του Βασίλη Στοϊλόπουλου από τη Ρήξη που κυκλοφορεί
Η Άγκελα Μέρκελ αναδεικνύεται όλο και περισσότερο σε μια από τις πλέον ισχυρές προσωπικότητες του πλανήτη
Πολλοί ισχυρίζονται πως δεν είναι χαρισματική, δεν εκπέμπει την επικοινωνιακή αύρα μεγάλων ηγετών και επιπλέον απέχει πολύ από το να κατέχει τον τίτλο διανοούμενου πολιτικού. Και όμως, σε μια εποχή ραγδαίων ανακατατάξεων και διεθνών κινδύνων, όπως η σημερινή, με την ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ να απαρτίζεται από μια πληθώρα άθλιων μετριοτήτων, υποτακτικών καριεριστών και ανεκδιήγητων λομπιστών, η Γερμανίδα Καγκελάριος Μέρκελ αναδεικνύεται όλο και περισσότερο σε μια από τις πλέον ισχυρές προσωπικότητες του πλανήτη.
Μπορεί στην ταπεινωμένη Ελλάδα η δημοτικότητα της Μέρκελ να είναι αρνητική σε ποσοστό 81% (Επίκαιρα, τχ. 123/23-2-2012) και η ίδια να προσωποποιεί με τον πιο έκδηλο τρόπο την κάκιστη εικόνα της Γερμανίας στη χώρα μας. Στους συμπατριώτες της όμως απολαμβάνει μεγάλα ποσοστά αποδοχής και αποτελεί τη μοναδική ελπίδα των Χριστιανοδημοκρατών για μια ακόμη νίκη στις επερχόμενες εκλογές και κυρίως για την «ειρηνική» εδραίωση της γερμανικής ηγεμονίας στην Ευρώπη. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το κορυφαίο περιοδικό Internationale Politik, που εκφράζει τις απόψεις της καθεστωτικής τάξης του Βερολίνου, την έχει αναγορεύσει σε Καγκελάριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήδη από το 2010, τη χρονιά που η Γερμανία, εκμεταλλευόμενη την οικονομική της ισχύ, επέβαλε μια Ευρώπη που αποκτά όλο και περισσότερο στοιχεία του γερμανικού πολιτικού συστήματος.
Ποια είναι όμως η Άγκελα Δωροθέα Μέρκελ; Και κυρίως πρόκειται για μια «σιωπηλή επαναστάτρια», η οποία, όπως ισχυρίζεται η συντηρητική die Welt, είναι ο μοναδικός ηγέτης δυτικής χώρας που στα τέλη του Ψυχρού Πολέμου «βίωσε και διαμόρφωσε μια δημοκρατική επανάσταση»; Δεν είναι απορίας άξιο όμως που μια πρώην γραμματέας της κομμουνιστικής Ελεύθερης Γερμανικής Νεολαίας (Freie Deutsche Jugend / FDJ), στην σοσιαλιστική Ανατολική Γερμανία, που μάζευε χρήματα για τα ένοπλα εθνικοκοαπελευθερωτικά κινήματα της Αφρικής, ταξίδευε ελεύθερα στη Μόσχα, σπούδαζε στα καλύτερα πανεπιστήμια και πιθανότατα παρακολουθούσε Ανατολικογερμανούς αντιφρονούντες (κωδικός «ΙΜ Erika»), κατάφερε να συμβάλει πράγματι στην «ειρηνική μετάβαση» στην ενωμένη Γερμανία; Για τον ηγέτη της γερμανικής Αριστεράς (die Linke) Όσκαρ Λαφοντέν είναι σαφές: «Η Καγκελάριος ήταν παλιότερα σημαίνων στέλεχος της FDJ με αρμοδιότητα την προπαγάνδα-αγκιτάτσια και επομένως ανήκε στις αγωνιστικές εφεδρείες του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ενότητας» (Sozialistische Einheitspartei Deutschlands/SED). Σε μια οργάνωση δηλαδή όπου πάρα πολλοί κομμουνιστές ηγέτες του SED, όπως ο Χόνεκερ, ο Κρεντζ, ο Μόντροου κ.ά. ξεκίνησαν την κομματική τους καριέρα. Τώρα που οι πραγματικοί αντιστασιακοί όπως ο Ρόμπερτ Χάβεμαν, ο Ρούντολφ Μπάρο, η Μπέρμπελ Βάλευ ή ο Βόλφγκανγκ Ούλμαν είτε απεβίωσαν είτε ζουν στο περιθώριο, τα παντοδύναμα ΜΜΕ του ομίλου Σπρίνγκερ μπορούν εύκολα να αναγορεύουν ακόμα και τη Μέρκελ σε επαναστάτρια, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, απαγόρευσε να δημοσιοποιηθούν οι φωτογραφίες από το «σοσιαλιστικό» παρελθόν της και φρόντισε να εξαφανίσει τα συγγράμματά της εκείνης της εποχής.
Σύμφωνα με τον βιογράφο της Καγκελαρίου και πολιτικολόγο Γκερντ Λάνγκγκουθ, ο άνθρωπος που συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της και στην κοινωνικοποίησή της ήταν ο πατέρας της Χορστ Κάσνερ ή ο «κόκκινος Κάσνερ». Ο πατέρας της Μέρκελ δεν ήταν κάποιος άγνωστος λουθηρανός πάστορας αφοσιωμένος στα εκκλησιαστικά του καθήκοντα, αλλά συνδιαμορφωτής της εκκλησιαστικής πολιτικής της Ανατολικής Γερμανίας και εκπαιδευτής εφημέριων και είναι απορίας άξιο που όταν, στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου το 1954, χιλιάδες Ανατολικογερμανοί προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να περάσουν στη Δυτική Γερμανία, αυτός, μαζί με την οικογένειά του, επέλεξε τον αντίθετο δρόμο. Οι καλές του σχέσεις με σημαντικούς πράκτορες της υπηρεσίας κρατικής ασφάλειας Στάζι (Βολφγκανγκ Σνουρ, Κλέμενς ντε Μεζιέρ, Μάνφρεντ Στόλπε και Κλάους Γκύζι) αλλά και οι προσπάθειές του, κυρίως στη διάσπαση της Γερμανικής Ευαγγελικής Εκκλησίας, όπως και η συμμετοχή του στο Χριστιανικό Συμβούλιο Ειρήνης και στον Όμιλο Εργασίας Weißensee, που ελέγχονταν αντιστοίχως από τη Μόσχα και τη Στάζι, ανταμείβονταν με ελευθερίες και προνόμια προορισμένα μόνο για μεγαλοπαράγοντες του συστήματος SED.
Το γεγονός ότι ο Κάσνερ ήταν «σημαντικός» στην Ανατολική Γερμανία είχε σαν αποτέλεσμα να τύχουν προνομιακής μεταχείρισης και τα τρία παιδιά του. Έτσι, η μικρή Άγκελα Κέσνερ ανήκε σε εκείνο το 10% των παιδιών της Ανατολικής Γερμανίας που τους επιτράπηκε να εισαχθούν στο Ανώτερο Γυμνάσιο (ΕΟS). Μάλιστα, μετά το τέλος των σπουδών της στη Φυσική και την απόκτηση διδακτορικού τίτλου, κατάφερε να βρεθεί ανάμεσα σε εκείνους τους 12.000 Ανατολικογερμανούς που εργάζονταν στην περίφημη «Ακαδημία Επιστημών του Βερολίνου», όπου παρέμεινε για έντεκα ολόκληρα χρόνια. Μπορεί οι επιδόσεις της στα μαθήματα Μαρξισμού-Λενινισμού να μην ήταν και τόσο ικανοποιητικές όσο στη Φυσική όπου αρίστευσε, όμως η Άγκελα είχε την ελευθερία να ταξιδεύει στο εξωτερικό και να παρακολουθεί μαθήματα στην Πράγα και στη Μόσχα, όπου γνώρισε και τον πρώτο της σύζυγο, Ούλριχ Μέρκελ.
1989 η ώρα της ανάδειξής της
Την «ειρηνική επανάσταση» του 1989 την έζησε από το άνετο γραφείο της, «αμφιταλαντευόμενη μεταξύ δεσμεύσεων, παραίτησης και ερευνητικής προσπάθειας» (Cicero, 12ος/2004) και αναπολώντας την περίοδο της FDJ, όπου, σύμφωνα με την ίδια, «περνούσε ευχάριστα». Χαρακτηριστικό της ήρεμης «επαναστατικότητάς» της είναι το γεγονός ότι, λίγες μόνο ημέρες μετά την έναρξη των «διαδηλώσεων της Δευτέρας», η Μέρκελ βρέθηκε στην Πολωνία για να παρακολουθήσει κάποιο σεμινάριο. Όμως η ώρα της ανάδειξής της είχε φτάσει. Ο οικογενειακός και ο πολιτικός περίγυρος της Μέρκελ έβριθε από πράκτορες της Στάζι, από συντρόφους του πατέρα της αλλά και δικούς της, όπως ο Μίχαελ Σίντχελμ, οι οποίοι την ανέσυραν από την αφάνεια και συνέβαλαν καθοριστικά στην ραγδαία πολιτική της ανέλιξη, αμέσως μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Η ίδια αρνήθηκε να γίνει μέλος του SPD, όπως η μητέρα της, ούτε όμως και του κόμματος που σήμερα ηγείται, αφού ο πατέρας της πίστευε, ήδη από τη δεκαετία του εξήντα, ότι είναι ένα «ξοφλημένο κόμμα». Προτίμησε το νεοϊδρυθέν Demokratischer Aufbruch, αρχηγός του οποίου ήταν ο πράκτορας της Στάζι Βόλφγκανγκ Σουρ, ο οποίος εξαναγκάστηκε σε παραίτηση λίγες μόνο ημέρες πριν τις πρώτες ελεύθερες εκλογές στην πρώην Ανατολική Γερμανία. Από τις εκλογές αυτές, πρωθυπουργός της Ανατολικής Γερμανίας αναδείχτηκε, με τη σημαία των Χριστιανοδημοκρατών, ο οικογενειακός φίλος και πράκτορας της Στάζι Λόταρ Ντε Μεζιέρ, που διόρισε τη Μέρκελ, το κόμμα της οποίας έλαβε το 0,9% των ψήφων, αναπληρωτή κυβερνητικό εκπρόσωπο. Λίγους μήνες αργότερα, στις πρώτες εκλογές της ενιαίας Γερμανίας, ο επανεκλεγείς Καγκελάριος Χέλμουτ Κολ, ο οποίος αδιαφορούσε για τον πρότερο βίο των νέων συνεργατών του από την Ανατολική Γερμανία, προβίβασε τη Μέρκελ σε υπουργό Περιβάλλοντος.
Στη διάρκεια της παντοδυναμίας του Κολ, πολλοί ήταν αυτοί που αναρωτήθηκαν πως μπόρεσε αυτό το φαινομενικά ανυποψίαστο και εξαιρετικά ατημέλητο αγοροκόριτσο να εφαρμόσει στρατηγικές και τακτικές του συστήματος στο οποίο μεγάλωσε και ανατράφηκε και να καταφέρει όχι μόνο να αιφνιδιάσει τον ίδιο τον Κολ αλλά και όλους τους Χριστιανοδημοκράτες δελφίνους (Σόιμπλε, Μπάρτσελ, Γκάισλερ, Μπιντεκόπφ) αναλαμβάνοντας τελικά την ηγεσία ενός μεγάλου λαϊκού κόμματος εξουσίας. Τελικά, αφού ο Κολ καθιέρωσε σε χρόνο ρεκόρ το «κορίτσι του» στο κόμμα, η Άγκελα δεν δίστασε, όταν αργότερα ο Κολ βρέθηκε λόγω σκανδάλων σε πολύ δύσκολη θέση, με παγερό και αδίστακτο τρόπο, να πάρει τη θέση του, γεγονός που πολλοί το εξέλαβαν ως προδοσία και πολιτική πατροκτονία.
Σήμερα, μετά από επτά σχεδόν χρόνια στην ηγεσία της Γερμανίας, όλη η πορεία της Μέρκελ μας δείχνει ότι ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται και ασκεί την εξουσία χαρακτηρίζεται από πρωσική πειθαρχία, αδίστακτο οπορτουνισμό, προτεσταντική προσήλωση και ενστικτώδη προσαρμοστικότητα στα νέα δεδομένα. Αρκετοί εσωκομματικοί αντίπαλοί της την επικρίνουν μάλιστα για προσπάθεια σοσιαλδημοκρατικοποίησης του συντηρητικού κόμματός της, για πολυπολιτισμικές εμμονές, για στενές σχέσεις με τη Λέσχη Μπίλντεμπεργκ ή ακόμη ότι επιδιώκει τη δημιουργία μιας γερμανικής Ευρώπης με συγκεντρωτικά χαρακτηριστικά, σαν της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης. Κάποιοι μάλιστα ισχυρίζονται ότι ο παλιός άξονας των οικογενειών Κάσνερ και Ντε Μεζιέρ, ένα μέλος της οποίας κατέχει δεσπόζουσα θέση στη παρούσα κυβέρνηση, καθορίζει σήμερα το πολιτικό γίγνεσθαι της Γερμανίας.
Στο επόμενο διάστημα, σε αυτόν τον άξονα πιθανόν να προστεθεί και αυτό του νέου Προέδρου της Γερμανίας Ιωακείμ Γκάουκ, που κατάγεται επίσης από την Ανατολική Γερμανία. Φημολογείται ότι υπήρξε και αυτός «ανεπίσημος συνεργάτης» (ΙΜ) της Στάζι. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι ο Γκάουκ είναι εξ επαγγέλματος βαθύς γνώστης όσων σχετίζονται με τη Στάζι και τους πρώην συνεργάτες της. Η Μέρκελ δεν ήθελε ποτέ να δει τον Γκαόυκ Πρόεδρο της Γερμανίας και τον αποδέχτηκε τελικά, έπειτα από σκληρή ενδοκυβερνητική διαμάχη, αφού σε αντίθετη περίπτωση θα κατέρρεε ο κυβερνητικός συνασπισμός με τους Φιλελεύθερους. Μετά από αυτήν την πολιτική της ήττα, θα πρέπει να συνεργαστεί μαζί του, με ό,τι αυτό σημαίνει για την παντοδυναμία της «σιδηράς» Καγκελαρίου και όλων εκείνων που τη στηρίζουν.