Oμιλία του Ντέιβιντ Χάρβει στην Αρχιτεκτονική Σχολή της Μπελβίλ
από την ιστοσελίδα rednotebook.gr
Μετάφραση: Έλενα Παπαδοπούλου
«Θα προσπαθήσω να σας εξηγήσω εν συντομία αυτό που περιέγραψα στο τελευταίο μου βιβλίο “Το αίνιγμα του καπιταλισμού”, ένα έργο που ερμηνεύει την πρόσφατη οικονομική κρίση με τους πιο απλούς όρους –τους μαρξιστικούς. Η ανάλυσή μου στηρίζεται στην κυκλοφορία του κεφαλαίου. Το σχήμα που θα περιγράψω παρακάτω είναι απλό: ξεκινάει από το χρήμα, το οποίο χρησιμοποιείται για την απόκτηση εργατικού δυναμικού και μέσων παραγωγής. Μέσω της τεχνολογίας και της οργάνωσης της εργασίας, τα δύο αυτά στοιχεία παράγουν αγαθά και κέρδη που προκύπτουν από την πώλησή τους. Στη διαδικασία αυτή, υπάρχουν δύο σημαντικά πράγματα που πρέπει να σημειωθούν:
Πρώτον, ότι από τη στιγμή που η διαδικασία παραγωγής σταματά, το σύστημα καταρρέει πλήρως. Θα δώσω ένα παράδειγμα. Όταν έγινε η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου ήμουνα στη Ν. Υόρκη: τα πάντα σταμάτησαν, δεν υπήρχε ούτε κυκλοφορία, ούτε κατανάλωση. Μετά από τέσσερις ημέρες, ο δήμαρχος εμφανίστηκε στην τηλεόραση για να παροτρύνει τους κατοίκους να χρησιμοποιήσουν τις πιστωτικές κάρτες τους, πηγαίνοντας σε εστιατόρια και εμπορικά κέντρα. Ήταν μια πραγματική επαιτεία. Το ίδιο συνέβη και όταν οι Ισλανδοί τραπεζίτες πήραν την εκδίκησή τους από τον κόσμο με την έκρηξη του ηφαιστείου …
Δεύτερον, για να επιβιώσει το σύστημα πρέπει να επεκτείνεται συνεχώς. Το πλεόνασμα πρέπει να επανεπενδύεται για την αναπαραγωγή του συνολικού προϊόντος. Ιστορικά, το σύστημα αυτό είχε μια συνολική ετήσια αύξηση της τάξης του 2,25% από το 1780. Οι οικονομολόγοι, ωστόσο, πιστεύουν ότι μεγέθυνση μικρότερη του 3% είναι ανησυχητική.
Σήμερα το σύστημα δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να βρει αγορές για νέα προϊόντα. Είναι προφανές ότι δεν μπορούμε να συγκρίνουμε αυτό που συνέβη στο δυτικό κόσμο το 1780-με επίκεντρο 3-4 ευρωπαϊκές πόλεις όπως το Μπέρμιγχαμ και το Μάντσεστερ- με τη σημερινή κατάσταση. Οι συγκεκριμένες συνθήκες δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία. Ο κανόνας όμως που επιβεβαιώνεται και στις δύο περιπτώσεις είναι ότι ο ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης δεν πρέπει να μειώνεται. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, το σύστημα καταρρέει. Η ετήσια αξία της παγκόσμιας παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών σήμερα είναι 55 τρις δολάρια και το μέγεθος αυτό αυξάνεται εκθετικά. Σε ένα τέτοιο επίπεδο, για να μην «κολλήσει η μηχανή» πρέπει να παράγονται επιπλέον προϊόντα και υπηρεσίες αξίας 1.500 δις ετησίως.
Πρόσφατα υπήρξε μια σημαντική εξέλιξη: οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, εκείνες που παράγουν αγαθά και υπηρεσίες, βρέθηκαν να επανεπενδύουν όλο και περισσότερο τα χρήματά τους σε χρηματοοικονομικά προϊόντα, όπως swaps και άλλα άυλα στοιχεία. Η συνέχιση της παραγωγής τους δεν ήταν πλέον επικερδής γιατί δεν απέφερε αρκετά χρήματα για να τροφοδοτήσει τη λειτουργία της. Ανακύπτει λοιπόν το ερώτημα: οδεύει το σύστημα προς το τέλος του, και αν όχι, ποια είναι τα όριά του;
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, πρέπει να γνωρίζουμε από που προέρχονται τα χρήματα και να κατανοήσουμε πώς δημιουργείται το κεφάλαιο και με ποιο τρόπο ρυθμίζει το σύστημα παραγωγής. Πίσω από αυτή τη διαδικασία υπάρχει αυτό που εγώ αποκαλώ συμπαιγνία χρηματοοικονομίας/κράτους, μια μορφή συνεργασίας μεταξύ των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και του κράτους. Η ιστορία του καπιταλισμού χαρακτηρίζεται από αλλαγές στη λειτουργία αυτού του δεσμού. Όταν διαρρηγνύεται όμως, δημιουργείται κρίση. Ένα πολύ καλό παράδειγμα είναι ο περιορισμός της χρηματοοικονομικής δραστηριότητας στα τέλη της δεκαετίας του ‘60 και στις αρχές του ‘70. Πολλοί ήταν εκείνοι που τότε κάνανε κριτική, υποστηρίζοντας ότι η δυναμική των χρηματοοικονομικών αγορών περιορίζεται υπερβολικά και αυτό αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη. Από τότε, η συμπαιγνία χρηματοοικονομίας/κράτους μετασχηματίστηκε και ενισχύθηκε, δρομολογώντας μια διαδικασία απορύθμισης. Έτσι, το σύστημα πέρασε από τη συμπίεση των αρχών της δεκαετίας του ‘70, σε μια έξαρση της χρηματοοικονομικής δραστηριότητας με πολύ μεγάλη εξουσία συγκεντρωμένη στα χέρια των χρηματιστών.
Αυτή η συμπαιγνία χρηματοοικονομίας/κράτους είναι πάντα συγκεκαλυμμένη. Η ύπαρξή της είναι εμφανής μόνο σε περιόδους κρίσης. Τη στιγμή της κατάρρευσης της Lehman Brothers, για παράδειγμα, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών εξαφανίστηκε εντελώς από το προσκήνιο: οι μόνοι που είδαμε στην τηλεόραση ήταν ο διευθυντής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (ως εκπρόσωπος του τραπεζικού συστήματος) και ο Υπουργός Οικονομικών. Η απουσία του επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας ήταν προφανής, όπως προφανές ήταν και το γεγονός ότι οι αποφάσεις λαμβάνονταν από το χρηματοπιστωτικό σύστημα και διαμεσολαβούνταν από την τηλεόραση, παρότι το κράτος ήταν αυτό που έχει απορροφήσει τις ζημιές των τραπεζών και, κατά συνέπεια και της Lehman Brothers.
Το δεύτερο ορατό όριο του συστήματος είναι η εργασία. Κατά τη διάρκεια της κρίσης της δεκαετίας του ‘70, το εργατικό κίνημα ήταν ακόμα ισχυρό απέναντι στους εργοδότες, και τα συνδικάτα επηρέαζαν σημαντικά τις αποφάσεις σε σημαντικά ζητήματα όπως ο κατώτατος μισθός. Στη συνέχεια, ακολούθησε αυτό που ονομάζουμε «περιορισμός του κεφαλαίου», μια κατάσταση κατά την οποία η δραστηριότητα του κεφαλαίου ήταν οριοθετημένη. Αυτή η κατάσταση έχει έκτοτε αντιστραφεί.
Την εποχή εκείνη, το κεφάλαιο αντέδρασε με τη στροφή του σε άλλες κατευθύνσεις. Για να υποτάξει τους εργαζόμενους και τα συνδικάτα, η καλύτερη λύση ήταν να εγκατασταθεί αλλού- για παράδειγμα στην Κίνα- και για να επιτρέψει αυτές τις μετεγκαταστάσεις ήταν αναγκαίο να αναμορφώσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το 1985 εγκαθιδρύθηκε, έτσι, ένα σύστημα κυκλοφορίας για τη διευκόλυνση αυτής της διαδικασίας.
Σήμερα, η συζήτηση έχει αλλάξει λίγο. Η κρίση δεν οφείλεται στα συνδικάτα, αλλά είναι συνέπεια της κατάρρευσης των τραπεζών και της υποχρέωσης του κράτους να τις διασώσει. Το κράτος μπαίνει έτσι στο στόχαστρο, μειώνοντας ακόμη περισσότερο τη δύναμη των συνδικάτων.
Η κατάσταση θυμίζει αυτό που συνέβη το 1982 στο Μεξικό, όταν η χώρα βρισκόταν στα πρόθυρα της πτώχευσης και οι ΗΠΑ χρηματοδοτούσαν τις τράπεζες – και πριν το βιοτικό επίπεδο των Μεξικανών μειωθεί κατά περίπου 25%. Στην πραγματικότητα, αυτό που κάνουν σήμερα πολλές χώρες- συμπεριλαμβανομένων και των βιομηχανικά ανεπτυγμένων-είναι ότι επιβάλλουν διαρθρωτικές προσαρμογές τύπου ΔΝΤ, οι οποίες φιμώνουν κάθε έκφραση κοινωνικής διαμαρτυρίας.
Την ίδια στιγμή, οι τράπεζες συνεχίζουν να πλουτίζουν. Πριν από δύο χρόνια, οι διαχειριστές των αμοιβαίων κεφαλαίων είχαν κέρδη αξίας τριών δις δολαρίων. Ήδη θεωρούσα ότι τα 250 εκατομμύρια δολάρια που κέρδιζαν ήταν εξωφρενικά, αλλά αυτό ξεπερνάει κάθε όριο … Και είναι οι ίδιοι που εξασφάλισαν ρευστότητα για τις εμπορικές τράπεζες και επέβαλαν τα αντίστοιχα μέτρα λιτότητας στους εργαζόμενους… Οι άνθρωποι αυτοί είναι σήμερα πλουσιότεροι από ποτέ, ενώ οι φτωχοί γίνονται ακόμα φτωχότεροι. Αυτό που συμβαίνει τώρα στην Αγγλία, για παράδειγμα, είναι ακριβώς ότι έγινε στο Μεξικό εκείνη την περίοδο.
Ένα άλλο βασικό σημείο: η πρόσβαση στα μέσα παραγωγής, που συνδέεται με το περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους. Η ίδια διαδικασία ισχύει και εδώ: οι καπιταλιστές αποσπούν χρήματα από το σύστημα οδηγώντας το στα όρια του, και ταυτόχρονα δημιουργούν περιβαλλοντικά προβλήματα που δεν μπορούν πλέον να παραβλεφθούν. Η οικολογική κρίση επιδεινώνεται από μια ελίτ ιδιοκτητών που επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν τις προσόδους τους. Απέναντι στην κρίση, το κυνήγι των ακινήτων και της ιδιοκτησίας φουντώνει σε όλο τον κόσμο. Ορισμένες χώρες, όπως η Κίνα και οι ΗΠΑ αγοράζουν ολόκληρα τμήματα άλλων χωρών (στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική αντίστοιχα). Αυτό προκύπτει από την αναζήτηση μεγαλύτερων κερδών, η οποία με τη σειρά της περιστρέφεται γύρω από την πνευματική ιδιοκτησία, το άλλο μεγάλο Ελντοράντο της εποχής μας.
Ακολουθεί το ζήτημα της παραγωγής το οποίο καλύπτει τα δύο προηγούμενα. Πρώτον, η παραγωγή σχετίζεται με την τεχνολογία και την οργάνωση της εργασίας. Ιστορικά, ο καπιταλισμός έχει δείξει μεγάλη δυναμική σε αυτούς τους δύο τομείς. Η δυναμική αυτή είναι σήμερα προφανής σε περιπτώσεις εταιρειών όπως η IKEA, η Wal-Mart και η Carrefour, οι οποίες την εκμεταλλεύονται εξαιρετικά για να αποσπάσουν ακόμη περισσότερα κέρδη. Υπήρξαν περίοδοι κατά τις οποίες οι εξελίξεις στην τεχνολογία και την οργάνωση της εργασίας έπαιξαν κεντρικό ρόλο σε περιόδους κρίσης. Στην παρούσα κρίση, όμως ο ρόλος τους δεν είναι καθοριστικός, καθώς αυτό που κυριαρχεί είναι το σκιώδες χρηματοπιστωτικό σύστημα και το σύστημα χρηματοοικονομικών συναλλαγών που λειτουργεί με ταχύτητες νανο-δευτερολέπτου, πάνω και πέρα από τον έλεγχο του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος…Το ζήτημα της παραγωγής αναδεικνύει και ένα δεύτερο στοιχείο: την κατάσταση της εργασίας και την πειθαρχία που επιβάλλεται στους εργαζόμενους. Όπως προανέφερα, κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 τα συνδικάτα έπαιζαν κάποιο ρόλο στην οικονομία. Από τη δεκαετία του ‘80 και μετά, το κεφάλαιο κέρδισε και σ’ αυτό το επίπεδο: δεν υπάρχουν πια συνδικάτα για να ασκήσουν πίεση.
Ένα άλλο σημαντικό σημείο σχετίζεται με το χρήμα, το πλεόνασμα χρήματος και κατά συνέπεια το κέρδος. Για να παραμείνει ζωντανό, το σύστημα πρέπει να διευρύνεται συνεχώς και η διεύρυνση αυτή απαιτεί αύξηση της ενεργού ζήτησης.
Τονίζω εδώ δύο στοιχεία: από τη μία, το σύστημα πρέπει να δημιουργήσει νέες επιθυμίες και ανάγκες. Από την άλλη, οι άνθρωποι πρέπει να έχουν αρκετά χρήματα για να ανταποκριθούν σ’ αυτές τις επιθυμίες μέσω της κατανάλωσης. Αν κάνουμε πάλι τη σύγκριση με τα τέλη της δεκαετίας του ‘60 και των αρχών του ‘70 – την εποχή που γινόταν λόγος για τον περιορισμό των κερδών – παρατηρούμε ότι έχουμε περάσει στο ακριβώς αντίθετο άκρο: τη συμπίεση των μισθών. Η συμπίεση αυτή συνεπάγεται ότι οι εργαζόμενοι έχουν λιγότερα χρήματα να ξοδέψουν, γεγονός που οδηγεί στη μείωση της ενεργού ζήτησης. Η προτεινόμενη λύση; Δίνουμε σε όλους μια πιστωτική κάρτα και τους συμβουλεύουμε πώς να κάνουν καλή χρήση. Τα χρέη των νοικοκυριών έχουν τριπλασιαστεί από το 1980, ενώ οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι. Το χάσμα διευρύνεται. Η συμπαιγνία χρηματοοικονομίας/κράτους διαθέτει εσκεμμένα όλο και μεγαλύτερη τεχνητή αγοραστική δύναμη σε ανθρώπους με όλο και λιγότερα έσοδα. Αυτό οδήγησε και στην κρίση των subprimes.
Από πολλές απόψεις, τα subprimes αποτέλεσαν τη σπίθα που πυροδότησε την πρόσφατη κρίση. Είναι σημαντικό, όμως, να τονίσουμε ότι αυτό που περιγράφεται ως παγκόσμια κρίση, δεν έπληξε παρά ορισμένες μόνο χώρες και όχι το σύνολο του πλανήτη. Η γεωγραφική ανισότητα είναι πραγματικά μεγάλη. Μπορεί στη Δύση να ερχόμαστε αντιμέτωποι με πολιτικές λιτότητας, αλλά στην Κίνα, για παράδειγμα, ξεκίνησε ένα κεϋνσιανό πρόγραμμα ανάπτυξης, με μεγάλα έργα και τράπεζες που επενδύουν. Η Κίνα αναπτύσσεται με ρυθμό της τάξης του 10% ετησίως. Όσοι έχουν οικονομικές συναλλαγές με κινέζους εκφράζουν την ίδια απορία: για ποια κρίση μιλάτε; Ούτε όμως και η Αυστραλία έχει βιώσει την κρίση, και αυτό γιατί εξάγει πολλές πρώτες ύλες στην Κίνα. Η Λατινική Αμερική πέρασε μια πολύ σύντομη κρίση, κυρίως γιατί έχει μετατραπεί σε ένα είδος κέντρου παραγωγής σόγιας, με καταστροφικές οικολογικές συνέπειες. Με λίγα λόγια, υπάρχουν δύο αντιδιαμετρικά αντίθετες καταστάσεις: από τη μία η λιτότητα, και από την άλλη η αναβίωση του κεϋνσιανισμού.
Είμαστε, λοιπόν, μάρτυρες μιας πλήρους αναδιάταξης των γεω-οικονομικών δυνάμεων- διολισθαίνουσα ηγεμονία, όπως λέει ο Giovanni Arrighi- με την ανάδυση μιας νέας δύναμης στη Νοτιοανατολική Ασία που ανταγωνίζεται τις ΗΠΑ και, σε κάποιο βαθμό, και την Ευρώπη. Αν εστιάσουμε την προσοχή μας στην τελευταία, διαπιστώνουμε ότι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας προς την Κίνα είναι η Γερμανία – η οποία δεν βγαίνει ιδιαίτερα ζημιωμένη από την κρίση. Σε αντάλλαγμα, η Κίνα θέλει να χρησιμοποιήσει την Ευρώπη ως διέξοδο, αγοράζοντας το λιμάνι της Αθήνας για να οργανώσει την εξαγωγή των προϊόντων της στην Ευρώπη.
Ο λόγος για τον οποίο προτιμώ να επιχειρηματολογώ στη βάση σχημάτων αυτού του τύπου, είναι γιατί μ’ αυτό τον τρόπο μπορώ να προσδιορίσω το ακριβές στάδιο της διαδικασίας όπου το κεφάλαιο συναντάει εμπόδιο και άρα προκαλείται η κρίση.
Οι κρίσεις της δεκαετίας του ‘70 ήταν πολύ διαφορετικές, διότι συνέβησαν σε μια εποχή οικονομικής συρρίκνωσης, κατά την οποία οι εργαζόμενοι ήταν ακόμα καλά οργανωμένοι. Το πρόβλημα τότε δεν ήταν πρόβλημα ενεργού ζήτησης. Η παρούσα κρίση προκλήθηκε λόγω της υπερβολικής δύναμης της συμπαιγνίας χρηματοοικονομίας/κράτους. Το σύστημα δεν μπορεί πλέον να πουλήσει την παραγωγή του και το ερώτημα είναι ποια λύση θα επιλεγεί για την επαναφορά του.
Το βασικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγω είναι το εξής: το καπιταλιστικό σύστημα δεν αντιμετωπίζει ποτέ τα αίτια που προκαλούν κρίσεις. Περιορίζεται στο να τις μετατοπίζει με δύο τρόπους: είτε μεταφέροντάς τες σε κάποιο άλλο σημείο της παραγωγικής διαδικασίας, είτε μετακινώντας τες γεωγραφικά. Αν βρισκόμασταν στην Ασία το 1997 ή το 1998, θα ήμασταν μάρτυρες μιας καταστροφής, την ίδια στιγμή που η Δύση θα αναρωτιόταν για ποια κρίση μιλάμε. Το 2001 ήταν η σειρά της Αργεντινής, αλλά και πάλι ήμασταν μακριά. Σήμερα ξέρουμε ότι υπάρχει κρίση. Ο υπόλοιπος κόσμος όμως αναρωτιέται: Ποια κρίση; Η κρίση αυτή κινείται γύρω από την Καλιφόρνια μέχρι την ανατολική ακτή, περνάει από την Ισλανδία και την Πορτογαλία, φτάνει στην Ιρλανδία … Θα ήταν ενδιαφέρον να μάθουμε, λοιπόν, πού θα ξεσπάσει η επόμενη κρίση. Ίσως στη Σαγκάη, όπου η αγορά στέγης βρίσκεται σε διαδικασία δημιουργίας μιας νέας φούσκας.
Για να αλλάξει πραγματικά το σύστημα, πρέπει οι εργαζόμενοι στην Ευρώπη να θυμώσουν και να αποφασίσουν ότι εφόσον το σύστημα δε λειτουργεί ήρθε η ώρα να γίνει μια ταξική σύγκρουση που θα το ανατρέψει και θα το αντικαταστήσει με κάτι νέο…”».
21 Οκτωβρίου 2010
Πηγή: Article 11