Ευρώπη, ο μεγάλος ασθενής της παγκόσμιας κρίσης
του Γιώργου Ρακκά από τη Ρήξη φ. 88
Όταν ξέσπασε η κρίση το 2008, προς στιγμήν φάνηκε ότι ο «μεγάλος ασθενής» είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, λόγω της υπερέκθεσής τους σ’ ένα τοξικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, που είχε λάβει τις διαστάσεις μιας τεράστιας φούσκας. Τούτο επιβεβαιώθηκε σε μια πρώτη φάση, ωστόσο δεν συνέχισε να ισχύει σε μια δεύτερη, όπου η κρίση διεθνοποιήθηκε, το πρόβλημα έγινε κοινό για όλους, και σημασία πλέον δεν είχε τόσο το πόσο έχεις εκτεθεί σε αυτό, αλλά το τι δυνατότητες έχεις για να το αντιμετωπίσεις.
Εκεί, αίφνης, η κατάσταση αντιστράφηκε και ο «μεγάλος ασθενής» έγινε η Ε.Ε. Εξ αφορμής της χρηματοπιστωτικής κρίσης, βγήκαν στην επιφάνεια και πολλαπλασιάστηκαν όλες οι αντιφάσεις και οι αντιθέσεις του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Πρώτον, φάνηκε ότι ο ευρωπαϊκός καταμερισμός μεταξύ του παρασιτικού Νότου και του παραγωγικού Βορρά δεν είναι βιώσιμος.
Δεύτερον, φάνηκε ότι η Ε.Ε. είναι ένα τεχνοκρατικό οικοδόμημα δίχως «πολιτική ψυχή». Δηλαδή της απαιτούμενης συναίσθησης της «κοινής μοίρας», που θα μετασχημάτιζε τους Ευρωπαϊκούς λαούς σε ευρωπαίους πολίτες. Δίχως αυτήν, αποδεικνύεται ότι η Ε.Ε. δεν μπορεί να προχωρήσει έστω και σ’ αυτές τις κινήσεις που έκαναν οι ΗΠΑ για να οχυρωθούν από την κρίση, δηλαδή να μεταφέρουν πόρους από τα ισχυρότερα κράτη προς τα πιο αδύναμα.
Τρίτον, φάνηκε η πραγματική οικονομική δυναμική της Ε.Ε. Το γεγονός που την αποκάλυψε ήταν η άνοδος της Κίνας και της Νοτιοανατολικής Ασίας. Διότι είναι στον μεταξύ τους ανταγωνισμό που αναδεικνύονται οι αδυναμίες της Ευρώπης. Η κυριότερη είναι η δημογραφική. Η Ευρώπη γερνάει ταχύτατα και το εργατικό δυναμικό της συνέχεια μειώνεται. Υπολογίζεται από τα Ηνωμένα Έθνη ότι, αν η Ευρώπη θέλει να διατηρήσει την παρούσα σχέση μεταξύ εργαζόμενων και συνταξιοδοτούμενων, θα χρειαζόταν μέχρι το 2050 άλλα 70 εκατομμύρια μετανάστες! Οι συνέπειες ενός πληθυσμού που γερνάει ολοένα και περισσότερο, αντικατοπτρίζονται στην πληθυσμιακή μείωση, αλλά και στη μείωση του μεριδίου της Ευρώπης στο παγκόσμιο ΑΕΠ, όπως φαίνεται από τους δύο ακόλουθους πίνακες.
Τέταρτον, φάνηκε η γεωπολιτική αδυναμία συγκρότησης της Ε.Ε. ως ανεξάρτητης περιφερειακής οντότητας. Η γεωπολιτική αδυναμία προκύπτει κυρίως από τη σχέση της Ευρώπης με τη Μ. Ανατολή. Η Ευρώπη δεν διαθέτει την απαραίτητη ισχύ προκειμένου να παίξει αυτόνομο ρόλο στις εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στην ευρύτερη περιοχή, όπως φάνηκε, και ενώ υπήρχε ο διχασμός στο ζήτημα της Λιβύης, όπου οι Γάλλοι και οι Βρετανοί χρειάστηκαν το ΝΑΤΟ. Αυτές οι αδυναμίες γίνονται πιο έντονες αν αναλογιστεί κανείς ότι υπάρχει σημαντική μετατόπιση του γεωπολιτικού κέντρου βάρους προς τον Ειρηνικό, λόγω της ανόδου της Ανατολικής Ασίας, γεγονός που στρέφει τις ΗΠΑ προς τα εκεί, καθιστώντας τις ολοένα και πιο επιφυλακτικές σε πιθανή ανάμιξή τους στη Μ. Ανατολή.
Τέλος, επειδή το μοντέλο πολυπολιτιστικής διαχείρισης των μεταναστευτικών ρευμάτων έχει μεταβάλει τις σχέσεις της Δύσης με τον μουσουλμανικό κόσμο σε εσωτερικό πρόβλημα της Ευρώπης, όπου διαμένουν ήδη είκοσι και πλέον εκατομμύρια μουσουλμάνων.
Όλα αυτά αποδεικνύουν σήμερα, εν τέλει, το εντελώς αβάσιμο των μεγάλων προσδοκιών που καλλιεργούσαν συστηματικά οι ευρωπαϊστές. Η ανάδυση ενός πολυπολικού κόσμου, μας έλεγαν, θα θέσει στο επίκεντρο την πιο ολοκληρωμένη περιφερειακή δύναμη, την Ε.Ε., ως σημείο αναφοράς και πόλο «μαλακής ισχύος» του νέου διεθνούς συστήματος. Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, στηριγμένο στις αρχές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του κράτους πρόνοιας και της δημοκρατίας, θα μπορούσε να ασκεί ιδεολογική ηγεμονία στο νέο πολυπολικό σύστημα.
Στην πράξη, μόλις έσπασε η μονοπολική παγκοσμιοποίηση των ΗΠΑ και η άνοδος της Κίνας έβαλε το διεθνές σύστημα σε πολυπολική φάση, η Ευρώπη γονάτισε. Αποδείχθηκε ότι επρόκειτο για μια οικονομική ένωση με υψηλό επίπεδο ολοκλήρωσης, αλλά χαμηλή πολιτική και κοινωνική συνοχή και αναλογικά μικρότερη στρατιωτική ισχύ. Ένα μόρφωμα, δηλαδή, που μπορούσε να σταθεί μόνον δίπλα στις ΗΠΑ, που ρύθμιζαν τις καθοριστικές παραμέτρους για τη λειτουργία του «συστήματος Ε.Ε.», κρατώντας τη Μέση Ανατολή «από κάτω», την Κίνα και τη Ρωσία «μακριά».
Έτσι, σύντομα, οι φυγόκεντρες δυνάμεις πήραν το πάνω χέρι. Ο συνδυασμός των παραμέτρων οδηγεί σε ταυτόχρονη απώλεια ισχύος και εισοδημάτων, γεγονός που τροφοδοτεί μια γενικευμένη αναδίπλωση και εσωστρέφεια.
Πολύ χαρακτηριστική είναι μια συστηματική έρευνα που διενήργησε το Pew Research Center τον Απρίλιο του 2012 για τις τάσεις, τις στάσεις και τις συμπεριφορές στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με αυτή, υπάρχει πλέον ένα τεράστιο χάσμα στην εικόνα που έχει το κάθε ευρωπαϊκό έθνος για την Ε.Ε.– κυρίως μεταξύ της Γερμανίας και των υπολοίπων. Έτσι, στη Γερμανία, ένα 53% είναι ικανοποιημένο με την πορεία της χώρας, ένα 73% θεωρεί ότι η οικονομία πηγαίνει καλά, και το 59% ότι η χώρα ενισχύθηκε με την ευρωπαϊκή ενοποίηση, ενώ το 68% είναι υπέρ της ΕΕ. Οι αντίστοιχοι ευρωπαϊκοί μέσοι όροι είναι 14%, 15%, 31% και 59%.
Όσο για το 59% που είναι υπέρ της ΕΕ, αφορά στο ευρώ, και οι λόγοι είναι εθνικοί και όχι φεντεραλιστικοί: Οι ευρωπαϊκοί λαοί διαισθάνονται ότι μόνο ένα κοινό νόμισμα μπορεί να προστατέψει την κάθε χώρα από τον παγκόσμιο λυσσαλέο ανταγωνισμό. Κι έτσι «λουφάζουν» μέσα στο ευρώ, ώσπου να υπάρξει καλύτερη συγκυρία για την αλλαγή, που θα προκύψει ίσως από την εκ νέου εγκαθίδρυση διεθνών προστατευτικών δικλείδων.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Αυτή η στιγμή η Ενωμένη Ευρώπη αντιμετωπίζει κρίση προσανατολισμού. Δεν ξέρει, ούτε καν μπορεί να μάθει σύντομα, το τι θέλει να κάνει. Μπροστά, δηλαδή προς μια ομοσπονδιακή ολοκλήρωση, δεν μπορεί να προχωρήσει, καθώς κάθε λαός βιώνει μια φάση εσωστρέφειας. Πίσω, δηλαδή στις αποκλειστικά εθνικές στρατηγικές δεν μπορεί να πάει, γιατί πλέον ο κόσμος είναι πολύ μεγάλος, και οι λέοντες του 19ου και του 20ού αιώνα φαντάζουν σήμερα αθώα κατοικίδια από την αφύπνιση του μεγαλύτερου μέρους του πάλαι ποτέ Τρίτου Κόσμου. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο πρόβλημα του γερμανικού σχεδίου. Από τη μία, η Γερμανία είναι πολύ αδύναμη για να τα βάλει μόνη της με την Κίνα, ή ακόμα τις ΗΠΑ, και έχει ανάγκη από δορυφόρους και ακολούθους, ενώ από την άλλη αυτοί είναι πολύ εγωπαθείς για να τους πείσει να την ακολουθήσουν εθελοντικά.
Έτσι, η Ευρώπη αναδεικνύεται ως ο μεγάλος ασθενής της παγκόσμιας κρίσης (κι εμείς το πιο ασθενές όργανο του μεγάλου ασθενή). Αντιμετωπίζει όχι απλώς οικονομικά ή πολιτικά προβλήματα, αλλά προβλήματα υπαρξιακά, δομικά, όπως είναι το δημογραφικό ή το γεωπολιτικό, ή την αδυναμία να διατηρήσουν οι ευρωπαϊκοί λαοί ένα βιοτικό επίπεδο ασύμβατο με τη σημερινή συγκρότηση του διεθνούς συστήματος.
Αυτή η πραγματικότητα της Ευρώπης, ως μεγάλου (και μόνιμου) ασθενή της παγκόσμιας κρίσης, υπονομεύει τα θεμέλια και των δύο συγκρουόμενων στρατηγικών που υφίστανται σήμερα στην Ελλάδα (αν υφίστανται). Αμφότεροι, Τσίπρας και Σαμαράς, απαντούν «η Ευρώπη», στο ερώτημα «ποια είναι η λύση». Ο ένας τη βλέπει στη νεοφιλελεύθερη εκδοχή των κοινών διαρθρωτικών αλλαγών και ο άλλος ως μια περιφερειακή κεϋνσιανή ένωση της «Ευρώπης με ανθρώπινο πρόσωπο». Ωστόσο, η συγκυρία θέτει το ερώτημα διαφορετικά: Ποια «Ευρώπη» θα επιβιώσει από μια τόσο σοβαρή κρίση;
Σ’ αυτή την ερώτηση πρέπει να απαντήσει κατ’ αρχάς και κατ’ αρχήν οποιαδήποτε ελληνική στρατηγική. Και να επεξεργαστεί ένα σχέδιο κάλυψης του περιφερειακού κενού που ανοίγεται από τον κλυδωνισμό της Ευρώπης. Το δίλημμα δραχμή ή ευρώ βρίσκεται στο τέλος αυτής της στρατηγικής τοποθέτησης, όχι στην αρχή, και με τον τρόπο που το συζητάμε εδώ. και μάλλον, αυτός ο τρόπος με τον οποίο το θέμα «Ευρώπη» τίθεται στην Ελλάδα, δείχνει την ιδεολογική φτώχεια που ταλανίζει την κοινωνία μας…