Μια σειρά κειμένων του Κώστα Παπαϊωάννου για την ιστορική περίοδο από την ελληνιστική εποχή που εγκαινιάστηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο έως το Βυζάντιο και την πορεία του ελληνισμού σε αυτούς τους αιώνες. Τα κείμενα προέρχονται από τα παρακάτω βιβλία του Κ. Παπαϊωάννου:
–Τέχνη και πολιτισμός στην Αρχαία Ελλάδα
–Βυζαντινή και Ρωσική ζωγραφική, που όλα κυκλοφορούν από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις
Αυτή η κοινή* προδιαγράφηκε με τους γάμους που γιορτάστηκαν στα Σούσα, όταν ο Αλέξανδρος και ενενήντα από τους πιο στενούς συντρόφους του παντρεύτηκαν τις πιο ευγενείς νύφες του Ιράν, και επιβλήθηκε πανηγυρικά την ημέρα της προσευχής στον Άπι, όπου ο κατακτητής –ήδη Φαραώ της Αιγύπτου, γιος του Άμμωνα-Δία και κληρονόμος του Βασιλέα των Βασιλέων– ευχήθηκε στους Πέρσες και τους Έλληνες «ευημερία και ομόνοια, μέσα από την κοινότητα της εξουσίας». Οι αναρίθμητες πόλεις που ίδρυσαν ο Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του θα αποτελούσαν σύντομα το θέατρο αυτής της πρώτης σύμμειξης ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση.
Ήδη, ενώ ζούσε ο Αλέξανδρος, μέσα σε λίγα χρόνια, ιδρύθηκαν εβδομήντα Αλεξάνδρειες: η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, οικονομικά κυρίαρχη και πολιτιστική πρωτεύουσα του ελληνιστικού κόσμου η Αλεξανδρέττα (Ισκεντερούν), στη βόρεια Συρία, στο σημείο που καταλήγει η οδός του Άνω Ευφράτη η Αλεξάνδρεια του Τίγρη, στον Περσικό Κόλπο η Αλεξάνδρεια-λιμήν στο Δέλτα του Ινδού η Αλεξάνδρεια των Παρικανίων, στο Βελουχιστάν, στον δρόμο των καραβανιών, από τα Σούσα στις Ινδίες στην κεντρική Ασία, μια σειρά από πόλεις-κλειδιά: Χεράτη, Κανταχάρ, Γκαζνί[1] τέλος, τρεις Αλεξάνδρειες στα ακρότατα σημεία της αυτοκρατορίας: η Αλεξάνδρεια-Καπίτσα[2], στον δρόμο του Πεσαβάρ, που έλεγχε τα περάσματα του Ιντοκούς, η Αλεξάνδρεια-Χοτζάντ[3], πάνω στον Ιαξάρτη (Συρ-Νταριά), στραμμένη προς τη μακρινή Κίνα, και η τρίτη, η Αλεξάνδρεια-Μερβ[4], το τελευταίο φυλάκιο απέναντι στους νομάδες του Βορρά.
Το ίδιο και οι Σελευκίδες (312-64 π.Χ.), οι διάδοχοί του στην Ασία, ονειρεύονταν να εξελληνίσουν την Ανατολή, και η αυτοκρατορία τους θα στηριχθεί σε ένα ευρύτατο δίκτυο πόλεων και αποικιών, λιγότερο ή περισσότερο ελληνικών. Από αυτή την άποψη, λέει ο Ταρν, «το μεγαλείο του έργου που ολοκλήρωσαν οι Σελευκίδες είναι ένα από τα πιο εκπληκτικά επιτεύγματα της ιστορίας ένας πλήρης κατάλογος των πόλεων και των αποικιών τους θα γέμιζε σελίδες επί σελίδων»[5]. Ο Σέλευκος Α΄ (312-280) ίδρυσε πάνω από τριάντα πόλεις και ανάμεσά τους τις δύο πρωτεύουσες: την Αντιόχεια επί του Ορόντη (Αντάκεια) και τη Σελεύκεια επί του Τίγρητος (κοντά στη Βαγδάτη), πόλεις που γνώρισαν τεράστια ανάπτυξη και αριθμούσαν πολλές εκατοντάδες χιλιάδες κατοίκων (400.000 η Αντιόχεια, 600.000 η Σελεύκεια), λίγους αιώνες μετά την ίδρυσή τους. Έτσι, η Συρία μεταβλήθηκε σε μια «δεύτερη Μακεδονία»: εκεί βρίσκονταν οι τέσσερεις μεγάλες πόλεις του Σέλευκου: η Αντιόχεια, η Σελεύκεια η Πιερία, στις εκβολές του Ορόντη, που τότε ήταν πλωτός, η Λαοδίκεια η Πάραλος (Λατάκεια) και η Απάμεια στην κεντρική Συρία (Καλάτ ελ-Μουντίκ). Μια μακρά σειρά πόλεων ιδρύθηκαν στις όχθες του Ευφράτη, ανάμεσά τους η Δούρα-Ευρωπός, προορισμένη να προστατεύει τις επικοινωνίες ανάμεσα στις δύο πρωτεύουσες του βασιλείου. Στα βόρεια της Μεσοποταμίας (σήμερα στην Τουρκία), μπορούμε να αναφέρουμε δυο φημισμένες πόλεις: τη Νίσιβη (Νουσαϊμπίν) και την Έδεσσα (Ούρφα), μελλοντικά προπύργια του συριακού χριστιανισμού. Στην Παλαιστίνη, θα αναφέρουμε τη Σκυθόπολη (Μπεϊσάν), τη Γέρασα (Τζεράς), τη Φιλαδέλφεια (Αμμάν), πυρήνες της μελλοντικής ομοσπονδίας της Δεκαπόλεως. Τέλος, ένα πλήθος από Αντιόχειες, Σελεύκειες, Λαοδίκειες, Απάμειες, στη Βαβυλωνία, στο Ιράν και στο Αφγανιστάν, συνέδεαν τη Μεσόγειο με την Ινδία και την Κίνα.
Χάρη σε αυτές τις πόλεις, η Αίγυπτος και η Συρία θα παραμείνουν για χίλια χρόνια υπό την κυριαρχία του ελληνισμού, και η Μικρά Ασία για δεκαεξήμισι αιώνες. Αλλά εκείνο που ερεθίζει περισσότερο απ’ όλα τη φαντασία μας είναι η εκπληκτική διατήρηση του ελληνισμού για τρεις αιώνες σχεδόν, στις αφγανικές κοιλάδες, στη Λαχώρη μέχρι το ανατολικό Παντζάμπ. Γνωρίζουμε τα ονόματα και τις μορφές περίπου σαράντα Ελληνο-βακτρίων και Ελληνο-ινδών βασιλέων χάρη στα θαυμάσια νομίσματα που ανακάλυψαν οι Γάλλοι στο Μπαγκράμ (Αλεξάνδρεια-Καπίτσα), βορείως της Καμπούλ, και οι Άγγλοι στην παλιά περιοχή της Γκαντάρα, γύρω από την Πεσαβάρ. Γνωρίζουμε ότι αυτοί οι εκπληκτικοί τυχοδιώκτες προχώρησαν πιο μακριά από τον Αλέξανδρο, αφού είχαν καταλάβει τη Ματούρα και πολιορκήσει την Παταλιπούτρα (Πάτνα)[6]. Γνωρίζουμε ακόμα ότι, αφού εκδιώχθηκαν από τη Βακτριανή (μέσα του 2ου αιώνα), βρήκαν καταφύγιο στην περιοχή της Γκαντάρα, όπου διατηρήθηκαν περίπου για έναν αιώνα ακόμα, και ότι το τελευταίο ελληνο-ινδικό βασίλειο, το βασίλειο της Σάγαλα-Ευθυδήμειας (Σιαλκότ, στο ανατολικό Παντζάμπ), επιβίωσε μέχρι τα μέσα του πρώτου αιώνα π.Χ[7]. Και αν η ιστορία τους είναι ελάχιστα γνωστή, οι ανασκαφές έχουν αρχίσει να αποκαλύπτουν τις πόλεις, τις ακροπόλεις και τους ναούς τους, στη Δημητριάδα (Τερμέζ, στο σοβιετικό Καζακστάν), στην Αλεξάνδρεια-Μπαγκράμ (Αφγανιστάν), στα Τάξιλα-Σιρκάπ (Πακιστάν). Η τελευταία χρονολογικά ανασκαφή της ελληνικής πόλης του Άι-Χανούμ, στη συμβολή των ποταμών Ώξου και Κόκσα, κοντά στα σοβιετο-αφγανικά σύνορα, αποκάλυψε, σχεδόν στην επιφάνεια του εδάφους, μια μεγάλη περίστυλη αυλή (136×108 μέτρα), του λεγόμενου ροδιακού τύπου, όπως αυτή που βρίσκεται στη Δήλο, ένα τυπικά ελληνικό ταφικό μνημείο (Ηρώον*), τοποθετημένο στο κέντρο της πόλης, στοές με κορινθιακούς κίονες και ένα ολόκληρο σύμπλεγμα από σπονδύλους και κιονόκρανα με υπέροχη φυτική διακόσμηση, συχνά χρωματιστή, πιστοποιώντας τον πλούτο και τη γονιμότητα του πολιτισμού που μεταφυτεύθηκε στην κεντρική Ασία από τους διαδόχους του Αλεξάνδρου.
Σε αυτές τις πόλεις κατέπεσαν οι παραδοσιακοί φραγμοί που χώριζαν την Ευρώπη από την Ασία. Έτσι, εκατό χρόνια περίπου μετά τον Αλέξανδρο, ο μεγάλος σοφός Ερατοσθένης επέκρινε αυτούς που, ακολουθώντας τον Αριστοτέλη, χώριζαν τους ανθρώπους σε Έλληνες και Βαρβάρους και ζητούσε να τους διακρίνουν μάλλον σύμφωνα με τον τρόπο του Αλέξανδρου, δηλαδή σύμφωνα με τις ηθικές και πνευματικές τους ιδιότητες, σε καλούς και κακούς, γιατί, όπως έλεγε, «ακόμα και ανάμεσα στους Έλληνες, βρίσκονται πολλοί κακοί άνθρωποι, ενώ ανάμεσα στους Βαρβάρους υπάρχουν άνθρωποι με υψηλό πολιτισμό όπως οι Ινδοί και οι Άριοι (Ιρανοί) και άλλοι, όπως οι Ρωμαίοι και οι Καρχηδόνιοι, που είναι αξιοθαύμαστοι για τα πολιτικά τους χαρίσματα»[8]. Αυτόν τον οικουμενισμό εξέφραζε και ο Ζήνων, ο θεμελιωτής του στωικισμού, όταν σκιαγραφούσε το όραμα ενός κόσμου που μοιάζει με μια μεγάλη ενιαία πόλη η οποία υπακούει σε έναν ενιαίο θεϊκό νόμο.
Η ελληνική γλώσσα αποτέλεσε το όχημα αυτού του μοναδικού κοσμοπολίτικου πολιτισμού. Ήδη από τη δεύτερη γενεά μετά τον Αλέξανδρο, εμφανίζονται επιφανείς Ανατολίτες, τόσο απόλυτα εξελληνισμένοι που θεωρούνται σήμερα Έλληνες συγγραφείς, όπως για παράδειγμα ο Βηρωσσός, ιερέας του Μαρδούχ στη Βαβυλώνα, που αφιέρωσε στο Αντίοχο Α΄ ένα βιβλίο γραμμένο στα ελληνικά, πάνω στην ιστορία των σουμεριανών αρχαιοτήτων, ή ο Μανέθων, Αιγύπτιος ιερέας που συνέθεσε στα ελληνικά μια ιστορία των Φαραώ, με τη βοήθεια των παραδόσεων που είχαν διατηρηθεί στους ναούς. Παρομοίως, ο πρώτος Ρωμαίος ο οποίος, προς τα τέλη του 3ου αιώνα, δοκίμασε να συγγράψει μια ρωμαϊκή Ιστορία, ο Κόιντος Φάβιος Πίκτορ, έγραψε τα Χρονικά του στα ελληνικά, και το ίδιο έκαναν και οι πρώτοι μαθητές του. Χρειάζεται, άραγε, να προσθέσουμε πως το πρώτο θεατρικό έργο που γράφτηκε στα λατινικά υπήρξε έργο του Έλληνα απελεύθερου, Λίβιου Ανδρόνικου, από τον Τάραντα; Την ίδια εποχή, οι Εβραίοι της Διασποράς υιοθέτησαν σχεδόν αμέσως την ελληνική γλώσσα, έτσι ώστε, ήδη από τον 3ο αιώνα, οι Εβραίοι της Αλεξάνδρειας υποχρεώθηκαν να μεταφράσουν τη Βίβλο στα ελληνικά, γιατί, κατά τη Θεία Λειτουργία, οι κοινότητες δεν την καταλάβαιναν πλέον ικανοποιητικά στην πρωτότυπη γλώσσα. Και έτσι είδε το φως η ελληνική μετάφραση των Εβδομήκοντα.
Παράλληλα με αυτά τα φαινόμενα, θα πρέπει να αναφέρουμε ένα άλλο γεγονός, το οποίο επίσης δεν μπορούμε να κατανοήσουμε παρά μόνο σε συνάρτηση με την οικουμενική εξάπλωση της ελληνιστικής Κοινής*: ήδη από τον 3ο αιώνα π.Χ., γινόμαστε μάρτυρες της πρώτης προσπάθειας εξάπλωσης μιας παγκόσμιας θρησκείας, η οποία αγνοεί συνειδητά τις φυλετικές, εθνικές, πολιτικές και πολιτισμικές διαφορές. Έτσι, μετά από μια Σύνοδο που έλαβε χώρα στα Παλίβοθρα (Παταλιπούτρα-Πάτνα), στα μέσα περίπου του 3ου αιώνα, ο αυτοκράτορας Ασόκα (273-232 π.Χ.), της δυναστείας των Μαουρίγια, ο «Μέγας Κωνσταντίνος του βουδισμού», έστειλε σε όλον τον κόσμο ιεραποστόλους, επιφορτισμένους να κηρύξουν το Ευαγγέλιο του Φωτισμένου. Το Έδικτο 13 του Ασόκα μας πληροφορεί επαρκώς για την ταυτότητα των δυτικών παραληπτών αυτών των «ποιμενικών επιστολών», των πρώτων στην ιστορία της ανθρωπότητας: επρόκειτο για τον Αντίοχο Β΄ της Συρίας, τον Πτολεμαίο Β΄ της Αιγύπτου, τον Μάγα της Κυρήνης, τον Αντίγονο Γονατά της Μακεδονίας και τον Αλέξανδρο Β΄ της Ηπείρου. Αυτή ήταν η εικόνα που είχαν τότε για τη Δύση στην Αυλή των Μωριέων (Μαουρίγια)[9]…
[1] Αλεξάνδρεια η Αρεία, Αλεξάνδρεια της Αραχωσίας και Αλεξάνδρεια η Ωπιανή, αντίστοιχα (σ.τ.μ.).
[2] Αλεξάνδρεια προς Καύκασον ή Αλεξάνδρεια η εν Παροπαμισάδαις (σ.τ.μ.).
[3] Αλεξάνδρεια η Εσχάτη ή Αλεξάνδρεια στον Ιαξάρτη (σ.τ.μ.).
[4] Αλεξάνδρεια η Μαργιανή (σ.τ.μ.).
[5] M.W.W. Tarn, La civilisation hellénistique, γαλλική μτφρ., Payot, Παρίσι 1936, σ. 138, βλ. και V. Tscherikower, Die hellenistischen Städtegründungen, Λειψία, 1927.
[6] Παλίβοθρα (σ.τ.μ.).
[7] Βλ. W.W. Tarn, The Greeks in Bactria and India, Cambridge University Press, 2η έκδοση, 1951.
[8] Στράβων, Γεωγραφία I, κεφ. IV, Πλούταρχος, Περί της Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής, Α΄, 6.
[9] Βλ. Vincent A. Smith, The Edicts of Asoka, 1909.