Του Σταύρου Λυγερού από την Καθημερινή
Μία εβδομάδα πριν από τις κάλπες, η ελπίδα των δύο κομμάτων εξουσίας για συσπείρωση της τελευταίας στιγμής δεν επιβεβαιώνεται. Εάν η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ συγκεντρώσουν αθροιστικά κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ο σχηματισμός συμμαχικής κυβέρνησης θα καταστεί μονόδρομος. Η τρόικα θα ασκήσει ασφυκτικές πιέσεις στους ηγέτες γαλάζιων και πράσινων για να συμφωνήσουν. Το σενάριο αυτό, όμως, δεν είναι χωρίς εμπόδια.
Ο Σαμαράς διεκδικεί ρητορικά την αυτοδυναμία και απειλεί εμμέσως με νέες εκλογές για να την κατακτήσει. Το χαρτί αυτό, ωστόσο, μπορεί να το παίξει εάν αποσπάσει 35%-36%. Όχι όταν το ποσοστό του απέχει πολύ από τον στόχο κι όταν, μάλιστα, η εκλογική επιρροή του έχει καθοδική τάση. Ο πραγματικός στόχος του είναι να γίνει πρωθυπουργός.
Δεδομένου ότι το κριτήριο κυβερνητικών συμπράξεων είναι η στάση έναντι του Μνημονίου, ο δυνάμει μόνος εταίρος είναι το ΠΑΣΟΚ. Η απαίτηση Σαμαρά, όμως, να γίνει πρωθυπουργός προσκρούει σε αντιστάσεις. Οι πολίτες που θα ψηφίσουν το ΠΑΣΟΚ είναι δύο κατηγοριών:
● Πρώτον, όσοι υποστηρίζουν συνειδητά το Μνημόνιο (είναι η μειονότητα).
● Δεύτερον, όσοι είναι ταυτισμένοι με το ΠΑΣΟΚ ανεξαρτήτως της πολιτικής που εφαρμόζει (είναι η πλειονότητα).
Η δεύτερη κατηγορία, που λειτουργεί με όρους φυλής, είναι παραδοσιακά και βαθύτατα αντιδεξιά. Γι’ αυτό και θεωρεί αμάρτημα το ΠΑΣΟΚ να υποστηρίξει για πρωθυπουργό τον Σαμαρά. Αρκετοί πράσινοι βουλευτές υπενθυμίζουν ότι τον Ιούνιο 2011 ο Σαμαράς είχε θέσει ως όρο για να συμμετάσχει σε κυβέρνηση συνεργασίας τον αποκλεισμό του Παπανδρέου. Κατ’ αυτούς, λοιπόν, το ΠΑΣΟΚ νομιμοποιείται να θέσει αντίστοιχο όρο.
Πολλά, πάντως, θα εξαρτηθούν από το εκλογικό αποτέλεσμα.
Εάν η Ν.Δ. υπερβεί το 30% (όχι πολύ πιθανό) ή εάν η διαφορά της από το ΠΑΣΟΚ είναι αρκετά μεγαλύτερη από πέντε μονάδες, η διαπραγματευτική θέση του αρχηγού της θα είναι ισχυρή. Ο κ. Βενιζέλος θα πιεσθεί ασφυκτικά για να συμπράξει. Η τρόικα θέλει «φιλομνημονιακή» κυβέρνηση και γι’ αυτό, σύμφωνα με πληροφορίες, μετά τις διαβεβαιώσεις που έχει λάβει, έχει αποδεχθεί το ενδεχόμενο πρωθυπουργοποίησης του Σαμαρά.
Τα πράγματα θα δυσκολέψουν για τον αρχηγό της Ν.Δ. εάν η εκλογική επίδοση είναι χαμηλή και η διαφορά από το ΠΑΣΟΚ μικρή. Τότε, θα είναι αυτός που θα δεχθεί ασφυκτικές πιέσεις για να αποδεχθεί ως πρωθυπουργό τρίτο πρόσωπο. Και μάλιστα, η πίεση δεν θα προέλθει μόνο από το ΠΑΣΟΚ, την τρόικα και εγχώριους υποστηρικτές του Μνημονίου. Θα προέλθει και από τη (νεο)φιλελεύθερη πτέρυγα της Ν.Δ., πιθανώς και από καραμανλικούς.
Ο Σαμαράς το φοβάται και γι’ αυτό προσπάθησε να συγκροτήσει τα ψηφοδέλτια κατά τρόπο που να αναδείξουν μία ελεγχόμενη απ’ αυτόν Κοινοβουλευτική Ομάδα. Στην πολιτική, όμως, αυτοί οι υπολογισμοί είναι αβέβαιοι. Αυτό που μετράει είναι η δυναμική που θα αναπτυχθεί την κρίσιμη ώρα. Ειδικά όταν η αναμενόμενη εκλογική επιτυχία των Ανεξάρτητων Ελλήνων του Καμμένου μετατρέπει τη Ν.Δ. σε μεσαίο κόμμα και εκ των πραγμάτων αποδυναμώνει τη θέση του αρχηγού της.
Το αστείο αυτής της προεκλογικής εκστρατείας είναι ότι Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ συμπεριφέρονται λες και βρισκόμαστε στην προ κρίσης εποχή, όταν λειτουργούσαν σαν μονομάχοι για το τρόπαιο της εξουσίας. Οι πρώην άσπονδοι αντίπαλοι, όμως, είναι οι σημερινοί και κατά πάσα πιθανότητα και αυριανοί εταίροι, αφού έχουν ψηφίσει το Μνημόνιο, το οποίο λειτουργεί ως κοινό πρόγραμμα διακυβέρνησης.
Για να ανασχέσουν τη μετατόπιση των ψηφοφόρων προς αντιμνημονιακά κόμματα και συχνά προς αντισυστημικές επιλογές, ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. χρησιμοποιούν τα ίδια εκβιαστικά διλήμματα: «Μνημόνιο ή χάος», «ψηφίστε μας ή ακυβερνησία» κ.λπ. Κρύβουν, βεβαίως, ότι το ζητούμενο είναι μια αποτελεσματική κυβέρνηση που θα βγάλει την Ελλάδα από την κρίση και όχι μια κυβέρνηση που θα την οδηγήσει στην κατάρρευση.
Στην πραγματικότητα ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. επιχειρούν να χειραγωγήσουν το εκλογικό σώμα καλλιεργώντας τον φόβο. Η τακτική αυτή, ωστόσο, δεν οδηγεί μακριά. Ισχυριζόμενοι αυθαιρέτως, μάλιστα, ότι η αντιμνημονιακή ψήφος ισοδυναμεί με ψήφο υπέρ της δραχμής, ροκανίζουν την ιδεολογική ηγεμονία του ευρωπαϊσμού, γεγονός που αργά ή γρήγορα θα πολλαπλασιάζει τους Έλληνες που θα ταυτίζουν την εξαθλίωσή τους με την ύπαρξη του ευρώ.
Το ίδιο αντίστροφο αποτέλεσμα θα έχει και η πρακτική των μνημονιακών δυνάμεων να στιγματίζουν κάθε αντίθετη άποψη σαν «λαϊκισμό». Καλλιεργούν τη βαθιά αντιδημοκρατική αντίληψη ότι υπάρχει «υπεύθυνη» και «ανεύθυνη» ψήφος και ως εκ τούτου σε κρίσιμες στιγμές τον λόγο δεν πρέπει να έχει το εκλογικό σώμα, αλλά οι «επαΐοντες», που βεβαίως τυγχάνει να είναι σταυροφόροι του Μνημονίου και εκλεκτοί της τρόικας.
Η τακτική τους, όμως, είναι τυχοδιωκτική. Εξωθεί τα θύματα της ασκούμενης πολιτικής να αντιδράσουν σ’ αυτή την ιδεολογική τρομοκρατία στρεφόμενα προς αυτό που οι μνημονιακοί αποκαλούν λαϊκίστικες επαγγελίες.