του Πέρυ Άντερσον
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό New Left REview (τ. 79) και αναδημοσιεύθηκε στο περιοδικό Άρδην (τ.88)
[…] Ο Μίλλερ καταλήγει με το ερώτημα εάν η Γερμανία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την εξουσία της για να αναδιαμορφώσει μια Ευρωπαϊκή Ένωση πιο δημοκρατική και αποτελεσματική από την σημερινή. Μέχρι σήμερα, η πραγματικότητα υπήρξε ακριβώς η αντίθετη: το καθεστώς του Βερολίνου έχει επιδεινώσει τόσο την αποσύνθεση όσο και τον αυταρχισμό του συστήματος των Βρυξελλών. Για να δούμε το γιατί, απαιτείται να διαθέτουμε μία αίσθηση των δυναμικών που εξελίσσονται μέσα από την κρίση της Ευρωζώνης. Για να το θέσουμε απλά, πρόκειται για αποτέλεσμα δύο διαφορετικών και ανεξάρτητων μεταξύ τους αναγκαιοτήτων. Η πρώτη, είναι η γενική κατάρρευση του φανταστικού κεφαλαίου με το οποίο πορεύτηκαν οι αγορές σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο κατά την περίοδο του μεγάλου κύκλου της χρηματιστηριοποίησης που ξεκίνησε κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ’80, καθώς η κερδοφορία στην πραγματική οικονομία κατέρρεε υπό την επίδραση του διεθνούς ανταγωνισμού, και τα ποσοστά της ανάπτυξης έπεφταν από χρονιά σε χρονιά. Οι μηχανισμοί αυτής της επιβράδυνσης, εσωτερικοί στις ίδιες τις δραστηριότητες του κεφαλαίου, είναι οικίες σ’ όποιον έχει ανατρέξει στη δουλειά του Robert Brenner (1). Σε αντάλλαγμα οι συνέπειες της για την ασυγκράτητη επέκταση του ιδιωτικού και του δημόσιου χρέους έχουν καταδειχθεί αριστοτεχνικά από τον Wolfgang Streeck
Ευρωπαϊκή Ένωση,
Στην Ευρώπη, ωστόσο, μια ευρύτερη λογική τέθηκε σε κίνηση από την επανένωση της Γερμανίας, και την διαμόρφωση της νομισματικής ένωσης υπό τους όρους του Μάαστριχτ, και του Συμφώνου Σταθερότητας που επακολούθησε, τα οποία επίσης διαμορφώθηκαν από τις γερμανικές απαιτήσεις. Το κοινό νόμισμα το διαχειριζόταν μια κεντρική τράπεζα ευθυγραμμισμένη στις αντιλήψεις του φον Χάγεκ, που δεν λογοδοτούσε ούτε στις κυβερνήσεις ούτε στους ψηφοφόρους, παρά μόνο καθοδηγούνταν από τον αντικειμενικό στόχο της σταθερότητας των τιμών. Κυρίαρχη σ’ αυτή την νέα νομισματική ένωση ήταν η μεγαλύτερη οικονομία της η οποία διευρύνθηκε προς Ανατολάς, και απέκτησε μια μεγάλη δεξαμενή φθηνής εργατικής δύναμης κατά μήκος των συνόρων της. Το κόστος της επανένωσης ήταν υψηλό και επιβράδυνε τη γερμανική ανάπτυξη. Προκειμένου να ανακάμψει, το γερμανικό κεφάλαιο επέβαλε μια άνευ προηγουμένου συμπίεση μισθών, η οποία έγινε δεκτή από τους Γερμανούς εργάτες υπό την απειλή μεταφοράς της παραγωγής στην Πολωνία, τη Σλοβακία ή ακόμα πιο πέρα (2). Καθώς η βιομηχανική παραγωγικότητα αυξήθηκε και το σχετικό εργατικό κόστος μειώθηκε, οι γερμανικές εξαγωγικές βιομηχανίες έγιναν πιο ανταγωνιστικές από ποτέ, καταλαμβάνοντας ένα διαρκώς διευρυνόμενο μερίδιο των αγορών της Ευρωζώνης. Στην περιφέρεια της Ευρωζώνης, από την άλλη πλευρά, η επακόλουθη απώλεια της ανταγωνιστικότητας των φτωχών οικονομιών εξουδετερώθηκε από ροές φτηνού κεφαλαίου, το οποίο δίδονταν προς δανεισμό με επιτόκια, που θεωρητικά ήταν τα ίδια για όλη την επικράτεια της νομισματικής Ένωσης, σύμφωνα με τις γερμανικές επιταγές.
Όταν η γενική κρίση της υπερ-χρηματιστηριοποίησης που ξέσπασε στις ΗΠΑ έπληξε την Ευρώπη, η αξιοπιστία του περιφερειακού χρέους κατέρρευσε, απειλώντας να προκαλέσει μια αλυσίδα κρατικών χρεοκοπιών. Αλλά ενώ στις ΗΠΑ, οι μαζικές κρατικές διασώσεις μπορούσαν να αποτρέψουν την κατάρρευση των χρεοκοπημένων τραπεζών, των ασφαλιστικών και των άλλων εταιριών, και η εκτύπωση χρημάτων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα μπορούσε να ελέγξει την πτώση της ζήτησης, δύο εμπόδια μπλόκαραν οποιαδήποτε παρόμοια απόφαση στην Ευρωζώνη. Σ’ αυτήν, όχι μόνον o καθορισμένος από το Μάαστριχτ κανονισμός που διείπε την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ρητά απαγόρευε την εξαγορά χρέους κρατών μελών, αλλά δεν υπήρχε και η Schicksalsgemeinschaft –η «κοινότητα της μοίρας» κατά τον βεμπεριανό ορισμό του έθνους– που δεσμεύει τους κυρίαρχους και τους κυριαρχούμενους μαζί σε μια κοινή πολιτική τάξη, κατά την οποία οι πρώτοι καλούνται να πληρώσουν βαρύ τίμημα γιατί στο παρελθόν αγνόησαν τις ανάγκες της επιβίωσης των δεύτερων. Στο ευρωπαϊκό κακέκτυπο του φεντεραλισμού, δεν χωρούν οι ‘μεταβιβάσεις πόρων’ που κάνουν οι Αμερικανοί. Έτσι όταν ήρθε η κρίση, η συνοχή της Ευρωζώνης δεν μπορούσε να προέλθει από κοινωνικές δαπάνες αλλά από την πολιτική επιβολή – η επιβολή από τη Γερμανία, επί κεφαλής μιας ομάδας μικρότερων βορείων χωρών, δρακόντων μέτρων λιτόυητας, αδιανόητων για τους δικούς της πολίτες στις χώρες της νότιας περιφέρειας, που δεν μπορούσαν πλέον να ανακτήσουν την ανταγωνιστικότητά τους, μέσω υποτίμησης.
Υπ’ αυτή την πίεση, οι κυβερνήσεις των πιο αδύναμων κρατών κατέρρευσαν σαν χάρτινοι πύργοι. Στην Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ισπανία, τα καθεστώτα που κυβερνούσαν κατά το ξέσπασμα της κρίσης σαρώθηκαν σε εκλογές που ανέδειξαν διάδοχους προσηλωμένους σε ακόμα πιο δραστικές δόσεις των ίδιων συνταγών. Στην Ιταλία, επιστρατεύτηκε η εσωτερική πολιτική διαφθορά και η εξωτερική παρέμβαση ώστε να αντικατασταθεί η κοινοβουλευτική από μια τεχνοκρατική κυβέρνηση, δίχως προσφυγή στις κάλπες. Στην Ελλάδα, επιβλήθηκε ένα καθεστώς από το Βερολίνο, το Παρίσι και τις Βρυξέλλες, που υποβάθμισε τη χώρα σε κατάσταση όμοια μ’ εκείνην της Αυστρίας του 1922, όπου ένας Ύπατος Αρμοστής είχε τοποθετηθεί από την Αντάντ –υπό την αιγίδα της Λίγκας των Εθνών– για να διαχειρίζεται την οικονομία σύμφωνα με τις επιθυμίες της (3). Παντού, οι συνταγές που εφαρμόζονται για να αποκαταστήσουν την πίστη των χρηματοπιστωτικών αγορών στην αξιοπιστία των τοπικών διαχειριστών περιλαμβάνουν περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες, απορρύθμιση των αγορών και ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας: Το κλασικό νεοφιλελεύθερο ρεπερτόριο το οποίο συνδυάζεται με αυξανόμενες φορολογικές πιέσεις. Προκειμένου να εξασφαλίσουν αυτά τα μέτρα, το Βερολίνο και το Παρίσι αποφάσισαν να επιβάλουν στα Συντάγματα και των 17 χωρών της Ευρωζώνης ρήτρα ισοσκελισμένων προϋπολογισμών –ένα μέτρο που για καιρό θεωρούνταν στην Αμερική ως προμετωπίδα της ακραίας δεξιάς.
Τα γιατροσόφια του 2011 δεν θα θεραπεύσουν την Ευρωζώνη από τις ασθένειές της. Τα σπρεντ των χρεών των κυβερνήσεων δεν πρόκειται να επιστρέψουν στα επίπεδα προ της κρίσης. Ούτε είναι μόνο δημόσια η συσσώρευση του χρέους –απεναντίας: Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, οι ακάλυπτες υποχρεώσεις των Τραπεζών μπορεί να αγγίζουν το 1.3 τρισ. €. Τα προβλήματα είναι βαθύτερα, οι συνταγές πολύ αδύναμες, και αυτά που πρέπει να εφαρμοστούν πολύ σκληρότερα από αυτά που οποιαδήποτε γραφειοκρατία είναι σε θέση να αποδεχθεί. Καθώς καθίσταται σαφές ότι το φάσμα της χρεοκοπίας δεν έχει απομακρυνθεί, είναι απίθανο να αντέξουν οι σκοπιμότητες που συνέδεσαν την Μέρκελ με τον Σαρκοζύ. Η συνεργασία των δύο, προφανώς, δεν υπήρξε ισότιμη. Η Γερμανία, υπεύθυνη περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο κράτος για την ευρωπαϊκή κρίση, επιβάλλοντας ένα καθεστώς συμπίεσης των μισθών στο εσωτερικό και διευκόλυνσης της ροής των κεφαλαίων στο εξωτερικό, υπήρξε και ο κύριος αρχιτέκτονας της προσπάθειας να αντιμετωπιστεί η κρίση αυτή. Υπ’ αυτή την έννοια, έχει έρθει η ώρα για έναν νέο Ευρωπαίο ηγεμόνα. Και ταυτόχρονα εμφανίστηκε και το πρώτο κυνικό μανιφέστο της γερμανικής υπεροχής μέσα στην ΕΕ.
Ο νέος ηγεμών
Στο κύριο άρθρο του Merkur, του πιο σημαντικού ιδεολογικού οργάνου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, o δικαστής της πόλης Κοστάνζ, Κρίστοφ Σόνμπεργκερ υποστηρίζει ότι το είδος της ηγεμονίας που είναι προορισμένη η Γερμανία να ασκήσει στην Ευρώπη δεν έχει τίποτα κοινό με το ελεϊνό ‘σλόγκαν μιας γκραμσιανής αντι-ιμπεριαλιστικής αντίληψης’: Θα πρέπει να γίνει αντιληπτό με την πλήρη συνταγματική έννοια που αναπτύχθηκε από τον Χάινριχ Τρίπελ, προκειμένου να προσδιορίσει την κύρια λειτουργία του ισχυρότερου κρατιδίου μέσα σ’ ένα ομοσπονδιακό σύστημα, όπως η Πρωσία μέσα στην Γερμανία στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Η ΕΕ είναι ένα τέτοιο σύστημα –μια σε τελευταία ανάλυση διακυβερνητική κοινοπραξία που υλοποιείται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, οι συζητήσεις του οποίου δεν έχουν καμία δημοσιότητα, και για το οποίο μόνο μέσω της επιστημονικής φαντασίας θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει ότι θα μπορούσε ποτέ να εξελιχθεί στο «μπλέ λουλούδι της δημοκρατίας, αποκαθαρμένο από όλα τα γήινα θεσμικά του υπολείμματα». Αλλά από τη στιγμή που τα κράτη τα οποία αντιπροσωπεύονται στο Συμβούλιο είναι αρκετά άνισα μεταξύ τους σε μέγεθος και βαρύτητα, θα ήταν μη ρεαλιστικό να υποθέσουμε ότι θα μπορούσαν να συνεργαστούν με όρους ισότητας. Έτσι, προκειμένου να λειτουργήσει, η Ένωση προϋποθέτει το κράτος που διαθέτει διαφορετικής τάξης μεγέθους πληθυσμό και πλούτο, προκειμένου να της προσδώσει συνοχή και κατεύθυνση. Η Ευρώπη χρειάζεται την κηδεμονία της Γερμανίας, και οι Γερμανοί θα πρέπει να πάψουν να ντρέπονται να την εξασκήσουν. Η Γαλλία, με το πυρηνικό οπλοστάσιο και τη θέση στο Συμβούλιο Ασφαλείας που κατέχει έχει μικρή σημασία πλέον, και θα πρέπει να προσαρμόσει ανάλογα τις αξιώσεις της. Η Γερμανία θα πρέπει αν μεταχειριστεί την Γαλλία, όπως ο Μπίσμαρκ την Βαυαρία στο Κάιζερράιχ, κατευνάζοντάς την με συμβολικά δώρα και γραφειοκρατικές ισορροπίες έναντι της Πρώσικης υπεροχής (4).
Το εάν η Γαλλία μπορεί τόσο πρόθυμα να υποβαθμιστεί στο καθεστώς της Βαυαρίας στη διάρκεια του 2ο Ράιχ, αυτό μένει να αποδειχθεί. Υπό τον Σαρκοζί, μια τέτοια σύγκριση δεν φαίνονταν εξωπραγματική, όταν το Παρίσι υπέκυπτε στις προτεραιότητες που έθετε το Βερολίνο. Αλλά ίσως, ένας πιο σύγχρονος παραλληλισμός θα ήταν πιο δόκιμος. Τα τελευταία χρόνια, το άγχος της Γαλλικής πολιτικής τάξης να μην διαχωριστεί, αλλά πάντοτε να συμβαδίζει με τους γερμανικούς σχεδιασμούς για την Ένωση, θυμίζει ολοένα και περισσότερο μια άλλη «ειδική σχέση», αυτήν των απελπισμένων Βρετανών που γατζώνονται στο ρόλο βαστάζου των ΗΠΑ. Ωστόσο, είναι ένα ερώτημα το κατά πόσο μπορεί να συνεχίζεται η γαλλική αυτο-υποτίμηση δίχως κάποια αντίδραση. Οι κομπασμοί του γενικού γραμματέα του CDU ότι «η Ευρώπη μιλάει τώρα γερμανικά» είναι μια συνταγή για περισσότερη δυσαρέσκεια και όχι για κατευνασμό. Ο νέος ηγεμόνας μπορεί να εξασκεί τους μύες του. αλλά παραμένει εξαιρετικά καχεκτικός, αδύναμος να καταστείλει την αναταραχή στη νομισματική ένωση, ή να την υπερβεί μέσω μιας πολιτικής ένωσης, στην οποία προϋποθέτει μεταβιβάσεις πόρων, τις οποίες αρνούνται οι ψηφοφόροι του.
Εξίσου εύθραυστα είναι και τα άλλα στοιχεία της παρούσας κατάστασης. Καθώς η κρίση εντείνεται, τα χαγιεκιανά θεμέλια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα δοκιμάσουν μεγάλες πιέσεις από την πλημμυρίδα του χρέους. Αν η στάθμη των υδάτων ανεβεί κι άλλο, είναι απίθανο να αντέξουν. Εάν καμία αυτοαναφορικότητα δεν είναι πιο θεμελιώδης για την ιδεολογία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από τον ισχυρισμό της ότι ενσαρκώνει ένα κράτος δικαίου, καμία γραφειοκρατία δεν είναι πιο ευέλικτη από αυτήν στο να βρίσκει τρόπους για να το παραβιάζει. Ποιός θα εκπλαγεί εάν μάθει από τους δικηγόρους του ότι εάν ξαναδιαβαστούν καλύτερα οι ρήτρες της συνθήκης του Μάαστριχτ που υποτίθεται ότι απαγόρευαν στην Κεντρική Τράπεζα να εξαγοράζει κυβερνητικό χρέους, θ’ αποδειχθεί ότι στην πραγματικότητα ορίζουν –δίχως αμφιβολία, μέσω μιας περίτεχνης παράκαμψης– πως η Τράπεζα είναι αναγκασμένη να κάνει κάτι τέτοιο;
Αυξανόμενη αβεβαιότητα
Εντέλει, δε, ούτε τα δύο καθεστώτα που προσπαθούν να μαντρώσουν την υπόλοιπη Ευρώπη στο στρατόπεδο των συστημάτων σταθεροποίησής τους, είναι και πολύ ανθεκτικά. Στη Γερμανία, η Μέρκελ χάνει το ένα μετά το άλλο κρατίδιο στις περιφερειακές εκλογές, ενώ οι συνεργάτες του FDP αντιμετωπίζουν –όχι για την πρώτη φορά στην ιστορία τους– το φάσμα της εκλογικής έκλειψης. Στην Γαλλία, ο Σαρκοζί έχει εκχωρήσει ψήφους προς το Εθνικό Μέτωπο, δίχως να τους αναπληρώσει από το κέντρο, κι έτσι τώρα ασθμαίνει πίσω από τον πιο άγευστο τεχνοκράτη του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίον η απόρριψη των καθεστώτων, πρότυπο για κάθε εκλογική αναμέτρηση στην Ευρώπη από το κράχ του 2008 κι έπειτα, να μην επαναληφθεί και γι’ αυτούς τους δύο. Το εάν η επιστροφή της σοσιαλδημοκρατίας στην εξουσία, στο Παρίσι και το Βερολίνο μπορεί να επηρεάσει την πορεία της κρίσης είναι ένα άλλο ερώτημα. Από μόνη της, κατά πάσα πιθανότητα θα κάνει μικρή διαφορά. Είναι εύκολο να φανταστούμε τον Ολλάντ ή τον Γκάμπριελ να ανέρχονται στην εξουσία όπως ο Ραχόι, όχι διά μιας θετικής ψήφου, αλλά επειδή δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση στον ορίζοντα. Κάποια σοβαρή λαϊκή αναταραχή θα άλλαζε τα πράγματα. Αλλά μέχρι σήμερα, αυτή συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Αλλού, οι ελίτ δεν έχουν ακούσει ακόμα τίποτα από τις μάζες. Και το ότι δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι η επιδείνωση των πραγμάτων θα πυροδοτήσει, αντί να καταπνίξει τις λαϊκές αντιδράσεις είναι γνωστό από την εποχή της ρωσικής παθητικότητας κατά την διακυβέρνηση του Γιέλτσιν. Αλλά οι πληθυσμοί της Ένωσης είναι λιγότερο καταπιεσμένοι και, εφόσον οι συνθήκες επιδεινωθούν δραστικά, το σάστισμά τους μάλλον θα διαρκέσει λιγότερο. Πίσω από όλα τα σενάρια, υπάρχει το γυμνό γεγονός ότι, ακόμα και εάν η κρίση του ευρώ μπορούσε να επιλυθεί δίχως μεγάλο κόστος για τους αδύναμους, πράγμα που είναι μάλλον απίθανο, η σοβούσα συρρίκνωση της ανάπτυξης θα διαιωνιζόταν.
Κοιτώντας μπροστά, ωστόσο, υπάρχει ένα πεδίο στο οποίο η επάνοδος της σοσιαλδημοκρατίας στην εξουσία μπορεί να αλλάξει τα πράγματα. Από τα καθεστώτα τα οποία ανέλυσα στο βιβλίο μου Νέος Παλιός Κόσμος, (5) μόνο αυτό της Τουρκίας έχει ευημερήσει μετά την κρίση. Εκεί, ο Ερντογάν εξασφάλισε μια τρίτη θητεία κατά το καλοκαίρι του 2011, αν και με ποσοστά μικρότερα των αντίστοιχων του Ντεμιρέλ ή του Μεντερές, τα οποία μάλιστα πέτυχε πάνω σε μια καταναλωτική έκρηξη που πραγματοποιήθηκε για πελατειακούς λόγους και είναι απίθανο να μπορεί να συνεχιστεί. Όπως συνέβη και με τον Μεντερές, η ισχυροποίηση της εξουσίας σημαίνει και την όξυνση της καταστολής: διείσδυση στην αστυνομία και το δικαστικό σώμα, διώξεις στους φοιτητές και τους συνδικαλιστές, χαλκεύσεις κατηγοριών εναντίων των αντιπάλων και τηλεκατευθυνόμενες σφαγές των Κούρδων από μη επανδρωμένα αεροπλάνα. Αυτά δεν προκαλούν όμως τον αποκλεισμό από την ΕΕ, η πόρτα της οποίας παραμένει μισάνοιχτη για την Τουρκία. Πριν από την κρίση, μια ενδεχόμενη αποχώρηση της Μέρκελ και του Σαρκοζί θα της άνοιγε εντελώς τον δρόμο. Αλλά στο μεταξύ, το καθεστώς του AKP στην Άγκυρα, ενισχυμένο από το ζεστό χρήμα της ταχείας ανάπτυξης, στράφηκε προς τη Μέση Ανατολή, ως ένα πιο πρόσφορο πεδίο για τις φιλοδοξίες του, και απέκτησε μια νέα δυναμική – όχι σε σημείο ώστε να εγκαταλείψει την υποψηφιότητα προς την ΕΕ, αλλά ώστε να την θέσει σε δεύτερη μοίρα. Τώρα, επιδιώκει να παίξει έναν νεο-οθωμανικό ρόλο καθοδηγητή του Αραβικού κόσμου, πράγμα που επιδοκιμάζουν θερμά και οι ΗΠΑ. Το πώς θα συνδυαστεί η αυτοπεποίθηση της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης μ’ έναν, φιλικότερο προς αυτή, γαλλογερμανικό άξονα, ιδιαίτερα όταν η φούσκα εισαγωγών της πρώτης θα οδηγήσει σε κατάρρευση την Τουρκία,, μένει να το δούμε.
Τουλάχιστον μέχρι στιγμής, οι εξελίξεις σε όλα τα μέτωπα πέριξ της Μεσογείου συγκλίνουν. Η περίοδος από την κρίση κι έπειτα, όπως είχε προβλεφθεί, αποτέλεσε μια πρώτη μεγάλη πρόβα τζενεράλε της Ευρώπης στο ρόλο της συμπληρωματικής αυτοκρατορίας σ’ αυτό το περιφερειακό σκηνικό. Ανταποκρινόμενος στις προσδοκίες, ο Σαρκοζί πήρε την πρωτοβουλία (6). Με τη θέση του στο εσωτερικό να δυσκολεύει από τα αρνητικά δημοσκοπικά αποτελέσματα, και την διεθνή του εικόνα να πλήττεται από τις σχέσεις που διατηρούσε με τις δικτατορίες της Λιβύης και της Αιγύπτου, πρωτοστάτησε στην επίθεση εναντίον της Λιβύης, προκειμένου να αποκαταστήσει την δημοτικότητά του. Στρατολογώντας την Βρετανία και την ασθμαίνουσα Ιταλία, υπό την κάλυψη μιας απόφασης του ΟΗΕ «να προστατευτούν οι ανθρώπινες ζωές» με «οποιοδήποτε μέσο είναι απαραίτητο», εξαπολύθηκε μια παρατεταμένη αεροπορική επίθεση, που εξαρτιόταν από την αμερικανική υποστήριξη, ενώ άφηνε την Τουρκία να επικρατήσει πάνω στα ερείπια (6). Η αλεβίτικη δυναστεία στην Συρία, υπό τις κυρώσεις της ΕΕ και την περικύκλωση της Τουρκίας, είναι η επόμενη που θα τεθεί στη γραμμή του πυρός, με τις ευλογίες των ΜΜΕ και την οικονομική υποστήριξη του Κατάρ. Το Ιράν ακολουθεί στη σειρά. Οι επιπτώσεις που θα έχει στο εσωτερικό η ανασύσταση των παλιών ευρωπαϊκών ερεισμάτων στην Βόρειο Αφρική και τη Μέση Ανατολή δεν έχουν ακόμη ξεκαθαριστεί. Μερικές ενδείξεις των εντάσεων που θα μπορούσαν να προκληθούν είναι ήδη ορατές στις διενέξεις μεταξύ των Γάλλων και των Ιταλών, πάνω στη μοίρα των μεταναστών από το Μαγρέμπ και την ισχύ της συμφωνίας του Σέγκεν. Η Τρίπολη και η Τυνησία είναι εγγύτερα στη Ρώμη και το Παρίσι, παρά στην Άγκυρα ή την Αλεξανδρέττα. Είναι απίθανο να μπορούν οι νότιες και οι ανατολικές ακτές της Μεσογείου να προσφέρουν στην Ευρώπη επ’αόριστον μια φτηνή εξιλέωση.
Σημειώσεις:
[1] Βλέπε το The Economics of Global Turbulence, London and New York 2006; και για μια ανάλυση μέχρι το κραχ του 2008, ‘What is Good for Goldman Sachs is Good for America’, cestach paper, April 2009.
2 Για στατιστικά του γερμανικού κόστους εργασίας μεταξύ του 1998 και του 2006 και μια πρόβλεψη για την επίδραση που έχουν στις οικονομίες του ευρωπαϊκού νότου βλέπε The New Old World, σ. 52.
3 Για τη δουλειά είχε επελέγη ο δεξιός δήμαρχος του Ρότερνταμ, Άλφρεντ Ζίμερμαν, που διέπρεψε κατά την καταστολή μιας ολλανδικής προσπάθειας να εξαπλωθεί η γερμανική εξέγερση του 1918, και ο οποίος παρέμεινε στο πόστο αυτό μέχρι το 1926. «Επέκρινε ακατάπαυστα την κυβέρνηση τονίζοντας διαρκώς τις ανεπάρκειές της, ενώ απαιτούσε ολοένα και περισσότερες θυσίες από όλες τις τάξεις του πληθυσμού’ και πίεζε ‘την κυβέρνηση να σταθεροποιήσει τον προϋπολογισμό της σ’ ένα πολύ μικρότερο επίπεδο» […]: Charles Gulick, Austria from Habsburg to Hitler, Berkeley 1948, τ. I, σ. 700.
4 Christoph Schönberger, ‘Hegemon wider Willen. Zur Stellung Deutschlands in der Europäische Union’, Merkur, no. 752, Ιανουάριος 2012, σσ. 1–8. Οι απόψεις του Βίσμαρκ για τους Βαυαρούς, ασφαλώς, είναι διάσημες: «Στο ήμισυ της απόστασης μεταξύ ενός Αυστριακού και ενός ανθρώπου». Ο εμπνευστής του σχήματος του Σόνμπεργκερ, ο νομικός του μεσοπολέμου Χάινριχ Τρίπελ, δεν υπήρξε μόνο0 θαυμαστής της διακυβέρνησης του Μπίσμαρκ υπό την ηγεμονία των Πρώσων πάνω στη Γερμανία. Το 1933 καλωσόρισε την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία ως μια «νόμιμη επανάσταση», και τελείωσε το βιβλίο του πάνω στην ηγεμονία το 1938 με διθυράμβους υπέρ του Χίτλερ, ως τον ηγέτη εκείνο που προσαρτώντας την Αυστρία και τη Σουηδητία, επιτέλους πραγματοποίησε τους μακροχρόνιους πόθους των Γερμανών για ένα ενοποιημένο κράτος: Die Hegemonie. Ein Buch von führenden Staaten, Stuttgart 1938, σ. 578.
5 The New Old World, pp. 544 ff, 198–9.
6 Για τις πολιτικές σκοπιμότητες της επιχείρησης στην Λιβύη και την κάλυψη που παρείχε ο ΟΗΕ σ’ αυτές, βλέπε την λεπτομερή ανάλυση του Hugh Roberts, ‘Who Said Gaddafi Had to Go?’, London Review of Books, 17 November 2011.