του Κώστα Στούπα* από το Άρδην τ. 133
Όταν μου ζητήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’90, που ήμουν ακόμη νέος στο οικονομικό ρεπορτάζ, να κάνω ένα ρεπορτάζ για ελληνικές επιχειρήσεις με πολυεθνική παραγωγική δραστηριότητα, ανακάλυψα πως υπήρχαν μόνο δύο: Η Πειραϊκή- Πατραϊκή και η Πετζετάκις.
Η μεν πρώτη ήταν τόσο ισχυρή μέχρι το ’80 στην Ελλάδα λόγω των δασμών στις εισαγωγές, ώστε είχε επενδύσει σε μια παραγωγική μονάδα κάπου στη Γερμανία. Η δεύτερη είχε 3-4 παραγωγικές μονάδες στο εξωτερικό χάρη σε μια πατέντα που είχε κατοχυρώσει ο ιδρυτής της ο Αριστόβουλος Πετζετάκις, ένα λάστιχο μεταφοράς νερού με ενσωματωμένο σπιράλ που το καθιστούσε ευλύγιστο.
Αμφότερες οι επιχειρήσεις αυτές χρεοκόπησαν και εξαφανίστηκαν η πρώτη με είσοδο στην ΕΟΚ και την κατάργηση των δασμών και η δεύτερη γύρω στο 2000, όταν οι κληρονόμοι αποδείχτηκαν κατώτεροι του ιδρυτή.
Η ένταξη στην ΕΟΚ στις αρχές της δεκαετίας του ’80, σε συνδυασμό με την «κρατικολατρεία» του ΠΑΣΟΚ, διέλυσαν τον μεταπολεμικό παραγωγικό ιστό της χώρας που είχε συμβάλει στο να εκτιναχτεί από τα ερείπια της κατοχής και του εμφυλίου στις 30 πλουσιότερες χώρες του κόσμου και σίγουρα την πλουσιότερη θέση στα Βαλκάνια και τις δύο πλευρές του Αιγαίου.
Υπήρξαν περίοδοι στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 που η Ελλάδα αναπτυσσόταν ταχύτερα από τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και ανταγωνιζόταν τους δείκτες της Ιαπωνίας.
Η μεταπολεμική δημογραφική έκρηξη μπορούσε να καλύψει και τις ανάγκες της εγχώριας ζήτησης εργατικού δυναμικού και τη ζήτηση για Έλληνες μετανάστες στο εξωτερικό. Η φτώχεια και οι καταστροφές του πολέμου είχαν «μηδενίσει το κοντέρ» των υπερβατικών απαιτήσεων και το αυταρχικό μετεμφυλιακό κράτος εγγυόταν την εργασιακή ειρήνη.
Η Levi’s έραβε στο εργοστάσιο της Ελληνικής Βιομηχανίας Ενδυμάτων στην Καλαμάτα και η γερμανική Hugo Boss έραβε σε μια μονάδα στην Κατερίνη και δεκάδες άλλες παραγωγικές μονάδες ελληνικών ή ξένων συμφερόντων εκμεταλλεύονταν τα πλεονεκτήματα που διέθετε η μεταπολεμική φτωχή Ελλάδα. Πλεονεκτήματα σαν αυτά που διαθέτει και αξιοποιεί σήμερα η Τουρκία ή χώρες όπως το Βιετνάμ και το Μπαγκλαντές. Δηλαδή, νεανικό πληθυσμό, φθηνό εργατικό δυναμικό και μια αυταρχική διοίκηση που δεν επιτρέπει στα συνδικάτα να βάζουν εμπόδια.
Μετά την κατάρρευση της αυτοκρατορίας της ΕΣΣΔ, εκατοντάδες παραγωγικές επιχειρήσεις, ξένες και ελληνικές, που δραστηριοποιούνταν στην Ελλάδα, αναζήτησαν φθηνά εργατικά χέρια στις κατεστραμμένες οικονομίες των πρώην σοσιαλιστικών …παραδείσων.

Η Θάτσερ άρπαξε μέσα από τα χέρια μας το εργοστάσιο της Nissan, στο οποίο η τοπική αυτοδιοίκηση του Βόλου και η σοσιαλιστική κυβέρνηση έθεταν λεόντειους όρους για τη συνέχιση της λειτουργίας. Την ίδια εποχή, ο βουλευτής Θεσσαλονίκης Άκης Τσοχατζόπουλος πρωτοστατούσε στις κινητοποιήσεις για τεράστιες αυξήσεις μισθών, που έβαλαν λουκέτο στη μονάδα που κατασκεύαζε το Pony, το πρώτο ελληνικό αυτοκίνητο.
Οι σιτιζόμενοι από τον κρατικό προϋπολογισμό τριπλασιάστηκαν στη δεκαετία του ’80 και του ’90 ξεπερνώντας το 1 εκατ., αφού για κάθε παραγωγική μονάδα που κατέβαζε ρολά λαμβάνονταν μέτρα αποκατάστασης των θέσεων εργασίας κάπου στο χάος του ευρύτερου δημόσιου.
Τα πακέτα Ντελόρ αποκαθιστούσαν με το παραπάνω τα χαμένα εισοδήματα, δημιουργώντας θέσεις εργασίας σε εισαγωγικές επιχειρήσεις και τα αναψυκτήρια των εθνικών οδών και των απανταχού παρα-Κάμπιων λεωφόρων.
Εν τω μεταξύ, οι αφίξεις τουριστών από 1,5 εκατομμύριο το 1970, το 1980 εκτινάχθηκαν στα 5 εκατ., το ’90 στα 10 εκατ. και τα τελευταία χρόνια πάνω από 30 εκατ.
Το τουριστικό εισόδημα είναι ευκολότερο από το βιομηχανικό τόσο για τον επιχειρηματία όσο και για τον εργαζόμενο. Το ελληνικό τουριστικό προϊόν είναι ανταγωνιστικό από τη φύση του, ενώ το βιομηχανικό χρειάζεται προσπάθεια με αμφίβολα πάλι αποτελέσματα, γιατί και οι άλλοι προσπαθούν και οι φτωχότεροι προσπαθούν περισσότερο.
Η ελληνική οικονομία σταδιακά, μετά τη δεκαετία του ’80, από χώρα παραγωγική έγινε οικονομίας υπηρεσιών. Όταν μια χώρα 10 εκατ. την επισκέπτονται κάθε χρόνο 30 εκατ. τουρίστες, οι περισσότεροι κάτοικοι μπορούν να εξασφαλίσουν ένα εισόδημα είτε εργαζόμενοι λίγους μήνες στην τουριστική βιομηχανία είτε νοικιάζοντας δωμάτια είτε μαγειρεύοντας και σερβίροντας σε αυτοσχέδιες και μη ταβέρνες και μπαρ. Οι εργασίες στον τουρισμό είναι ευκολότερες και πληρώνουν καλύτερα. Η Ελλάδα, αν και δεν διέθετε ποτέ ισχυρή βαριά βιομηχανία, έχει όλα τα συμπτώματα των πλούσιων μεταβιομηχανικών κοινωνιών που εισάγουν τα περισσότερα υλικά αγαθά από το εξωτερικό.
Οι ροές κεφαλαίων από την Ε.Ε. είτε για έργα υποδομής είτε ακόμη και για τη λειτουργία νηπιαγωγείων και γηροκομείων διευκολύνουν την «ασθένεια» των μεταβιομηχανικών κοινωνιών, όπου τα λευκά κολάρα υπερτερούν συντριπτικά των μπλε.
Παρ’ όλα αυτά, η χρεοκοπία της περασμένης δεκαετίας ανέκοψε την «εξάτμιση» των παραγωγικών εργασιών. Οι μισθοί έπεσαν ή έμειναν στάσιμοι για χρόνια και οι ανάγκες βιοπορισμού οδήγησαν πολλούς στην αναζήτηση εργασιών σε παραγωγικές θέσεις εργασίας. Τα προβλήματα που προέκυψαν την περίοδο της πανδημίας με τις εφοδιαστικές αλυσίδες βοήθησαν στην αναδιάταξή τους σε χώρες εγγύτερα της Δύσης ή και εντός της.
Κάπως έτσι το 2024 φτάσαμε στο σημείο, ο ευρισκόμενος σε αποδρομή εδώ και δεκαετίες παραγωγικός τομέας όπως η μεταποίηση, να παρουσιάζει σημάδια ανάτασης. Για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες πτώσης, ο κλάδος της μεταποίησης συνεισέφερε στο δεύτερο τρίμηνο του 2024 το 10,2% του ΑΕΠ από 8,6% το 2009.
Σύμφωνα με μια πρόσφατη έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, η μεταποίηση αποτελεί τον μοναδικό κλάδο της ελληνικής οικονομίας στον οποίο η παραγωγικότητα της εργασίας έχει όχι μόνο επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα, αλλά και τα έχει υπερβεί.
Ένα μέρος της ανάκαμψης της μεταποίησης οφείλεται στις αυξημένες επενδύσεις στον κλάδο, κυρίως από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ε.Ε.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, οι επενδύσεις στη μεταποίηση αυξήθηκαν σημαντικά την περίοδο 2021-2022, λόγω των εισροών από το ΤΑΑ, οδηγώντας σε αύξηση της προστιθέμενης αξίας του κλάδου κατά 5,5% το 2021 και περαιτέρω 7% το 2022.
Σημαντικές είναι και οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη, οι οποίες στον κλάδο της μεταποίησης είναι υπερδιπλάσιες ως ποσοστό της προστιθέμενης αξίας (10,8% έναντι 3,1% στο σύνολο της οικονομίας για το 2021). Επιπλέον, ο μέσος μισθός στον τομέα της μεταποίησης είναι σημαντικά υψηλότερος από τον μέσο μισθό στο σύνολο της οικονομίας, λόγω της αυξημένης παραγωγικότητας.
Η επίδοση του κλάδου της μεταποίησης οφείλεται τόσο στην αύξηση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας του προϊόντος όσο και στη μείωση των ωρών εργασίας.
Όταν λέμε μεταποίηση εννοούμε τα διυλιστήρια ( Μότορ Όιλ, ΕΛΠΕ) που είναι και ο σκληρός πυρήνας της ελληνικής βιομηχανίας, τη φαρμακοβιομηχανία (Βιανεξ, Ελπέν, Φαρματέν κ.λπ) που γίνονται σοβαρές προσπάθειες στην παραγωγή γενόσημων, την τυποποίηση τροφίμων κ.λπ. Σοβαρές προσπάθειες καταγράφονται και στη μεταλλουργία, τις μεταλλικές κατασκευές (Μυτιληναίος, Βιοχάλκο)
Ο κλάδος της ελληνικής οικονομίας που πραγματοποιεί τις μεγαλύτερες εξαγωγές είναι ο τομέας των καυσίμων και των ορυκτών, ο οποίος περιλαμβάνει προϊόντα όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Αυτός ο τομέας αντιπροσωπεύει περίπου το 32.4% των συνολικών εξαγωγών της Ελλάδας.
Η αύξηση της συμμετοχής της μεταποίησης στο ΑΕΠ πάνω από 10% είναι σημαντική εξέλιξη προς μια θετική κατεύθυνση, αλλά δεν αρκεί για να αλλάξει την εικόνα της ελληνικής οικονομίας. Ενδεικτικά περί το 10% συνεισφορά της παραγωγής στο ΑΕΠ έχουν οι μεταβιομηχανικές ανεπτυγμένες οικονομίες της Δύσης εκτός Γερμανίας που έχει πάνω από 20%. Ενδεικτικά η συμμετοχή της μεταποίησης στο ΑΕΠ της Κίνας είναι στο 27,2%, της Ν. Κορέας στο 25,3%, της Γερμανίας στο 21,1%, της Ιαπωνίας στο 20,7% της Ιταλίας στο 15,4%, των ΗΠΑ στο 11,6% της Γαλλίας στο 10% Η.Β. 9,8%.
Η συνεισφορά της μεταποίησης στο ΑΕΠ της Τουρκίας είναι περίπου 21.3%. Η Ελλάδα δεν μπορεί να ανταγωνιστεί οικονομίες όπως της Τουρκίας σε κλάδους που απαιτούν «μπλε κολάρα», γιατί δεν διαθέτει ούτε το ανάλογο ηλικιακό δημογραφικό δυναμισμό ούτε τον πληθυσμό, αλλά ούτε και την εσωτερική αγορά που δημιουργούν οικονομίες κλίμακας.
Μπορεί όμως να κινηθεί παράλληλα με τη βελτίωση των παραδοσιακών κλάδων μεταποίησης σε νέους τεχνολογικούς τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας, στους οποίους υπάρχει κινητικότητα.
Εσχάτως στη χώρα μας, σε τομείς που ούτε θα το φανταζόμασταν (όπως η αμυντική τεχνολογία) έχουν εμφανιστεί και κάποιες μικρές εταιρείες υψηλής τεχνολογίας με διεθνή εμβέλεια όπως:
Η Theon, που κατασκευάζει διόπτρες νυκτός και έχει εξελιχτεί σε παγκόσμιο παίκτη.
Η Scytalys, που αναπτύσσει λογισμικό συστημάτων διοίκησης για αμυντικές ανάγκες και πρόσφατα κέρδισε συμβόλαια από τις ένοπλες δυνάμεις της Ινδονησίας.
Η Delian Alliance Systems, που δημιουργήθηκε από Έλληνες που έχουν περάσει από μεγάλες αμερικανικἐς τεχνολογικές εταιρείες και αναπτύσσει αυτόματα συστήματα επιτήρησης συνόρων με τεχνητή νοημοσύνη.
Η Mantis, που έχει αναπτύξει λογισμικό για logistics και πουλήθηκε πρόσφατα σε ξένο fund. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και η Profile μια ελληνική εταιρεία με διεθνή δραστηριότητα στην ανάπτυξη λογισμικού για χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Αυτή την περίοδο υπάρχει μια πλειάδα start ups γύρω από τομείς υψηλής τεχνολογίας.
Οι παραπάνω είναι μερικές από τις υποσχόμενες ελληνικές επιχειρήσεις που έχουν επιτύχει και έχουν βγει στις διεθνείς αγορές. Τα μεγέθη τους όμως είναι ακόμη μικρά για να αρχίσουν να είναι ορατά στη βελτίωση του ΑΕΠ. Παρ’ όλα αυτά ο τομέας της υψηλής τεχνολογίας είναι αυτός στον οποίο αξίζει να βελτιωθεί το περιβάλλον προκειμένου να αναπτυχθεί και να προσελκυστούν και άλλες τέτοιου είδους επενδύσεις.
Το πλεονέκτημα αυτού του τομέα υψηλής προστιθέμενης αξίας είναι πως η τεχνολογία επιτρέπει την εργασία από μακριά και χρειάζεται υψηλής ειδίκευσης καλά αμειβόμενο προσωπικό. Το φυσικό περιβάλλον και η ποιότητα ζωής που μπορεί να προσφέρει η Ελλάδα σε Έλληνες και ξένους εργαζόμενους σε τέτοιες εταιρείες είναι ασυναγώνιστο. Αυτό είναι ένα βασικό κίνητρο για να ξεκινήσουν ή να μεταφέρουν εδώ τις δραστηριότητές τους. Ένα άλλο βασικό κίνητρο είναι πως η Ελλάδα βρίσκεται στο σκληρό πυρήνα της Ε.Ε. και δυνητικά οι επιχειρήσεις διαθέτουν μια εσωτερική αγορά 300-400 εκατ. ανθρώπων.
Χρειάζονται όμως φορολογικά κίνητρα και για τους επιχειρηματίες και για τους υψηλά αμειβόμενους εργαζόμενούς τους. Η φορολόγηση π.χ. των εισοδημάτων πάνω από 40 χιλ. ευρώ τον χρόνο με πάνω από 40% είναι αντικίνητρο για το υψηλής ειδίκευσης προσωπικό.
Στην Ελλάδα τα επιχειρηματικά κέρδη φορολογούνται με 20% και το εισόδημα των στελεχών και εργαζομένων που παράγει αυτά τα κέρδη με 42%. Μετά αναρωτιόμαστε, γιατί το υψηλής ειδίκευσης προσωπικό φεύγει στο εξωτερικό;
Οι επιχειρήσεις, προκειμένου να βελτιώσουν το εισόδημα των στελεχών τους, αναγκάζονται να τους προσφέρουν κουπόνια για σούπερ μάρκετ και πολυκαταστήματα ή τη χρήση των αυτοκινήτων της εταιρείας στις προσωπικές και οικογενειακές τους ανάγκες.
Αν υπάρξουν βελτιώσεις στη φορολογία και τα προβλήματα που δημιουργεί η χαμηλής απόδοσης και ανταπόδοσης λειτουργία του ελληνικού δημοσίου και το αγκάθι της Δικαιοσύνης η τάση αυτή για προσέλκυση επενδύσεων υψηλής τεχνολογίας θα μπορούσε να εξελιχθεί σε σημαντική συνιστώσα της ελληνικής οικονομίας και να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο.
Τι προτείνουν οι επιχειρήσεις
Πρόσφατα στην 8η Οικονομική Συνδιάσκεψη της Ελληνικής Ένωσης Επιχειρηματιών (Ε.ΕΝ.Ε.) που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 13 Νοεμβρίου στην Αθήνα, η Ε.ΕΝ.Ε κατέθεσε συγκεκριμένες προτάσεις. Χαρακτηριστικά είναι τα αιτήματα του προέδρου της Κριστιάν Χατζημηνά:
«Η Ελλάδα πρέπει να αυξήσει τον ρυθμό επαναβιομηχανοποίησής της, γιατί υστερεί έναντι των Ευρωπαίων εταίρων της» υπογράμμισε ο Πρόεδρος της Ε.ΕΝ.Ε, Κρίστιαν Χατζημηνάς, σημειώνοντας: «Αφήστε μας να επανεκπαιδεύσουμε το προσωπικό μας και μην μας φορολογείτε για τις αυξήσεις που θα δώσουμε ως κίνητρα και επιβράβευση για την επανεκπαίδευση. Αυτό που προτείνουμε είναι να μπει μηδενικός οριακός φορολογικός συντελεστής στις επιπλέον αυξήσεις έτσι ώστε να μπορέσουμε να επανεκπαιδεύσουμε και να εφοδιάσουμε με την κατάλληλη αναπτυξιακή εργαλειοθήκη όλο το ανθρώπινο δυναμικό μας. Να αυξήσουμε τους μισθούς, αλλά να μην καταβάλλουμε το μη μισθολογικό κόστος, το οποίο, από ένα κλιμάκιο και πάνω, είναι τριπλάσιο του μισθού. Αυτός είναι ένας τρόπος να ξεκινήσουμε μια επανάσταση» είπε χαρακτηριστικά ο κ. Χατζημηνάς, εξηγώντας ότι με την επανεκπαίδευση αυξάνεται η παραγωγικότητα.
Υπέρ της αλλαγής της λογικής των αναπτυξιακών νόμων, τάχθηκε πρόσφατα και ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Σπύρος Θεοδωρόπουλος, μιλώντας στο 5ο συνέδριο της Ένωσης Θεσμικών Επενδυτών.
Ο πρόεδρος του ΣΕΒ, επεσήμανε ότι την τελευταία πενταετία έχουν γίνει σοβαρά βήματα προόδου στην Ελλάδα ιδιαίτερα στο δημοσιονομικό μέτωπο. Παρά ταύτα, όπως είπε, η κρίση της προηγούμενης δεκαετίας δεν προήλθε μόνο από το δημοσιονομικό μέτωπο αλλά και από το ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών το οποίο συνεχίζει να προκαλεί ανησυχίες.
Ο κ. Θεοδωρόπουλος, υπογράμμισε την ανάγκη προσέλκυσης επενδύσεων προκειμένου να καλυφθεί το επενδυτικό κενό, ενώ προειδοποίησε ότι το μείγμα πολιτικής που ακολουθείται σε Ελλάδα και Ευρώπη δε θα μας οδηγήσει πουθενά. Χαρακτήρισε ανέφικτη την υλοποίηση των προτάσεων Ντράγκι καθώς ζητεί από τις πλούσιες χώρες να δανειστούν προκειμένου να επενδύσουν όλοι, κάτι που δύσκολα θα προχωρήσει.
Τέλος όσον αφορά στους αναπτυξιακούς νόμους στην Ελλάδα, ο πρόεδρος του ΣΕΒ ανέφερε ότι δεν ενθαρρύνουν τις μεγάλες επενδύσεις παρά μόνο τις μικρές, επισημαίνοντας ότι θα πρέπει να υπάρξει αλλαγή στάσης τόσο σε αυτό το κομμάτι όσο και στο θέμα της ενέργειας.
Ειδικότερα στο κομμάτι των κινήτρων, τόνισε ότι θα πρέπει να ενισχύονται οι επενδύσεις με μεγάλο αναπτυξιακό πολλαπλασιαστή, μέσα από φορολογικά κίνητρα και όχι με «χρήματα στο χέρι».[1]
Αυτό που τονίζουν οι επιχειρηματίες είναι πως τα κίνητρα δεν πρέπει να είναι επιδοτήσεις (λεφτά στο χέρι), γιατί έτσι δημιουργούνται επιχειρήσεις που ειδικεύονται στο να εισπράττουν κρατικές και κοινοτικές επιδοτήσεις και να μην παράγουν τίποτα. Τα κίνητρα και για τους επιχειρηματίες και τους εργαζόμενους πρέπει να είναι φορολογικά.
*Ο Κ. Στούπας είναι αρθρογράφος του liberal.gr και συγγραφέας του βιβλίου «Η επερχόμενη αταξία»
[1] Βλ. Σ. Θεοδωρόπουλος: «Να αλλάξουν οι αναπτυξιακοί νόμοι – Το έλλειμμα στο ισοζύγιο προκαλεί ανησυχίες», www.capital.gr.