Αρχική » Ο Ευρωστρατός και η «Νέα Ευθύνη» της Γερμανίας

Ο Ευρωστρατός και η «Νέα Ευθύνη» της Γερμανίας

από Άρδην - Ρήξη

του Βασίλη Στοϊλόπουλου από το Άρδην τ. 99, Ιανουάριος-Μάρτιος 2015

Γ ια μια ακόμη φορά, οι υπερασπιστές των «ευρωπαϊκών αξιών» επαναφέρουν την ιδέα της ίδρυσης ενός ευρωστρατού, ανακαινίζοντας προτάσεις που πρωτοεμφανίστηκαν τη δεκαετία του ’50 και που –για ευνόητους λόγους– δεν ευδοκίμησαν ποτέ. Έναν ευρωστρατό –και μάλιστα εν μέσω παρατεταμένης οικονομικής κρίσης– με κύριο στόχο την «αυταρχική» Ρωσία, όταν οι ετήσιες στρατιωτικές δαπάνες στην Ευρώπη, με τους 1,9 εκατομμύρια στρατιώτες, ανέρχονται ήδη στα 382 δισ. δολάρια και είναι πολλαπλάσιες από αυτές της Ρωσίας (88 δισ.). Αντί για την προώθηση μιας ειρηνικής τάξης πραγμάτων στην Ευρώπη, που θα συμπεριλαμβάνει και τη Ρωσία, αντί για έναν ειλικρινή διάλογο με τη Μόσχα για την αποτροπή ενός νέου Ψυχρού Πολέμου, ο νυν πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Γιουνκέρ θέλησε με την πρότασή του για τον ευρωστρατό «να δείξει στη Ρωσία ότι η Ε.Έ. υπερασπίζεται τις αξίες της» και ότι «μπορεί να αντιδρά αξιόπιστα στις απειλές», όπως αυτή του ουκρανικού εμφυλίου.

Όπως ήταν φυσικό, ένα σύνθετο ζήτημα, όπως ο ευρωστρατός, που θα έχει προφανή ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά, δεν θα περνούσε απαρατήρητο: Η Ρωσία προειδοποίησε ότι, σε μια εποχή με πυρηνικά όπλα, η δημιουργία νέων στρατών δεν επιφέρει επιπλέον ασφάλεια, αλλά μπορεί να εκληφθεί ως προκλητική ενέργεια, ενώ το ειδησεογραφικό πρακτορείο Μπλούμπεργκ, εστιάζοντας στο ενδεχόμενο υπονόμευσης του ΝΑΤΟ, χαρακτήρισε την ιδέα «μη λειτουργική, ασύνετη και ανόητη». Αντίθετα, μετ’ επαίνων υποδέχτηκε την ιδέα Γιουνκέρ η Γερμανία, παρότι –με δεδομένες τις ενδοευρωπαϊκές και ενδονατοϊκές αντιθέσεις και την απουσία πολιτικής ένωσης στην Ευρώπη– ανάγονται στη σφαίρα της ουτοπίας και η αιτιολόγησή της, με αναφορές σε «ανθρώπινα δικαιώματα» και «ειρηνικές» προθέσεις, αγγίζει τα όρια του κυνισμού. Και, το σημαντικότερο, δεν γίνεται αποδεκτή από ένα σημαντικό τμήμα της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, ακόμη και της γερμανικής. Βεβαίως, ο Γιούνκερ δεν λειτούργησε αυτοβούλως και είναι γνωστό ότι στα τελευταία προεκλογικά προγράμματα των γερμανικών κομμάτων (CDU/CSU/SPD/FDP) υπήρχαν αναφορές στο ενδεχόμενο ίδρυσης ευρωστρατού και ότι στην κυβερνητική συμφωνία της «Μεγάλης Συμμαχίας» του Βερολίνου αναφέρεται επί λέξη: «Επιδιώκουμε μια στενότερη σχέση των διαφόρων ευρωπαϊκών στρατών, η οποία μπορεί να εξελιχθεί σ’ έναν ευρωπαϊκό στρατό, υπό κοινοβουλευτικό έλεγχο». Σύμφωνα μάλιστα με τον πρόεδρο της κοινοβουλευτικής επιτροπής άμυνας, Μπάρτελς, δεν ενδείκνυται η αναμονή μέχρι την πραγματοποίηση του τελικού σχεδίου του ευρωστρατού των 28 κρατών-μελών, αλλά η επίσπευση των σχετικών διακρατικών, στρατιωτικών συμφωνιών μεταξύ των κρατών της Ευρώπης, όπως έγινε ήδη μεταξύ Γερμανίας-Πολωνίας και Γερμανίας-Ολλανδίας.
Γιατί όμως οι Γερμανοί επιδιώκουν την ίδρυση ευρωστρατού υπό το πρίσμα μιας γερμανοκρατούμενης Ευρώπης; Απλώς, γιατί στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών θεσμών, που ελέγχουν ήδη, θα είναι πολύ πιο εύκολη η λήψη αποφάσεων, όπως π.χ. η αύξηση του προϋπολογισμού των στρατιωτικών δαπανών στο 2% που ζητούν το ΝΑΤΟ και τα λόμπι της γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας. Επιπλέον, γιατί οι δυναμικές ενστάσεις που προβάλλει το γερμανικό κοινοβούλιο για τις στρατιωτικές επεμβάσεις και ο αρνητικός αντίκτυπος που έχει αυτό στον δημόσιο διάλογο θα ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Βεβαίως, η πρόταση Γιουνκέρ μπορεί να ιδωθεί και ως μήνυμα ότι η «γερμανική Ευρώπη» επιδιώκει την εξισορρόπηση των σχέσεων εντός του ΝΑΤΟ, αλλά και ακόμη περισσότερο, να αμφισβητήσει τον λόγο ύπαρξης της αμερικανοκρατούμενης συμμαχίας στη μεταδιπολική εποχή. Ανεξάρτητα πάντως με τα περί ευρωστρατού, η γερμανική κυβέρνηση ανακοίνωσε πρόσφατα την επανεξέταση του στρατιωτικού της δόγματος, προκειμένου να αντιμετωπιστεί «ο ρωσικός κίνδυνος».

Η σημερινή Γερμανία, όμως, δεν αρκείται στη μελλοντική δημιουργία ενός ανταγωνιστικού ως προς το ΝΑΤΟ ευρωστρατού, που μπορεί να κρατήσει πολλά χρόνια μέχρι να πραγματοποιηθεί. Ήδη, από την κατάρρευση του διπολισμού και μετά, έγιναν σημαντικές αλλαγές για την ανάδειξη της Bundeswehr σε σημαίνοντα παράγοντα της γερμανικής πολιτικής. Η συμμετοχή της σε πολέμους ανά την υφήλιο έπαψε από καιρό ν’ αποτελεί μεταπολεμικό ταμπού, παρότι η πλειοψηφία της κοινωνίας, που κουβαλά ακόμη το ιστορικό άγος των δύο παγκοσμίων πολέμων, επιμένει στην αντιμιλιταριστική της στάση. Η συμμετοχή της Γερμανίας στον πόλεμο της Δύσης κατά της Γιουγκοσλαβίας, το 1999, σηματοδότησε την οριστική απενοχοποίηση από τον ερυθροπράσινο συνασπισμό Σρέντερ-Φίσερ των στρατιωτικών επεμβάσεων στο εξωτερικό. Το «σκανδαλώδες λάθος» όμως που διέπραξε η Γερμανία, αρνούμενη να συμμετάσχει στην «ανθρωπιστική» επέμβαση στη Λιβύη, το 2011, ήταν αυτό που προκάλεσε έντονο εσωτερικό διάλογο και εν τέλει την αποδοχή από τη γερμανική ελίτ του δόγματος «Νέα Εξουσία-Νέα Ευθύνη», που στοχεύει στην ανάληψη «μεγαλύτερης ευθύνης» στα ευρωπαϊκά και διεθνή τεκταινόμενα.

Στο επίκεντρο αυτού του νέου οράματος, που εκφράζεται με ιδιαίτερη έμφαση από τον πρόεδρο Γκάουκ («γκαουκισμός»), είναι η απαίτηση της γερμανικής ελίτ της εγκατάλειψης της μέχρι πρότινος ιδεαλιστικής «κουλτούρας της στρατιωτικής αυτοσυγκράτησης», υπέρ μιας «ad acta επιθετικά προσανατολισμένης εξωτερικής πολιτικής» και, γιατί όχι, υπέρ μιας «κουλτούρας πολεμικής ικανότητας» και της μετάβασης από την «κουλτούρα των αξιών» στην «κουλτούρα των συμφερόντων». Ο επαναλαμβανόμενος μιλιταριστικός-σοβινιστικός λόγος του Γερμανού προέδρου, που επικροτεί και ο ακροδεξιός, εθνολαϊκιστικός χώρος της Γερμανίας, είναι ένα «αμάλγαμα από γεωπολιτικές προτεραιότητες και προτεσταντική ηθική που ουδόλως διαφέρει από την αποστολική συνείδηση των νεοσυντηριτικών, από την εποχή του Μπους του νεώτερου». Σύμφωνα με το όραμα «Νέα Εξουσία–Νέα Ευθύνη», με τις ριζικές αλλαγές που συντελούνται στο «στρατηγικό περιβάλλον της Γερμανίας, στην ευρωπαϊκή πολιτική και στην πολιτική ασφάλειας, στις σχέσεις με νέες δυνάμεις και στην ανανέωση της παγκόσμιας τάξης», απαιτείται ένας «νέος ορισμός των γερμανικών κρατικών στόχων». Προς το παρόν, η Γερμανία είναι μια «διαμορφωτική δύναμη σε αναμονή», η οποία όμως μελλοντικά πρέπει σε πολιτικό επίπεδο να «ηγείται συχνότερα». Αυτό σημαίνει να επενδύει σε «μακροπρόθεσμες σχέσεις και σε συμβιβασμούς», με «υπομονή και επιμονή» και ασφαλώς να «έχει και μια ανταγωνιστική πολεμική βιομηχανία». Προκειμένου όμως να διατηρηθούν αλώβητοι οι κανόνες της παγκοσμιοποίησης, από την οποία η Γερμανία κερδίζει όσο σχεδόν καμία άλλη χώρα, ο στρατός πρέπει να αναλάβει «νέες ευθύνες» διεθνώς, κάτι που το ζητούν ακόμη και οι ΗΠΑ. Υπό αυτό το πρίσμα, οι ΗΠΑ αναγνωρίζονται ως αναντικατάστατος εταίρος –παρότι τα «συμφέροντα των ΗΠΑ δεν ταυτίζονται αναγκαστικά με τα συμφέροντα των Ευρωπαίων» (FAZ)– και η ΕΕ, ως πολλαπλασιαστής στοιχειωδών δυνάμεων της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής.

Παράλληλα, εντοπίζονται και οι «ταραξίες» (Ιράν, Βενεζουέλα κ.ά.), που απειλούν την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων και θα πρέπει να αντιμετωπιστούν «εν ανάγκη και με (γερμανικά) στρατιωτικά μέσα», όπως επίσης υπάρχουν και οι αμφισβητίες «προκαλούντες» (Κίνα, Ρωσία κ.α.), οι οποίοι «μέσα στο ανταγωνιστικό περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης μπορεί να αναδειχτούν είτε σε πραγματικούς εταίρους είτε σε αντιπάλους». Η προσέγγιση Γερμανίας-Ιαπωνίας σε στρατιωτικά ζητήματα, η παροχή οπλισμού στους Κούρδους Πεσμεργκά –και μάλιστα με καταφανή παραβίαση της γερμανικής νομοθεσίας για εξαγωγές πολεμικού υλικού– και η επιθετική στάση της Γερμανίας στο ουκρανικό ζήτημα πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο αυτής της «νέας» εξωτερικής πολιτικής.
Αυτό που δυσκολεύει –προς το παρόν τουλάχιστον– τις γερμανικές ελίτ να αναλάβουν με μεγαλύτερη ζέση τις νέες διεθνείς «υποχρεώσεις» τους δεν είναι τόσο οι όποιες αντιδράσεις από το εξωτερικό, αλλά το γεγονός ότι στη Γερμανία απουσιάζει ακόμη το «έδαφος για την ανάπτυξη ενός νέου μιλιταρισμού, με την έννοια ενός συστήματος, που ενσωματώνει κρατικές, οικονομικές, ιδεολογικές και κοινωνικές παραμέτρους και που εξυπηρετεί στρατιωτικά συμφέροντα» και το ότι οι «αλτρουιστικές» απόψεις Γκάουκ εξακολουθούν να μην ενθουσιάζουν την πλειοψηφία των Γερμανών, παρά τη συστηματική προπαγάνδα των τελευταίων δύο ετών, η οποία επικεντρώνεται σε δυο βασικά σημεία: πρώτον στις αναθεωρητικές αντιλήψεις περί αποκλειστικής ευθύνης της Γερμανίας για την έκρηξη του Α΄ Π.Π. και δεύτερον στην προεδρική, ηθικολογική κριτική, ότι λόγω του ιστορικού παρελθόντος της χώρας τους οι Γερμανοί απέκτησαν αυτοβούλως το δικαίωμα να μη βλέπουν την πραγματικότητα και να χαρίζουν οι ίδιοι προνόμια στον εαυτό τους, ενώ θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι η ευημερία τους γεννά υποχρεώσεις διεθνώς!

Όπως όλα δείχνουν, αυτή η ακόμα πλειοψηφική «πασιφιστική» νοοτροπία της μεταπολεμικής Γερμανίας δεν θα αντέξει για πολύ στα νέα γεωπολιτικά δεδομένα και στις νέες φιλοδοξίες των γερμανικών ελίτ. Ένα νέο μιλιταριστικό πνεύμα μπορεί πολύ σύντομα να διαπεράσει τη γερμανική εξωτερική πολιτική των «νέων ευθυνών», με τη στήριξη και της κοινωνίας, τουλάχιστον όσον αφορά στην Ευρώπη και τον ζωτικό της χώρο. Άλλωστε, η στροφή των ΗΠΑ, αλλά και της Ρωσίας προς Ανατολάς και η συνεχιζόμενη αποδυνάμωση Γαλλίας και Βρετανίας, αφήνουν ένα μεγάλο κενό, τουλάχιστον στην Ευρώπη, που κάλλιστα μπορούν να το καλύψουν οι Γερμανοί, και μάλιστα με τις ευλογίες των ΗΠΑ.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ