β. Καραμανωλάκης – Π. Στάθης, «Ιστορίες για την Άλωση στον πρώτο αιώνα του ελληνικού βασιλείου», στο, Πανεπιστήμιο Κρήτης, 1453. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης και η μετάβαση από τους μεσαιωνικούς στους νεώτερους χρόνους, ΠΕΚ, Ηράκλειο 2005, σσ. 227-257.

[7] Φώτης Δημητρακόπουλος, Βυζάντιο και νεοελληνική διανόηση, Καστανιώτης, Αθήνα 21999, σ. 151.

[8] Φώτης Δημητρακόπουλος, ό.π., σ. 161.

[9] George Huxley, «Aspects of modern Greek historiography of Byzantium», στο David Ricks, Paul Magdalino, Byzantium and the Modern Greek Identity, Variorum 1998, σ. 16.

[10] Λόγος εκφωνηθείς την 21ην Οκτωβρίου 1848 κατά την έναρξιν της διδασκαλίας των αρχαίων Ελληνικών πολιτευμάτων, εν Αθήναις 1848, σ. 24. Πρβλ. την κατατοπιστική μελέτη της Μαρίας Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, «Οι βυζαντινές ιστορικές σπουδές στην Ελλάδα, από τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο στον Διονύσιο Ζακυθηνό», στο ΚΒΕ/ΕΙΕ, Σύμμεικτα, τ. 9, Μνήμη Δ.Α. Ζακυθηνού, μέρ. Β΄, σσ. 153-176.

[11] Ό.π., σ. 24.

[12] Λόγος εκφωνηθείς την 20ήν Μαΐου 1853 κατά την επέτειον εορτήν της ιδρύσεως του Πανεπιστημίου Όθωνος, υπό Στεφάνου Α. Κουμανούδη, εν Αθήναις 1853.

[13] Βλέπε και τη ρηξικέλευθη σχετική μελέτη του Δημήτρη Μάρτου, Αθήνα, πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους. Πολιτική, ιδεολογία και χώρος, Γόρδιος, Αθήνα 2006.

[14] Διονύσιος Α. Ζακυθηνός, «Μεταβυζαντινή και Νεωτέρα Ελληνική Ιστοριογραφία», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών,1974.

[15]Jakob Philipp Fallmerayer, Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων, μτφρ. Κ. Ρωμανός, Νεφέλη, Αθήνα 1984.

[16] Γ. Βελουδής, Jakob Philipp Fallmerayer και η γένεση του Ελληνικού Ιστορισμού, ΕΜΝΕ-Μνήμων, Θεωρία και Μελέτες Ιστορίας, 5, Αθήνα 1982, σσ. 18-19 Βλ και Έλλη Σκοπετέα, Φαλμεράϋερ: τεχνάσματα του αντίπαλου δέους, Θεμέλιο, Αθήνα 1999.

[17] Εν Αθήναις 1843 και στο Κ. Παπαρρηγοπούλου, Ιστορικαίς Πραγματείαις, μέρ. Α΄, Αθήνα 1858, σσ. 261-370. Πρβλ., Κ.Θ. Δημαράς, Κ. Παπαρρηγόπουλος, Η εποχή του, η ζωή του, το έργο του, ΜΙΕΤ Αθήνα 1986,  σ. 188.

[18] Κ. Παπαρρηγόπουλος, Στοιχεία της Γενικής Ιστορίας κατά το σύστημα του Γάλλου Λευΐ, εν Αθήναις 1845. Πρβλ. και Κ.Θ. Δημαράς, Κ. Παπαρρηγόπουλος, ό.π., σ. 122.

[19] Σπ. Ζαμπελίου, Βυζαντιναί Μελέται. Περί πηγών της Νεοελληνικής Εθνότητος από Η’ άχρι Ι’ εκατονταετηρίδος μ.Χ., Αθήναι 1857.

[20] Σπυρ. Ζαμπελίου, Βυζαντιναί Μελέται, ό.π., σ. 62 κ.ε.

[21] Σπυρίδωνος Ζαμπελίου, Άσματα δημοτικά, ό.π., σσ. 18-23.

[22] Για τη μεταβολή της στάσης των Ελλήνων διανοουμένων έναντι του Βυζαντίου, από το 1860 έως τους Βαλκανικούς Πολέμους, βλ. τη σχετική μελέτη της Ρωξάνης Αργυροπούλου, Les intellectuels grecs à la recherche de Byzance (1860-1912), INE/ΕΙΕ, Αθήνα 2001.

[23] Βλ. σχετικά, Γ. Κοντογιώργης, «Το Βυζάντιο ως παράμετρος του ελληνικού κοσμοσυστήματος και η δυτικο-ευρωπαϊκή μετάβαση στον ανθρωποκεντρισμό», στο Μ. Morfakidis (επιμ.), Constantinopla: 550 anos desde su Caida, IX Encuento Cientifico sobre Grecia, Granada, (2003) 2006.]

[24] Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, «Απόπειρα εθνικής αυτοκτονίας», Ιστορικαί πραγματείαι, 1888, http://www.myriobiblos.gr/index.htm. Πρτθ. στο σύνολό του και από τον Κ.Θ. Δημαρά, Κ. Παπαρρηγόπουλος, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1986, σσ. 378-395.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ