Τις μέρες αυτές που η τουρκική προκλητικότητα κορυφώνεται ολοένα και περισσότερο και οι προσβολές εναντίον της Ελλάδας, που συμπαρασύρουν βέβαια την Ιστορία και τον πολιτισμό μας, πολλαπλασιάζονται, καθώς επιτρέπουμε στους Τούρκους να θεωρούν κεκτημένο τους, ο οποιοσδήποτε άξεστος αξιωματούχος τους να καθυβρίζει την Ελλάδα, χωρίς κανείς μας να τους απαντάει, κι όταν επαίρονται, πχ, για το ‘22 να τους θυμίζουμε την Τριπολιτσά, τον Δράμαλη, την ΄Αγκυρα (αλλά και τον Μουσσολίνι). Τις μέρες αυτές, λοιπόν, που οι Τούρκοι απειλούν την ίδια την ελευθερία μας, κι η ελευθερία η εθνική δϋλίζεται σε προσωπική, συνέπεσε να κυκλοφορήσουν οι “Καθαρμοί”, ένα μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Ασωνίτη, το τρίτο βιβλίο της τριλογίας του “Πένθος και Έξαρση” (τα προηγούμενα ήταν η “Εκτέλεση” και η “Εκδίκηση”, όλα από τις εκδόσεις Πατάκη).
Γιατί κάνουμε αυτόν τον πρόλογο; Γιατί αυτό ακριβώς είναι το υπόστρωμα του μυθιστορήματος. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, με την κραυγαλέα διόγκωση που χρησιμοποιεί φυσικά το μυθιστόρημα για να μπορέσει να ταρακουνήσει τον αναγνώστη και να διαπρέψει ως τέχνη. Με λίγα λόγια, η ιστορία του μυθιστορήματος έχει ως εξής :Ο Διονύσης Ταλλανδιανός, απ’ την Αλεξάνδρεια, 19 χρόνια μετά την δολοφονία των γονιών και των δίδυμων αδελφών του στην εισβολή των Τούρκων το ‘74 στην Κύπρο, επιστρέφει στα κατεχόμενα ως Βραζιλιάνος επιχειρηματίας με το όνομα Κάρλος Λόπεζ Εντίνιο Αλβάρο, αγοράζει, στην παραλία όπου έγινε η εισβολή, στο Πέντε Μίλι, ένα ερημωμένο ξενοδοχείο, το “Σάιπρους Σάνσετ Μπέι”, το λειτουργεί και βάζει μπρος ένα απάνθρωπο σχέδιο: Αφήνει να κυλήσει ο καιρός, ενσωματώνεται στην κοινωνία των κατεχομένων ως ικανός ξενοδόχος, και το 2011, την επέτειο του χουντικού πραξικοπήματος, 15 Ιουλίου, απαγάγει απ’ τα σχολικά τους λεωφορεία και σε δυο μέρες σκοτώνει 94 αθώα τουρκάκια. Με την βοήθεια μάλιστα εννιά νεαρών ορφανών Τούρκων που είχε υιοθετήσει από μικρά. Τους είχε πάρει κοντά του στην Βραζιλία, όπου διέμενε από το 1974, τους είχε φυλακίσει σ’ ένα κτήμα του έξω από το Ρίο ντε Τζανέιρο (και δεν είχαν δει ποτέ άλλον άνθρωπο εκτός απ’ τον Ταλλανδιανό και τους τέσσερις βοηθούς του) και τους είχε μάθει τον κόσμο αλλόκοτα. Τους είχε μάθει, δηλαδή, ότι όσοι μιλάνε τούρκικα είναι Έλληνες κι όσοι μιλάνε βραζιλιάνικα Τούρκοι. Ότι οι Έλληνες είχαν σκοτώσει την μάνα τους κι άλλα δυο μικρά τους αδέλφια, ότι εκεί που θα τους πήγαινε ήταν τα κατεχόμενα απ’ τους Έλληνες εδάφη της Κύπρου, που είναι όλη τουρκική κλπ, κλπ. Εν τέλει, τους έχει κάνει να πιστέψουν ότι θα πάνε να σκοτώσουν ελληνάκια, για να εκδικηθούν την μάνα και τα αδέλφια τους. Κι έτσι γίνεται: οι νεαροί Τούρκοι σκοτώνουν τα 94 τουρκάκια νομίζοντας ότι είναι ελληνάκια. Μετά τις δολοφονίες, ο Ταλλανδιανός παρατάει τους νεαρούς και παραδίδεται στις καταχικές αρχές, που τον εκτελούν δημοσίως στο στάδιο Ατατούρκ, στις 20 Ιουλίου 2011, επέτειο της εισβολής. Αλλά πώς ένα από τα υιοθετημένα τουρκάκια καταλήγει στο Δρομοκαΐτειο και αυτό-αποκαλείται μάλιστα “Ταλλανδιανός Βήτα”;
Είναι, θα λέγαμε, ένα μυθιστόρημα για τις συνέπειες της τουρκικής επιθετικότητας στην ζωή των θυμάτων τους -και την παράλογη μανία εκδίκησης στην οποία μπορεί να οδηγήσει η αδικία που αυτή προκαλεί. Αυτό κάνει πάντα το μυθιστόρημα ως τέχνη, περνάει από το γενικό στο ειδικό, σ’ έναν συγκεκριμένο άνθρωπο που επινοεί και στις αντιδράσεις του απέναντι σε κάτι που τον περιδινεί. Ένα μυθιστόρημα, λοιπόν, που αντανακλάει το μείζον πρόβλημα του ελληνισμού, τον τούρκικο ιμπεριαλισμό.
Είναι, παρ’ όλ’ αυτά, η λογοτεχνία του μυθιστορήματος αντάξια της σοβαρότητας του θέματος με το οποίο καταπιάστηκε ο Αλέξανδρος Ασωνίτης επινοώντας μια περίπλοκη ιστορία; Θα παραθέσουμε δύο αποσπάσματα, ένα για την επίσκεψη του Ταλλανδιανού και της Βραζιλιάνας γυναίκας του Κλαούντιας Βάμπες στα κατεχόμενα, για πρώτη φορά μετά το ‘74, και μια απροσδόκητη περιγραφή της ερημωμένης Αμμοχώστου που αποικίζουν παρά τα ψηφίσματα του ΟΗΕ οι Τούρκοι, σύμμαχοι των Ναζί, μην ξεχνάμε!
Η άφιξη στην Κύπρο (απ’ το ε΄ κεφ: Νυφικά Πλωτά Ξενοδοχεία)
Αυτή είναι, φάνηκε από ψηλά, η ώρα δύο, καταμεσήμερο της 15ης Ιουλίου του 1993, φάνηκε να επιπλέει στην αρυτίδωτη θάλασσα, αγχόνη από τριζάτα φύλλα ελιάς κι αβύθιστη καταπακτή, καημός «χρυσοπράσινος» και κλάμα από αίμα παιδικό, μνήμα φυλακισμένο κατεχόμενο σε χώμα πελαγίσιο, η Κύπρος «ου μ’ εθέσπισεν οικείν Απόλλων» φάνηκε κάτω απ’ την κοιλιά του ιδιωτικού αεροπλάνου τους, κάτω απ’ το βλέμμα και τα πόδια σου φάνηκε, Ταλλανδιανέ, Κύπρος του πένθους και του θανάτου, Κύπρος η εύμορφη, η ζηλευτή μας κόρη, η νύφη η πολύφερνη, που νύφη άλλη καμμιά δεν έχει φορέσει ποτέ νυφικό σαν το δικό της,
κόκκινο κατακόκκινο το νυφικό της και μια μπουκιά πικρό ψωμί γλυκό, η Κύπρος μας πάει, βαδίζει για τον γάμο της που γίνεται στα μάτια όλης της υφηλίου μπροστά, μπροστά σε συγγενείς, φίλους, γνωστούς κι εχθρούς γίνεται, σε νεκροταφείο στεριανό που το λεν’ της Μακεδονίτισσας ο Τύμβος και βάζει κι αυτό τα γαμπριάτικά του και στραφταλίζει κάτω απ’ τον ήλιο σαν χρυσός στατήρας του Ευαγόρα,
κόκκινο κατακόκκινο το νυφικό ανεμίζει πάνω απ’ του ολέθρου την εύφορη γη, α! δεν έχει δει κανείς ποτέ φραμπαλάδες φανταχτερούς τέτοιους σαν του νυφικού της με την μακριά ουρά, που το κόκκινο θρόισμά του βάφει το χιόνι στου Πενταδάκτυλου τα νύχια, είναι φραμπαλάδες από χόνδρους αίματος ζεστού και σταγόνες στάζουν βαριές και κόκκινες κατακόκκινες χρωματίζουν τις ψηλές άσπρες γόβες της νύφης, που ‘χει πιάσει με κόσμημα αχαϊκό τα μελαχρινά σπαστά μαλλιά της
Η Επίσκεψη στην Αμμόχωστο
…αλλά στην Γη μετά τον Άνθρωπο δεν θα υπάρχει τίποτε που να θυμίζει τον όλβο της σάρκας και του νου, μόνο ατέλειωτη μια σειρά από θλιβερά ετοιμόρροπα φρικαλέα ανατριχιαστικά κουφάρια κτηρίων, αλλά,
αλλά ε, αδέλφια μας άνθρωποι, αναίσθητοι στον πόνο των άλλων, τυφλωμένοι απ’ τις γυαλιστερές αντανακλάσεις του εγωισμού σας, καλοπιάστε την όρασή σας γιατί μετά σεβασμού και τιμής, μεγίστων αμφοτέρων, σας παρουσιάζουμε σε παγκόσμια πρώτη την χολλυγουντιανή υπερπαραγωγή τού «Η Γη μετά τον Άνθρωπο -και τον Οριστικό της Όλεθρο!», που η τρισδιάστατη αποτύπωσή της πνίγει στον βυθό όλα τα μακροβούτια της ανθρώπινης φαντασίας, δεν την χρειαζόμαστε την φαντασία πια, μας θυμίζει το παρελθόν όλα όσα θα γίνουν στο μέλλον και όλα όσα κόμικς και ταινίες στράγγιξαν το μυαλό τους να προβλέψουν, και πολλά κατάφεραν και πολλά ξαστόχησαν,
αλλά όλ’ αυτά έχουν ήδη συμβεί κι είναι μπροστά σας και μη μελαγχολείτε διόλου, ευαίσθητοι συμπαίκτες μας, που δεν προβλέψατε τον ακρωτηριασμό της πρόβλεψης, μπείτε σ’ ένα αρεοπλάνο, εμπρός, και σε λίγες ώρες μέσα θα βρεθείτε στο παρελθόν του παρόντος μέλλοντός μας, που σας περιμένει σφριγηλό και θαλπερό, ακτινογραφήστε το, εμπρός, με την οξυδέρκειά σας, ξεπατικώστε το τώρα που, μετά σεβασμού και τιμής, μεγίστων αμφοτέρων, σας παρουσιάζουμε την πόλη-σκηνικό των επιστημονικοφανταστικών ταινιών και των κόμικς, την πόλη-φάντασμα, την πόλη-ερείπιο, την πόλη άπολη των τρελλών επιστημόνων, των υπόγειων κοσμοδρομίων, την πόλη στούντιο, την πόλη κρησφύγετο των κακοηρώων που εγκαταβιούν και ξεμπουκάρουν πάνοπλοι τα βράδια να ξεπαστρέψουν ό,τι δεν έχει δραπετεύσει,
κι όλα αυτά τα κακοκαθάρματα κρύβονται στις κρυφές σπηλιές της πόλης που ’χει σήμα κατατεθέν τα κουφάρια της και λέγεται, πώς λέγεται, πώς την λένε και πώς την φωνάζουνε, πάμε όλοι μαζί, γενναίες και γενναίοι μου, καθαρίστε το λαρύγγι σας, η φωνή σας ν’ αντηχεί στο στομάχι, πάμε, πάμε, όλοι μαζί,
Α-μμό-χω-στος! Α-μμό-χω-στος!
ελάτε, ελάτε, αθρώποι καλαθρώποι κακαθρώποι, ελάτε να θαυμάξετε την αληθινή κομικόπολη, την πόλη έμπνευση-πριν-την-έμπνευση, την πόλη χωρίς κατοίκους, επισκέπτες, παιδιά, σχολειά, σκυλιά, γατιά, πουλερικά, την χωρίς πόλη πόλη
Α-μμό-χω-στος! Α-μμό-χω-στος!
χωρίς ανθρώπους, φωνές, γέλια, τραγούδια, κλάματα, αυτοκίνητα, μηχανάκια, τραίνα, λεωφορεία, αεροπλάνα, και μ’ άδειους δρόμους άδειανούς παντέρημους πεντάρφανους σαν να ’πεσε πανούκλα και πανώλη, που το ίδιο είναι, αλλά δεν μας καίγεται καρφί, αλλά κοπιάστε, κοπιάστε να χαζέψετε τους χαντακωμένους λάκκους, τα στοιχειωμένα σπίτια, τα ερειπωμένα ξενοδοχεία, τα βομβαρδισμένα ρημάδια, τα γκρεμίδια μ’ ανοίγματα σαν στόματα δεινοσαύρων, τους σκουριασμένους νερόμυλους με τις κομμένες φτερωτές, τα πεθαμένα σπίτια με τα νεκρά παραθυρόπορτα, τα χωρίς πορτοπαράθυρα ξεδοντιασμένα σπίτια, τα μαγαζιά με τις σπασμένες βιτρίνες, τα ξεχαρβαλωμένα ρολλά, τα πεταμένα εμπορεύματα, κι οι δρόμοι άδειοι, οι δρόμοι αδειανοί,
Α-μμό-χω-στος! Α-μμό-χω-στος!
Τα αποσπάσματα είναι, νομίζουμε, χαρακτηριστικά της γραφής του Α. Ασωνίτη στους “Καθαρμούς” που παρασύρει τον αναγνώστη με τις εικόνες και τον ρυθμό της. Οι “Καθαρμοί” κυκλοφορούν σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Πατάκη (όπως και τα άλλα δύο μυθιστορήματα της τριλογίας, “Εκτέλεση” και “Εκδίκηση”).